Tabs: Blog | About Me |

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26

Πενήντα χρόνια .. άνευ


Δυσνόητο να γιορτάζουν οι Δημήτρηδες και εσύ να σκέφτεσαι ένα .. Νίκο. Αλλά σήμερα κλείνουν πενήντα χρόνια ακριβώς που έφυγε. Το κεφάλι μας θα ζαλιστεί άσκοπα από κούφια λόγια όσων ακόμη καπηλεύονται τις παρακαταθήκες του. Η δόλια μοίρα των λαμπρών μυαλών ίσως φταίει! Ο πιτσιρίκος τα λεγε προ καιρού (κάνε κλικ. Πιτσιρίκος είναι .. δεν δαγκώνει).

Προς υπόμνηση: Ο Καζαντζάκης ήταν εκείνος που έγραψε το "Γεια σου μωρέ άνθρωπε,δίποδο μαδημένο πετειναράκι!...Είναι αλήθεια ,και μην ακούς, αν δε λαλήσεις εσύ το πρωί, ήλιος δε βγαίνει..."

Α ... και δεν τον αφόρησε η εκκλησία όπως μερικοί πιστεύουν ακόμη. Έγγραφα και χρονικό είναι ... επαέ.
Για τους .. εραστές του Ζορμπά υπάρχει και τούτο.
Άσε που είπε κι ένα τσιτάτο πολύ αντρίκιο: "Αφεντικό, όλες τις αμαρτίες τις συγχωρεί ο Θεός. Εκτός από μία! Να σε καλέσει μια γυναίκα στο κρεβατι της και να μην πας... Μεγάλη αμαρτία να κοιμάται μια γυναίκα μόνη της, αφεντικό.."
Δύσκολο δάσκαλε, να 'σαι άνθρωπος. Το να .. μην είσαι Θεός μοιάζει ευκολότερο. Έχει τουλάχιστον απαγορευτικούς κανόνες...

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Πενήντα χρόνια .. άνευ"

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 24

Πλούσιοι & Ενδεείς





Και μόνο που υπάρχω, έχω περίσσευμα.
Υπάρχουνε πλούσιοι ενδεείς κι ενδεείς
πολύ πλούσιοι, όπως εγώ.
Το σώμα μου έτυχε να 'ναι γεμάτο παράθυρα
χύθηκε μέσα μου ήλιος πολύς
κι ο χρυσός μου περίσσεψε.

Νικηφόρος Βρεττάκος



Υ.Γ:   Α .. και η πιο έγκυρη πολιτική ανάλυση που είδα!
Y.Γ. βου: Ο Μήτσος αφιερώνει στον Κωστάκη με πολύ λάβ το άσμα που ακολουθεί:

Get this widget | Track details |eSnips Social DNA

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Πλούσιοι & Ενδεείς"

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11

"Έγκλημα στο Κολωνάκι"



Βράδυ Σαββάτου. Κάποιοι φίλοι μαζεύονται από νωρίς. Οι "κολλητοί" που λέμε συνήθως. Άντε να ανάψουμε το τζάκι, άντε να βάλουμε και κάρβουνα στην ψησταριά, μουσικούλα ήρεμη και κανά κρασάκι να χαλαρώσουμε. Ώσπου, ξαφνικά ακούγεται η κραυγή του Κώστα (ξεφυλλίζει μία εφημερίδα) : "Ωχ, η ΝΕΤ έχει τώρα "έγκλημα στο Κολωνάκι".

Δύο τρεις ψάχνουν το τηλεκοντρόλ. Είμαι έτοιμη να αρχίσω τις διαμαρτυρίες αλλά
ως ευγενική οικοδέσποινα τελικά .. το βουλώνω. Η τηλεόραση φωτίζεται. Ασπρόμαυρο φόντο και τα βήματα του άγνωστου με την καπαρτίνα και τη ρεπούμπλικα ξεκινούν. Υπόκρουση: εκείνο το χαρακτηριστικό τραγουδάκι με το σφύριγμα και την φυσαρμόνικα.

Οι καναπέδες ... γεμίζουν. Μερικοί αντιστεκόμαστε σθεναρά ακόμη, μέχρι που ο ζωγράφος Καρνέζης δολοφονείται. Ξεχνάμε τα κάρβουνα και την ψησταριά, κλείνουμε την μουσική, επιστρατεύουμε τα απαραίτητα επιχειρήματα κι αρχίζουν τα στοιχήματα για το ποιός είναι ο δολοφόνος. Ο χρηματιστής Φλωράς καταλήγει στην φυλακή ... αλλά όλοι είμαστε σίγουροι για την αθωότητά του.
Εκείνη η γαλλίδα οικονόμος συγκεντρώνει τις υποψίες μας.
Και η κολωνακιώτισσα μαντάμ Φλωρά? Ή μήπως η δεσποινίδα του τουριστικού
γραφείου?

Η υπόθεση μπλέκεται ακόμη περισσότερο με την σπείρα στην οποία μετείχε ο Καρνέζης. Άσε που ήταν και συνεργάτης των Γερμανών. Από εχθρούς άλλο τίποτα ο μακαρίτης.
Ο Γιάννης Μαρής -αξεπέραστος μέτρ του αστυνομικού διηγήματος εν Ελλάδι- μας τυλίγει στα δίκτυα του. Δύο ώρες καθηλωμένοι.
Και σε κάθε κουδούνισμα της πόρτας να σκέφτομαι
"πάλι στην πιο κρίσιμη σκηνή,
γαμώτο"
. Και κάθε νεοφερμένος να κολλάει αυτόματα στην οθόνη. "Αχ, το έγκλημα στο Κολωνάκι. Ναι ... κι εγώ θέλω να το δω. Κάντε χώρο". Και τελικά να μη φτάνουν οι καναπέδες, οι καρέκλες και τα μαξιλάρια στο πάτωμα.
Α βρε Τσιριμώκο, αμέρικαν μπαρ μου το 'κανες.
Άσε που στο τέλος ... κάηκαν και τα κάρβουνα, αφού τον δολοφόνο σου δεν τον είχε μαντέψει κανείς. Τι Αγκάθα Κρίστι και .. ιστορίες για αγρίους. Ο άνθρωπος -με τα πενιχρά μέσα της εποχής- μεγαλουργούσε.
Οι δε, ρόλοι της ταινίας μοιράζονταν σε Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Ανδρέα Μπάρκουλη, Γκέλυ Μαυροπούλου, Στέφανο Στρατηγό, Ελένη Χατζηαργυρίου (ή Χατζηαργύρη, όπως επιμένει ο αγαπητός βόας) και ένα σωρό άλλους αξεπέραστους της εποχής. Χαρακτηριστικό ήταν ότι ο Θανάσης Βέγγος αρκέστηκε σε μία στιγμιαία εμφάνιση στο ρόλο του κομπάρσου-περιπτερά.
Tο φίλμ ατμοσφαιρικό, η σκηνοθεσία προσεγμένη κι η Αθήνα τρεις δεκαετίες πίσω.
Το δε βιβλίο του Μαρή, γραμμένο μισό αιώνα πριν. Τότε που το αστυνομικό μυθιστόρημα κυκλοφορούσε ως ΒΙ(βλίο) ΠΕΡ (ιπτέρου).
-------------------------------------------------------------------------------------


Ο Γιάννης Μαρής (Γιάννης Τσιριμώκος), ο εισηγητής του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια άφηνε αδιάφορη την κριτική, επειδή είχε καταταγεί ελαφρά τη καρδία στην παραλογοτεχνία. Μολονότι τα βιβλία του και ίσως ακριβώς γι' αυτό πουλούσαν εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και τα μυθιστορήματά του δημοσιεύονταν συγχρόνως σε είκοσι ως τριάντα εφημερίδες και περιοδικά των Αθηνών, της Θεσσαλονίκης, της Κύπρου, της Αυστραλίας, της Νοτίου Αφρικής, της Κωνσταντινούπολης, του Λονδίνου και άλλων πόλεων της Ελλάδας και του εξωτερικού, ουδείς έπαιρνε το ρίσκο να ασχοληθεί μαζί του.

Σήμερα γράφονται γι' αυτόν άρθρα, φιλόλογοι προβαίνουν σε ανακοινώσεις σε συνέδρια (όπως εκείνη της Μαρίας Πρεβελάκη στο 11ο Διεθνές Συμπόσιο Νεοελληνιστών των γαλλικών πανεπιστημίων το 1990) ή εκπονούνται μεταπτυχιακές εργασίες (όπως αυτή της Ζενεβιέβ Πουίγκ από το Πανεπιστήμιο του Πουατιέ). Αυτό το φαινόμενο, το γεγονός ότι το έργο του αναλύεται πλάι στο έργο του Ρίτσου, του Εμπειρίκου, του Σεφέρη, του Τσίρκα και των άλλων κορυφών της ελληνικής λογοτεχνίας, δείχνει μήπως ότι υπάρχει σε αυτό κάτι που «το διαχωρίζει από εκείνο που έχει ονομαστεί παραλογοτεχνία;», αναρωτιέται ο Βάσιας Τσοκόπουλος στο μικρό αφιέρωμα για τον Μαρή στο περιοδικό «Διαβάζω», αρ. 356, Οκτώβριος 1995.

Πρώτος εξάδελφος του σοσιαλιστή πολιτικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Ηλία Τσιριμώκου, ο Γιάννης Τσιριμώκος γεννήθηκε στη Σκόπελο όπου υπηρετούσε ο δικαστικός πατέρας του το 1919. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Λαμία και ως φοιτητής Νομικής στη Θεσσαλονίκη προσχώρησε στην Αριστερά, ηγούμενος του φοιτητικού κινήματος στο πανεπιστήμιο. Εξαιτίας των Δικών της Μόσχας και των σταλινικών εκκαθαρίσεων της περιόδου 1936-1938 μετακινήθηκε στον σοσιαλιστικό χώρο, όπου έμεινε ως τον θάνατό του. Συμμετείχε στην ίδρυση του σοσιαλιστικού κόμματος Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), προσχώρησε στο ΕΑΜ και τέθηκε επικεφαλής του Γραφείου Στερεάς, διετέλεσε εθνοσύμβουλος και γνώρισε από κοντά όλους τους ηγέτες της Αντίστασης.

Το 1945 άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία, ανέλαβε την αρχισυνταξία της σοσιαλιστικής Μάχης αλλά και σχολιογράφος της και κριτικός κινηματογράφου. Οι αποκαλύψεις της εφημερίδας για το κολαστήριο της Μακρονήσου, το οποίο κατ' ευφημισμόν αποκλήθηκε «στρατόπεδο εθνικής αναβάπτισης», είχαν ως αποτέλεσμα να διωχθεί και να κλειστεί στις φυλακές των Βούρλων. Μόνο χάρη στην παρέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του πολιτικού ηγέτη Αλέξανδρου Σβώλου γλίτωσε τη ζωή του. Στη συνέχεια εργάστηκε στις εφημερίδες «Προοδευτικός Φιλελεύθερος», «Ελεύθερος Λόγος», «Αθηναϊκή» και κατέληξε στο συγκρότημα Μπότση («Ακρόπολις», «Απογευματινή», περιοδικό «Πρώτο»).

Η συγγραφική του καριέρα ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του '50, όταν δημοσίευσε σε συνέχειες στην «Οικογένεια», ένα από τα καλύτερα εβδομαδιαία περιοδικά της εποχής, το κλασικό πλέον «Εγκλημα στο Κολωνάκι». Στις 16 Σεπτεμβρίου 1953, στο τεύχος 9 (τιμή 5.000 δραχμές), δημοσιεύτηκε η 8η συνέχεια του «αθηναϊκού αστυνομικού μυθιστορήματος» που το υπέγραφε ως Γιάννης Τσιριμώκος. Στο ίδιο διαβάζουμε ένα ρεπορτάζ του Μάριου Πλωρίτη με τίτλο «Τα γενέθλια του κινηματογράφου», τη συνέχεια του μυθιστορήματος του Σπύρου Μελά «Στα νύχια της μοίρας» και τις συνέχειες αστυνομικών αφηγημάτων των Ε. Φίλιπς Οπενχάιμ, Ορσον Γουέλς και Ουίλιαμ Αϊρις (Κόρνελ Γούλριτς).

Η επιτυχία εκείνου του μυθιστορήματος που εκδόθηκε λίγο αργότερα από τις εκδόσεις «Ατλαντίς» στη σειρά «Αστυνομικά βιβλία της τσέπης» (με το κόκκινο εξώφυλλο) τον ώθησε να συνεχίσει το γράψιμο και έτσι στο περιθώριο της δημοσιογραφικής του δουλειάς κατάφερε να γράψει γύρω στα πενήντα αστυνομικά αφηγήματα, είκοσι περίπου σενάρια ταινιών και δύο θεατρικά έργα. Αυτός ο πολυμαθής και ακάματος διανοούμενος με τη σπάνια πνευματική καλλιέργεια, που διέθετε το «χάρισμα του προφορικού λόγου», σύμφωνα με τον Γ. Α. Λεονταρίτη, με τον οποίον είχαν συνεργασθεί στο ρεπορτάζ της διαλεύκανσης της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 1979 από την επάρατο νόσο που τον έπληξε στο κεφάλι στερώντας του την ικανότητα ομιλίας.

Δημιουργός ολόκληρης σχολής συγγραφέων αστυνομικών μυθιστορημάτων που δεν είχαν ανάλογη επιτυχία με τη δική του , ο Γιάννης Μαρής χρησιμοποιούσε την αστυνομική πλοκή ως πρόσχημα για να κερδίσει την προσοχή του αναγνώστη. Αυτό που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, οι ανθρώπινες σχέσεις. Κατόρθωσε να δημιουργήσει ζωντανούς ανθρώπινους χαρακτήρες, που ήταν το αποτέλεσμα της συνεχούς παρατήρησης των προσώπων με τα οποία ήρθε σε επαφή στη διάρκεια της πολυετούς δημοσιογραφικής του καριέρας. Ως συγγραφέας περιγράφει και σχολιάζει την κοινωνία του καιρού του ανατέμνοντας τη μεσοαστική και τη μεγαλοαστική τάξη η πλειονότητα των ηρώων του κατοικοεδρεύει στην περιοχή του Κολωνακίου την οποία γνώριζε καλά. Στα βιβλία του σε πρώτο πλάνο βρίσκονται εφοπλιστές, βιομήχανοι, έμποροι, διανοούμενοι, καλλιτέχνες και σε δεύτερο μεροκαματιάρηδες, άνεργοι, λούμπεν στοιχεία. Ο κόσμος του είναι σχεδιασμένος γεωμετρικά, με σαφή και καθορισμένα όρια. Από τη μια μεριά οι έντιμοι, αξιοπρεπείς πολίτες με τίτλους σπουδών, επιχειρήσεις, κοινωνική θέση και «λευκό ποινικό μητρώο» και από την άλλη οι ανεπάγγελτοι, οι τυχοδιώκτες, οι «άνθρωποι με βεβαρημένο παρελθόν». Οι αστυνομικοί του επίσης χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: «καλούς» και «κακούς». Οι πρώτοι είναι ήπιοι, λογικοί, «αναγκάστηκαν να μπουν στο Σώμα» γιατί δεν είχαν τα οικονομικά μέσα να σπουδάσουν• οι δεύτεροι είναι αυταρχικοί, χωρίς ευρύτητα σκέψης, ενίοτε βασανίζουν υπόπτους για να αποσπάσουν ομολογίες.

Χαρακτηριστικός ανθρώπινος τύπος του Μαρή και βασικός ήρωας στα περισσότερα βιβλία του, ο αστυνόμος Γεώργιος Μπέκας έχει πολλές ομοιότητες με τον αστυνόμο Μεγκρέ του Ζορζ Σιμενόν άλλος τύπος είναι ο δημοσιογράφος Μακρής, το alter ego του συγγραφέα. Ο Μπέκας, ένας κοντόχοντρος άντρας με ασήμαντη εμφάνιση και ένα μουστάκι α λα Χίτλερ, θυμίζει συνοικιακό μπακάλη που έχει φορέσει το σκούρο κοστούμι του. Φαίνεται διαρκώς αφηρημένος και πρέπει να τον προσέξεις ιδιαίτερα για να δεις τη «μικρή φλόγα που παίζει στο βάθος των ματιών του». Η «δυνατή εξυπνάδα του» κρύβεται κάτω από ένα ύφος απλοϊκό, ενώ στο παρουσιαστικό του δεν υπάρχει «τίποτα το πνευματικό», τίποτα που να δείχνει ότι είναι προικισμένος με αντίληψη.

Ο αστυνόμος δεν ανήκει στους τύπους της νυχτερινής αθηναϊκής ζωής. Υποδειγματικός οικογενειάρχης, ζει μια τυπική μικροαστική ζωή που θα απογοήτευε όσους ήθελαν να τον φανταστούν «σαν ρομαντικό ήρωα αστυνομικών περιπετειών». Δεν έχει διαβάσει ποτέ ποίηση αλλά «τον Βάρναλη τον έχει ακουστά», τον βλέπει να παίζει τάβλι στο καφενείο «Το Βυζάντιο». Ο Μπέκας, όπως ο Μαρής, νιώθει μιαν αποστροφή για τους ιδιωτικούς ντετέκτιβ. Πιστεύει ότι «οι ιδιωτικοί αστυνομικοί είναι για τις ταινίες του κινηματογράφου και τα μυθιστορήματα», επειδή «χωρίς τον μηχανισμό της αστυνομίας πίσω σου είσαι άοπλος, αδύναμος, γυμνός».

Σύμφωνα με τον ιρλανδό μεταφραστή του, καθηγητή J. Η. Harrison, «ο Μαρής είναι τυπικά Έλληνας, παίρνει τη ζωή όπως τη βρίσκει, ένα ελκυστικό και γοητευτικό μείγμα, όπου η ευτυχία και η λύπη, η αγάπη και ο πόθος, η ομορφιά και η ασχήμια συμπλέκονται και συνυπάρχουν... Όπως και στο αρχαίο ελληνικό δράμα, οι ιστορίες του προχωρούν προς το αναπόφευκτο τέλος τους, και αυτό το τέλος μπορεί να είναι ή να μην είναι ευτυχισμένο».

Από ένα κείμενο που έγραψε προ ετών ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Έγκλημα στο Κολωνάκι""

Κυριακή, Αυγούστου 20

Η αλήθεια για τον ΜΗ αφορισμό του Καζαντζάκη


Στις συνειδήσεις των πολλών ο Νίκος Καζαντζάκης έμεινε αφορισμένος της Εκκλησίας για το έργο και τις ιδέες του. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Όχι πως δεν προσπάθησε το Ιερατείο της εποχής να εξοντώσει την "απειλητική" σκέψη του Τελευταίου Πειρασμού ή να εξοστρακίσει τον δημιουργό της. Αλλά τύχη αγαθή το 'θελε στον θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου να βρεθεί ένας άνθρωπος που εκτίμησε το έργο του Καζαντζάκη, ο Αθηναγόρας. Την αλήθεια για την υπόθεση του αφορισμού την ήξεραν λίγοι (ανώτατοι κληρικοί κυρίως) την μέρα της κηδείας του Καζαντζάκη. Και κείνοι την φύλαξαν και την έκρυψαν ευλαβικά. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Χρόνια μετά μία δημοσιογραφική έρευνα προσπάθησε να την φέρει στο φως αλλά πάλι η ιστορική συγκυρία εμπόδισε το εγχείρημα. Τελικά η αλήθεια έλαμψε το 2003 (!) μόλις, μαζί με το παρόν επίσημο έγγραφο του Φαναρίου. Εν ολίγοις, ο Καζαντζάκης επίσημα δεν αφορίστηκε ποτέ. Κι αυτό γιατί το τυπικό της διαδικασίας του αφορισμού απαιτούσε μετά την λήψη της απόφασης από την Ιερά Σύνοδο να υπάρξει και υπογραφή του Οικουμενικού πατριάρχη. Και ο Αθηναγόρας σαν είδε το αίτημα οργίστηκε. Το καταχώνιασε στο συρτάρι του και δεν το υπέγραψε ποτέ. Παρά το γεγονός ότι την ίδια εποχή ο Πάπας με το γνωστό του "αλάθητο" δεν φέρθηκε ανάλογα. Ο "Τελευταίος Πειρασμός" μπήκε στο Index Librorum Prohibitorum του Βατικανού.
Η αρχή των εκκλησιαστικών διώξεων για τον Καζαντζάκη


Η εκκλησιαστική μάνητα σε βάρος του Καζαντζάκη ξέσπασε επισήμως το 1928, όταν ήρθε στη χώρα ο Πανάι Ισράτι για να μιλήσει μαζί με τον Γληνό και τον Καζαντζάκη για την Ε.Σ.Σ.Δ. Την ίδια περίοδο ο Γληνός είχε αναλάβει προσπάθεια εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στο Μαράσλειο. Έλεγε συχνά ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση απαιτεί μεταρρυθμίσεις στην πολιτική και την θρησκειολογική προσέγγιση.
Ο Βάρναλης περιγράφει τα γεγονότα της εποχής γράφοντας:«Το σύνθημα της επίθεσης ενάντια στην Ακαδημία και στο Μαράσλειο το έδωσε η «Εστία» η οποία μ' ένα κύριο άρθρο άρχισε τις κατάρες και τους αφορισμούς. Τίτλος: Κοινωνικό σκάνδαλο! Μέσα σε δυο ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Παιδαγωγική Ακαδημία και Μαράσλειο) γίνεται αντεθνική εργασία! Εκεί «υπονομεύονται» τα τιμιότατα της φυλής! Εκεί ονομάζονται σάπια τα ιδανικά της πατρίδας, κουρελόπανο η σημαία μας! Εκεί βρίζεται η... Παναγία!".
Τα ανέκδοτα της εποχής είναι χαρακτηριστικά. Τα υποδαυλίζουν οι "βολεμένοι" κάθε εξουσίας. Και της εκκλησιαστικής περιλαμβανομένης. Το πιο γνωστό είναι εκείνο με τον παππού και την εγγονή του, η οποία ξαφνικά αποφασίζει να ... ουρήσει δημοσίως.
Ο παππούς την ρωτά εμβρόντητος που τα έμαθε αυτά τα .. κόλπα. και η μικρή απαντά: Στο Μαράσλειο! ΄Ετσι μας διδάξανε οι καθηγητές μας. Να είμαστε «υπεράνω των προλήψεων».
Ο Καζαντζάκης -νομίζω- ήταν, αρχικά τουλάχιστον, κάτι σαν τις σημερινές «παράπλευρες απώλειες» των πολέμων. Τουλάχιστον έτσι ξεκίνησε. Μετείχε στην συγκεκριμένη εκδήλωση όπου παρενέβη η Ασφάλεια, η οποία απέλασε αμέσως τον Ιστράτι, δίκασε τον Γληνό και τον Καζαντζάκη τον παρέδωσε στο ... Ιερατείο της εποχής. Η Εκκλησία εν συνεχεία απλώς έκανε αυτό που κάνει ανά τους αιώνες (συχνά με άχαρο τρόπο): περιφρούρησε το μαντρί. Κι ο Καζαντζάκης ήταν ένα μαύρο πρόβατο που βάλθηκε να σκέφτεται και είχε και το θράσος να γράφει σκέψεις που ξένιζαν. Τα κείμενά του δεν ευλογούσαν κεριά και καντηλέρια, παραμυθάκια και μύθους, ναούς και ράσα. Άρα συνειρμικά ήταν επικίνδυνος. Άσε που στα μάτια πολλών οι ιδέες του φάνταζαν αριστερών φρονημάτων. Η κρίση κορυφώθηκε με τα έργα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο Φτωχούλης του Θεού» και κυρίως με τον «Τελευταίο Πειρασμό». Ο Καζαντζάκης βρέθηκε στο στόχαστρο λυσσαλέων επιθέσεων που εκπορεύονταν από κάποιους Ιεράρχες (κρατούντες της τότε Συνόδου όμως) και από μερίδα του Αθηναϊκού Τύπου. Στον αντίποδα στεκόταν πλάι του μία άλλοτε φοβισμένη κι άλλοτε επαναστατημένη ελίτ του πνεύματος και της διανόησης που είτε ψέλλιζε και δεν ακουγόταν είτε κραύγαζε και δυσκολευόταν να την ακολουθήσει η κοινωνία της εποχής. Ήδη έχει διωχθεί δύο φορές: Η πρώτη με τον Γληνό που αθωώνονται αμφότεροι και η δεύτερη το 1930 για την «Ασκητική» του. Η δεύτερη αυτή δίκη όμως δεν έγινε ποτέ.
Πάντως, στα μέσα του 1954 μία νέα αφορμή βρίσκεται από πλευράς εκκλησίας. Ο Μητροπολίτης Χίου υποβάλλει έκθεση στην Ιερά Σύνοδο για το βιβλίο «Καπετάν Μιχάλης» το οποίο θεωρεί αντεθνικόν και υβριστικόν για την Εκκλησία και ζητά να αφορισθεί ο Καζαντζάκης.

Ο Καπετάν Μιχάλης .. στην Ιερά Εξέταση
Πολλοί νομίζουν ακόμη ότι η αφορμή ήταν ο Τελευταίος Πειρασμός. Αλλά όχι. Το Χριστεπώνυμον εκκλησίασμα έθιξε ο καπετάν Μιχάλης. Η επιστολή μάλιστα προς το Ιερατείο ανέφερε ότι το βιβλίο αυτό εξευτελίζει τον αγώνα των Κρητών (!!) γιατί περιγράφει τον καπετάν Μιχάλη ως μέθυσο και τον Πολυξίγκη ως ερωτύλο. Και προσβάλει και την εκκλησία γιατί στο κεφάλαιο με την κατήχηση της Εμινέ εκείνη λέει ότι ο Θεός είναι γέρος κοτσωνάτος και ο Χριστός ο γλυκός, ντεληκανής γιός του.
Η Εμινέ βέβαια με έναν χαριτωμένα αφελή τρόπο μεταφέρει τις περισσότερες απορίες του κοινού νου για την ευρέως γνωστή ιστορία του Χριστού. Και αυτό σαφώς ήταν ενοχλητικό. Η Ιερά Σύνοδος πείθεται εύκολα και ο αφορισμός ετοιμάζεται. Το αίτημα μεταφέρεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μέχρι πριν από τρία χρόνια εικάζαμε όλοι ότι ο αφορισμός του Καζαντζάκη ήταν μία ακόμη μελανή σελίδα στην ιστορία της εκκλησίας. Κι όμως. Ο αφορισμός δεν ίσχυσε ποτέ. Γιατί όσο υπήρχαν πάντα σκοταδιστές στα εκκλησιαστικά πράγματα άλλο τόσο (και συχνά περισσότερο) υπήρχαν και φωτισμένα μυαλά, ανοιχτά και έντιμα.

Η Χανιώτισσα δημοσιογράφος Ελένη Κατσουλάκη σε μία έρευνά της το 1972 πληροφορήθηκε την αλήθεια. Και την έγραψε. Αλλά ουδείς ενδιαφέρθηκε να την δημοσιεύσει. Για να ακριβολογώ όλοι έδειξαν προθυμία για το αντίθετο. Η ίδια το 2003 δημοσίευσε την ιστορία στο περιοδικό του Παντείου. Μία ιστορία που προσπαθούσε να γνωστοποιήσει για 30 σχεδόν χρόνια και δεν την άφηναν.

Μη αφορισμός με τη … βούλα του Πατριαρχείου
"Το 1954 άρχισε ένας πρωτόγονος πνευματικός Μακαρθισμός εναντίον του μεγάλου συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη που για μισό αιώνα τίμησε και εξύψωσε την Ελλάδα και χαλύβδωσε την παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Πάπας της Ρώμης απαγόρευσε την κυκλοφορία του ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥ. Ο Καζαντζάκης έστειλε τηλεγράφημα στο Βατικανό με μια φράση στα Λατινικά του Χριστιανού απολογιστή Τεντουλιάν. "Ad tuu, Domine, tribunal appello: Υποβάλλω την έκκληση μου στην δική σου δικαστική κρίση, Κύριε!
Τον ίδιο χρόνο ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής αποδοκιμάζει με αηδία τις "βλαστήμιες" του μαέστρου της λογοτεχνίας κατά του θεανθρώπου και ζητά να μην επιτραπεί η μετάφραση των βιβλίων του στα Ελληνικά. Οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ εκφράζουν την αγανάκτησή τους και την προτίμησή τους στον Μακαρθισμό, παρά τα "βρωμόλογα του ανήθικου Καζαντζάκη" και αποκαλούν αλήτες τους διάσημους διανοούμενους υποστηρικτές της ελεύθερης σκέψης.
Ο Μητροπολίτης της Χίου κάνει αίτηση στην Ιερά Σύνοδο απαιτώντας τον αφορισμό του άθεου και την ποινική καταδίκη του από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων επίσης καταδικάζει τα βιβλία του βλάσφημου.
Η Ιερά Σύνοδος καταράστηκε με μίσος και αφόρισε τον Καζαντζάκη. Μα για να γίνει έγκυρος ο αφορισμός του χρειαζόταν την συγκατάθεση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Η Ανωτάτη εξουσία της Ορθόδοξης εκκλησίας έκανε αίτηση στον Πατριάρχη Αθηναγόρα της Κωνσταντινούπολης και ζήτησε να αφορισθεί επίσημα ο "γιος του Σατανά". Συνάμα ζήτησε επιμόνως την απαγόρευση των αισχρών έργων του και την ποινική τιμωρία του από τον Άρειο πάγο, το Εφετικό δικαστήριο και τον εισαγγελέα Αθηνών. Ο Καζαντζάκης απαντά ατάραχος στην ανώτατη ιεραρχία: "Με καταραστήκατε Άγιοι Ιερείς. Εγώ σας δίνω την ευχή μου. Ελπίζω η συνείδηση σας να 'ναι καθαρή σαν την δική μου και να 'σαστε ηθικοί και θρησκευτικοί όπως εγώ."

Ένα μοναχικό βραβείο ειρήνης


Το 1956 απονέμεται στον Καζαντζάκη το διεθνές βραβείο ειρήνης. Ο ραδιοσταθμός της Αγγλίας BBC ζητά από τον ονομαστό συγγραφέα συνέντευξη για το βιβλίο του "Αγγλία". Ο Καζαντζάκης αρνείται με πείσμα τη συνέντευξη, ως διαμαρτυρία ενάντια στις βιαιότητες των Άγγλων στην Κύπρο.
Η τελετή απονομής γίνεται στην Βιέννη από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης. «Η τιμή ανήκει στην Κρήτη» θα πει ο Καζαντζάκης αλλά η ελληνική πρεσβεία θα λάμψει δια της απουσίας της όπως και όλοι οι έλληνες επίσημοι. Στο τέλος της χρονιάς ο "Φτωχούλης του Θεού" κυκλοφορεί ήδη μεταφρασμένος σε πολλές Ευρωπαϊκές γλώσσες. Οι κριτικές του διθυραμβικές. Πολλοί μιλούν για νόμπελ και θα ήταν πιο σίγουροι αν δεν ήξεραν το κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα για τα έργο του συγγραφέα. Στην εφημερίδα Άφτενπόστεν του Όσλο ένας κριτικός ρίχνει το σύνθημα: Δεν χρειάζεται νόμπελ. Αυτό που νοιώσαμε όλοι εμείς που διαβάσαμε το βιβλίο είναι η ανταμοιβή του.
Η αλήθεια είναι πως ο ίδιος ο Καζαντζάκης δεν χρειάζεται τίποτα πια. Παλεύει χρόνια με την λευχαιμία και στις 26 Oκτωβρίου κουρασμένος πλέον και νικημένος από την νόσο, φεύγει για το μεγάλο ταξίδι.


Η σωρός του μεταφέρεται στην Αθήνα αρχικά. Αλλά ο κλήρος ξεσηκώνεται και πάλι.
Η Ελένη Κατσουλάκη στην έρευνά της γράφει:
«Οι εφημερίδες των Αθηνών ανακοίνωσαν αθόρυβα με μικρά γράμματα τον θάνατο του μεγάλου συγγραφέα . Άλλωστε, είχαν πιο ενδιαφέροντα γεγονότα να γιομίσουν τις πρώτες σελίδες τους. Η διάσημη Αμερικανίδα σεξοβόμβα Τζέην Μάνσφιλντ μόλις είχε φτάσει κουνιστή και λυγιστή στην πρωτεύουσα και έδινε με το κιλό προμελετημένες συνεντεύξεις.
Η σωρός του Νίκου Καζαντζάκη έφτασε στην Αθηνά στις 4 Νοέμβριου του 1957. Ξεπετάχτηκαν μονομιάς αλαφιασμένοι παπάδες και επίσκοποι της Ελλάδας. Γούρλωσαν τα σβέλτα ματάκια τους, μούγκρισαν τα θεριά μέσα τους και αφήνιασε σαν μουλάρι η στείρα καρδιά τους. Πέθανε ο Αντίχριστος, αναφώνησαν.
Ο Αρχιεπίσκοπος των Αθηνών Θεόκλητος άρπαξε την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση ενάντια στον αθυρόστομο υβριστή και συκοφάντη. Σήκωσε την ιερά του ράβδο και έδωσε διαταγή να μην επιτραπεί να μπει η σωρός του βλάσφημου νεκρού σε Αθηναϊκό ναό!
Η ορθόδοξος σύλλογος ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ έστειλε τηλεγράφημα στον Μητροπολίτη Κρήτης και σε όλη την ιεραρχία να αρνηθούν σφοδρά όλα τα ιερά μυστήρια στον "αντίχριστο νεκρό" και να μην επιτραπεί η κηδεία του σε κανένα νεκροταφείο της εκκλησιάς. Η σβελτάδα και το τετραπέρατο μυαλό το Αριστοτέλη Ωνάση έσωσε την Ελλάδα από τον εξευτελισμό και την εθνική ταπείνωση. Το ίδιο απόγευμα διέθεσε ένα έκτακτο δρομολόγιο με αεροπλάνο της Ολυμπιακής και μετέφερε την σορό του γίγαντα της λογοτεχνίας στο Ηράκλειο της Κρήτης».

«Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη»
Η κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο έμελλε να είναι η αρχή της σταδιοδρομίας ενός άλλου «γραφιά» που επίσης απουσιάζει πλέον από τα εγκόσμια: του Φρέντυ Γερμανού. Νεαρός ρεπόρτερ τότε στάλθηκε από την εφημερίδα Ελευθερία εσπευσμένα ως ανταποκριτής για να καλύψει τα αναπάντεχα γεγονότα. «Σάστισα, έλεγε χρόνια μετά. Ένα νησί ολόκληρο ακουμπούσε στο φέρετρο του Καζαντζάκη με σεβασμό αλλά και με λιονταρίσια τόλμη. Ένοιωθες συνάμα τον σεβασμό στον νεκρό και την αγανάκτηση της διαδήλωσης. Σε όλη την διαδρομή ως το Μαρτινέγκο είχα την αίσθηση ότι είχε πεθάνει ένας εθνικός ήρωας. Όχι «ήρωας» στα χαρτιά και τα πρωτόκολλα αλλά στις συνειδήσεις των απλών ανθρώπων».
Τον νεκρό συνόδευαν οι συγγενείς του, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Αλέξης Μινωτής, ο Μάνος Κατράκης, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Νορβηγός Νομπελίστας Μάξ Τάου και ο Παντελής
Πρεβελάκης.


Η Ελένη Κατσουλάκη καταγράφει:
«Καθώς το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου, μια τεράστια ανθρωποθάλασσα υποδέχτηκε τον γιο του Ψηλορείτη.
Χιλιάδες Καστρινοί, άνθρωποι της παγκόσμιας τέχνης, του θεάτρου, της πολιτικής και των τοπικών αρχών περίμεναν με θλίψη τον διάσημο νεκρό. Το φέρετρο τοποθετήθηκε στον Μητροπολιτικό ναό του Άγιου Μήνα με την έγκριση του Μητροπολίτη της Κρήτης Ευγένιου που αψήφησε τις απειλές της Ιεραρχίας και έψαλε μια σύντομη επιμνημόσυνο δέηση. Βρακοφόροι Κρητικοί και κοπελιές του Λυκείου με εθνικές ενδυμασίες και μαύρες μαντίλες στάθηκαν δίπλα στο φέρετρο. Εκατοντάδες στέφανα κατατέθηκαν στην τιμή του Κρητικού και το λαϊκό προσκύνημα κράτησε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.
Εν τω μεταξύ, το Δημοτικό Συμβούλιο του Ηρακλείου σε έκτακτη συνέλευση του ψήφισε να ταφεί ο μεγάλος νεκρός με δημόσια δαπάνη στον Ενετικό προμαχώνα του Μαρτινέγκο. Σκάφτηκε βιαστικά μια χωματένια λακκούβα στη κορυφή του τείχους - ένας στιγματισμένος ανευλόγητος τάφος αντιφατικός με όλα τα ιερά ήθη και τους κανόνες της Ορδοδοξίας.
5 Νοεμβρίου 1957. Ο Μητροπολιτικός ναός του Άγιου Μήνα στις 11 το πρωί ήταν ασφυκτικά γιομάτος. Κάθε δρόμος και σοκάκι του Κάστρου είχε σκεπαστεί από μια τεράστια πυκνή ανθρωποθάλασσα που θρηνούσε σιωπηλά και με αξιοπρέπεια τον μεγάλο νεκρό. Στα μπαλκόνια και τα καταστήματα κυμάτιζαν Εθνικές θλιμμένες σημαίες. Έκλεισαν τα σχολειά, άνοιξαν παράθυρα και πόρτες και ξεμύτισαν έξω οι Καστρινοί για να αποχαιρετήσουν τον συμπατριώτη τους—την καυτή ανάσα της Κρήτης . Ο Μητροπολίτης Ευγένιος έψαλε την νεκρώσιμη ακολουθία παρουσία του πρωτοσύγκελου αρχιμανδρίτη Φιλόθεου. Ο δήμαρχος του Ηρακλείου, ο συναρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου, Ο Νορβηγός συγγραφέας Μαξ Τάου, πρυτάνεις του Πανεπιστημίου, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και διάφοροι λογοτεχνικοί σύλλογοι προσφώνησαν και τίμησαν με γενναιοδωρία τον μεγαλύτερο λογοτέχνη του αιώνα μας. Ανάμεσα τους ο λόγιος της Κρήτης Μενέλαος Παρλαμάς.
Η Δημοτική μουσική του Κάστρου προηγήθηκε της νεκρικής πομπής παίζοντας τον Κρητικό ύμνο .Το φέρετρο συνόδευσαν βρακοφόροι και κοπελιές του Λυκείου Ελληνίδων κρατώντας τα κατατεθέντα στέφανα .
Ακολούθησαν η χήρα του νεκρού Ελένη Καζαντζάκη, οι αδελφές του Αναστασία και Μαρία , και Έλληνες επίσημοι. Πήραν σειρά οι φοιτητές της παιδαγωγικής Ακαδημίας και άνθρωποι των γραμμάτων και του θεάτρου, κρατώντας τα βιβλία του Καζαντζάκη και πίσω ακολούθησαν χιλιάδες λαού. Σαν τοποθετήθηκε ο νεκρός μέσα στον πρόχειρο τάφο στην γη που τον γέννησε, η Ελλάδα ολόκληρη έγειρε το κεφάλι και τον μοιρολόγησε. Αυτή την συγκινητική εικόνα ζωγράφισαν οι Ελληνικές εφημερίδες. Η Φιλαρμονική του Δήμου έπαιξε ξανά με δέηση τον ύμνο της Κρήτης : "Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη, τα βαριά της τα σίδερα σπα, και σαν πρώτα χτυπιέται χτυπά, και γοργή κατεβαίνει".

Ρεζίλι γινήκαμε, έγραφε ο Καντιώτης
Μα το άψυχο σώμα του Καζαντζάκη δεν πρόλαβε να αναπαυτεί στην γαλήνη της αιωνιότητας. Την ίδια κιόλας μέρα ο αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Καντιώτης στο Ορθόδοξο περιοδικό της Κοζάνης ΣΠΙΘΑ σφεντόνισε μίζερο φαρμάκι ενάντια στους Έλληνες επίσημους που τόλμησαν να παρασταθούν στην κηδεία του "ανήθικου βλάστημου του Χριστού" και έγραψε με παράφορη οργή: Ρεζίλια των σκυλιών γίναμε. Η συντέλεια των αιώνων έφτασε! Βόθρος ρέει από τους ακάθαρτους ποταμούς από τις σελίδες του ανήθικου. Σήμερα η Ελλάς κηδεύει με δημόσιον δαπάνη ποιόν (;) τον υβριστή της εκκλησίας μας . Φρίκη, ούτε ο υπόνομος των Αθηνών δεν θα ανέδιδε τέτοια δυσωδία. Έφτασε η Δευτέρα παρουσία ! Το θλιβερότερο: ο Μητροπολίτης Ευγένιος παρόλο που ειδοποιήθηκε αυστηρά από την Ιεραρχία άφησε τον βλάστημο να μπει μέσα σε Χριστιανική εκκλησία και παρέστη στην κηδεία του! Εύγε Άγιε της Κρήτης Μητροπολίτη Ευγένιε! Η εκκλησία της Κρήτης έδωσε εξετάσεις σήμερα και μηδενίστηκε στην συνείδηση της Ορθοδοξίας! Ντροπή σας, χυδαιολόγοι της πίστης μας. Να πάτε στην Χάβρες, να πάτε στα τζαμιά αλλά να μην πατήσετε τα πόδια σας σε ιερόν ναό της εκκλησίας μας πρυτάνεις των Πανεπιστημίων , λογοτέχνες και πολιτικοί . Αν ζούσαν σήμερα οι τρεις Ιεράρχες θα σας είχαν αφορίσει όλους σας!

Η Ελένη Κατσουλάκη εξομολογείται: Ι972, λίγο μετά το Πάσχα. Το περιοδικό ΤΑΞΙΔΙ των Αθηνών μ' έστειλε στην Κρήτη να κάνω ένα ρεπορτάζ για τον τουρισμό. Ο πρώτος μου σταθμός ήταν το Ηράκλειο – η γενέτειρα του Καζαντζάκη ! Λωλάθηκα , παλάβωσα, έχασα το μυαλό μου. Ο πνευματικός μου έρωτας με τον Καζαντζάκη με παρέσυρε σαν θύελλα στον ανεμοστρόβιλο της πανούργας καρδιάς μου. Τίποτα δεν σταματούσε τον ταύρο μέσα μου που ζητούσε να μονομαχήσει με το κόκκινο πανί της αλήθειας και της δικαίωσης. Μια έρευνα για την κηδεία και τον αφορισμό του Κρητικού συγγραφέα θα ηρεμούσε το σαρκοβόρο σκουλήκι που μ' έτρωγε μέσα μου.
Κατηφόρισα σκυθρωπά τους δρόμους της πρωτεύουσας και σεργιάνισα άσκοπα τα στενά στα σοκάκια της.
Το ιστορικό μουσείο Κρήτης που φιλοξενούσε δυο αίθουσες με προσωπικά αντικείμενα του Καζαντζάκη δεν ήταν πολύ μακριά. Περπάτησα μέχρι εκεί με λαίμαργη λαχτάρα. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός -που δώρισε το κτήριο στο μουσείο Κρήτης- ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος. Μορφωμένος, αξιοπρεπής, ευγενικός. Οσφράνθηκε την συμπόνια μου για τον Καζαντζάκη από την πρώτη στιγμή και ένιωσε την έντονη ταραχή που φώλιαζε μέσα μου. Μια μέρα καθώς το 'φερε η κουβέντα τον ρώτησα για τον αφορισμό του Καζαντζάκη. Ο Ανδρέας σοβαρεύτηκε μεμιάς και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Κάτι πήγε να πει, αλλά κοντοστάθηκε.
-Κάτι ξέρετε και δεν θέλετε να μιλήσετε?
- Πήγαινε στην Αρχιεπίσκοπο της Κρήτης Ευγένιο να του μιλήσεις, μου απάντησε επιτακτικά. Μην του πεις ότι σε έστειλα εγώ. Είσαι τετραπέρατη Κρητικιά, θα βρεις ένα τρόπο να τον ψαρέψεις. Τότε και μόνο θα μάθεις πράγματα για τον Καζαντζάκη πού 'ναι θαμμένα χρόνια . Ούτε μια χούφτα άνθρωποι στον κόσμο δεν τα ξέρουν. Αν τον καταφέρεις να σου μιλήσει, θα είσαι η μεγαλύτερη κατάσκοπος του αιώνα ! Μετά έλα εδώ και θα σου 'χω την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής σου—το πιο πολύτιμο υλικό για την ερευνά σου για τον Καζαντζάκη!
Ένα μυστικό που ούτε μια χούφτα άνθρωποι δεν το ξέρουν

Η Κατσουλάκη νοιώθει την έξαψη του δημοσιογράφου που κυνηγά το ρεπορτάζ της ζωή του
«Το ίδιο κιόλας απόγευμα -γράφει- βρέθηκα στα σκαλιά της Αρχιεπισκοπής Κρήτης. Έτρεμαν τα χέρια μου και τα πόδια μου λύγισαν. Σίμωσα ένα βυζανιάρικο παπαδάκι, όμορφο ντροπαλό και καλοσυνάτο. Του 'πα ότι δουλεύω για το περιοδικό ΤΑΞΙΔΙ και θέλω να πάρω συνέντευξη από τον Αρχιεπίσκοπο. Ήξερα ότι δεν θα με δεχτεί αν δεν ήταν κάτι εκκλησιαστικό και ρώτησα τι είναι η μεγαλύτερη αδυναμία του Αρχιεπισκόπου που θα τον αναγκάσει να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη.
-Το μεγαλύτερο όνειρο του Αρχιεπισκόπου, ψιθύρισε ταραγμένο το παπαδάκι χωρίς να με κοιτάζει είναι να χτίσει μια σχολή Βυζαντινής εικονογραφίας και να την ονομάσει EL GRECO σε τιμή του Κρητικού ζωγράφου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.
-Σε παρακαλώ, μπορείς να με βοηθήσεις? Θέλω να γράψω ένα άρθρο για την σχολή και την ευγενή προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου. Θα μπορέσεις να μου κλείσεις ραντεβού? Θα σου έχω ευγνωμοσύνη για πάντα!
Το καλοσυνάτο, αγνό πρόσωπο του νεανικού κληρικού γύρισε πίσω σε δέκα λεπτά, κατακόκκινο, με τα μάτια χαμηλωμένα.
-Αύριο στις 11 το πρωί σας έκλεισα ραντεβού με τον Αρχιεπίσκοπο!
Η καρδιά μου με ένα σάλτο χόρεψε Κρητικό πεντοζάλη στον ρυθμό μιας αόρατης λύρας και στα κρυφά τραγούδησε μια τρυφερή μαντινάδα. Μου 'ρθε να αγκαλιάσω το παπαδάκι και να το φιλήσω από την χαρά μου, αλλά κρατήθηκα. Από νευρικότητα, είχα σταθεί από τις δέκα το πρωί έξω από την Αρχιεπισκοπή. Παρόλο που ψιχάλιζε, άρχισα να ιδρώνω. Το ευγενικό παπαδάκι με πλησίασε αργότερα ντροπαλά και με οδήγησε στην αίθουσα που με περίμενε ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος. Κυπαρισσένιος, εύσωμος επιβλητικός, μου 'δωσε το χέρι του να το φιλήσω. Δεν ξέρω τι βιδώθηκε στο μυαλό μου κείνη την αστραπιαία στιγμή και του λεω με ναζιάρικο χαμόγελο.
-Σεβασμιότατε αν μου φιλήσετε το δικό μου, θα σας φιλήσω το δικό σας!
Ο Ιεράρχης άλλαξε χρώμα και έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Και πριν προλάβει να συνέλθει του λέω αστειευόμενη:
-Καλέ, πως βγήκατε εσείς λαμπάδα και εγώ κερί? Ούτε στην μέση δεν σας φτάνω!

Κράτησε το στομάχι του από τα τρανταχτά γέλια και έτσι έσπασε ο πάγος μεταξύ μας. Μιλούσαμε πια σαν παλιοί καλοί φίλοι. Μου πρόσφερε ένα δίσκο από Λαμπριάτικα κουλουράκια , κόκκινα αυγά και τσουρέκι. Μου μίλησε με ενθουσιασμό για ώρα πολύ για την σχολή εικονογραφίας. Με ρώτησε πως μου φάνηκε το Ηράκλειο. Τότε ταράχτηκα. Βούτηξα την ευκαιρία από τα μαλλιά.
-Τα Χανιά είναι πιο όμορφα, γραφικά, η γενέτειρα του Βενιζέλου! Το μόνο που έχει να καυχιέται το Ηράκλειο είναι ο τάφος του Καζαντζάκη!
Γέλασαν τα μουστάκια του Αρχιεπισκόπου. Τέντωσε με περηφάνια τις θεόρατες πλάτες του και κορδώθηκε σαν παγώνι.
-Εγώ τον αγαπούσα πολύ τον Καζαντζάκη, μου εξομολογείται χωρίς δισταγμό. Τον θαύμαζα στα κρυφά. Ξέρετε, η εκκλησία είναι στενοκέφαλη. Δεν μπορούσα να εκφράσω τα πραγματικά μου αισθήματα.. Θα με πετούσαν έξω. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία του. Τι πένα είναι αυτή κοπελιά μου; Πιάνει πουλιά στον αέρα! Ο Καζαντζάκης κατά μένα είναι ο πρωτοψάλτης της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η εκκλησία τον παρεξήγησε. Ο Καζαντζάκης ήταν φιλόσοφος και αλληγορικός συγγραφέας.
-Μα η εκκλησία τον αφόρισε!
-Δεν είναι αλήθεια. Ο Καζαντζάκης ποτέ δεν αφορίστηκε , αγαπητή μου. Η Ιερά Συνοδός τον καταράστηκε και τον αφόρισε και ζήτησε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα να επικυρώσει την αφόριση του. Ο Πατριάρχης πέταξε την αίτηση σ' ένα συρτάρι και ακόμα εκεί είναι. Ποτέ δεν την υπέγραψε. Όχι μόνο αυτό, αλλά τα βιβλία του Καζαντζάκη στολίζουν και τώρα ακόμα την βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου!
Είχα μείνει άφωνη, λύγισαν τα γόνατα μου. Έκαμα κόμπο την καρδιά μου και σώπασα.
-Εγώ , δεσποινίς Κατσουλάκη πήγα και στην κηδεία του! Παρ’ όλες τις απειλές, διαταγές, εκκλήσεις και κατάρες που πήρα γραπτώς και προφορικώς -μπροστά μου και πίσω από την πλάτη μου- έδωσα άδεια να μπει η σωρός του στον Άγιο Μηνά και έκανα μάλιστα και την νεκρική δέηση!
-Δεν φοβηθήκατε?
-Ήταν δύσκολη η θέση μου. Είχα μεγάλη πίεση και από την Ιεραρχία και από τις τοπικές αρχές. Αν δεν άφηνα την σωρό του Καζαντζάκη στον Άγιο Μηνά, θα γινόταν η επανάσταση του 1821 και θα αιματοκυλιόμαστε εδώ κάτω! Οι Κρητικοί το 'χαν πάρει πολύ πατριωτικά το θέμα. Ήταν ανήμερα θηρία! Στην κηδεία κόντεψε να γίνει μεγάλο μακελειό. Κάμποσοι κληρικοί χωρίς ράσα ακολούθησαν την νεκρική πομπή βρίζοντας τον νεκρό, αρπάχτηκαν στα χέρια με ντόπιους Κρητικούς. Δύσκολες ώρες και για μένα ένα ανώτατο κληρικό!
-Εσείς τον θάψατε?
-Όχι, αλίμονο μου! Θα με αφόριζε η Ιερά Σύνοδος! Είχαμε διαταγή να μην γίνει η ταφή του από κανένα Ορθόδοξο παπά. Εγώ δεν ήμουνα κοντά στην σωρό του Καζαντζάκη.
-Οι εφημερίδες έγραψαν ότι θάφτηκε από ιερέα ο Καζαντζάκης.
- Ο κόσμος είχε άγνοια. Όταν έφτασε η σωρός του στο Μαρτινέγκο, κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. ( Σημείωση: Τον επικήδειο εκφώνησε ο Μενέλαος Παρλαμάς) Μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό. Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς τύπου! Πουθενά παπάς. Οι Βρακοφόροι Κρητικοί άρχισαν να φουρτουνιάζουν, έμαθα από άλλους παρόντες, άναψαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια. Κείνη την τραγική στιγμή ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένα νέος παπάς με ράσα και με θυμιατό! Ούτε ήξερα ποιος ήταν και πως βρέθηκε εκεί, από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!
-Τώρα ξέρετε ποιός ήταν?
-Αρκετά, είπαμε κοπελιά. Ας αφήσουμε αυτήν τη συζήτηση για τον Καζαντζάκη και δώσε μου το τηλέφωνο σου στο ξενοδοχείου που μένεις να σε καλέσω για τραπέζι μια από αυτές τις μέρες. Και στείλε μου το περιοδικό όταν θα γράψεις το άρθρο για την σχολή εικονογραφίας.
Τον φίλησα στο μάγουλο και πήδηξα τα σκαλιά σαν αγριοκάτσικο.
Ο παπάς που έθαψε τον Καζαντζάκη και η ιστορία του
Κοντεύουν σχεδόν 50 χρόνια από τότε και το όνομα του Ιερέα παραμένει ακόμη πολύτιμο μυστικό ολίγων στην Κρήτη. Ένας άνθρωπος σεμνός που βοηθήθηκε από την ανωνυμία. Άλλωστε όποιος τον δει και τον ακούσει δεν μπορεί να του αρνηθεί μία υπόσχεση. Την ίδια υπόσχεση που του ‘δωσε τότε η Ελένη Κατσουλάκη. Η ίδια περιγράφει:
«Το άλλο πρωί πριν ακόμα ανοίξει το μουσείο είχα κουκουβίσει στα σκαλοπάτια. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός μόλις με είδε έλαμψε το πρόσωπο του.
- Συγχαρητήρια, τα κατάφερες!
-Ναι!
-Σου είπε ο Αρχιεπίσκοπος ότι δεν αφορίστηκε ο Καζαντζάκης?
-Ναι! Απίστευτο!
-Για τον παπά που τον έθαψε?
-Ναι, αλλά δεν μου είπε ποιός ήταν.
-Θα σου το πω εγώ!
Ποτέ μου δεν ένιωσα τέτοια θεϊκή ευγνωμοσύνη για τον χωματένιο άνθρωπο. Ξεκόρμισα από τον τοίχο και άρχισα να κλαίω. Μου έδωσε το όνομα, την διεύθυνση και τον τόπο που έμενε ο άγνωστος παπάς που είχε το Διγενικό θάρρος και το αντρίκειο φιλότιμο να λιποταχτήσει από τις μίζερες μικρότητες και τις ξεδιάντροπες καταπιέσεις της εκκλησίας και σαν παπάς με συνείδηση να κάνει την κηδεία του μεγάλου καλλιτέχνη.
-Να μου υποσχεθείς ότι ποτέ δεν θα αναφέρεις το όνομα του καλού τούτου ανθρώπου. Υπόσχεσαι?
-Υπόσχομαι!
Σαν χτύπησα δειλά την πόρτα του σπιτιού του καλοσυνάτου ήρωα παπά, νόμιζα ότι θα σταματούσε η αναπνοή μου. Μου άνοιξε την πόρτα με ένα ήρεμο, απλοϊκό χαμόγελο γιομάτο αγάπη.
-Καλώς ήλθατε στο φτωχικό μου. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος?
Του 'πα την αλήθεια. Δεν έδειξε φόβο ή έκπληξη. Απλά και σεμνά μου ζήτησε να μην αναφέρω τ' όνομα του στην έρευνα για τον Καζαντζάκη, μόνο την ιστορία..

-Ποτέ, σας το ορκίζομαι!
-Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα την θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μην βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοέμβριου. Οι αρχές και ο στρατός φοβόνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Όταν θα το 'παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδηση μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ' ένα βαφτισμένο Χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο η εγκληματικό. Όσο αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω.
-Πως τα καταφέρετε?
-Το 'σκασα κρυφά από τον στρατό την μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα.
-Ο κόσμος που περίμενε στον Μαρτινέγκο ήξερε τι έγινε?
-Όχι . Όλοι νόμισαν ότι με έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια!
-Τιμωρηθήκατε?
-Ναι. Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξη μήνες!
Κοίταξα κατάματα τον ανώτατο τούτο άνθρωπο, με απέραντη ευλάβεια. Του 'πιασα τα χέρια με τρυφεράδα και τα φίλησα με όλη μου την ειλικρίνεια. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που φίλησα τα χέρια ενός κληρικού!».


Δεν θα δημοσιευθεί ποτέ, ακριβώς επειδή αυτή είναι η αλήθεια


Το μυστικό αποκαλύφθηκε! Θα περίμενε κανείς να δημοσιοποιηθεί κιόλας. Όμως η εποχή δεν ήταν έτοιμη για αποκαλύψεις. Η Κατσουλάκη λέει:
«Σαν γύρισα στην Αθήνα , ο αρχισυντάκτης του περιοδικού ΤΑΞΙΔΙ με απέλυσε και με το δίκιο του. Σαν είχα την έρευνα έτοιμη την έδωσα σε ένα φίλο Κρητικό, δημοσιογράφο που δούλευε για το περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ, και ήταν ανταποκριτής μιας Ελληνοαμερικανικής εφημερίδας. Μετά από καμποσες μέρες ανείπωτης αγωνίας συναντηθήκαμε στο πλατεία Συντάγματος για καφέ. Φαινόταν σκοτεινιασμένος.
-Τι έγινε με την έρευνα του Καζαντζάκη? Τι είπαν οι εφημερίδες, τα ΕΠΙΚΑΙΡΑ?
-Ότι θα πας πέντε χρόνια φυλακή αν προσπαθήσεις να την δημοσιεύσεις, μου απάντησε ωμά, σχεδόν με θυμό. «Ξέχαστο Ελένη. Αυτήν την έρευνα σου συνιστώ σαν φίλος να την κάψεις. Ποτέ δεν θα δημοσιευθεί στην Ελλάδα. Τόσο αγαθή είσαι? Ξύπνα!
-Μα είναι αλήθεια!
-Για αυτό ακριβώς δεν θα δημοσιευθεί ποτέ, γιατί είναι αλήθεια!
Κραυγές οργής και φρίκης υψώθηκαν μέσα μου. Αισθάνθηκα σαν κάποιος να ξερίζωσε την καρδιά μου και να την πέταξε σ' ένα αγκαθωτό γκρεμό, χωρίς έλεος. Μα δεν το 'βαλα κάτω. Μετέφρασα το κείμενο στα Αγγλικά και το 'στειλα στο Αμερικανικό περιοδικό NEWSWEEK. Το περιοδικό δέχτηκε το κείμενο για τον Καζαντζάκη σαν πληροφοριακή πηγή και φυλάχτηκε στην βιβλιοθήκη του. Αργότερα έστειλα την έρευνα στη Ελένη Καζαντζάκη. Η χήρα του Καζαντζάκη την δέχτηκε όπως ένας σταυρωμένος περίμενε με λαχτάρα την ανάσταση του. Τότε και μόνο ένιωσα ότι είχα κάνη το χρέος μου!
Το 2003 το σαρκοβόρο σαράκι της δικαίωσης άρχισε πάλι να τρώει τα σωθικά μου και αποφάσισα να ξαναγράψω στα Ελληνικά την έρευνα για τον Καζαντζάκη. Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος Ψαλιδάκης είχε πεθάνει το 1978. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός το 1992. Έστειλα -χωρίς να ελπίζω- φαξ στον Μητροπολίτη Μελέτιο, αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και ζήτησα επίσημη επιβεβαίωση σχετικά με τον αφορισμό του Καζαντζάκη.
Μα η μοίρα και το ριζικό είναι αναπάντεχο και γνέθει τις δικές του σαϊτιές. Πριν από κάμποσες εβδομάδες, καθώς ψαχούλευα ένα αραχνιασμένο κουτί γιομάτο ποιήματα—σπίθες της νιότης, βρήκα στα Ελληνικά την έρευνα του Καζαντζάκη! Τα χέρια μου έτρεμαν σαν επιληπτικά. Τα μάτια μου θόλωσαν. Ήταν το πνεύμα του μεγάλου συγγραφέα που ζητούσε δικαίωση ? Δεν ξέρω. Οι κιτρινισμένες σελίδες είχαν φαγωθεί και δύσκολα διαβάζονταν. Κάθισα και το ξανάγραψα. Ήταν μια εσωτερική ανάγκη και ένα ιερό χρέος για να τιμήσω τον πνευματικό άνθρωπο που δεν υποτάσσεται σε καλόβουλες αυλές και δεν αναπαύεται σε καρποφόρα , εφήμερα λιβάδια, παρά φορτώνει το δισάκι της ευθύνης στον ώμο και παίρνει το κακοτράχαλο μονοπάτι για να βρει την αγκαθωτή αλήθεια.
Με αγάπη,
Ελένη Κατσουλακη

Σημείωση: Στις 29 Ιουνίου του 2003 έλαβα ένα συστημένο επίσημο γράμμα από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης που επιβεβαιώνει μετά από 50 χρόνια άναντρης σιωπής, ότι δεν υπάρχει αφορισμός του Καζαντζάκη στα αρχεία τους.
---------------------------------------------------------------------------------
Η ιστορία έχει ένα δικό της τρόπο να προβαίνει σε "διορθώσεις".

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Η αλήθεια για τον ΜΗ αφορισμό του Καζαντζάκη"

Στις όχθες του ποταμού Πιέδρα κάθισα κι έκλαψα


Μείναμε έτσι, με τα χέρια ενωμένα, για μερικά λεπτά. Διάβαζα μέσα στα μάτια του τους αρχέγονους φόβους που η πραγματική αγάπη επιβάλλει σαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Διάβασα την άρνηση της προηγούμενης νύχτας, το μακρύ διάστημα που είχαμε ζήσει χωριστά ο ένας από τον άλλο, τα χρόνια στο μοναστήρι, σε αναζήτηση ενός κόσμου όπου δε συνέβαιναν τέτοια πράγματα.
Διάβαζα στα μάτια του τις χιλιάδες φορές που είχε φανταστεί τούτη τη στιγμή, το διάκοσμο που είχε στήσει γύρω μας, το χτένισμα που θα είχα, το χρώμα των ρούχων μου. Ήθελα να πω ναι, πως θα ήταν καλόδεχτος, πως η καρδιά μου είχε κερδίσει τη μάχη. Ήθελα να του πω πόσο τον αγαπούσα, πόσο τον ποθούσα τούτη τη στιγμή.
Αλλά έμεινα βουβή. Παρακολουθούσα, σαν μέσα σε όνειρο, την εσωτερική του πάλη. Είδα ότι είχε απέναντί του την άρνησή μου, το φόβο μη με χάσει, τα σκληρά λόγια που είχε ακούσει σε ανάλογες περιπτώσεις -γιατί όλοι περνάμε τέτοιες στιγμές και συσσωρεύουμε ουλές.
Τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν. Ήξερε πως γκρέμιζε όλους του τους φραγμούς.
Τότε του άφησα το ένα χέρι. Έπιασα το ποτήρι και το ακούμπησα άκρη άκρη στο τραπέζι.
"Θα πέσει", μου είπε.
"Σωστά. Και θέλω να το πετάξεις".
"Να σπάσω το ποτήρι;"
Ναι, να σπάσει ένα ποτήρι. Μια κίνηση απλή, φαινομενικά, η οποία ωστόσο υπονοεί φοβίες που δεν καταφέρνουμε να τις καταλάβουμε ποτέ. Πού είναι το κακό στο να σπάσεις ένα κοινό ποτήρι -κάτι που το έχουμε κάνει όλοι άθελά μας κατά καιρούς;

"Να σπάσω ένα ποτήρι?"επανέλαβε. "Για ποιό λόγο?"
"Θα μπορούσα να σου δώσω κάποιες εξηγήσεις. Αλλά, στην πραγματικότητα, έτσι, απλά... για να το σπάσεις."
"Αντί για εσένα?"
"Όχι βέβαια!"
Κοίταξε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού ανήσυχος από την πιθανότητα της πτώσης του.
Είναι ένα περαστικό καπρίτσιο, ήθελα να του πω. Είναι το απαγορευμένο. Δε σπας ποτήρια στα καλά καθούμενα, επίτηδες. Όταν μπαίνουμε σ' ένα εστιατόριο ή στο σπίτι μας, προσέχουμε να μην αφήσουμε τα ποτήρια στην άκρη του τραπεζιού. Ο κόσμος μας απαιτεί να προσέχουμε να μην αφήνουμε τα ποτήρια να πέφτουν και να σπάνε. Ωστόσο, σκέφτηκα, τυχαίνει να σπάσουμε άθελά μας ένα ποτήρι και τότε βλέπουμε πως στο κάτω κάτω δεν ήταν και τίποτα σοβαρό. Το γκαρσόνι λέει "Α, δεν είναι τίποτα" και δεν έχω δει ποτέ να σου χρεώνουν ένα σπασμένο ποτήρι στο λογαριασμό. Το να σπας ποτήρια αποτελεί μέρος της ύπαρξης, και δεν αδικούμε κανένα, ούτε τον εαυτό μας, ούτε το εστιατόριο, ούτε τον διπλανό μας.
Χτύπησα το τραπέζι με την παλάμη. Το ποτήρι ταλαντεύτηκε, αλλά δεν έπεσε.
"Πρόσεχε!" είπε αυθόρμητα.
"Σπάσε το ποτήρι" επέμεινα.
Σπάσε το ποτήρι, συλλογίστηκα, γιατί είναι μια κίνηση συμβολική. Προσπάθησε να καταλάβεις ότι έσπασα μέσα μου πολύ πιο σημαντικά πράγματα από ένα ποτήρι και ότι είμαι ευτυχισμένη. Σκέψου τη δική σου εσωτερική πάλη και σπάσε τούτο το ποτήρι. Γιατί οι γονείς μας μας έμαθαν να προσεχουμε τα ποτήρια και τα σώματα. Μας έμαθαν πως τα παιδικά πάθη ανήκουν στο χώρο του αδύνατου, πως δεν πρέπει να απομακρύνουμε τους άντρες από την ιεροσύνη, πως οι άνθρωποι δεν κάνουν θαύματα και πως κανένας δεν φεύγει για ταξίδι χωρίς να ξέρει πού πάει. Σπάσε αυτό το ποτήρι, σε παρακαλώ, και απελευθέρωσέ μας από όλες τις καταραμένες προκαταλήψεις, από αυτή τη μανία να τα εξηγούμε όλα και να μην κάνουμε παρά μόνο αυτό που εγκρίνουν οι άλλοι.
"Σπάσε το ποτήρι", του ζήτησα για άλλη μια φορά.
Κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό κου. Ύστερα, αργά, το χέρι του γλύστρισε στην επιφάνεια του τραπεζιού ώσπου άγγιξε το ποτήρι. Το έσπρωξε με μια κοφτή κίνηση και το πέταξε καταγής.
Ο θόρυβος τράβηξε την προσοχή των θαμώνων. Αντί να ζητήσει συγγνώμη με κοίταξε χαμογελώντας. Του αντιγύρισα το χαμόγελο.
"Δεν είναι τίποτα", φώναξε το γκαρσόνι που εξυπηρετούσε κάποιους πελάτες. αλλά εκείνος δεν το άκουσε. Είχε σηκωθεί, με είχε αρπάξει από τα μαλλιά και με φιλούσε.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Στις όχθες του ποταμού Πιέδρα κάθισα κι έκλαψα"

Σάββατο, Αυγούστου 19

Ο τελευταίος πειρασμός του Ν.Καζαντζάκη



Δεύτερη ματιά στα αναγνώσματα που "βαραίνουν" βιβλιοθήκες και βολεμένες συνειδήσεις. Ο Τελευταίος Πειρασμός "σταύρωσε" και "εξοστράκισε" τον Καζαντζάκη. Σε κάτι τέτοια αποσπάσματα του θυμάμαι πόσες συγνώμες ΔΕΝ του είπαν
"Η κάθε στιγμή του Χριστού είναι αγώνας και νίκη. Νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς, νικήσε τους πειρασμούς, μετουσίωνε ολοένα τη σάρκα σε πνέμα κι ανηφόριζε, έφτασε στην κορυφή του Γολγοθά, ανέβηκε στο Σταυρό.
Μα κι εκεί ο αγώνας του δεν τελείωσε, επάνω στο Σταυρό τον περίμενε ο Πειρασμός, ο Τελευταίος Πειρασμός, σε μια βίαιη αστραπή άπλωσε το πνεμα του Πονηρού μπροστά από τα λιποθυμισμένα μάτια του Σταυρωμένου το πλανερό όραμα μιας γαλήνιας, ευτυχισμένης ζωής: είχε πάρει, λέει, έτσι του φάνηκε, τον εύκολο στρωτό δρόμο του ανθρώπου, είχε παντρευτεί, είχε κάμει παιδιά, τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν οι άνθρωποι. Και τώρα γέρος πια, κάθουνταν στο κατώφλι του σπιτιού του, θυμόταν τις λαχτάρες της νιότης του και χαμογελούσε ευχαριστημένος. Τι καλά, τι φρόνιμα που έκαμε και πήρε το δρόμο του ανθρώπου, και τι παραφροσύνη ήταν εκείνη να θέλει, λέει, να σώσει τον κόσμο ! Τι χαρά που γλίτωσε από τις κακουχίες, το μαρτύρι και το Σταυρό.

Να ποιος ήταν ο τελευταίος πειρασμός που ήρθε, σε μιαν αστραπή, να ταράξει τις στερνές στιγμές του Σωτήρα.

Μα ολομεμιάς τίναξε ο Χριστός το κεφάλι, άνοιξε τα μάτια, είδε, όχι, όχι, δεν πρόδωκε, δόξα σοι ο Θεός, δεν λιποτάχτησε, εξετέλεσε την αποστολή που του εμπιστεύτηκε ο Θεός, δεν παντρεύτηκε, δεν έζησε ευτυχισμένος, έφτασε στην κορυφή της θυσίας, βρίσκεται καρφωμένος απάνω στο Σταυρό.

'Εκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος, και τότε ακούστηκε θριαμβευτικιά η κραυγή: "Τετέλεσται !" Δηλαδή τέλεψα το χρέος μου, σταυρώθηκα, δεν έπεσα στον πειρασμό.

Για να δώσω ένα ανώτατο πρότυπο στον αγωνιζόμενο άνθρωπο, για να δείξω πως δεν πρέπει να φοβάται τον πόνο, τον πειρασμό και το θάνατο, γιατί όλα αυτά μπορεί να νικηθούν, νικήθηκαν κιόλα, γράφτηκε το βιβλίο ετούτο. Ο Χριστός πόνεσε, κι από τότε ο πόνος άγιασε, πολέμησε, ως την τελευταία στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει, κι ο Πειρασμός νικήθηκε, σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος.

Κάθε εμπόδιο στην πορεία του γίνουνταν αφορμή κι ορόσημο νίκης, έχουμε πια ένα πρότυπο μπροστά μας, που μας ανοίγει το δρόμο και μας δίνει κουράγιο".

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ο τελευταίος πειρασμός του Ν.Καζαντζάκη"

Παρασκευή, Αυγούστου 18

Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ

Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά,
αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου
δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γη μας. T' άλλα
φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα.

(Στο παρακάτω απόσπασμα: Η μαντάμ Ορτάνς -που είναι ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος επειδή ήταν συνδεδεμένη με τον Ζορμπά- έχει πεθάνει και ο συγγραφέας με τον Ζορμπά επιστρέφουν από την κηδεία της.)

Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.
Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.
-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς;
Μα ο Zορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο και δεν αποκρίθηκε.
'Οταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:
-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.
-'Οχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.
-Νυστάζεις;
-'Οχι.
-Μήτε εγώ. Ας καθήσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω.
'Ημασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε.
Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας, έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμπoση ώρα σώπαινε. 'Ενας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά.
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορουσα να το εξηγήσω.
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.


Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; 'Αμα δεν λένε αυτό τι λένε;
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
-Καναβάρο! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί. Στράφηκε πάλι σε μένα
-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές θάχεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί, τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του δινα μια απόκριση!
'Ενοιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη, μά κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι 'ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γη μας. Τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα. Τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...
Σταμάτησα. 'Ηθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. 'Αλλοι ζαλίζουντε και παραμιλούν, άλλοι μοχτούν να βρούν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός". 'Αλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα. Βασανίζουνταν να καταλάβει.
-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο, τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. 'Ομως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. 'Οχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!

Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:
-'Οχι, δε θ' απλώσω εγώ στο χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!»

Δε μιλούσα. Στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λες «Ναι»! στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου ελεύθερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα.
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
-Καληνύχτα, αφεντικό, είπε, φτάνει.
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχομουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να 'ταν πωρικό, το μυαλό μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζομουν τίποτα. Ένοιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. 'Εβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. 'Ο,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.
Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε!

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ"

Παρασκευή, Αυγούστου 11

Όργουελ 1984 και τρομολαγνεία

Έχει αρχίσει να με τρομάζει περισσότερο η τρομολαγνεία μας από τους ίδιους τους τρομοκράτες. Στο βωμό της προληπτικής μας θωράκισης πόσες ελευθερίες θα καταπατηθούν? Μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 πόσο πιο ανελεύθεροι γίναμε? Μετά τα σενάρια του υγρού πυρός με πόσο λιγότερες αποσκευές θα ταξιδεύουμε? Θεωρητικά τέτοιες απειλές επιθέσεων έχουν καταγραφεί και εξεταστεί από Μυστικές Υπηρεσίες εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον. Έχουν εκτιμηθεί οι κίνδυνοι και οι μελέτες "μπήκαν" ευλαβικά στα συρτάρια.
Με ενοχλεί η έλλειψη τεκμηρίωσης των σχετικών ειδήσεων. Η ασάφεια τους. Κάποιοι, κάπου συνελήφθησαν γιατί κάτι θα επιχειρούσαν σε κάποιες πτήσεις αλλά κάποιοι άλλοι τους κατέδωσαν. Και εγώ σύντομα θα δέχομαι σωματικό έλεγχο στα αεροδρόμια. θα ταξιδεύω αφαιρώντας το μπρελόκ από τα κλειδιά μου. Χωρίς κινητό και λαπ τοπ. Κάποτε μπορεί να το σκεφτώ και να μην ταξιδεύω καν. Μπορεί να κάθομαι σπίτι μου και να ακούω μόνο ειδήσεις για κάποιους που κάπου μακριά θα συλλαμβάνονται και θα περιορίζουν τις ελευθερίες μου μέχρι να τις εκμηδενίσουν εντελώς. Τα πρόσωπά τους δεν θα τα δω. Τις δίκες τους δεν θα τις μάθω. Τις απολογίες τους δεν θα τις ακούσω. Είναι καταδικασμένοι έτσι κι αλλιώς στην "παγκόσμια" συνείδηση. Κι εγώ μαζί τους θα καταδικάζομαι κάθε μέρα σε νέους περιορισμούς. Που θα μικραίνουν τα κεκτημένα μου.
Γιατί μου ξανάρχεται στο μυαλό ο Όργουελ και το 1984? Και εκείνη η παράγραφος. Έψαξα και την ξαναβρήκα. "Ο πόλεμος ήταν μια σίγουρη προστασία της λογικής και όσον αφορούσε στις κατηγορίες απόφασης ήταν πιθανώς το σημαντικότερο όλων των μέτρων προστασίας. Ενώ οι πόλεμοι μπόρεσαν να κερδηθούν ή να χαθούν, καμία κατηγορία απόφασης δεν θα μπορούσε να είναι απολύτως ανεύθυνη. Αλλά όταν ο πόλεμος γίνεται κυριολεκτικά συνεχής, παύει επίσης να είναι επικίνδυνος. Όταν ο πόλεμος είναι συνεχής δεν υπάρχει κανένα πιο σπουδαίο πράγμα από τη στρατιωτική ανάγκη. Η τεχνολογική πρόοδος μπορεί να πάψει και τα πιό προφανή γεγονότα μπορούν να αμφισβητηθούν ή να μην ληφθούν υπόψη. Η αποδοτικότητα κι η σκέψη δεν απαιτείται πλέον. Τίποτα δεν είναι αποδοτικό στην Ωκεανία εκτός από τη σκεπτόμενη αστυνομία".

Αναρωτιέμαι ποιός αντιγράφει ποιόν. Ο συγγραφέας την πραγματικότητα ή η πραγματικότητα τον συγγραφέα? Για όσους δεν το διάβασαν (το 1984 του Όργουελ) υπάρχει αυτούσιο στην αγγλική εκδοχή του εδώ: http://www.online-literature.com/orwell/1984/

Το στόρυ είναι λίγο ως πολύ γνωστό: Το "απόλυτο" αφεντικό ονόματι «Μεγάλος Αδελφός» (Big Brother ή ΒΒ) που στο "1984" αποτελεί έναν οιονεί αόρατο πλανητάρχη και ακόμη έναν διεισδυτικό αναγνώστη της ανθρώπινης σκέψης, ικανό να πατάξει κάθε «έγκλημά» της, thoughtcrime, στην κύησή του. Τόπος του μυθιστορήματος η Ωκεανία όπου ως το 2050, θα καθιερωθεί επισήμως η Newspeak (νέος λόγος, μία λεξηπενής δημιουργία με στόχο την απόλυτη φτώχεια σκέψης και έκφρασης). Απώτερος σκοπός της: λέξεις όπως ελευθερία, δημοκρατία και ισότητα θα έχουν τεθεί εξ αντικειμένου εκτός λεξιλογίου. Αλλά αν ως τότε χρησιμοποιηθούν στον γραπτό και στον προφορικό λόγο είτε παρεισφρήσουν στον ανθρώπινο νου (όπως συμβαίνει στον κεντρικό ήρωα της νουβέλας Γουίνστον Σμιθ) συνιστούν "έγκλημα της σκέψης" που η Thought Police ( Αστυνομία της Σκέψης) τιμωρεί αμείλικτα με βασανιστήρια, ακόμη και με θάνατο.
Στη νέα γλώσσα οροθετείται ένας λεξικός μινιμαλισμός διά του οποίου μόνο οι λέξεις που εξυπηρετούν τους σκοπούς του κόμματος παραμένουν στο λεξικό, το οποίο εμπλουτίζεται όμως με τεχνολογικούς όρους (σερφάρω, σκανάρω) αλλά είναι συνήθως συντετμημένες ώστε να μην κατανοούνται. Ακόμη και τα υπουργεία συντέμνονται, π.χ. το Ministry of War στο "1984" γίνεται Ministry of Peace και συντετμημένο MiniPax. Το υπουργείο Προπαγάνδας γίνεται υπουργείο της Αλήθειας (Mini True). Το υπουργείο Επισιτισμού είναι υπουργείο Αφθονίας (Mini Plenty). Τα κελιά των φυλακών γίνονται "διαμερίσματα" (chambers), ενώ τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας είναι "joycamps", δηλαδή κάτι σαν "στρατόπεδα χαράς". Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν .. που λέει κι ο στίχος.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Όργουελ 1984 και τρομολαγνεία"

Δευτέρα, Ιουλίου 31

Ο Αϊνστάιν, ο Φρόυντ κι ο πόλεμος

"Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστι, πάντων δέ βασιλεύς καί τούς μέν θεούς έδειξε, τούς δέ ανθρώπους, τούς μέν δούλους εποίησε, τούς δέ ελευθέρους".

Ηράκλειτος
----------------------------------------------------------------
Καλοκαίρι του 1932.
Η Κοινωνία των Εθνών ζητά από τον Άλμπερτ Αϊνστάιν να επιλέξει μία προσωπικότητα εφάμιλλη του και να αλληλογραφήσει μαζί της για ένα φλέγον διαχρονικά κοινωνικό ζήτημα. Ο Αλβέρτος επιλέγει τον Σίγκμουντ Φρόυντ. Θέμα της αλληλογραφίας: η εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης και οι τρόποι απομάκρυνσης του πολέμου για τις επόμενες γεννιές.
Ακολουθούν οι μεταφράσεις των δύο επιστολών, που σε ελάχιστα σημεία ενδοσκοπούν στα ιστορικά γεγονότα της εποχής αλλά η γενικότερη φιλοσοφία τους παραμένει μνημειώδης και παραδόξως -νομίζω- χρήσιμη ως τις μέρες μας.
----------------------------------------------------------------

30 Ιουλίου 1932
Πότσδαμ

Αγαπητέ κ.Φρόυντ,

Η πρόταση , η οποία μου έγινε από την Κοινωνία των Εθνών και από το «Διεθνές Ινστιτούτο Πνευματικής Συνεργασίας» των Παρισίων, να επιλέξω κάποιον για μιά ανταλλαγή απόψεων σε ένα θέμα της εκλογής μου, μου προσφέρει την ευκαιρία να συζητήσω μαζί σας ένα ερώτημα, το οποίο, υπό τις σημερινές παγκόσμιες συνθήκες, εμφανίζεται από τα πιό επείγοντα που αντιμετωπίζει ο πολιτισμός.
Το ερώτημα είναι : υπάρχει τρόπος να απαλλαγούν οι άνθρωποι από την μοίρα του πολέμου; Είναι πια γνωστό ότι με την πρόοδο της σύγχρονης επιστήμης, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει γίνει ζήτημα ζωής ή θανάτου για τον πολιτισμό. Εν τούτοις, παρά την καλή μου θέληση, όλες οι προσπάθειες δεν έχουν καταλήξει σε τίποτα το συγκεκριμένο.
Έχοντας απαλλαγεί απο εθνικιστικές προκαταλήψεις, έχω έναν απλό τρόπο αντιμετωπίσης της εξωτερικής όψεως, δηλαδή της οργανωτικής του προβλήματος : τα κράτη να δημιουργήσουν ενα νομοθετικό και δικαστικό όργανο, το οποίο να αναλάβει την εξομάλυνση όλων των διαφορών που αναφύονται μεταξύ τους. Σήμερα, όμως στερούμεθα αυτού του υπερεθνικού οργάνου, το οποίο, θα ήταν σε θέση να εκδίδει αδιαφιλονίκητες αποφάσεις και να επιβάλλει δυναμικά την εκτέλεση των αποφάσεών του.
Φθάνω έτσι στο πρώτο μου αξίωμα : Προκειμένου να εξασφαλισθεί η διεθνής ειρήνη, επιβάλλεται όπως κάθε κράτος παραιτηθεί, μέσα σε λογικά όρια, από μερικά των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Αυτός είναι αναμφισβήτητα ο μόνος δρόμος για να φθάσουμε σε παρόμοια ειρήνη.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΞΙΩΜΑ

Η αποτυχία, παρά τις προσπάθειες που κατεβλήθησαν την τελευταία δεκαετία προς αυτή την κατεύθυνση, μας πείθει ότι επεμβαίνουν ισχυροί ψυχολογικοί παράγοντες, οι οποίοι παραλύουν κάθε προσπάθεια.
Μερικοί από τους εν λόγω παράγοντες είναι προφανείς. Η δίψα της εξουσίας της κρατούσης τάξεως είναι, σε όλα τα κράτη, αντίθετη προς κάθε περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας.
Αυτή η υπέρμετρη επιθυμία πολιτικής εξουσίας συμβαδίζει με τους στόχους εκείνων, οι οποίοι αποβλέπουν μόνο σε οικονομικά πλεονεκτήματα.
Αναφέρομαι, κυρίως, σε αυτή την περιορισμένη, αλλά αποφασιστική ομάδα, η οποία, δραστήρια σε κάθε κράτος και αδιάφορη προς κάθε «κοινωνικό περιορισμό», βλέπει στον πόλεμο, δηλαδή στην κατασκευή και πώληση πυρομαχικών, απλώς και μόνο μιά ευκαιρία προωθήσεως των ατομικών της συμφερόντων. Πώς είναι δυνατόν αυτή η μειονότητα να κατορθώνει να υποδουλώνει στην απληστία της την μάζα του λαού, η οποία το μόνο που περιμένει από ένα πόλεμο είναι να υποφέρει και να χάσει;
Μια λογική απάντηση θα ήταν ότι η μειονότητα, η οποία εκ περιτροπής κατέχει την εξουσία, εξουσιάζει πριν απ’όλα το σχολείο και τον Τύπο και, επί πλέον, τις θρησκευτικές οργανώσεις. Αυτό της επιτρέπει να κατευθύνει και να παραπλανά τα αισθήματα της μάζας, καθιστώντας την όργανο της πολιτικής της.
Ωστόσο, και αυτή η απάντηση δεν δίνει μια ολοκληρωμένη εξήγηση και προκαλεί ένα επόμενο ερώτημα : Πώς είναι δυνατόν η μάζα να αφήνεται να εξάπτεται με τα μέσα που αναφέραμε, φθάνοντας στο πάθος και το ολοκαύτωμά της;

Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ

Στο ερώτημα αυτό υπάρχει μιά δυνατή απάντηση: Γιατί στον άνθρωπο είναι έμφυτη η ευχαρίστηση του μίσους και της καταστροφής.
Υπό ομαλές συνθήκες, το πάθος αυτό παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση και αφυπνίζεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Είναι εύκολο όμως το πάθος αυτό να μεταβληθεί σε ομαδική ψύχωση. Φθάνουμε έτσι στο τελευταίο ερώτημα: Είναι δυνατόν να καθοδηγηθεί η ψυχολογική ανάπτυξη των ανθρώπων σε τρόπο ώστε να καταστεί ικανός να αντισταθεί στην ψύχωση του μίσους και της καταστροφής;
Δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στις λεγόμενες αμόρφωτες μάζες. Η πείρα αποδεικνύει ότι εκείνη που υποκύπτει πρώτη σε αυτές τις ομαδικές καταστρεπτικές υποβολές, είναι η λεγόμενη «διανόηση». Γιατί ο διανοούμενος δεν έχει άμεση επαφή με την σκληρή πραγματικότητα, την οποία ζει μέσα από την πιο εύκολη συνοπτική μορφή της: την τυπωμένη σελίδα.
Καταλήγω: Αναφέρθηκα έως τώρα σε πολέμους μεταξύ κρατών, δηλαδή σε διεθνείς πολέμους. Έχω όμως πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι το επιθετικό ένστικτο ενεργεί και υπό άλλες συνθήκες: αναφέρομαι στους εμφυλίους πολέμους π.χ., τους οφειλόμενους κάποτε σε θρησκευτικό φανατισμό και κάποτε -όπως σήμερα- σε κοινωνικούς παράγοντες ή ακόμη στις φυλετικές καταστάσεις μειονοτήτων.
Ξέρω ότι στα βιβλία σας μπορούμε να βρούμε σαφείς ή έμμεσες απαντήσεις σε όλα τα ερωτηματικά αυτού του προβλήματος. Που είναι και επείγον και απαράγραπτο. Θα ήταν ωστόσο πάρα πολύ χρήσιμο σε όλους μας, αν μας εκθέτατε το πρόβλημα της παγκοσμίου ειρήνης υπό το φως των τελευταίων ανακαλύψεών σας, γιατί αυτό θα μας δείξη τον δρόμο για νέους και αποτελεσματικούς τρόπους δράσεως.

Εγκάρδια δικός σας

ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΙΝΣΤΑΙΝ

Η απάντηση του Φρόυντ έρχεται τάχιστα και είναι άκρως "αναλυτική":

Βιέννη Σεπτέμβριος 1932

Αγαπητέ κ. Αινστάιν

Αρχίζετε με τη σχέση μεταξύ νόμου και δυνάμεως. Μπορώ να αντικαταστήσω τη λέξη «δύναμη» με την πιό σκληρή και ωμή λέξη «βία»; Δίκαιο και βία αποτελούν για μας όρους εκ διαμέτρου αντίθέτους.
Είναι εύκολο να αποδείξουμε ότι το ένα αναπτύχθηκε από το άλλο. Και, αν ανατρέξουμε στην αρχαιότητα για να επαληθεύσουμε ότι αυτό ίσχυε ανέκαθεν, η λύση του προβλήματος δεν θα είναι δύσκολη.
Οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των ανθρώπων λύονται κατ’ αρχήν με τη χρήση βίας. Αυτό συμβαίνει σε όλο το ζωικό βασίλειο, στο οποίο ανήκει και ο άνθρωπος. Στον άνθρωπο, όμως, θα πρέπει, για την αλήθεια, να προσθέσουμε και τις ιδεολογικές συγκρούσεις οι οποίες , προκειμένου να είναι αποφασιστικές απαιτούν μιά άλλη τακτική. Αυτό όμως συνέβη αργότερα, όπως θα δούμε συνέχεια.
Αρχικά, σε μιά μικρή ανθρώπινη ομάδα, η μεγαλύτερη μυική δύναμη αποφάσιζε σε ποιόν θα ανήκε κάτι, ή τίνος η θέληση θα επικρατούσε. Σύντομα όμως η μυική δύναμη αντικατεστάθη από την χρήση οργάνων: νικούσε όποιος είχε το καλύτερο όπλο, ή το χρησιμοποιούσε με περισσότερη επιτηδειότητα.
Με την εμφάνιση των όπλων, η πνευματική υπεροχή αρχίζει και παίρνει τη θέση της κτηνώδους μυικής δυνάμεως, παρ’ όλο ότι ο τελικός σκοπός του αγώνος παραμένει ο ίδιος: το ένα από τα δύο μέρη υποχρεώνεται να παραιτηθή από τις διεκδικήσεις του, ή τις αντιρρήσεις του.
Αυτό επιτυγχάνεται κατά τρόπο ριζικώτερο, όταν η βία εξουδετερώνει οριστικά τον αντίπαλο, δηλαδή τον σκοτώνει. Το σύστημα αυτό έχει δύο πλεονεκτήματα: ότι ο αντίπαλος δεν μπορεί να επαναρχίση τις εχθροπραξίες και ότι η τύχη του αποθαρρήνει τους άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.Καμμιά φορά, όμως, την απόφαση του φόνου ανατρέπει η σκέψη ότι ο εχθρός μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε υπηρετικά καθήκοντα, εάν τρομοκρατηθεί και του χαριστεί η ζωή.Στην περίπτωση αυτή η βία περιορίζεται να τον κάνει υποχείριο της αντί να τον σκοτώσει.Αλλά ο νικητής θα έχει στο εξής να αντιμετωπίζει την μανία της εκδικήσεως του ηττημένου, ο οποίος θα βρίσκεται σέ συνεχή αναμονή.

Το δικαίωμα της αντιθέσεως στη βία

Αυτή, λοιπόν, ήταν αρχικά η κατάσταση: η επικράτηση του ισχυροτέρου, της κτηνώδους βίας, ή της βίας που την στήριζε η ευφυία.Γνωρίζουμε ότι αυτό το καθεστώς μετεβλήθη στην διάρκεια της εξελίξεως, ότι ένας δρόμος οδήγησε από την βία στο δίκαιο, στο νόμο. Ποιός, όμως;Κατά την γνώμη μου, εκείνος ο δρόμος που περνούσε από την διαπίστωση ότι η μεγαλύτερη δύναμη του ενός μπορούσε να αντιμετωπισθή από την ένωση των περισσοτέρων αδυνάτων.Η βία καταπολεμείται από την συνένωση των πολλών και η δύναμη αυτών που συνενώθηκαν εκπροσωπεί τώρα το δικαίωμα της αντιθέσεως στην βία του ενός.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το δίκαιο είναι η δύναμη μιας κοινότητος. Η οποία παραμένει πάντα βίαιη, έτοιμη να εκδηλωθή εναντίον εκεινού που της αντιτίθεται, ενεργεί με τα ίδια μέσα, ακολουθεί τους ίδιους σκοπούς. Στην πραγματικότητα, η μόνη διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν θριαμβεύει πια η βία του ενός αλλά η βία της κοινότητος. Αλλά για να πραγματοποιηθεί αυτό το πέρασμα της βίας στο νέο δίκαιο, πρέπει να εκπληρωθεί μια ψυχολογική προυπόθεση. Η ένωση των πολλών θα πρέπει να είναι μόνιμη, σταθερή. Εάν πραγματοποιηθεί μόνο προς τον σκοπό να καταπολεμηθεί ο προπέτης για να διαλυθεί μετά την ήττα του, δεν επιτυγχάνεται τίποτα. Ο πρώτος που θα θεωρούσε τον εαυτό του ισχυρότερο, θα φιλοδοξούσε εκ νέου να κυριαρχήσει δια της βίας, και το παιχνίδι θα επαναλαμβανόταν χωρίς τέλος. Η κοινότητα οφείλει να παραμένει συνεχώς ενωμένη, να προδιαγράψει τους κανόνες που θα προλαμβάνουν τις ανταρσίες, να διορίσει τα όργανα τα οποία θα αγρυπνούν για την τήρηση των κανόνων, των νόμων, και τα οποία όργανα θα προνοούν για την εκτέλεση των νομίμων πράξεων βίας.
Σε μιά παρόμοια κοινότητα συμφερόντων δημιουργούνται μεταξύ των μελών μιάς ενωμένης ανθρώπινης ομάδος συναισθηματικοί δεσμοί, κοινά αισθήματα στα οποία στηρίζεται η πραγματική της δύναμη.

Σε τι χρησιμεύουν οι νόμοι

Το πράγμα είναι απλό: σε όσο διάστημα η κοινότητα αποτελείται από ορισμένα άτομα εξ ίσου ισχυρά, οι νόμοι αυτής της «ομάδος» καθορίζουν μέχρι ποιού σημείου θα πρέπει να περιορισθεί η ελευθερία του κάθε ατόμου να χρησιμοποιεί την δύναμη του κατά τρόπο βίαιο, ώστε να καταστεί δυνατή μιά ασφαλής κοινή ζωή.
Ένα όμως παρόμοιο ειρηνικό καθεστώς είναι νοητό μόνο θεωρητικά. Γιατί στην πραγματικότητα, οι περιστάσεις περιπλέκονται, για τον λόγο ότι η κοινότητα, ευθύς εξ αρχής, περιλαμβάνει εξ ίσου δυναμικά, άνδρες και γυναίκες, γονείς και παιδιά -και σύντομα, συνεπεία του πολέμου και των καθυποτάξεων- νικητάς και ηττημένους, οι οποίοι μεταβάλλονται σε κυρίους και σκλάβους. Το δικαίωμα της κοινότητος καθίσταται τότε έκφραση της σχέσεως ανίσων δυνάμεων στο εσωτερικό της, οι νόμοι γίνονται από και για εκείνους, που διοικούν, οι οποίοι παραχωρούν ελάχιστα δικαιώματα σε αυτούς που καθυπόταξαν.Από την στιγμή εκείνη υπάρχουν στην κοινότητα δύο πηγές ανησυχίας, αλλά και τελειοποιήσεως του νόμου.
Πρώτον, η προσπάθεια του ενός ή του άλλου ατόμου για να υψωθεί( υπεράνω των περιορισμών που ισχύουν γιά όλους (για την επιστροφή συνεπώς από την βασιλεία του νόμου σε εκείνη της βίας) και δεύτερον την συνεχή προσπάθεια των υπηκόων για την απόσπαση περισσότερης εξουσίας και νομιμοποιήσεως αυτών των μεταβολών, δηλαδή από την ισότητα των νόμων γιά όλους, στην ισότητα των νόμων γιά μερικούς.Αυτή η εξελικτική διαδικασία καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική όταν εκδηλώνονται μετατοπίσεις της εξουσίας στο εσωτερικό της κοινότητος, όπως μπορεί να συμβεί λόγω ιστορικών αιτίων.
Το δίκαιον, ο νόμος, μπορεί να προσαρμοσθεί βαθμιαίως στις καινούργιες σχέσεις της εξουσίας ή -πράγμα που συμβαίνει συχνότερα- η κυρίαρχη τάξη να μη είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτή την μεταβολή, οπότε φθάνουμε στην εξέγερση, στον εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή σε μια προσωρινή κατάλυση του νόμου και σε νέες εκδηλώσεις βίας, μετά τις οποίες εγκαθιδρύεται μιά νέα τάξη δικαίου.Βλέπουμε, λοιπόν, ότι και στούς κόλπους μιας κοινότητας δεν αποφεύγεται η βίαια λύση των οικονομικών συγκρούσεων. Αλλά οι ανάγκες και η ταυτότητα των συμφερόντων, που προκύπτουν από την ζωή, ευνοούν μιά γρήγορη λύση αυτών των αγώνων, ενώ η πιθανότητα ειρηνικής λύσεως αυτών των καταστάσεων αυξάνει συνεχώς.
Μια ματιά στην ιστορία της ανθρωπότητος, θα μας δείξη μιά αδιάκοπη σειρά συγκρούσεων μεταξύ μιας κοινότητος και μιας άλλης ή μεταξύ πολλών, μεταξύ πόλεων, χωρών, φυλών, λαών, κρατών, οι οποίες γίνονται σχεδόν πάντα δια της προσφυγής στην βία του πολέμου.
Οι πόλεμοι αυτοί καταλήγουν ή σε λεηλασίες ή σε απόλυτη υποταγή του ενός από τον άλλον. Οι κατακτητικοί πόλεμοι δεν μπορούν να κριθούν συνολικά. Μερικοί, όπως των Τούρκων και των Μογγόλων, δεν προκάλεσαν παρά μόνο δυστυχία, ενώ άλλοι αντίθετα, συνετέλεσαν στην μετατροπή της βίας σε νόμο, δημιουργώντας μεγαλύτερες μονάδες, μέσα στις οποίες η δυνατότητα προσφυγής στην βία εξουδετερώνετο, ενώ μια νέα νομοθετική τάξη συμβίβαζε τις διαφορές.
Όπως οι κατακτήσεις των Ρωμαίων έδωσαν στις μεσογειακές χώρες το πολύτιμο «Πάξ Ρομάνα».

Ο πόλεμος ως μέσον «αιώνιας ειρήνης»

Η απληστία των Γάλλων βασιλέων να επεκτείνουν τα κτήματά τους δημιούργησε μια Γαλλία ενωμένη και ευημερούσα. Όσο κι αν αυτό μπορεί να φανεί παράδοξο, θα πρέπει ωστόσο να παραδεχθούμε ότι ο πόλεμος δεν θα ήταν ένα ανάρμοστο μέσον για την εγκαθίδρυση της «αιώνιας» ειρήνης, γιατί επιτρέπει την δημιουργία αυτών των μεγάλων μονάδων μέσα στις οποίες μιά ισχυρή κεντρική εξουσία καθιστά αδύνατο τον πόλεμο.Ωστόσο, δεν το κατορθώνει, γιατί οι επιτυχίες της κατακτήσεως κατά κανόνα δεν διαρκούν. Γιά ό,τι αφορά την εποχή μας οδηγούμεθα στο ίδιο συμπέρασμα, στο οποίο καταλάβατε και εσείς από συντομότερο δρόμο.Μια ασφαλής πρόληψη του πολέμου είναι δυνατή μόνο εάν οι άνθρωποι συμφωνήσουν για την σύσταση μιας κεντρικής εξουσίας, στης οποίας την κρίση θα υποβάλλονται όλες οι διαφορές. Στην πρόταση αυτή περιέχονται δύο διαφορετικές ανάγκες: η δημιουργία ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου και να εξασφαλισθεί η απαιτουμένη εξουσία.Η πρώτη χωρίς την δεύτερη δεν θα ωφελούσε σε τίποτα.

Δύο αντίθετες παρορμήσεις

Άς εξετάσουμε τώρα μιά άλλη από τις προτάσεις σας. Απορείτε ότι είναι τόσο εύκολο να παρασυρθούν οι άνθρωποι στον πόλεμο και υποθέτετε ότι μέσα τους υπάρχει πράγματι μια παρόρμηση προς το μίσος και την καταστροφή.Συμφωνώ μαζί σας απόλυτα.Πιστεύουμε πράγματι στην ύπαρξη αυτού του ενστίκτου και τα τελευταία χρόνια προσπαθήσαμε να μελετήσουμε τις εκδηλώσεις του.Θα μου επιτρέψετε να εκθέσω μέρος της θεωρίας των ενστίκτων, στην οποίαν φθάσαμε έπειτα από πολλά λάθη και δισταγμούς. Εικάζουμε ότι οι παρορμήσεις του ανθρώπου είναι δύο ειδών: αυτές που τείνουν να διαιωνίσουν και να ενώσουν και τις οποίες αποκαλούμε ερωτικές και σεξουαλικές, και εκείνες που τείνουν να καταστρέψουν και να σκοτώσουν.Τις τελευταίες αποκαλούμε «επιθετικά ή καταστρεπτικά έστικτα». Και οι δύο αυτές παρορμήσεις είναι εξ ίσου απαραίτητες, γιατί το φαινόμενο της ζωής εξαρτάται από την συμφωνία και την αντίθεσή τους.
Φαίνεται όμως ότι ουδέποτε μιά παρόρμηση του ενός τύπου μπορεί να δράσει μεμονωμένως. Συνδέεται πάντοτε, ή όπως λέμε συμμιγνύεται με ένα ποσοστό της άλλης, το οποίο ποσοστό της μεταβάλλει τους σκοπούς -ή αναλόγως των περιπτώσεων- επιτρέπει έτσι την επίτευξή τους. Έτσι, π. χ., το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως είναι ασφαλώς ερωτικό, χωρίς αυτό να εμποδίζει να προσφεύγει στην επιθετικότητα για να εκπληρώσει τον σκοπό του. Οι ανθρώπινες πράξεις αποκαλύπτουν και μιά επιπλοκή διαφορετικού είδους. Σπανίως η πράξη είναι έργο ενός μόνο παρορμητικού κινήτρου, το οποίο, εξ άλλου, πρέπει να είναι συνδυασμός έρωτα και επιθετικότητος. Κανονικά, πρέπει να συντρέξουν πολλά παρόμοια κίνητρα για να καταστήσουν δυνατή την δράση. Γι’ αυτό, όταν οι άνθρωποι παρακινούνται στον πόλεμο, μεσολαβεί μέσα τους μιά ολόκληρη σειρά από συναίτια κίνητρα, ευγενή και χυδαία. Τα κίνητρα αυτά δεν χρειάζεται να τα απαριθμήσουμε. Σε αυτά περιλαμβάνεται πάντα η ικανοποίηση της επιθέσεως και της καταστροφής. Αναρρίθμητες ωμότητες της ιστορίας και της καθημερινής ζωής επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και την δύναμή τους. Η ανάμιξη αυτών των καταστρεπτικών παρορμήσεων μέ άλλες παρορμήσεις, ερωτικές και ιδεολογικές , διευκόλυνε φυσικά την εκπλήρωσή τους. Ξεκινώντας από το δόγμα των παρορμήσεων, φθάνουμε σε ένα τύπο γιά να προσδιορίσουμε τους έμμεσους δρόμους της καταπολεμήσεως του πολέμου. Εάν η ροπή προς τον πόλεμο είναι προίόν της καταστρεπτικής παρορμήσεως, τότε θα πρέπει να ανατρέξουμε για να την καταπολέμησουμε στην ανταγωνιστική της παρόρμηση: στον έρωτα. Ό,τι προκαλεί συναισθηματικούς δεσμούς στούς ανθρώπους, θα πρέπει να ενεργεί έναντι του πολέμου.
Και τώρα θα ήθελα να συζητήσω ένα πρόβλημα, το οποίο δεν θίγετε στην επιστολή σας, και το οποίον με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Γιατί αγανακτούμε τόσο εναντίον του πολέμου; Γιατί δεν τον βλέπουμε σαν ένα από τους τόσους και αλγεινούς ολέθρους της ζωής;
Ο πόλεμος φαίνεται να ταυτίζεται με την φύση και στην πραγματικότητα να θεωρήται αναπόφευκτος. Μη σας προξενεί φρίκη η ερώτηση. Η απάντηση υπάρχει: γιατί κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ζωή του, γιατί ο πόλεμος καταστρέφει ανθρώπινες ζωές, θέτει τα άτομα υπό ατιμωτικές συνθήκες, τα υποχρεώνει , παρά την θέλησή τους, να σκοτώνουν άλλα άτομα, καταστρέφει πολύτιμες υλικές αξίες, προιόντα της ανθρώπινης εργασίας και πολλά άλλα.
Επί πλέον ο πόλεμος υπό την σημερινή του μορφή, δεν δίνει καμμιά ευκαιρία εκπληρώσεως του παλαιού ηρωικού ιδεώδους, ενώ ο αυριανός πόλεμος λόγω της τελοιοποιήσεως των μέσων καταστροφής, θα σημαίνει την έξόντωση του ενός, ή και των δύο, αντιπάλων. Όλα είναι τόσο αληθινά και αδιαφιλονίκητα, που μας εκπλήττει το γεγονός ότι η προσφυγή στον πόλεμο δεν έχει ακόμη καταργηθεί, βάσει μιας γενικής συμφωνίας της ανθρωπότητος.
Από αμνημονεύτων χρόνων, η ανθρωπότητα υποβάλλεται στην διαδικασία του εκπολιτισμού. Σε αυτό οφείλονται όλα τα δεινά μας. Τα αίτια είναι σκοτεινά, η έκβαση αβέβαιη. Ίσως οδηγεί στην εξαφάνιση του ανθρωπίνου είδους, αφ’ ενός γιατί τρέφει τόσες προκαταλήψεις απέναντι στην σεξουαλική λειτουργία, και αφ’ ετέρου γιατί σήμερα πολλαπλασιάζονται δυσανάλογα οι αμόρφωτες μάζες και τα καθυστερημένα στρώματα του πληθυσμού, εν σχέσει με τους μορφωμένους καί προοδευμένους. Ίσως αυτή η διαδικασία να μπορεί να συγκριθεί με την εξημέρωση ορισμένων ζώων, η οποία αναμφίβολα, επιφέρει φυσικές αλλοιώσεις. Δεν έχουμε ακόμη συνηθίσει στην ιδέα ότι η εξέλιξη του πολιτισμού είναι μια παρόμοια οργανική διαδικασία.

Πότε θα γίνουμε όλοι ειρηνόφιλοι ;

Από τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού, δύο φαίνονται τα πιο ασήμαντα : η ενίσχυση της νοήσεως, η οποία αρχίζει να κυριαρχεί των παρορμήσεων και η ενδοστρέφεια της επιθετικότητος, με όλα τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους που επακολουθούν.
Όμως ο πόλεμος έρχεται σε πλήρη αντίφαση προς τον ψυχικό μας κόσμο, όπως τον διαμόρφωσε ο πολιτισμός. Δεν τον ανεχόμαστε πια. Δεν πρόκειται μόνο για μια πνευματική διαπίστωση. Για μας τους ειρηνόφιλους ο πόλεμος είναι αφόρητος εξ ιδιοσυγκρασίας.
Πόσο πρέπει να περιμένουμε ώστε και οι άλλοι να γίνουν ειρηνόφιλοι; Δεν μπορούμε, ή δεν ξέρουμε. Ίσως όμως να μην αποτελεί μια ουτοπιστική ελπίδα ότι η επιρροή δύο παραγόντων -ή όλο και πιό πολιτισμένη μας στάση και ο δικαιολογημένος φόβος των συνεπειών ενός ολοκληρωτικού πολέμου- θα τερματίσει τον πόλεμο στο προσεχές μέλλον.
Με ποιό τρόπο; Δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε.
Στο μεταξύ, όμως, μπορούμε να πούμε : Όλα όσα συντελούν στην εκπολιτιστική ανάπτυξη, εργάζονται εναντίον του πολέμου.
Σας χαιρετώ εγκάρδια. Και σας ζητώ συγνώμη που οι παρατηρήσεις μου σας απεγοήτευσαν.

Δικός σας

ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΥΝΤ

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ο Αϊνστάιν, ο Φρόυντ κι ο πόλεμος"