Tabs: Blog | About Me |

Σάββατο, Ιουνίου 18

He who must die ...



Συζητώντας για τις ταινίες που είδαμε και μας έμειναν αξέχαστες συνέλαβα τον
εαυτό μου να τις μετρά στα δάκτυλα του ενός χεριού. Απόρροια κακής μνήμης, κατέληξα.
Την χθεσινή όμως -όχι γιατί την έχω φρέσκια- θα την θυμάμαι για χρόνια.
Δεν παίζει στο box ofiice, δεν είναι πρόσφατη, μα αν ήμουν Υπουργός Παιδείας
θα φρόντιζα να "λιώσει" στις αίθουσες προβολής των σχολείων. Έτσι κι αλλιώς είναι μερικά πράγματα που .. ως έλληνες κι ελληναράδες τα κάνουμε ευχαρίστως: διχαζόμαστε, μοιραζόμαστε, και η επιλογή  "στρατοπέδων" είναι βαθιά ριζωμένη στο Dna μας.
Μέσα σ' όλα αυτά τα ...εμπριμέ που συμβαίνουν γύρω μας, η αίθουσα είχε μόλις 9 μετρημένους τύπους που πήγαν να δουν το "He who must die" του Ζυλ Ντασέν.
- Ε και; θα πείτε. Πρώτη φορά είναι που το σινεμά μένει άδειο?
Η απάντηση είναι πολύπλοκη. Η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε μισό αιώνα πριν. Ήταν η πρώτη διεθνής παραγωγή που χρηματοδοτήθηκε εν Ελλάδι. Ήταν το ντεμπούτο της χώρας στις Κάνες. Ήταν η πρώτη εμφάνιση της Κρήτης στα .. Ευρωπαϊκά σαλόνια. Κι ήταν η πρώτη ταινία που συνέπραξαν οι "θρύλοι" της εποχής για να στηθεί: Νίκος Καζαντζάκης, Μάνος Χατζιδάκις, Μελίνα Μερκούρη, Γιάννης Τσαρούχης και Ζυλ Ντασέν. Η υπόθεση βασίζεται στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" και η προβολή της έγινε μόνο για λίγες μέρες το 1957 σε 5 Αθηναϊκές αίθουσες. Η πολιτική δυσμένεια που εισέπραξαν έκτοτε οι συντελεστές της την καταδίκασε σε αφάνεια.
Μισό περίπου αιώνα μετά, η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Κρήτη. Για μία και μόνο βραδιά, αφού η μοναδική κόπια που έχει στην κατοχή της η Seven- θα μεταναστεύσει άμεσα στην Αθήνα, γιατί κάποιοι κατάλαβαν τι αντίκρυσμα θα μπορούσε να χει με την σωστή προβολή.
Πήγα με την περιέργεια του ανθρώπου που ετοιμάζεται να βουτήξει στο .. παρελθόν. Καθηλώθηκα επί δίωρο βλέποντας να ζωντανεύει στο πανί μία συγκλονιστικά δυνατή ιστορία (που δεν έχει καμία σχέση με το σήριαλ που είδαμε το 1975).
Έφυγα με την αίσθηση ότι είχα το προνόμιο να "κοινωνήσω" όσο Καζαντζάκη δεν μου δόθηκε ποτέ ως τώρα. Και .. Δανίκας δεν είμαι αλλά το "άνω του μετρίου" το ξεχωρίζουμε όλοι μας ενστικτωδώς. Κι αν θέλω κάτι να σας αφηγηθώ είναι τα όσα συνέβησαν εκτός σκηνής. Που έχουν τον τρόπο να κάνουν την ταινία αυτή ακόμη σπουδαιότερη από το προφανές ανάστημά της.

Γυρίσματα και παρασκήνια

Άνοιξη του 1956. Ένα πολύβουο μελίσσι «στρατοπεδεύει» στην Κριτσά. Κουβαλούν παράξενα σύνεργα, μιλούν ακαταλαβίστικη γλώσσα κι όλο καδράρουν με τα δάκτυλα τοπία και χαμογελούν. «Σύνδεσμοί» τους με τους ντόπιους δύο μαγικοί άνθρωποι: η Μελίνα Μερκούρη κι ο Μάνος Χατζιδάκις.

Το μαντάτο διαδίδεται από στόμα σε στόμα: θέλουν –λένε- να γυρίσουν ταινία. Οι Κριτσώτες είναι διστακτικοί μέχρι που ακούν το όνομα-κλειδί: Νίκος Καζαντζάκης. Οι πόρτες ανοίγουν και τους καλοδέχονται. Χρόνια μετά ο Ζυλ Ντασέν θα αφηγείται: Με ρωτούσαν «Καζαντζάκη θα παίξετε;» και μόλις έλεγα ναι φώναζαν ενθουσιασμένοι: «Κι εγώ να βοηθήσω» και δώστου κι έστρωναν τραπέζια και μας κερνούσαν ρακές.
Η ταινία θα ‘ταν ασπρόμαυρη, όπως κι η … Κριτσά της εποχής. Πέτρα και ήλιος, φιλότιμο και φτώχεια, αμόλυντα τοπία με την απλάδα ενός τόπου που μέρευε τη γη για να επιβιώσει. Τα απογεύματα η Μελίνα μάζευε τους χωρικούς στο σχολείο και τους διάβαζε Καζαντζάκη για να καταλάβουν την υπόθεση του βιβλίου «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Κάποια στιγμή τους είπε: Θέλουμε να διαλέξετε αν θα παίξετε τους πλούσιους Λυκοβρυσιώτες ή τους φτωχούς της Σαρακίνας. Να ξέρετε πάντως πως οι πλούσιοι έχουν πιο μεγάλο ρόλο και πιο .. πολύ μεροκάματο.
Χαμένος κόπος το δέλεαρ των οικονομικών απολαβών. Οι Κριτσώτες είχαν ήδη διαλέξει στρατόπεδο. Ένας απ’ αυτούς σηκώθηκε και της απάντησε:

- Κοίταξέ μας καλά, Μελίνα. Μοιάζουμε εμείς για .. Λυκοβρυσιώτες; Τα πάθη της Σαρακίνας κυλούν στις φλέβες κάθε κρητικού, που κατέχει τι ιστορία κουβαλά ο τόπος του. Μα σαν πρέπει να παίξουμε και τους Λυκοβρυσιώτες να διαλέξετε εσείς και να αποφασίσετε, γιατί εμάς η όρεξή μας είναι άλλη.


Γέλασε η Μελίνα με κείνο το πληθωρικό της γέλιο κι έπειτα ρίχτηκε στη δουλειά. Βάλθηκε να γυρνά ακούραστα τα σοκάκια του χωριού και να καταγράφει ανάγκες. Ρωτούσε πόρτα πόρτα ποιός ήθελε να παίξει κομπάρσος στην ταινία, ποιός σπούδαζε παιδί, ποιός είχε σταύλο μισογκρεμισμένο και συνδύαζε με κόλπα "ταχυδακτυλουργικά" το τερπνόν με το ωφέλιμο. Κανόνιζε μισθούς στους χωρικούς, μεσίτευε να αναστηλώσουν κτίσματα (δήθεν για τις ανάγκες της ταινίας και μόνο) χρυσοπλήρωνε σφαχτά στους κτηνοτρόφους του χωριού και έκλεινε ολοένα συνωμοτικά το μάτι κάθε φορά που τα δολάρια άλλαζαν χέρια και ένας ταλαίπωρος Κρητίκαρος έκανε να την ευχαριστήσει.
Από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες που «παίχτηκαν» στα παρασκήνια ήταν το σκηνικό με τα ψάρια: Σε μία σκηνή του έργου, το χωριό μαζευόταν στην πλατεία κι έτρωγε ψάρια. Δύσκολο "πεσκέσι" εκείνο για την ορεινή Κριτσά. Η Μελίνα παρήγγειλε τα ψάρια και τις προμήθειες σ' έναν πολύτεκνο και του ‘πε γελώντας: αυτά τα ψάρια θα ταΐσουν τη φαμίλια σου για καιρό. Η σκηνή (με υπαιτιότητά της, λένε) γυριζόταν δέκα μέρες. Και κάθε φορά παραπονιόταν ναζιάρικα στον Τζούλη πως πρέπει να φέρουν φρέσκα ψάρια από τη Χώρα. Κι έπειτα του ‘λεγε με εκείνη την αργόσυρτη κι εμφαντική φωνή της:
- Τζούλη, τα λεφτά και τα ψάρια πρέπει να τρώγονται φρέσκα.


Τα γυρίσματα κράτησαν μήνες. Η παραγωγή ήταν γαλλική και αποδείχτηκε πολυδάπανη αλλά πίσω από τα προφανή εξυφάνθηκε κάτι μεγαλύτερο από μία απλή ταινία: το ντεμπούτο της προβολής της Ελλάδας στα διεθνή κινηματογραφικά «σαλόνια». Ο «Χριστός ξανασταυρώνεται» ήταν η πρώτη διεθνής παραγωγή που γυρίστηκε στη χώρα μας. Ένα χρόνο μετά στις Κάνες η πρεμιέρα της ταινίας αποκάλυπτε στους Ευρωπαίους έναν παράδεισο επί γης, που τους σαγήνευσε αμέσως. Είκοσι χρόνια αργότερα στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού «Αλάτι και Πιπέρι» ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Κριτσάς Γιάννης Τάβλας έλεγε γελώντας στον Ντασέν: Όπου γύρισες τότε σκηνή, σήμερα έχει χτιστεί κι ένα ξενοδοχείο.

Και το αποτέλεσμα δεν ήταν διόλου τυχαίο. Το λιθαράκι τους σ’ αυτή την προσπάθεια βάλανε ένα σωρό άνθρωποι που βλέπανε πιο πέρα από την εποχή τους. Ανάμεσά τους η Ελένη Βλάχου της Καθημερινής, που έστειλε για πρώτη φορά τότε απεσταλμένο να καλύψει για μήνες τα γυρίσματα και να συντηρεί το θέμα σε επικαιρότητα. Το ενδυματολογικό κομμάτι της υπόθεσης ανέλαβε μία άλλη προσωπικότητα της εποχής: ο Γιάννης Τσαρούχης που φρόντισε να ντύσει με τα κοστούμια του τους χαρακτήρες του Καζαντζάκη, ενώ η μουσική του Μάνου Χατζηδάκι φρόντισε να επιτείνει τους επιβλητικούς τόνους. Στην ταινία πέρα από την απλή υπόκρουση υπάρχουν και αυτά τα θαυμάσια χορωδιακά, που είτε τραγουδούν τον εθνικό μας ύμνο, είτε ψαλμό, είτε δημοτικό άσμα σου γεμίζουν την ψυχή με μέθεξη. Η ασπρόμαυρη τέχνη του Ντασέν χάιδεψε τα πρόσωπα και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον τις χάρες του κρητικού ήλιου. Το σκηνικό ήταν γνήσιο και λιτό, με το ίδιο το χώμα να πρωταγωνιστεί στις αισθήσεις.
«Τότε η Κρήτη ήταν αγνώριστη κι ο Άγιος Νικόλας συγκλονιστικός στην απλότητά του και τη φυσική ομορφιά του. Ακόμα δεν είχε αρχίσει η ευμάρεια της εθνικής πορνείας που ονομάστηκε Τουρισμός» είχε πει ο Μάνος Χατζιδάκις για την Ελλάδα του 1956.
Ο Καζαντζάκης τόσο ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα που χτύπησε φιλικά στον ώμο τον Ντασέν και του είπε: Δικαιούσαι να λέγεσαι πια ...Ντασεν-άκης.

Η υπόθεση της ταινίας

Η υπόθεση της ταινίας που πήρε τον διεθνή τίτλο «Αυτός που έπρεπε να πεθάνει» έχει ως εξής: Σ’ένα κρητικό χωριό, την Λυκόβρυση, όπου Έλληνες και Τούρκοι ζουν μαζί με κατανόηση κι ανοχή, ο παπάς ετοιμάζει την αναπαράσταση της Σταύρωσης του Χριστού με πρόσωπα διαλεγμένα απ τους κατοίκους του. Ταυτόχρονα όμως μια ομάδα ξεριζωμένων και εξαθλιωμένων φτάνει κοντά στο χωριό και κατασκηνώνει στις σπηλιές του, στην Σαρακίνα. Τις δύο κοινότητες θα χωρίσουν παροδικά προκαταλήψεις και μικρότητες αλλά θα τις ενώσει οριστικά η ανάγκη τους για ελευθερία και δικαιοσύνη. Το δραματικό δρώμενο της Σταύρωσης θα καταλήξει σε εξέγερση κατά των Τούρκων κι ο Μανωλιός (που ενσαρκώνει στην αναπαράσταση τον Θεάνθρωπο) θα γίνει ένας σύγχρονος χριστιανός μάρτυρας. Ο «Χριστός», ο «Ιούδας» και η «Μαγδαληνή» στα «χέρια» του Καζαντζάκη και στη μηχανή του Ντασέν μετατρέπονται σε αλληγορικά σύμβολα, που όχι μόνο ξεπερνούν την ηθογραφία, αλλά αποκαλύπτουν τις καθόλου μεταφυσικές βάσεις των ανθρώπινων, πραγματικών «παθών».

Στην ταινία ο Πιερ Βανέκ ανέλαβε το ρόλο του Μανωλιού, του βοσκού που υποδύθηκε τον Χριστό στην αναπαράσταση των Παθών, ο Ζαν Σερβέ πήρε το ρόλο του παπα–Φώτη (του καλού παπά), ο Φερνάν Λεντού έκανε τον αντίποδα, τον παπα-Γρηγόρη, ο Γκρεγκουάρ Ασλάν τον Αγά, ο Γερμανός Γκερτ Φρέμπε (αργότερα γνωστός ως «Χρυσοδάκτυλος» του Τζέιμς Μπόντ) πήρε τον Πατριαρχέα, ο Ροζέ Ανέν τον Παναγιώταρο, τον εραστή της χήρας, ο Μορίς Ρονέ το νεαρό Μιχελή, που αγαπά τη φυματική Μαριωρή. Και βέβαια την πληθωρική Κατερίνα, τη χήρα του χωριού, ανέλαβε η Μελίνα Μερκούρη ενώ από ελληνικής πλευράς ο Δήμος Σταρένιος πήρε το ρόλο του γερο-Λαδά, και τον επανέλαβε μία εικοσαετία αργότερα στην τηλεόραση για το ομότιτλο θρυλικό σίριαλ του Βασίλη Γεωργιάδη…
Η ταινία διακρίθηκε με Ειδική Μνεία στο Φεστιβάλ Κανών το 1957 (ήταν υποψήφια και για το «Χρυσό Φοίνικα»), ενώ το 1958 ήταν υποψήφια για τα Βραβεία BAFTA. Στην Αθήνα προβλήθηκε το Δεκέμβριο του 1957 μόνο στις αίθουσες «Παλλάς», «Τιτάνια», «Άστορ», «Άστρον» και «Ριβολί».

Μ.Κ.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "He who must die ..."

Δευτέρα, Ιουνίου 6

Μαλβίνα Κάραλη: Η τελευταία εκπρόσωπος της μορφωμένης σάτιρας

Σε ηλικία μόλις 49 ετών έφυγε στις 6/6/2002 η Μαλβίνα μετά από 15 μήνες πάλης με το θάνατο (λόγω καρκίνου) στο Ερρίκος Ντυνάν, το πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο της εποχής μας. Η Μαλβίνα Κάραλη ήταν μία γυναίκα που χαρακτήρισε μία ολόκληρη γενιά, ερωτευμένη με τη ζωή όπως έλεγε η ίδια παρότι υπέφερε από τις σχέσεις της και τους αποτυχημένους γάμους της. Η προσωπική της επιτυχία για αυτήν ήταν η οικογένεια της πάντα ενώ τελευταία αποτραβήχτηκε από τη δημόσια ζωή για να μην υπάρχει η εικόνα της φθοράς της.
Ξεκίνησε σαν αρθρογράφος το 1976 και έγινε γνωστή για την αριστοφανική πένα και τα καυστικά σχόλια της προς την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου μας. Με αρκετές τηλεοπτικές εκπομπές που άφησαν εποχή όπως το "ΜΑΛΒΙΝΑ HOSTESS", το "ΜΑΛΒΙΝΑ ΡΙΧΤΕΡ" και το "ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ" είχε το δικό της στυλ με λόγο αιρετικό, καυστικό αλλά ανθρώπινο.
Το τελευταίο μυθιστόρημά της "πιο πολύ, πιο πολύ" ήταν και το κύκνειο άσμα στη λογοτεχνική καριέρα της που αγάπησε όσο τίποτα άλλο με πληθώρα βιβλίων ακόμα και μαγειρικής. Είχε δουλέψει στον Επενδυτή, Επίκαιρα, Γυναίκα, Symbol, Ελευθεροτυπία, Απογευματινή. Δεν υποχώρησε ποτέ από το στυλ και τις αξίες της κάνοντας πάντα παραπομπές στους αρχαίους συγγραφείς και τους πιο σύγχρονους.
Δημιούργησε μία ολόκληρη γενιά με αποκορύφωμα τα "μαλβινέζικα" τη γλώσσα - ιδίωμα των εκπομπών της. Λάτρης της τέχνης κυρίως της λογοτεχνίας μας έμαθε τον Κούντερα και άλλους έχοντας πάντα την υπερβολή σαν όπλο στην αδικία. Δε δίστασε να κάνει για το κέφι της και την ίδια τη ζωή της ακόμα και εμφάνιση στο τραγούδι, περίοδο που παραδέχτηκε ότι έβγαλε τα πιο "εύκολα" χρήματα πράγμα που απεχθανόταν. Η κηδεία της γίνεται αύριο στο 1ο νεκροταφείο Αθηνών και αφήνει πίσω της ένα τεράστιο κενό αλλά και αρκετούς από εμάς να κοιτάζουμε με λύπη τον ουρανό σκεφτόμενοι την απουσία της... (07.06.2002)
"(...)Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί, δεν σκέφτονται ποτέ τους να αυτοκτονήσουν, γιατί η ζωή τους ανήκει στο Θεό, αλλά στην ουσία, επειδή δεν αποφασίζουν ούτε για τη ζωή τους, ούτε για το θάνατό τους. Είναι αμνήμονες εκεί που τους συμφέρει, αλλά οραματιζόμενοι το μέλλον δεν ζουν ποτέ ένα παρόν της προκοπής. Κάνουν μακροπρόθεσμα όνειρα που, κατά κανόνα, τα προφταίνει ο θάνατος. Χτίζουν ντουβάρια. Αγοράζουν οικοπεδάκια. Δεν ψάχνουν τσάντες, γιατί σπάνια ερωτεύονται και όπως όλοι οι βλάκες, ποτέ δεν νιώθουν ανίσχυροι. Τρέμουν τις υποχρεώσεις, αλλά τελικά παντρεύονται μια υπομονετικιά, αφού την πρήξαν επί χρόνια τόσο, που δεν θέλει πια ούτε να τους χέσει. Κάνουν δύο μόγγολα, γιατί "ένα ίσον κανένα". Ή τρία αν τα δύο πρώτα είναι κορίτσια. Και βέβαια, τους αρέσουνε πολύ οι βιζιτούδες, τις οποίες πάντα ρωτάνε μετά το πήδημα: "Πως ξέπεσες έτσι;"

Όχι, δεν έχουν αρκουδάκι οι μικροαστοί. Μόνο σκουπίδια. Σε τρόφιμα, σε ιδέες, σε τρόπο ζωής, σε πράξεις. Την ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά την Αδελφότητα που βρήκε την πεμπτουσία της στο πρόσωπο του προέδρου. Τρέμει μην πιαστεί κορόιδο και πάντα πιάνεται. Υπεκφεύγει. Στρεψοδικεί. Αναβάλλει. Υποκρίνεται. Ζητάει τα πάντα και δεν δίνει τίποτα. Παριστάνει τη Δίκαιη. Αρνείται τα τεστ πατρότητας για να γλιτώσει τη Διατροφή και πάντα είναι από κοντά ένας μειλίχιος και τίμιος επαρχιακός δικηγοράκος, πρόθυμος να σπιλώσει την άπορη κακομοίρα.

Ο Μικροαστός δεν θέλει μπλεξίματα. Γι' αυτό δεν μπορεί να είναι ποτέ επαναστάτης, άρα παλικάρι. Δεν είναι αντιπαθής σαν υπέρμετρος, είναι σιχαμένος σαν πλαγιοδρόμος. Νομίζει πως είναι διπλωμάτης και πως λύνει γόρδιους δεσμούς, στην ουσία όμως ξεμπερδεύει μόνο τον εαυτό του και τρελαίνει όλο τον κόσμο γύρω του. Κανείς δεν είναι πιο επικίνδυνος από αυτά τα ήσυχα, μειλίχια ανθρωπάκια, τους μικροαστούς."
(...)


Απόσπασμα από άρθρο της Μαλβίνας Κάραλη, με τίτλο "Βλέπει τσόντα ο Πρόεδρος;" που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1995 στο τεύχος 18 του Περιοδικού 01.
25 Οκτωβρίου 2006, 22:16
Μαλβίνα Κάραλη


Δεν πρόκειται για μνημόσυνο, ούτε για βιογραφία. Τη θυμάμαι κάνα εικοσάλεπτο πριν τις βραδινές ειδήσεις του Mega να τα χώνει ζωντανά προς πάσα κατεύθυνση, να καυτηριάζει, να σατιρίζει, να ξεσπά κι η ίδια σε ασταμάτητα γέλια «στον αέρα» (πόσο αντιτηλεοπτικό!). Πρώτη φορά στην εφηβεία μου ενδιαφέρθηκα για τα πολιτικά, όχι για να διαμορφώσω άποψη, ούτε για να γίνω ενεργός πολίτης, αλλά για να κατευχαριστιέμαι την απόλυτη γελοιοποίηση. Κλασική προσφώνηση «φακάτοι μου κι ανάφτρες», εμμονή στις ομιλίες του Σιμήτη και στο ΙΕΚ Τάπερμαν (θυμάται κανείς;), αναφορές στον Τσόμσκι και τον Κούντερα, πολιτικός και κοινωνικός σχολιασμός στα καλιαρντά. Και Φωνή Κυρίας στην Ελευθεροτυπία, και Μαλβιnight, όπου σε πρώτη μετάδοση ο Κραουνάκης παίζει στο πιάνο το Αυτή η νύχτα μένει κι η Μαλβίνα μέσα σε σύννεφο καπνού σιγοτραγουδά. Πέρσι το κανάλι Seven πρόβαλε εκπομπές από το αρχείο του, ανάμεσα σε αυτές και το Mea Culpa (Μπονάτσος και Κάραλη να αναρωτιούνται πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια κι εγώ να ψάχνω συνέδριο μεταφυσικής για να στείλω το βιντεάκι). Έχω κρατήσει αποσπάσματα από τη στήλη της στην Ελευθεροτυπία και παραθέτω:
Σχόλιο για τη Βάσω Παπανδρέου όταν ούσα Υπουργός Δημοσίων Έργων εγκαινίαζε έργα:
«Την ίδια ώρα η Βάσω παύλα βελέντζα παράταγε τα υπουργεία της και γινόταν μια Τζίντζερ Ρότζερς στο πιο θυμαρίσιο της. Χόρευε τσάμικα στη Φλώρινα. Τα μεγάλα έργα άρχισαν… Έχει πάρει ένα μυστρί η λιόρτζω και γυρνάει σαν τον Παττακό με καούκα, ένα πράγμα. Ό,τι βρίσκει μπρος της το εγκαινιάζει. Χθες εγκαινίασε δυο λεύκες, μια αζαλέα, που είναι προστατευόμενο είδος στη Φλώρινα και τρία καμπινέδια δημόσια, τούρκικα όμως, ό,τι κάνεις δηλαδή στα όρθια».
Για το φόρεμα της Μόνικα Λεβίνσκυ:
«Αμάν πια Βαγγελίστρα μου. Αυτό δεν ήταν φόρεμα τελικά, ήταν περίπτερο. Εκτός από τους λεκέδες, πάνω στο φόρεμα της Λεβίνσκυ βρήκανε τώρα ίχνη κοκαΐνης. Αύριο, να μου το θυμηθείτε, θα βρουν και τα υπόλοιπα, ήτοι: τρεις κουταλιές πιπέρι, τέσσερις μασχαλότριχες, λιωμένη σοκολάτα, γιατί είναι και γουρούνα η Μόνικα, δυο κουταλιές μαγιονέζα, λάιτ όμως και όλο αυτό το σβήνουμε με κόκκινο κρασί.
Νοικοκυρόσογο το Λεβινσκέικο. Μα καλά, τι διάολο, δεν μπόχαγε αυτό το φουστάνι ήθελα να ‘ξερα; Σε κανένα δε μύρισε; Όλοι κρυωμένοι ήταν;»
Μεταγενέστερα στην εφημερίδα Χώρα σχόλιο για τους κανόνες του Χριστόδουλου :
«Οδηγίες προς πιστούς και η Αρχιεπισκοπή: Πώς μπαίνεις στην Εκκλησία, πότε να κάνεις το σταυρό σου. Απαγορεύεται να μιλάς με το διπλανό σου- αυτό είναι εύκολο, το θυμάμαι, ισχύει και για τα ταξί. Δύο πράγματα όμως με προβληματίζουν: το ένα είναι που δεν πρέπει να φοράω καπέλο. Δηλαδή να έχω γάμο και να εμφανιστεί σαν το λαδικό; Ακαπέλωτη; Το άλλο είναι αυτό με τα χέρια. Να μην είναι στις τσέπες και να μην είναι κολλημένα στο σώμα, γράφει η οδηγία. Δηλαδή, που να τα έχω; με το ένα θα κάνω συνέχεια σταυρό γιατί δεν θυμάμαι πότε επιτρέπεται, το έλυσα. Με το άλλο; Μπορώ να κάνω βεντάλια; Να το βάλω στο μέτωπο σαν να σκέφτομαι ή σαν να έχω πονοκέφαλο ή μήπως δεν κάνει; Μπορώ να το έχω στη μέση, ή είναι πολύ ντανιαρική η στάση για την εκκλησία;»

buzz it!


Permalink για το "Μαλβίνα Κάραλη: Η τελευταία εκπρόσωπος της μορφωμένης σάτιρας"