Tabs: Blog | About Me |

Σάββατο, Δεκεμβρίου 9

Αχ Αννούλα του χιονιά ...

Αναρωτιόμουν πάντα γιατί τα τραγούδια με τις Άννες είναι μελαγχολικά. Ακόμη κι εκείνο το πασίγνωστο και αγαπησιάρικο με την Αννούλα του χιονιά, σπεύδει να δηλώσει ευθαρσώς μία .. απουσία. Ένα "δεν θα είμαι πια μαζί σου". Λες κι όλες οι Άννες οφείλουν να είναι εξ αρχής συμβιβασμένες με την απώλεια. Άσε το "αχ" ως ξεκίνημα. Δηλωτικό μίας μαυρίλας από μόνο του....
Ως παιδίσκη αναζητούσα ένα εύθυμο ασμάτιον περί ... Άννας. Κι έπεφτα διαρκώς πάνω στον μουσάτο αδερφό της Ελπίδας,  τον καλλίφωνο κ. Καράλη, που επέμενε πως δεν είναι η βροχή που .. μου χαράκωσε το βλέμμα. Και δεν τολμούσα και να του το αρνηθώ του άτιμου, καθώς προδίκαζε ότι θα του λεγα ψέματα.Αργότερα, με αποθάρρυνε ακόμη και ο Βαλκάνιος Μπρέγκοβιτς που συνέπραξε μετά του εγχωρίου Νταράλα για να μου ψιθυρίσουν "don't give up, Anna".  Λες και είχα τέτοια πρόθεση.
Βαστάω γερά ωρέ παλικάρια  -ήθελα να τους φωνάξω- αλλά είναι ... άδικο!!! Μαρίες, Ελένες, Καιτούλες και Ρίτες χαμογελάνε με στίχους ανάλαφρους ενώ οι τραγουδοποιοί έβγαλαν όλη τη μελαγχολία της ψυχής τους στις Άννες.
Σαν μυστική συνωμοσία και απωθημένο. Και μάλιστα σε ένα όνομα τόσο απλό και καρκινικό που δεν θα πρεπε καν να τους τρομάζει.

Το "έσωσε" κάπως προς το τέλος εκείνος ο τυπάκος (που δεν θυμάμαι καν το όνομά του) αλλά τσίριζε σε μία Άννα ότι δεν ήτανε αυτός για αεροπλάνα. Εύθυμος μεν, αλλά στα τάρταρα την έριξε κι αυτός με τον τρόπο του.

Kαι μετά από αυτά άντε να προσφύγεις στις ξενόγλωσσες εκδοχές μπας και βρεις τίποτα πιο .. ελπιδοφόρο. Ας είναι. Καλά κάνουν μάλλον οι στιχουργοί γιατί να ξέρετε οι Άννες (και δει οι Μαριάννες) είναι "μυστήρια τρένα". 

Η Άννα της ... γειτονιάς σας που εορτάζει,
που χαίρεται να τη χαίρεστε,
και που ευχαριστεί και ανταποδίδει ...
Α και ... κερνάει τραγουδάκια αν πατήσετε τους στίχους.
Και μεταξύ μας, μέρα που είναι, δύσκολο το βλέπω να σοβαρευτεί 

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Αχ Αννούλα του χιονιά ..."

Πέμπτη, Ιουνίου 8

Σε χρόνο κυκλικό και μπερδεμένο!


 Ένα ρολόι άχρηστο στο κέντρο. Να μετρά παρουσίες κι απουσίες.

Τραπέζι πρώτο: Ο Όμηρος με σκονισμένα σανδάλια.
Να ξαποσταίνει ανάμεσα σε μία Ιλιάδα και μία Οδύσσεια.
Μη δραπετεύσουν οι στιγμές και ξεστρατίσουν οι μνήμες.

Διπλανό τραπέζι: Ο Πλάτωνας. Σκυμένος στους έρωτες του μυαλού.
Εξαγνιστικές ιεροτελεστίες! Σώματα αμέτοχα που δεν ξοδεύτηκαν.
Χωρίς ουλές και σημάδια αναγνώρισης.

Παρακάτω παρέα τριών: Ικτίνος, Καλλικράτης, Φειδίας. Στη μέση το σχέδιο:
Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα.
Το χρυσάφι του να μετρά την ανθρώπινη κακία.
Τελικό ζύγισμα: 44 τάλαντα ακριβώς. Αθώος ο Φειδίας!

Κατα 'κει ο Ιούδας. Άλλο νόμισμα. Παρεξηγημένο. Άγγελος ή διάβολος;
Άνθρωπος! Να προδώσει και να προδοθεί. Τι άστοργη μοίρα!

Η Εύα πλάι του. Συμβιβασμένη με την τιμωρία.
Σκυφτή απ' το βάρος στ' ανάθεμα των αιώνων. Αλλά ήρεμη.
Το χρέος της το 'καμε. Δεν δίστασε να δοκιμάσει την κερκόπορτα.

Η Μαγδαληνή σιμά της. Η αντιστρόφως επιστρέφουσα.
Από την ίδια κερκόπορτα. Της γης οι κολασμένοι που επανακάμπτουν.
Με το ίδιο αέναο τίμημα. Αμαρτίες και μετάνοιες. Ή και ανάποδα.

Η Παρθένος ανάμεσα. Να ενσαρκώνει την "ωραιότητα της παρθενίας".
Η πιο προσιτή κι η πιο ξένη. Ανέφικτα αμόλυντη. Εφεκτικά φιλεύσπλαχνη.

Ανθέμιος και Ισίδωρος παράμερα. Να σχεδιάζουν μυστικά περάσματα.
Πύλες επτασφράγιστες σε μία Σοφία που άγιασε από ερημιές και εγκαταλείψεις.

Ο Φράτε Λεόνε κι ο Άγιος της Ασίζης στη γωνιά. Σκόνες χρόνων καθισμένες πάνω τους. Αναζητούν ακόμη τον Θεό, καταπονώντας σάρκες και επιθυμίες.
Τόσα ξωκκλήσια στύλωσαν και πάλι αφορισμένοι.

Ο Αϊνστάιν και ο Φρόυντ. Απορροφημένοι στην εξερεύνηση. Σχετικότης και ασχετοσύνη. Πάντων μέτρον άνθρωπος. Ατομικές βόμβες παντού. Μέσα μας και γύρω μας.

Ο Τσαρούχης να σκιτσάρει αμέριμνος στο διπλανό τραπέζι.
Η Μελίνα να προβάρει την Φαίδρα.
Ο Βαγγέλης απορροφημένος στην επόμενη Μυθωδία του.

Κι εσύ στον πάγκο. Ο μέλλων άνθρωπος. Κι όλοι να στροβιλίζονται μέσα σου.
Άλλοτε ερχόμενοι, κι άλλοτε αναχωρητές. Σε χρόνο κυκλικό και μπερδεμένο.

Ένα ρολόι άχρηστο στο κέντρο. Να μετρά παρουσίες και απουσίες.
Σε πόσα "εκεί" δεν ήσουν, αλλά .. ήσουν.
Και τα "εκεί" τους , πώς σήμαναν "εδώ" σου;
Mεσάνυχτα ακριβώς! Να αγνοείς ποιός φεύγει και ποιός έρχεται!

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Σε χρόνο κυκλικό και μπερδεμένο!"

Σάββατο, Απριλίου 29

"Κι αυτό θα περάσει"


"Κατάγομαι από μία γη αλλιώτικη" μου 'λεγε και συνέχιζε ακάθεκτη να ξεσκονίζει και να τακτοποιεί. Ανύπαρκτες σκόνες κατά την γνώμη μου. Όλα γύρω έλαμπαν. Περιπλάνησα το βλέμμα άλλη μία φορά στο χώρο της. Όλα ίδια και απαράλλαχτα χρόνια τώρα. Ένα παλιό σερβάν με βαρύ σκάλισμα. Και πάνω του φωτογραφίες με ασημένιες κορνίζες. Τραπεζαρία από ξύλο σκούρο με πόδια περίτεχνα. Στο κέντρο του τραπεζιού ένα βάζο γεμάτο τριαντάφυλλα. Καρέκλες με βελούδινα μαξιλάρια. Βυσσινί. Ίδιο χρώμα με τις κουρτίνες. Και στην άκρη της κάμαρας ένα μπαούλο. Πάνω του ακριβώς μία κιτρινισμένη φωτογραφία. Εκείνη καθιστή με μακρύ λευκό φόρεμα και εκείνος όρθιος πίσω της. Όμορφοι και οι δύο. Νέοι, αισιόδοξοι, χαμογελαστοί.
Σταμάτησε να μετακινεί αντικείμενα και με κοίταξε. "Ήταν όμορφος άντρας ο Βαγγέλης μου. Και με πρόσεχε. "Καλοπαντρεμένη" με φώναζαν στη γειτονιά. Περπατούσε πλάι μου και έβλεπες την έγνοια στα μάτια του". Σταμάτησε. Αναστέναξε. "Αλλά κι εγώ ήμουν όμορφη. Δες τα μάτια μου. Το χαμόγελό μου. Τον αγαπούσα τον Βαγγέλη. Λαμποκοπούσα δίπλα του".
Πρώτη φορά την άκουγα να μιλά για τα παλιά. Μπαινόβγαινα στην κάμαρά της από παιδάκι. Κοντοστεκόμουν πάντα στην πόρτα και ρουφούσα το άρωμα της καθαριότητας. Λεβάντα και απορρυπαντικό. Ένα μείγμα παράξενο που θαρρώ δεν θυμάμαι παρά μόνο στο σπίτι της. Μετά βουτούσα άνετα το χέρι στο βάζο με τις καραμέλλες και καθόμουν πλάι της μπουκωμένη να την κοιτάζω να πλέκει και να τραγουδάει. Είχε φωνή αταίριαστη με το παρουσιαστικό της. Ψηλή, νταρντάνα, αρχοντογυναίκα η ίδια κι η φωνή της λεπτή, βελούδινη, κοριτσίστικη, μαγευτική. Μόλις έπαιρνε να σουρουπώνει περνούσαμε στο διπλανό δωμάτιο. Την έβλεπα να ανάβει το καντήλι στα εικονίσματα. Και μετά έβαζε το ραδιόφωνο να μουρμουρίζει χαμηλά. Έπαιρνε ένα βιβλίο και άρχιζε να μου διαβάζει μεγαλόφωνα. Ακόμη κι όταν μεγάλωσα κάθε φορά που την επισκεπτόμουν έκανε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Άνοιγε το βάζο να μου προσφέρει καραμέλλες, έπιανε το πλεκτό, τραγουδούσε, άναβε το καντήλι και μετά διάλεγε ένα βιβλίο και άρχιζε την ανάγνωση. Αναρωτιόμουν αν όλα γίνονταν για μένα ή θα γίνονταν και χωρίς εμένα.
Κόντευε τα ογδόντα πια. Της έριχνα πλάγιες ματιές και σκεφτόμουν πως λιγόστεψαν τα μαλλιά της. Παιδί τα θαύμαζα όταν δύο στιγμές πριν το διάβασμα χανόταν στο μικροσκοπικό μπάνιο για να φορέσει την μακρυά νυχτικιά της. Βαμβακερή ή μάλλινη. Ανάλογα τον καιρό. Και μετά έβγαζε μπροστά μου τις φουρκέτες και η πλούσια κόμη αφηνόταν λεύτερη. Στεκόταν μπροστά σε ένα καθρέφτη που έγραφε το εξής περίεργο "ΚΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ". Έπαιρνε την βούρτσα και τα χτένιζε με μανία. Κάποτε κατάλαβα ότι χτένιζε και μετρούσε.
- Τι μετράς κυρά Στέλλα? τη ρώτησα
- Εκατό φορές, είπε. Τα χτενίζω εκατό φορές. Έτσι πρέπει.
Της άρεσε το "έτσι πρέπει". Τις δύσκολες απαντήσεις της έκλεινε πάντα μ' αυτό. Και μετά δεν σήκωνε κουβέντα.
Αυτό με τις εκατό φορές πάντως για κάποιο λόγο μου 'χε καρφωθεί στο μυαλό. Κάθε φορά που κρατούσα χτένα και κοιταζόμουν στον καθρέφτη, το θυμόμουν.
Μια άλλη φορά την ρώτησα για τον καθρέφτη. Οβάλ, μικρός, με ένα ξύλινο πλαίσιο και πάνω του χαραγμένη αυτή η φράση.
- Ποιός το γραψε αυτό? ρώτησα
- Εγώ, απάντησε.
- Και γιατί το 'γραψες κυρά Στέλλα? επέμεινα.
- Για να το θυμάμαι, μου είπε. Όλα περνούν. Να το θυμάσαι κι εσύ.
Έλεγε φράσεις κοφτές. Και μετά με κοίταζε με ένα βλέμμα παράξενο. Σαν να μου 'λεγε "τσιμουδιά". Και πράγματι σώπαινα. Δεν ξαναρωτούσα. Κι όταν καταλάβαινε ότι σκεφτόμουν την τελευταία της κουβέντα χαμογελούσε.
Σήμερα έβλεπα την κακία του χρόνου. Τα μαλλιά της κάτασπρα πια και λιγοστά. Σε αυστηρό κότσο πάντα. Με φουρκέτες πάντα. Ίσως να τα βούρτσιζε ακόμη κάθε βράδυ εκατό φορές. Το σώμα της καμπούριαζε. Τα μάτια της είχαν βαθουλώσει στις κόγχες. Κάποιες στιγμές θαρρούσα πως βούρκωναν. Ένα μαντηλάκι εμφανιζόταν από την μανσέτα του πουκαμίσου της διακριτικά και τα σφούγγιζε. Και μετά ξαναχανόταν εκεί. Λιγομίλητη όπως πάντα.
- Να σου φτιάξω καφεδάκι, επέμενε όταν με καλωσόρισε. Δεν της χάλασα χατήρι. Την ακολούθησα στην κουζίνα. Η ίδια μυρωδιά όπως παλιά. Την είδα να ξεκρεμάει το μπακιρένιο μπρίκι και να ανάβει το πετρογκάζ. Να τακτοποιεί το φλυτζανάκι και το ποτήρι στο δίσκο. Ασημένιος κι απάνω λευκή χειροποιήτη δαντέλα. Ο καφές μου έκανε τις απαραίτητες φουσκάλες και το καϊμάκι και τον πήγαμε στην τραπεζαρία. Άναψα τσιγάρο όταν την ειδα να κουβαλάει πάλι το βάζο με τις καραμέλλες, να το ανοίγει και να το αφήνει πλάι μου. Μετά βάλθηκε να ξεσκονίζει. Και ακόμη πιο μετά είπε εκείνη την παράξενη κουβέντα: "κατάγομαι από μία γη αλλιώτικη". Πράγματι, η Πόλη είναι μία γη αλλιώτικη. Η γη των νοικοκυραίων. Στο μυαλό μου -εξ' αιτίας της- Πόλη σήμαινε πάντα γη των φρεσκοασβεστωμένων σπιτιών, των ανθισμένων αυλών, του Ιμάμ μπαϊλντί και του φρεσκοαλεσμένου καφέ. Επέμενε πάντα σ' αυτό το τελευταίο. Μία φορά της πήρα επίτηδες ένα σακκουλάκι καφέ του εμπορίου. Άστραψε!
- Καφέ θα παίρνεις μόνο φρεσκοαλεσμένο από τον Αρμένη, μου 'λεγε. Και θα παίρνεις λίγο. Να μην ξεθυμαίνει το άρωμα.
Πράγματι, ο καφές της είχε πάντα ένα μεθυστικο άρωμα και μία γεύση πιο αυθεντική. Κοίταξα αφηρημένα την εξώπορτα. Θυμήθηκα την ιστορία με το πρώτο δόντι που έπρεπε να χάσω. Καθόμουν εκεί στο σκαλοπάτι της και το κουνούσα με το δάκτυλο.
Με χάζευε ώρα ώσπου ρώτησε:
- Τι συμβαίνει?
- Το δόντι μου κουνιέται.
- Α πρέπει να το δέσουμε στην πόρτα, είπε γελώντας. Σηκώθηκε και έκοψε λίγο σπάγκο από το κουβάρι που 'πλεκε. Τρόμαξα.
- Τι θα κάνεις εκεί?
- Εσύ θα το κάνεις, μου 'πε. Θα δέσεις την μία άκρη του σπάγκου στην πόρτα, την άλλη στο δόντι σου και μετά θα κλείσεις την πόρτα απότομα. Είναι ένα παιχνίδι με τα δόντια που παίζουν όλα τα παιδιά.
Με έπεισε. Έδεσα τον σπάγκο στην πετούγια της πόρτας και μετά κοντοστάθηκα.
- Θα πονέσω? τη ρώτησα.
- Στάσου να δω το δόντι και θα σου πω, μου είπε.
Άνοιξα το στόμα και το ακούμπησα με το χέρι μου. Η ταλάντωση του ήταν μεγάλη. Ταυτόχρονα τη μύτη μου χτύπησε μία μυρωδιά από ούζο. Αλλά ο νους μου ήταν αλλού. Κρατούσα σφικτά την άκρη του σπάγκου, νιώθοντας ασφαλής καθώς ήταν ακόμη μακριά από το δόντι μου.
- Ποιό καλέ? Αυτό το δόντι? είπε κι αμέσως ένιωσα την γεύση του αίματος στο στόμα. Πόνος μηδέν. Κι ο σπάγκος που με ξεγέλασε, έμεινε ένα παιχνίδι αχρησιμοποιήτο αλλά χρήσιμο. Δεμένος μάταια σε εκείνη την εξώπορτα. Πριν φύγω τύλιξε το δόντι σε ένα μαντήλι και μου το 'βαλε στο χέρι.
- Να το δώσεις στη μάνα σου, είπε.

Και να 'μαστε τώρα. Τρεις δεκαετίες μετά. Καθισμένες πάλι στον ίδιο χωρο να κοιτάμε κι οι δυό την εξώπορτα.
- Θυμάσαι το δόντι μου και τον σπάγκο? της είπα αυθόρμητα.
- Έσφιξες το νήμα στο χέρι σου, είπε και γέλασε. Μ' εμπιστεύτηκες όμως. Κι άλλες φορές με εμπιστεύτηκες. Θυμάσαι το σκισμένο γιακά της σχολικής ποδιάς σου? Την λευκή δαντέλα που του 'πλεξα σε μία νύχτα ολόγυρα? Θυμάσαι μία χαρτοπλεκτική που καταστρέψαμε μαζί αντί να φτιάξουμε το σωστό σχήμα και μετά κολλούσαμε τα σκισμένα κομμάτια της? Και μία ξυλοτεχνία που κόψαμε όλες τις σέγες και την άκρη του τραπεζιού μαζί?
Το 'πε και συγχρόνως σήκωσε το τραπεζόμαντηλο να μου δείξει το σημάδι. Παράξενο! Αυτά δεν τα θυμόμουν. Το μαντηλάκι της ξεπρόβαλε πάλι δειλά από τον καρπό.
- Θυμάσαι τι αγαπούσες πιο πολύ εδώ μέσα? με ρώτησε απρόσμενα και με κοίταξε κατάματα.
- Εσένα, είπα γελώντας και ξόρκισα την ένταση της στιγμής. Γέλασε κι εκείνη.
- Εκτός από μένα? επέμεινε
- Τον καθρέφτη σου, είπα αυθόρμητα. Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε κι οι δύο από την μισάνοιχτη πόρτα. Επιβλητικός, κομψός και με εκείνο τ' όμορφο επίγραμμα.
- Θέλω να τον πάρεις, μου 'πε έξαφνα.
- Για ποιό λόγο? Εδώ θα μείνει και θα τον βλέπω κάθε φορά που θα 'ρχομαι να βλέπω κι εσένα.
- Γι' αυτό ακριβώς θέλω να τον πάρεις. Δεν θα υπάρξει άλλη φορά.
Προσπάθησα να παρηγορήσω τον φόβο της φυγής, τα γεράματα, την μοναξιά και την αρρώστια. Αμετάπειστη.
- Στο 'πα και πριν. Κατάγομαι από μία γη αλλιώτικη. Ζυμώθηκα με το λάδι μου και ξέρω πότε λιγιαίνει.
Την αποπήρα. Το 'ριξα στα καλαμπούρια. Το προσπέρασε κι εκείνη. Μα σαν αποφάσισα να τερματίσω την ... αρμένικη επίσκεψή μου έτρεξε και ξεκρέμασε τον καθρέφτη και τον τύλιξε σε ένα άσπρο πανί. Μου τον έβαλε στα χέρια κι είπε μόνο:
- Να το πιστεύεις. Η πιο μεγάλη αλήθεια που 'μαθα είναι αυτή. "Κι αυτό θα περάσει". Έτσι τα πέρασα όλα. Τον πόλεμο. Την χηρεία. Την φτώχεια. την πείνα. Τον ξεριζωμό. Την μοναξιά. Μ' ακούς; Να το κοιτάς κάθε πρωί και να σκέφτεσαι πως όλα είναι περαστικά. Κι εμείς μαζί. Περαστικοί.
Ο καθρέφτης πάνε δύο μήνες που βρίσκεται μαζί μου. Κοιτάζω την επιγραφή του και χαμογελώ συχνά. Η απίστευτη δύναμη της αισιοδοξίας. Ή μήπως της ματαιότητας?
Σήμερα το τηλεφώνημα μου ΄φερε τα άσχημα νέα της. Έφυγε.
- Ήταν τόσο ήρεμη τις τελευταίες ώρες, έλεγε η μάνα μου στο τηλέφωνο. Μας έδινε οδηγίες που θα βρούμε το καθετί. Σαν να τα είχε σκηνοθετήσει όλα.
- Κάτι άλλο είπε? ρώτησα
- Ναι, πριν φύγει έπιασε το χέρι το δικό μου και της Νίκης και μας είπε "Μην κάνετε έτσι. Κι αυτό θα περάσει".

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Κι αυτό θα περάσει""

Σάββατο, Φεβρουαρίου 18

"Σ' όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου"

Θυμώνω σπάνια πια. Ή τουλάχιστον προσπαθώ φιλότιμα να το μετριάσω. Ίσως γιατί ανακαλώ νοερά τις ολέθριες συνέπειες του τελευταίου μου μεγάλου θυμού.

----------------------------------------------------------------

Ήταν μία από κείνες τις βρεγμένες χειμωνιάτικες μέρες. Το νερό είχε περάσει πάνω μου και μέσα μου. Ένοιωθα την υγρασία στις γόβες μου, που πλατσούρισαν στις μισές λακούβες της πόλης. Στα μαλλιά μου, που φλέρταραν με το "λουζεται η αγάπη μου στον Γουαδαλκιβίρ". Στα ρούχα μου, που δεν πρόλαβαν να κρυφτούν στην κιβωτό του Νώε. Ακόμη και στο μυαλό μου, που μύριζε μούχλα και εκνευρισμό. Έτρεχα πανικόβλητη να χωθώ στο σταθμό του τρένου.
Παρασκευή μεσημέρι. "Σκέψου, έλεγα μέσα μου. Θα πάρεις το τρένο. Λίγη ταλαιπωρία ακόμη και σε λίγο θα είσαι σπίτι. Στα ζεστά σου. Άσε τον χειμώνα να λυσσάει. Έχεις ένα Σαββατοκύριακο μπροστά σου να καλοπιάσεις τον εαυτό σου. Βάλτου μουσικές, βιβλία, καλοριφέρ στο φουλ, κοίμησέ τον, άστον να τεμπελιάσει, φτιάχτου κι εκείνο το έρμο το παστίτσιο που τόσο πεθύμησες. Ωπ .. κιμά έχουμε;".
Κι εκεί ακριβώς .. ενώ αυτός ο εσωτερικός μονόλογος είχε κάνει στάση στην νοερή αναζήτηση του κιμά, ένιωσα ένα δυνατό σκούντημα. Τρέκλισα για λίγο και κόντεψα να χάσω την ισορροπία μου, ώσπου βρήκα ένα μπράτσο να κρατηθώ. Κοίταξα τον κάτοχό του και μου φάνηκε ... χαμένος εντελώς. Πλάι του δύο πιτσιρίκια σε κατάσταση παροξυσμού. Έτρεχαν, φώναζαν και πείραζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Εξ' ου και το δικό μου σκούντημα. Του μουρμούρισα ένα "ευχαριστώ", με ξανακοίταξε σαν να ταξίδευε μίλια μακριά και του άφησα αμέσως το μπράτσο, μ' εκείνη την αδιόρατη ενοχή που έχουμε όταν στηριχτούμε τυχαία σ' έναν άγνωστο.

Δρασκέλιζα λίγα λεπτά αργότερα το κατώφλι του βαγονιού κι άκουγα τους αλαλαγμούς των μικρών "δαιμόνων" πίσω μου ακριβώς. Μπήκαμε σαρδελιαστά όλοι στον συρμό: ο μυστήριος με το "σωτήριο" μπράτσο του, εγώ που είχα σκαλώσει στον κιμά για το παστίτσιο και τα δύο φρενιασμένα πιτσιρίκια. Το ένα μάλιστα επίλεξε για σημείο στήριξης την άκρη από το μπουφάν μου. Το τρένο άρχισε να κινείται και ο μικρός κρεμούσε όλο του το βάρος πάνω μου. Ένοιωθα το μπουφάν να υποχωρεί λοξά σαν να διαμαρτύρεται για την ταλαιπωρία του. Οι βρεμένες γόβες μου με εμπόδιζαν ήδη να ισορροπήσω το δικό μου βάρος. Γύρισα και κοίταξα τον ακάθεκτο πιτσιρίκο έντονα. Κι εκείνος .. σε μία στιγμή απροσδόκητη μου 'βγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά κι έβαλε τα γέλια. Ε αυτό ήταν. Ο θυμός μου είχε αρχίσει να κοχλάζει. Του τράβηξα απότομα το χέρι και το απίθωσα στο πλαϊνό χερούλι. Και πάνω που σκεφτόμουν "ουφ ξεμπέρδεψα" τον είδα να μαγκώνει ξανά ... αργά και τελετουργικά την άκρη του μπουφάν μου. Έτσι όπως μόνο ένα παιδί μπορεί να το κάνει.
Φούντωσα. Πάσχιζα σιωπηλά να συγκρατήσω την οργή μου. "Έλα, παιδί είναι και παίζει, έλεγα στον εαυτό μου. Πως κάνεις έτσι; Μίλα του όμορφα και θα καταλάβει". Η σκέψη έκανε την καλοσυνάτη μου πλευρά να αναθαρρήσει. Δοκίμασα. Χαμογέλασα βεβιασμένα και ετοιμάστηκα να του ζητήσω ευγενικά να αφήσει το μπουφάν μου στην ησυχία του. Αλλά δεν πρόλαβα. Κάτι με τρύπησε απότομα στην πλάτη. Γύρισα ξαφνιασμένη αφήνοντας μία κραυγή και αντίκρυσα τον .. έτερο Καππαδόκη με ένα ξίφος στο χέρι, που η λόγχη του κάρφωνε την βρεγμένη μου πλάτη.
Πριν "σαλτάρω" εντελώς, άνοιξαν οι πόρτες για αποβίβαση στην Ομόνοια. Το τρένο άδειασε και σε κείνη την μία στιγμή, που έχει κάποιος περιθώριο να καθίσει, βρήκα μία θέση κι έκανα τη χάρη στον εαυτό μου να το βουλώσει πάλι. Ο μυστήριος τακτοποιήθηκε όπως παρατήρησα δίπλα μου και ένα δευτερόλεπτο πριν εισβάλει το νέο μπουλούκι από την αντικρινή πλευρά, τα δύο τερατίδια θρονιάστηκαν απέναντί μου. "Μαύρη μου μοίρα", σκέφτηκα ενώ ακουμπούσα το χέρι στο περβάζι και τραβιόμουν ενστικτωδώς όσο μπορούσα μακρυά τους.

Φτάσαμε σιωπηλά και ήρεμα στη Βικτώρια. Παρέμενα ωστόσο, με νεύρα τεντωμένα λες και ψυχανεμιζόμουν νέα επίθεση του .. εχθρού. Και πράγματι. Μπαίναμε στον σταθμό της  Αττικής όταν το ξίφος άρχισε να στριφογυρίζει πάλι ανήσυχα στον αέρα. Στο ύψος των ματιών μου ακριβώς. Προσπάθησα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο την καταιγίδα και να αγνοήσω όσο μπορούσα τον μικρό Ζορρό. Το νευροφυτικό μου σύστημα όμως, έπαιζε ...ταμπούρλο.
Σκεφτόμουν αυτόματα όλες τις υστερικές μητέρες που κορόιδεψα στη ζωή μου και φαντασιωνόμουν ότι τα επόμενα λεπτά σηκωνόμουν αγέρωχη και προσγείωνα στα ήδη ξαναμμένα μάγουλά του δύο δυνατά χαστούκια. Ώσπου, μία αστραπή έσκισε το τοπίο μου έξω από το παράθυρο και η φωνή του ενός "τυράννου" ακούστηκε να λέει κάτι ...ασύλληπτο: ένα "μπαμπά, πότε φτάνουμε;" το οποίο απευθυνόταν στον τύπο που καθόταν πλάι μου ακριβώς. Στον μυστήριο με το μπράτσο που γράπωσα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καν συνδυάσει την παρουσία του με τα παιδιά. Αλλά η "αποκάλυψη" ήταν καταλύτης για όλη την σωρευμένη οργή, που πάλευα να μαντρώσω τόση ώρα. Γύρισα αίφνης και χωρίς δεύτερη σκέψη, θολωμένη εντελώς, του είπα κατάμουτρα τη γνώμη μου για την αγωγή που έδωσε στα βλαστάρια του. Και σύντομα βρέθηκε να σιγοντάρει στον εξάψαλμο το μισό βαγόνι.
Τα παιδιά -λες κι ένιωσαν το κρεσέντο- σηκώθηκαν αλαφιασμένα κι άρχισαν να κάνουν περισσότερη φασαρία. Η φωνή μου ανέβαζε ντεσιμπέλ και επέστρεφε σπασμένη στ' αυτιά μου. Σαν να μη χόρταινα να του φωνάζω. Σαν να με εξαγρίωνε περισσότερο η σιωπή του. Κοίταζε επίμονα το πάτωμα μπροστά μας, λες και κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον συντελούνταν εκεί. Με διέκοψε η φωνή μίας ηλικιωμένης που καθόταν απέναντι:
- Τι φταίει κι αυτός; Ας όψεται η μάνα τους.
Έπιασα τον συλλογισμό αλλά δεν πρόλαβα να συνεχίσω, καθώς για πρώτη φορά τον άκουσα να ψελλίζει κάτι. Και τον άκουσα ακριβώς επειδή καθόταν δίπλα μου. Γύρισε .. με κοίταξε και μου είπε σιγανά: "Τα πήγαινα στο νοσοκομείο να τη δουν. Αλλά σήμερα δεν την πρόλαβα. Δεν τους το πα ακόμη. Δεν ξέρω καν πως να τους το πω".
Τον κοίταξα σαστισμένη. Λες και οι λέξεις του αδυνατούσαν να φτάσουν στο δικό μου κέντρο αντίληψης. Εμβρόντητη και με το ύφος του ανθρώπου, που κάποιος του τραβάει απότομα την κουρτίνα και δυσκολεύεται να καταλάβει το νόημα όσων κρύβονταν πίσω της. Και ξαφνικά έγειρε πάνω μου και άρχισε να κλαίει. 
Έμεινα καρφωμένη στη θέση μου, προσπαθώντας να συλλάβω τα λεχθέντα. Τα παιδιά συνέχιζαν να σκούζουν και να αναστατώνουν τον κόσμο. Εκείνος έκλαψε για λίγο και μετά μουρμούρισε μία συγνώμη και εγκατέλειψε τον ώμο μου, μ' εκείνη την αδιόρατη ενοχή που έχουμε όταν στηριχτούμε τυχαία σ' έναν άγνωστο. Έψαχνα κάτι να του πω .. αλλά δεν ήξερα τι. Μία ντροπή ήμουν ολόκληρη.
Βαθιά χωμένη στο .. κατ' επίφαση.
Αιώνια γελασμένη στο ... φαίνεστε.
Νυν και αεί προδομένη από το ... είστε
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το κείμενο είναι κερασμένο στο παιχνίδι των 5 τυχαίων λέξεων που με μπλέξατε.
Είναι επίσης αφιερωμένο στην αδιάλειπτη εμμονή μας να αγνοούμε τις συνθήκες στις ζωές των άλλων. Κι ακόμα χειρότερα, στην ανάγκη μας να θεωρούμε με μία φαιδρή ιδιοτέλεια πως το κέντρο του σύμπαντος είναι η ασημαντότητά μας.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Σ' όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου""

Σάββατο, Μαΐου 21

Σπιναλόγκα 105 χρόνια μετά ...



Ο Φραγκίσκος της Ασίζης στο βιβλίο του Καζαντζάκη με τίτλο "Ο Φτωχούλης του Θεού" περιγράφει με τον συνήθη γλαφυρό του τρόπο μιλώντας στον Φράτε Λεόνε τον μεγαλύτερο του φόβο. "Να, λέει, δεν αντέχω τους λεπρούς, φοβάμαι να τους δω. Και μόνο να αφουγκραστώ από μακριά τα κουδουνάκια, που φορούν, για να τ' ακούν και ν' αλαργαίνουν οι διαβάτες, λιποθυμώ".

Η αίσθηση αυτή στους περισσότερους από μας δεν λέει απολύτως τίποτα. Δεν πρόλαβε να καταγραφεί στις μνήμες μας καθώς η λέπρα πάνε 60 χρόνια πια που δεν αποτελεί φόβητρο για την ανθρωπότητα. Στην Κρήτη όμως οι ιστορίες των λεπρών και της Σπιναλόγκας πέρασαν με τη μορφή της αφήγησης και στη γενιά μας.
Άλλωστε, το νησάκι είναι πλάι μας και όποιος πάτησε έστω και μία φορά τα χώματά του ένοιωσε το αδιόρατο σφίξιμο, που προκαλεί ένας τόσο βαριά φορτισμένος τόπος.
Πήγα πρόσφατα. Παρακινημένη από μία ιστορία που τυχαία έμαθα πως δένει κάποιον συγγενή μου με την Σπιναλόγκα. Έτυχε επίσης να μάθω πως τούτες τις μέρες (στις 30 του μήνα) θα συμπληρωθούν εκατόν πέντε χρόνια από την πρώτη μέρα, που τα κουδουνάκια των λεπρών έπαψαν να ηχούν στις ρούγες των πόλεων της Κρήτης. Ως τότε οι Χανσενικοί συνήθως ζούσαν σε άθλιους οικισμούς έξω από τις πόλεις του νησιού, τα επονομαζόμενα Μεσκήνια και βίωναν -συνάμα με την απάνθρωπη ταλαιπωρία της νόσου τους- έναν εξίσου αδυσώπητο κοινωνικό αποκλεισμό. Μέχρι την 30η Μαϊου του 1903, που η Κρητική Πολιτεία με διάταγμά της αποφάσισε την μεταφορά τους στην Σπιναλόγκα.

Λένε πως τα ονόματα που διαλέγουμε για τόπους και ανθρώπους, άλλοτε δένονται με την ιστορία τους κι άλλοτε την καθορίζουν. Η Σπιναλόγκα πήρε το όνομα της πιθανά από την
παραφθορά του ονόματος Spinalonde (ονομασία που αναφέρεται σε έγγραφα του 13ου αιώνα και παραπέμπει "στην Ελούντα" ενώ αργότερα κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας
μετασχηματίστηκε σε Spina-lunga = μακρύ αγκάθι). Για 54 χρόνια το «μακρύ αγκάθι» της, τρεφόταν με τα σωματικά και ψυχικά βάσανα εκατοντάδων ανθρώπων που εξορίστηκαν στο νησί. Κρητικοί μόνο στην αρχή κι αργότερα –μετά το 1913- η Σπιναλόγκα λειτούργησε ως το «Διεθνές Λεπροκομείο» της Ευρώπης, φιλοξενώντας 1000 και πλέον ασθενείς. Οι ελπίδες για
ίαση της νόσου γεννήθηκαν το 1948, όταν ανακαλύφθηκε στην Αμερική το φάρμακο που θεράπευε τον ιό της λέπρας (ή νόσου του Hansen όπως αποκαλείται επιστημονικά). Από το 1948 έως το 1957 ο αριθμός των ασθενών της Σπιναλόγκας μειώθηκε δραστικά.
Κάποιοι πρόλαβαν να αποθεραπευτούν. Κάποιοι άλλοι όχι.

Στις μέρες μας, ένα βιβλίο που πούλησε ήδη 1.000.000 αντίτυπα και μεταφράστηκε σε 25 γλώσσες, θύμισε σε μερικούς και έμαθε σε πολλούς, τα δράματα που φόρτισαν συγκινησιακά αυτόν τον τόπο. Τίτλος του είναι: «το νησί» και συγγραφέας του η Βικτόρια Χίσλοπ.
Κι η Σπιναλόγκα κάνει ήδη «ταμείο» αυτής της ανέλπιστης δημοσιότητας. Οι επισκέπτες της την μετατρέπουν σε ένα ιδιότυπο «προσκυνηματικό» μνημείο, που πασχίζει πια με σεβασμό να αντικαταστήσει τα … αγκάθια του με ρόδα.
Εν τούτοις, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν πως ο χώρος χρειάζεται φροντίδα και
κυρίως περισσότερη πληροφορία για το τι ακριβώς συνέβη εκεί. Κι αυτό γιατί σπάνια ένας τόπος διαθέτει τόσους αιώνες έντονης κληρονομιάς, κουβαλώντας τη σφραγίδα της αρχαίας Ελλάδας, των Σαρακηνών, των Ενετών, των Τούρκων, της Κρητικής Πολιτείας, των Χανσενικών και των Νεοελλήνων. Άλλοτε ως Ενετικό κάστρο με τείχη και δεξαμενές, άλλοτε ως οθωμανικός οικισμός ή κέντρο ελεύθερου εμπορίου κι άλλοτε ως λεπροκομείο, τόπος αποκλεισμού και κομβικό σημείο για την εξέλιξη της σύγχρονης Ιατρικής. Κι αν τελικά κάτι διαφοροποιεί την Σπιναλόγκα από τα άλλα αξιοθέατα μας, είναι ότι εδώ η γη ποτίστηκε με ιστορίες αδιέξοδα τραγικές, που όμως μέσα στην απόλυτη απελπισία τους κατόρθωναν να στήσουν ρωγμές ελπίδας και ζωής, όπως αυτές που φτιάχνουν ο έρωτας, η πίστη, το ανθρώπινο πείσμα κι η αέναη δίψα για ένα πιο αισιόδοξο αύριο.

Πίσω από την μυθιστορία της Βικτόρια Χίσλοπ, υπάρχουν κρυμμένες ένα σωρό αληθινές
τραγικές  ιστορίες. Όπως εκείνη της προγόνου μου, που όταν έμαθε πως ο σύντροφός της
μεταφέρθηκε στη Σπιναλόγκα, πούλησε κρυφά τον αργαλειό της για να δώσει "πολλούς
παράδες" σε έναν βαρκάρη, τόσους ώστε να τον πείσει να την μεταφέρει νύχτα στο νησί. Κανείς δεν έμαθε πως κατάφερε να μπει στις παράγκες των λεπρών (το νησί είχε περίφραξη σαν "φρούριο" για τον αντίστροφο ακριβώς λόγο: να μην διαφύγουν από εκεί οι Χανσενικοί). Χρόνια μετά, όταν το φάρμακο βρέθηκε ο Γιάννης της, γύρισε στο χωριό. Εκείνη όμως όχι.

Ένας Μανόλης στάθηκε πιο τυχερός στα ίδια χρόνια. Νόσησε όντας αρραβωνιασμένος με το Ρηνιώ του. Συγγενείς και φίλοι σαν έμαθαν πως ο Μανόλης μεταφέρεται στη Σπιναλόγκα, αποφάσισαν να παρακάμψουν τα αυστηρά κρητικά εθιμικά και να αποδεσμεύσουν την Ειρήνη από το λογόστεμμα. Αρχές του 1940 ήταν και το Ρηνιώ μόλις στα 16 του. Ήξερε μόνο πως το καραβάκι που πήγαινε τρόφιμα στη Σπιναλόγκα επέστρεφε στον Άγιο Νικόλαο
κάθε Παρασκευή. Η Ειρήνη γύριζε τα προξενιά πίσω. Έτσι κι αλλιώς πολλά δεν ήταν.
Πανέμορφη κοπέλα -λένε- αλλά όλοι ήξεραν πως ήταν η μνηστή του λεπρού.
Οι Παρασκευές του 1940 την έβρισκαν πάντα στο λιμάνι. Όμως ο καπετάνιος ποτέ δεν είχε νέα να της πει. Άφηνε τα τρόφιμα στην βορεινή πύλη κι έφευγε σαν κλέφτης, πριν ξεπροβάλει πίσω από τα κάγκελα κανένας λεπρός.
Πέρασαν χρόνια δύσκολα.
Ο πόλεμος κι η Μάχη της Κρήτης στρέψαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων αλλού. Το Ρηνιώ όμως κάθε Παρασκευή κατέβαινε στο μώλο. Μέχρι που μία τέτοια μέρα ο Μανόλης γύρισε. Υγιής κι αποθεραπευμένος. Κατέβηκε σαν χαμένος από το καράβι και κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του την συνάντησε μα δεν την γνώρισε καν. Δεν ήταν όμορφη πια αλλά .. ήταν εκεί.



Ο Άγιος Παντελεήμονας της Σπιναλόγκας




Συνήθως λένε πως ο Θεός οργίζεται με τους ανθρώπους. Στη Σπιναλόγκα όμως για χρόνια ένοιωθες πως συνέβαινε τ' αντίθετο. Οι Χανσενικοί ήταν οργισμένοι με τον Θεό. Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη λειτουργία δεν πάτησε ψυχή. Οι λεπροί άκουγαν πεισμωμένοι από τα κελιά τους την ψαλμωδία, κι άλλοτε την σκέπαζαν με τα βογκητά τους κι άλλοτε με τις κατάρες τους. Ο ιερέας όμως ξαναπήγε. Στην δεύτερη τούτη επίσκεψη ένας από τους ασθενείς πρόβαλε θαρρετά στο κατώφλι του ναού.
- Παπά, θα κάτσω στην λειτουργία σου μ' έναν όρο όμως. Στο τέλος θα με κοινωνήσεις. Κι αν ο Θεός σου είναι τόσο παντοδύναμος, εσύ μετά θα κάμεις
την κατάλυση και δεν θα φοβηθείς τη λέπρα μου.

Ο ιερέας έγνευσε συγκαταβατικά. Στα κοντινά κελιά ακούστηκε η κουβέντα κι άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι στο πλάι του ναού, εκεί που ήταν ένα μικρό χάλασμα, με λιγοστή θέα στο ιερό. Παραμόνευσαν οι Χανσενικοί στο τέλος της λειτουργίας κι είδαν τον Παπά δακρυσμένο και γονατιστό στην Αγία Τράπεζα να κάνει την κατάλυση.
Πέρασε μήνας. Οι Χανσενικοί τον περίμεναν. Πίστευαν πως θα ρθει τούτη τη φορά ως ασθενής κι όχι ως ιερέας. Όμως ο παπάς επέστρεψε υγιής και ροδαλός κι άρχισε με ηθικό αναπτερωμένο να χτυπά την καμπάνα του παλιού ναϊσκου. Έκτοτε και για δέκα τουλάχιστον χρόνια η Σπιναλόγκα είχε τον ιερέα της. Οι Χανσενικοί αναστύλωσαν μόνοι τους της εκκλησία και συνάμα αναστύλωσαν και την πίστη τους. Κοινωνούσαν τακτικά και πάντα κρυφοκοίταζαν τον παπά τους την ώρα της κατάλυσης, για να βεβαιωθούν πως το "θαύμα της Σπιναλόγκας" συνέβαινε ξανά και ξανά. 

Αλλά ο ιερέας δεν ήταν ο μόνος υγιής στην κοινωνία του νησιού. Ήταν και η Ελένη. Λένε πως ήταν παντρεμένη με τον Κωστή στο Ηράκλειο, όταν εκείνος νόσησε. Νοσοκόμα η ίδια, δεν άντεχε στην ιδέα να αποχωριστεί τον άνθρωπό της. Εκείνος πάλι για να την προστατεύσει αποφάσισε αμέσως να κόψει κάθε επαφή μαζί της. Η Ελένη πήγε με το καραβάκι στη Σπιναλόγκα για να τον δει. Έκλαιγε στα κάγκελα της πύλης, παρακαλώντας να τον φωνάξουν αλλά ο Κωστής έκανε ό,τι μπορούσε για να την αποθαρρύνει. "Συνέχισε τη ζωή σου και ξέχνα με" της μύνησε. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαντατοφόρων η Ελένη λένε πως πέρασε μία σήρυγγα στη φλέβα της που είχε γεμάτη με το δικό του αίμα. Ο Κωστής έτρεξε κοντά της κι οι "κλειδοκράτορες" θεώρησαν πως ανήκει πια αυτοδίκαια στην "μέσα πλευρά" της Σπιναλόγκας. Η Ελένη έζησε καιρό στο νησί των λεπρών και φρόντισε πολλούς από αυτούς. Ο άντρας της πέθανε στα χέρια της. Η ίδια όμως επέστρεψε υγιής στο σπίτι της χρόνια μετά.

Περνοδιαβαίνοντας τα κακοτράχαλα σοκάκια της Σπιναλόγκας ακόμη και σήμερα -105 χρόνια μετά- νοιώθεις την πίκρα που πότισε τον τόπο. Ίσως όσοι την επισκέπτονται θα ‘πρεπε να γνωρίζουν τα λόγια που άφησε ως παρακαταθήκη του ο άνθρωπος -που όντας φοιτητής της Νομικής τότε κι ασθενής ο ίδιος- οργάνωσε στην Σπιναλόγκα την κοινωνία των λεπρών το 1936, ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης: «Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον ίδιο δρόμο, που εσύ διαβαίνεις σήμερα».

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Σπιναλόγκα 105 χρόνια μετά ..."

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16

Όταν (ξανα)θύμωσε ο Picasso



"Ο θυμός είναι γόνιμος τόπος" λέει ένας καλός μου φίλος και τη φράση τη θύμηθηκα έντονα πρόσφατα, σεργιανώντας στην έκθεση για την Γκερνίκα του Πικάσο (ναι, "Γκουέρνικα" την έλεγα κι εγώ για χρόνια μα το σωστό δεν είναι αυτό). 
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Το περασμένο Σάββατο είχε ένα διαολεμένο κρύο. Υπό νορμάλ συνθήκες καθείς σκεφτόταν πως θα λουφάξει στο σπιτάκι του, για να κρυφοκοιτάζει από το παράθυρο την καταρρακτώδη βροχή και να της βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Καθείς, αλλά όχι εγώ. "Τελευταία μέρα" σκεφτόμουν. "Αν δεν πάω και σήμερα, ο ... Πικάσο θα μου γυρίσει την πλάτη κι άντε να τον κυνηγάω μετά". Διότι καλά να κάθεσαι στ' αυγά σου και να του λες παραπονιάρικα "Πάμπλο μου, μακρυά μου πέφτει η Μαδρίτη και πες στη Σοφία τα σέβη μου αλλά έχω μπουγάδα απλωμένη και δεν θα προκάμω" όταν όμως ο πεισματάρης ο Ισπανός, σου κουβαλιέται στο κατώφλι σου πως να τον αποφύγεις; Άσε που είναι κι αυτό το ρημάδι το "ήμουν κι εγώ εκεί" που μας κατατρέχει μία ζωή. Και καθώς εν ολίγοις, ο Πάμπλο ξεσπιτώθηκε κι είπε να κάνει επίσκεψη στα μέρη μου, αναθεμάτισα όλους τους Θεούς του Ολύμπου για τον καιρό που μου φύλαξαν και κίνησα να τον συναντήσω.
3,5 Χ 7,5 μέτρα, σκεφτόμουν στη διαδρομή, σοφά επέλεξαν ως χώρο έκθεσης τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Παρκάρω και νοιώθω τυχερή που βρήκα θέση μόλις 12 τετράγωνα πιο πέρα (πόλη να ζεις, κύριοι Αθηναίοι μου, αλλά εσύ, όχι το αυτοκίνητό σου). Ξεμυτίζω γενναία, ανοίγοντας την ομπρέλα αλλά ο αέρας της επιτίθεται και με .. αφοπλίζει."0-1 βρε τσόγλανε, σκέφτομαι, αλλά εγώ στον Πικάσο θα πάω". Αρχίζω την τρεχάλα (με Κουκοδήμο πρότυπο πάντα) και φτάνω βρεγμένη ως το κόκκαλο στο πλατύσκαλο της Βασιλικής. Κοιτάζω απορημένη γύρω μου. "Που είναι τα στίφη των πιστών κι οι ορδές των βαρβάρων?" αναρωτιέμαι. Άχνα! Ένας σκουντούφλης αγγουροξυπνημένος μόνο, πίσω από το πρόχειρο γκισέ στην είσοδο. Λέω "καλημέρα" .. δεν λέει τίποτα. Ρωτώ ευγενικά "Where is Pablo?" και παίρνει ύφος ... Σταυρίδη για να πει την ατάκα "στην έσκασα, μουστάκια". Ψάχνομαι. Εγώ μουστάκιας δεν είμαι, αλλά κι αυτή δεν είναι ούτε Γκερνίκα, ούτε Γκουέρνικα.


- Ιντα 'ναι τούτο? ρωτώ στην .. μητρικήν, μπας και με εννοήσει
- Αντίγραφο, my dear, μου λέει
- Και τσιγκουνευτήκατε τον καμβά και στο αντίγραφο ή μήπως μπήκε στο πλύσιμο?
- Το κάναμε pocket για να μεταφέρεται πιο εύκολα
- Τι λες ωρε βλογιοκομμένε? Κι ήθελε ο Πικάσο να γίνει ... pocket?

  Μουγκαφόν ο ... αντ' αυτού. Φουντώνω εγώ που το πνεύμα του Πάμπλο τρύπωσε στα σωθικά μου.
Και γιατί μωρέ αλωνίζετε την Ελλάδα και λέτε πως κουβαλάτε την Γκερνίκα? 
Ο Πικάσο θύμωσε μία φορά και δείτε τι πράγμα έφτιαξε. Άμα ξαναθυμώσει που 
θα κρυφτείτε? 


Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Όταν (ξανα)θύμωσε ο Picasso"

Κυριακή, Δεκεμβρίου 17

Καταδιώκοντας το (οινο)πνεύμα των Χριστουγέννων!



"Θέλω όλο το τεύχος να "μυρίζει" .... Χριστούγεννα"
ούρλιαζε συνεπαρμένος από
ένα σχέδιο που υπήρχε με σαφήνεια μόνο στο μυαλό του.
"Θέλω να βρείτε το πνεύμα των Χριστουγέννων και να το αποτυπώσετε πλήρως".
Έψαξα βιαστικά εντός μου και με βρήκα .. άδεια. Είπα να κάνω μία βόλτα στην πόλη, μπας και τσακώσω πουθενά το πολυπόθητο ... πνεύμα.

Πλατεία Ελευθερίας ώρα δεκάτη βραδινή. Κυκλοφοριακό και μπινελίκια στις μεγάλες δόξες τους. Θαυμάζω το δέντρο του Δημάρχου. Ψηλό, εντυπωσιακό και γκλαμουράτο. Απόλυτα ... ευρωπαϊκό και trendy. Κατά πώς μας πρέπει, δηλαδή.
Στο χώρο της πλατείας, που προ ετών μεταμορφώσαμε σε μία ντιζαϊνάτη
αρχιτεκτονιά (πετσοκόβοντας δέντρα και τσιμεντώνοντας χώματα, εξαφανίζοντας
τα ξύλινα παγκάκια και προσθέτοντας κάτι ασαφή μεταλλικά φαλλικά σύμβολα)
το
πνεύμα των Χριστουγέννων κάνει ... σουλάτσο
. Καμιά σαρανταριά ξύλινα σπιτάκια
στήθηκαν για να ξαποσταίνει ολούθε. Φιλόξενοι ιδιοκτήτες τους (έναντι αδράς εννοείται αμοιβής) οι μεγαλύτερες εμπορικές επιχειρήσεις του Ηρακλείου. Εκεί, ανάμεσα σε προσπέκτους, μπλα μπλα και δωρεάν δείγματα, οι σύμβουλοι marketing ξαναγράφουν ... την Χριστουγεννιάτικη ιστορία του Ντίκενς. Στη σύγχρονη version ...

H άκρη του ματιού μου συλλαμβάνει μία γνωστή φιγούρα: η Μαιρούλα, φορτωμένη
με τσάντες ψάχνει ταξί στην Αστόρια. Σταματάω και προσφέρομαι. Ξεφορτώνει
μπαγκάζια στο πίσω κάθισμα, παίρνει ανάσα κι αρχίζει το ποιηματάκι με τίτλο: που
θα κάνεις Χριστούγεννα; Λέω κάτι ασαφή εγώ, λέει κάτι ... σαφέστατα εκείνη.
- Ψάχναμε να κλείσουμε Αναδρομές, αλλά μας βλέπω τελικά στο Ολυμπία Παλλάς.
Στη διαδρομή ρωτάω για τα ψώνια.
- Πήγα στο bazaar στη Λότζια, ρε φιλενάδα, τι να κάνω; Είναι και οι άτιμες οι
δημόσιες σχέσεις στη μέση. Ε και καταλαβαίνεις, έπρεπε να κάνω έναν σχετικό τζίρο.

Την αφήνω και σκέφτομαι πως νοιώθουν οι .. ταξιτζήδες, που ακούνε το μακρύ και το κοντό του καθενός.

Καθώς κατευθύνομαι -με τάσεις μαζωχισμού ομολογουμένως- ξανά προς το κέντρο χτυπάει το κινητό. Ακούω μία αγχωμένη φωνή:
- Διάλεξε γρήγορα και πες μου για προπαραμονή Χριστουγέννων, θα προτιμούσες
Πλούταρχο ή Πανταζή;

Γελάω ... κάτι σε Andrea Bocelli, λέω, μήπως σου βρίσκεται;
- Καλά, μάλλον τον Πλούταρχο θα φέρουμε, αλλά ο Πανταζής μας κάνει καλή προσφορά. Τέλος πάντων, δεν βοηθάς και πολύ. θα σας κρατήσω τραπέζι. Μην το ξεχάσεις.

Κλείνω το τηλέφωνο και σκέφτομαι ...
διλήμματα που τα 'χει κι αυτό το πνεύμα των Χριστουγέννων. Άκου, Πλούταρχο ή Πανταζή !!
Φτάνω παραλιακή. Στο Μέγαρο είμαι καλεσμένη σε φιλανθρωπική εκδήλωση. Μυστήριο και ανεξηγήτο πώς συνδέσαμε τις μέρες των γιορτών με όσα αποθέματα φιλανθρωπίας έχουν απομείνει μέσα μας. Και πώς επιμένουν κάποιοι με ξενέρωτες εκδηλώσεις να μας τα εξαφανίσουν. Κάθομαι στο πάρκινγκ κι ανάβω τσιγάρο, παρακολουθώντας την άφιξη των .. επισήμων. Κυρίες με τουαλέτες και το ένα ζώο ριγμένο στον ώμο. Το ... άλλο στο μπράτσο. Θα σπάσουν την ανία τους απόψε βγάζοντας το φιλότιμο σε πλειστηριασμό. Οι πολιτικοί καταφτάνουν με τους παρατρεχάμενους και το μόνιμο χαμόγελο της συγκατάβασης σε πρώτη ζήτηση. Επιχειρηματίες καλωδιωμένοι με τα κινητά τους και μερικές πιτσιρίκες .. βισματωμένες πάνω τους. Σαν κινητά κι αυτές. Μοντέλα τελευταίας γενιάς !!!

Μπαίνω στην αίθουσα και μία κομψή αφίσα με πληροφορεί πως όλα γίνονται για τα παιδιά με νεοπλασματικά νοσήματα. Τι γνώμη θα είχαν αλήθεια, αυτά τα παιδιά αν αντίκρυζαν απόψε τους "ευεργέτες" τους να τα ψυχοπονούν πίνοντας σαμπάνια και απολαμβάνοντας καναπεδάκια με χαβιάρι και σολωμό;
Σαρώνω με το βλέμμα την αίθουσα. Κάτι κυρίες στα πρώτα ήντα -με το πλισέ στο πρόσωπο διπλωμένο προσεκτικά- περιφέρουν την βαριεστιμάρα τους και θαυμάζουν διακριτικά κάτι ξέμπαρκους πιτσιρικάδες. Οι σύζυγοι τους παρά κει ομιλούν ασταμάτητα για κάποια κουτσομπολιά περί νέων συνεργατών στις Μινωϊκές Γραμμές.
Παρακάτω μία παρέα δημοτικών συμβούλων ασχολείται με το πως ο Δήμαρχος
έκλεισε για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων την αξιέραστη και -προφανώς, λέμε τώρα - καλλίφωνη Κέλυ Κελεκίδου.
Το πνεύμα των Χριστουγέννων ... κόβει φλέβες. Κι εγώ είμαι στα πρόθυρα ... να το
μιμηθώ.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Καταδιώκοντας το (οινο)πνεύμα των Χριστουγέννων!"

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14

Μεγαλώσαμε κι οι επιθυμίες μας έγιναν ανάγκες


Ρώτησα χωρίς περιστροφές χθες τον ανηψιό μου τι δώρο θέλει για τα Χριστούγεννα. Με παράτησε σύξυλη ... άνοιξε το κομπιούτερ του ... εμφάνισε μία λίστα και με ύφος μπλαζέ μου είπε: στάσου να δω τι σου 'χω χρεώσει. Λοιπόν, θα μου πάρεις καραόκε. Μου εξήγησε αναλυτικά ποιό ακριβώς ήθελε, ποιάς μάρκας και πού θα το βρω. Μου το έδειξε μάλιστα και στην οθόνη. Στην αρχή χαμογέλασα με όλα αυτά αλλά μετά .. βάλθηκα να σκέφτομαι πόσο χαμηλά ξέπεσε το έρμο το πνεύμα των Χριστουγέννων.
Ως παιδί λάτρευα να του παραδίνομαι. Ήταν οι εποχές που τα λίγα μας έκαναν .. πλούσιους. Πλουσιότερους από τα πολλά της σήμερον, που μας φτωχαίνουν. Θυμάμαι ένα μετρίου αναστήματος, μαδημένο, κιτς δεντράκι απομίμηση αληθινού, που 'βγαινε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες από το πατάρι. Στηνόταν αναγκαστικά στο παράθυρο (πρώτο τραπέζι πίστα) και φορτωνόταν με γυάλινες λάμπες, που όλο και λιγόστευαν από τα .. ατυχήματα και τις αδεξιότητες. Τριγύρω του απλωνόταν μία σειρά από φώτα που δεν έπαιζαν μουσικές και κάλαντα αλλά το ομόρφαιναν με το φως τους. Τότε, βλέπετε, τα φωτάκια ήταν ...
φωτάκια. Τα δέντρα ήταν .. δέντρα και δεκάρα δεν έδινα ως πιτσιρίκα για το πως κληρονομήσαμε το έθιμο. Ούτε τυραννιόμουν με διλήμματα του στυλ "δέντρο ή καράβι ". Με τον δε Άγιο Βασίλη τα είχα ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Του έγραφα στην αρχή και με .. έγραφε. Μέχρι που βαρέθηκα να του γράφω και ... τον έγραψα κι εγώ. Κάτι γιρλάντες από ψεύτικο γκυ ... ατάκτως ερρημένες ολούθε ... και το σκηνικό ήταν έτοιμο.
Και για να μην βαυκαλιζόμαστε ... δεν με πολυένοιαζε ο διάκοσμος. Αντίθετα, ο ενθουσιασμός μου είχε να κάνει με το κλείσιμο των σχολείων. Γιατί μαθητριάρα ήμουν, σπασικλάκι δεν ήμουν. Κι ανάμεσα σε διάβασμα και γράψιμο ή παιχνίδι και αραλίκι, σαφώς προτιμούσα το δεύτερο.
Η γειτονιά μου δεν φωτιζόταν με λαμπιόνια στα δέντρα της, ούτε σωλήνες από νέον "έγραφαν" το περίγραμμα των σπιτιών. Και χιόνι εκεί τριγύρω τα Χριστούγεννα δεν θυμάμαι ποτέ. Θυμάμαι όμως έντονα τις ζεστές παλτουδιές και τα πλεκτά σκουφάκια που
επιστρατεύαμε για να τρέχουμε και να παίζουμε στους δρόμους της. Μία πανευτυχής και
ξέγνοιαστη πιτσιρικαρία, που δεν κρύωνε εύκολα, δεν κολλούσε μικρόβια -κι ας έτρωγε ... χώμα με το κουτάλι- και δεν μαζευόταν με τίποτα. Οι δρόμοι άλλωστε, τω καιρώ εκείνω, ήταν μία ασφαλής υπόθεση. Οι υπολογιστές, το ίντερνετ και οι ... ηλεκτρονικές λίστες δώρων ήταν ακόμη σενάρια .. επιστημονικής φαντασίας.
Και καθώς πλησίαζαν οι γιορτές και οι μεγάλοι αγωνιούσαν να μας σκηνοθετήσουν την ατμόσφαιρα, άρχιζαν οι πλάγιες ερωτήσεις για το "τι επιθυμείς να σου φέρει ο Άη Βασίλης".
Κι εμείς -επειδή είμασταν προ πολλού υποψιασμένοι με το ραχάτι του Αγίου- ζητούσαμε το κάτιτίς μας, το συμβολικό. Ένα βιβλίο, μία κούκλα, μία μπάλα, ένα αυτοκινητάκι.
Και εκείνα τα μπιχλιμπίδια δεν είχαν ποτέ σαφή εικόνα στο μυαλό μας. Ξέραμε μόνο ότι θα
τα βρούμε αμπαλαρισμένα κάτω από το δέντρο.
Κι έπειτα ήταν και το χαρτζιλίκι από τα κάλαντα. Που να μας κρατήσεις μέσα την παραμονή; Ξεχυνόμασταν αξημέρωτα στις γειτονιές. Να χτυπάμε πόρτες και κουδούνια, να ταλαιπωρούμε μονότονα τα τρίγωνα και να νοιαζόμαστε μόνο για τον ... οβολό. Γιατί πάντα υπήρχε σχέδιο. Ξέραμε ακριβώς πόσα έπρεπε να μαζέψουμε για να πάρουμε και εμείς τα δώρα για τους δικούς μας.
Κι οι μυρωδιές μας ακολουθούσαν παντού. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Ή δίπλες και ξεροτήγανα. Κι οι στράτες μοσχοβόλαγαν. Η ζάχαρη από τους κουραμπιέδες, μας .. άχνιζε τα ρούχα και τα κεράσματα έδιναν και έπαιρναν.



Χριστούγεννα .. Πρωτούγεννα , πρώτη γιορτή του χρόνου.
Για βγείτε ,δείτε ,μάθετε που ο Χριστός γεννάται.
Γεννιέται κι ανασταίνεται στο μέλι και στο γάλα ,
Τα μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
Και το μελισσόχορτο το λούζοντ' οι κυράδες

Κυρά ψηλή ,κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα
Κυρά μου όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησιά σου
Βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη
Και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δακτυλίδι

Στο σπίτι ετούτο πού 'ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι


Κι ήταν η μόνη χειμωνιάτικη μέρα του χρόνου που κανείς μας δεν ένοιωθε κρύο ...
Έκτοτε, σκέφτομαι συχνά τέτοιες μέρες, εκείνο το πετυχημένο σλόγκαν μίας παλιάς χριστουγεννιάτικης διαφήμισης, που έλεγε ότι ... μεγαλώσαμε κι οι επιθυμίες μας έγιναν ...
ανάγκες.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Μεγαλώσαμε κι οι επιθυμίες μας έγιναν ανάγκες"

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 7

Ο μαγικός κόσμος του ραδιοφώνου



Τα πρωινά της Κυριακής πηγαίναμε βόλτα στο Μοναστηράκι. Ήταν από τις λίγες "ανέξοδες" διασκεδάσεις της εποχής μας. Όχι σπουδαία ψώνια. Απλά να χαζέψουμε. Να οσμιστούμε τον αέρα του παζαριού και να ψαχουλέψουμε
την πραμάτεια στους πάγκους. Τότε το Μοναστηράκι δεν ήταν ο τόπος της Black
Magic αγοράς, αλλά ένα ατέλειωτο κυριακάτικο πανηγύρι. Τα μαγαζιά με τα τζην και τα μακό ήταν λιγότερα και τα παλαιοπωλεία δέσποζαν.
Κάθε Κυριακή λοιπόν, μετά την Εκκλησία παίρναμε το τρένο για Μοναστηράκι. Φτάνοντας, η πρώτη αναγκαστική στάση ήταν στον πάγκο του τυφλού με τις κασέτες. Ο Καζαντζίδης χτυπούσε σταθερά πρώτη θέση στο top ten της εποχής με Μοσχολιού, Μπιθικώτση και Μαρινέλλα να παίζουν στις επόμενες. Μετά στεκόμασταν μερικά λεπτά να παρακολουθήσουμε τις "επιδείξεις καινοτόμων δράσεων". Μικροσυσκευές που έκαναν του κόσμου τα περίεργα. Μία παράξενη ιδιοκατασκευή που περνούσε την κλωστή στην βελόνα, ένα πολύπλοκο κατσαβίδι που λειτουργούσε κι ως καστάνια, ένα εργαλειάκι που έβγαζε το κουκούτσι από το βύσσινο ή μία "θαυματουργή" αλοιφή που καθάριζε τα μπρούτζινα. Τώρα όλα κείτονται σε ράφια σούπερ μάρκετ και η αίγλη τους χάθηκε, αλλά τότε φάνταζαν περίοπτες αγορές και ευκαιρίες στα μάτια μας. Παρακάτω οι πάγκοι με τα βιβλία.
Ασύνδετα μεταξύ τους. Παιδικά παραμύθια, κλασσική λογοτεχνία, ποίηση και
μερικές εγκυκλοπαίδειες. Ό,τι είχε να ξεπουλήσει κάθε σπιτικό. Κι αγόραζες, θυμάμαι, τρεις τόμους από τον "Ήλιο"-τόσοι βρέθηκαν στον πάγκο- κι έψαχνες μετά για τους υπόλοιπους. Τα ταξίδια του Κουστώ ήταν πάμφθηνα. Τέσσερις τόμοι σε τιμή ευκαιρίας. Must σε όλες τις υπό εκποίηση βιβλιοθήκες, φαίνεται. Κάτι "ταξίδια του Γκιούλιβερ" επίσης σε τιμή ελκυστική και η πεντάτομη "για σας παιδιά" να φιγουράρει παντού.

Κάπου ανάμεσα σε εκείνες τις Κυριακάτικες περιπλανήσεις στο Μοναστηράκι αποκτήσαμε το πρώτο μας επιτραπέζιο ραδιόφωνο. Παραμονές του Πάσχα κι όσο κι αν επέμεναν να με φορτώσουν πάλι με βιβλία είχα σταθεί πεισματικά μπροστά του -με τον μοναδικό τρόπο που "μουλαρώνουν" τα παιδιά- και δεν ξεκόλλαγα. Το ραδιόφωνο άλλωστε, κόστιζε πολύ περισσότερο κι από όλη την σειρά του "Ήλιου". Το παζάρευα παρακλητικά μόνη μου με τον παλαιοπώλη κι εκείνος γέλαγε με το νάζι και το πείσμα μου. Μέχρι που υποχώρησε στα δύο τρίτα της τιμής.
Μπορεί και παρακάτω. Σημασία είχε ότι το ραδιόφωνο πέρασε στην κατοχή μου.
Μπήκε στο σαλόνι, πάνω στο σύνθετο και τα επόμενα χρόνια ενώ οι οπαδοί της τηλεόρασης στο σπίτι πλήθαιναν, απέμεινα η μοναδική πιστή λάτρης του.
Μιλώντας στους νεώτερους για την γοητεία του είναι δύσκολο να εξηγήσεις τι σήμαινε ραδιόφωνο στις εποχές προ .. ιδιωτικών σταθμών.
Θυμάμαι θεατρικές παραστάσεις με την βροντερή φωνή του Μάνου Κατράκη ή την
μειλίχια της Έλλης Λαμπέτη. Θυμάμαι παράξενα διασκευασμένα ρομάντζα όπου ένας ήχος ... σιωπής -που τέντωνες τα αυτιά σου να τον πιστοποιήσεις- σήμαινε φιλί πρωταγωνιστών που είχε προαναγγελθεί. Θυμάμαι διαγωνισμούς τραγουδιού και φεστιβάλ. Τον Βύρωνα Πάλη και την Αφροδίτη Γρηγοριάδου στο καθημερινό ραδιοσήριαλ της εποχής "Θύελλα στο σπίτι των ανέμων" (ή κάπως έτσι).
Θυμάμαι ακόμη την αυστηρότητα των ειδήσεων. Φωνές καλοδιαλεγμένες των εκφωνητάδων, που σου έλεγαν τα μαντάτα αργόσυρτα και .. ά-βιαστα. Ο ραδιοφωνικός χρόνος τότε κυλούσε αλλιώς και δεν αγχωνόταν διόλου για την αξία της διαφήμισης. Άλλωστε, κι η διαφήμιση δεν είχε και πολλά να πει: Ρόλ, για λευκό που ξεχωρίζει. Ο άσπρος σίφουνας που τα κάνει .. αόρατα και άλλα τέτοια .. σύντομα κλισέ.
Και φυσικά στα σοβαρά γεγονότα αναζητούσαμε την ελληνική υπηρεσία του BBC και της Deutsche Welle.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά, σκοντάφτοντας τυχαία σε ένα άρθρο του Κώστα Γεωργουσόπουλου, που γράφτηκε πριν από μία δεκαετία περίπου, όταν η κρατική ραδιοφωνία άρχιζε την μεγάλη της ... στροφή.


------------------------------------------------------------------------------------

ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ
Επιστροφές στροφάλων

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ


Αισθάνθηκα άφατη χαρά όταν άκουσα για πρώτη φορά το σύνθημα «Το Πρώτο Πρόγραμμα επιστρέφει», γιατί πρέπει να το ομολογούμε κάθε φορά πως η παλιά ραδιοφωνία μάς επαίδευσε, κυρίως εμάς τους επαρχιώτες (και πόσοι άραγε σημερινοί πρωτευουσιάνοι δεν είναι επαρχιώτες).

ΕΤΣΙ ακούγοντας πως το Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας επιστρέφει ξεχάστηκα για μια στιγμή και θάρρεψα πως το πηδάλιό της θα ξανακουμαντάρουν ο Διονυσάκης ο Ρώμας, ο Σπυρομήλιος, ο Πλωρίτης, ο Αλέξης Σολομός, ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Καμπανέλλης, ο Μυράτ. Γιατί αυτοί οι μείζονες Έλληνες διηύθυναν κατά καιρούς την παλιά Ελληνική Ραδιοφωνία. Όταν τον Οκτώβριο του 1944 επέστρεφε από την εξορία η κυβέρνηση, ο Γεώργιος Παπανδρέου διόρισε τηλεγραφικώς εν πλω πρώτο διευθυντή της Απελευθέρωσης τον Δημήτρη Ροντήρη, όχι βέβαια κανέναν ανεπάγγελτο μεροκαματιάρη του δημοσιογραφικού περιθωρίου. Όταν επέστρεψε από την αυτοεξορία του ο Καραμανλής το 1974 διόρισε ως διευθυντές των τομέων του μεταπολιτευτικού Ραδιοφώνου τον Άγγελο Βλάχο, τον Αλέξη Σολομό, τον Δημήτρη Χορν. Τότε διευθυντής του Τομέα Λόγου ήταν ο Κώστας Ταχτσής.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου έστειλε στην Αγία Παρασκευή το 1981 τον Βασιλικό και στη Ραδιοφωνία τον Καμπανέλλη. Ο Χατζιδάκις βέβαια δόξασε το Τρίτο Πρόγραμμα. Ο Μυράτ το 1977 προΐστατο του θεατρικού τμήματος.

Γι' αυτό αναγάλλιασα όταν άκουσα πως το Πρώτο Πρόγραμμα επιστρέφει. Νόμισα πως θα ξαναγυρίσουμε σ' εκείνη την εποχή που τις εκπομπές βιβλίου, κριτικής και βιβλιοπαρουσίασης τις γέμιζε το τεράστιο κύρος του Καραντώνη. Τότε που τις εκπομπές για την πνευματική κίνηση της Ευρώπης εκάλυπτε ο μυθικός Ντίμης Αποστολόπουλος· τότε που ο Κωστής Μεραναίος δίδασκε από μικροφώνου Νίτσε, Σαρτρ και Καμύ. Τότε που διευθυντής του ειδησεογραφικού τομέα ήταν ο Βάσος Βαρίκας. Τότε που διασκευαστές των θεατρικών εκπομπών ήταν ο Καμπανέλλης, ο Γκάτσος, ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης. Τότε που ραδιοσκηνοθετούσε ο Μεγάλος Κώστας Κροντηράς, ο αιρετικός Μήτσος Λυγίζος. Τότε που μάς μυούσε στη μουσική ζωή και στα μυστικά της όπερας η Σπανούδη, συνοδεία της θείας φωνής του Γιώργου Κάρτερ. Τότε που κατέγραφε κάθε βδομάδα τη θεατρική μας ιστορία με άκρα δημοσιογραφική και θεατρολογική επάρκεια «Το θέατρο στο μικρόφωνο» του Μαμάκη, με βασικό συνεργάτη τον αλησμόνητο ιστορικό και δάσκαλό μας Γιάννη Σιδέρη. Τότε που τους αρχαιολογικούς περιπάτους τούς κάλυπτε ως ραδιοφωνικός ξεναγός ο μεγάλος Γιάννης Μηλιάδης και ο ανεξάντλητος Βελούδιος. Τότε που κάθε νύχτα στις 11.00 εναλλάσσονταν στις «Λογοτεχνικές σελίδες» η Παξινού που διάβαζε «Φόνισσα», ο Κωτσόπουλος «Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ», ο Παρασκευάς «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα, ο Βόκοβιτς, η Βεργή, ο Μυράτ, ο Γληνός, ο Γιώργος Παππάς.

Τότε μάς μυούσε στην ελληνική μουσική η υποβλητική φωνή της «Τόνιας Καράλη» και μάς ξεναγούσε στα μονοπάτια της συμφωνικής μουσικής ακόμη και από το επάρατο Στρατιωτικό Ραδιόφωνο ο Γιάννης Κωνσταντινίδης ή αλλιώς ο Κώστας Γιαννίδης.

Όταν επιμελείτο της επτανησιακής μουσικής ο Τσιλίφης και μας μυούσε ακόμη και στην οπερέτα ο Κατριβάνος.

Ήταν τότε που ο Ρώμας θεωρούσε «Γεγονός της ημέρας» (καθημερινή εκπομπή) την «Εκάβη» της Παξινού στην Επίδαυρο και την προλόγιζε σε κατευθείαν μετάδοση. Έτσι τότε τιμούσαν αυτόν τον πολιτισμό. Ήταν τότε που ο Πλέσσας με την Ζωΐτσα Κουρούκλη και τη νεαρά Μούσχουρη μάς έμαθαν την τζαζ. Ήταν τότε που τα «λαϊκά» ραδιοφωνικά σίριαλ έγραφαν ο Γκούφας και ο Πρετεντέρης αφήνοντας εποχή.

Σ' αυτό το ραδιόφωνο είχα προς στιγμήν την ψευδαίσθηση πως «επιστρέφει» το Πρώτο Πρόγραμμα. Ύστερα σκέφτηκα πως πολλοί από τους μυθικούς αυτούς ανθρώπους έφυγαν. Ύστερα πάλι πίστεψα πως θα επιστρέψουν ο Γιώργος Παπαστεφάνου, η Σοφία Μιχαλίτση, η Βίκη Μουνδρέα που λάκισαν από καιρό. Πίστεψα πως θα αξιοποιηθούν η Δουλτσίνου, πως θα αναστηθεί από την περιφέρεια που τον έχουν στριμώξει ο Παύλος Ναθαναήλ (ο άνθρωπος που έχει φάει το BBC με το κουτάλι διευθύνοντας το Ελληνικό Πρόγραμμα, πρώην γενικός διευθυντής της ΕΡΑ έχει καταδικαστεί σε αδράνεια).

Συνήλθα και ήπια το ρεαλιστικό ποτήρι της πραγματικότητας όταν έμαθα πως ο Μπακογιαννόπουλος, η πολύτιμη Γιολάντα Τερέντσιο και η αφεντιά μου δεν θεωρήθηκαν μόνο περιττοί αλλά χαρακτηρίστηκαν και Ραδιοφωνική Σπιναλόγκα με αποτέλεσμα να σταλούν στο «Λεπροκομείο» του Τρίτου Προγράμματος που το κρατάει προς το παρόν αλώβητο ο ακάματος Γιώργος Τσαγκάρης.

Τώρα μάλιστα που μαθαίνω πως διαλύεται και το Τμήμα Εκφωνητών (των εξόχων αυτών μαστόρων του προφορικού μας λόγου) ξέρω πού επιστρέφει το Πρώτο Πρόγραμμα· στον τόπο του εγκλήματος. Στην ιδιωτική ραδιοφωνία.

Στο μοντέλο: «Ένα μαρκούτσι, ένα ψεύδισμα, λίγο τηλέφωνο και πολύς χαβαλές».


11/11/1997

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ο μαγικός κόσμος του ραδιοφώνου"

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 6

Μέγαρο Φυτάκη: μεταμορφώσεις ενός .. μύθου



Τα Σάββατα της δεκαετίας του 1930 στο Ηράκλειο γνώριζαν ένα μοναδικό τρόπο καλοπέρασης. Το εισιτήριο για να μπεις σε αυτό τον θαυμαστό κόσμο απαιτούσε πρόσκληση από μέλος της κοσμικής Λέσχης. Υπήρξαν άνθρωποι που δεν τα κατάφεραν ποτέ. Υπήρξαν κι άλλοι όμως που διηγούνται εκείνα τα Σάββατα σαν τις καλύτερες αναμνήσεις της ζωής τους.

Η Λέσχη Ηρακλείου "Θεοτοκόπουλος" συγκέντρωνε την αφρόκρεμα του πλούτου, της κοσμικής και πολιτικής ζωής του Ηρακλείου και ενίοτε και της διανόησης. Κάθε Σάββατο η αίθουσα της -που στεγαζόταν στο ισόγειο του πιο λαμπρού κτηρίου της πόλης, του Μεγάρου Φυτάκη- άνοιγε την σάλα της, φώτιζε τους μεγάλους πολυελαίους και ετοιμαζόταν να υποδεχτεί το κοινό της. Η ορχήστρα ανέβαινε στο πάλκο, ξέροντας ότι μέχρι το ξημέρωμα της Κυριακής έπρεπε να παίζει αδιάκοπα βαλς, πόλκες, ρούμπες και σάμπες για τους εκλεκτούς προσκεκλημένους. Και ο χορός ήταν κάτι παραπάνω από απλή διασκέδαση. Ήταν η ευκαιρία να εμφανιστούν οι νέες τουαλέτες των κυριών, η ευκαιρία να συζητήσουν οι οικονομικοί παράγοντες του τόπου τα επιχειρηματικά τους σχέδια, η ευκαιρία να εμφανιστούν οι πολιτικοί και να αναζητήσουν τους χρηματοδότες τους και εν τέλη ... ο χορός ήταν η καλύτερη δικαιολογία της εποχής για φλερτ. Για να ακριβολογούμε, ίσως ήταν η μόνη ευκαιρία να βρεθούν οι δεσποσύνες της δεκαετίας του 30 κοντά στους νεαρούς που τις πολιορκούσαν. Το περιβάλλον ήταν υπέρ του δέοντως ειδυλλιακό. Οι τζαμαρίες της αίθουσας χορού έβλεπαν κατ’ ευθείαν στην θάλασσα. Οι βαριές κουρτίνες ήταν μονίμως τραβηγμένες στις άκρες τα Σαββατόβραδα, έτσι ώστε οι θαμώνες της Λέσχης να μπορούν να θαυμάσουν άλλοτε τα ανταριασμένα κύματα, που έφταναν μέχρι τα εξώφυλλα του παραθυριού και άλλοτε την γαλήνια απεραντοσύνη της θάλασσας.
Εκεί στην μεγάλη κοσμική αίθουσα του Μεγάρου Φυτάκη -ανάμεσα στα βαριά σκαλιστά έπιπλα και τα χρυσοποίκιλτα χαλιά- η άρχουσα τάξη του Ηρακλείου διασκέδαζε κάθε Σάββατο.



Σε αυτή την ίδια αίθουσα χρόνια μετά στεγαζόταν μόνο η εγκατάλειψη και η ερήμωση. Το Μέγαρο Φυτάκη στα τέλη του 20ου αιώνα -πριν την ανακαίνισή του- ακουγόταν μόνο ως στέκι τοξικομανών και αστέγων. Που και που ένα τμήμα από το άλλοτε περήφανο οικοδόμημα κατάφερνε με την "πτώση" του να τρομάζει τους περαστικούς και να προβληματίσει τους ιθύνοντες. Πέρασαν δεκαετίες από την φοβερή έκρηξη που το ερήμωσε. Κι όμως το κτήριο -με πρωτοφανές πείσμα- αντιστάθηκε στο χρόνο, ώσπου η ιδιοκτήτρια εταιρία του αποφάσισε να το αναστηλώσει και να το μετατρέψει σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο.

Η πρώτη πολυκατοικία στο Ηράκλειο

Οι νεώτερες γενιές των Ηρακλειωτών γνώρισαν το Μέγαρο Φυτάκη ως ένα ερειπωμένο κτήριο που κάποτε επιτέλους ανάκτησε την αίγλη του. Η παλιότερη ιστορία του όμως είναι πολύ διαφορετική. Το Μέγαρο κτίστηκε περί το 1926 από την Εμπορική Εταιρία Φυτάκη- Κασαπάκη. Οι ιδιοκτήτες του υπήρξαν κορυφαίοι οικονομικοί παράγοντες της εποχής. Ασχολούνταν με το εμπόριο κίτρων, σε μία περίοδο που το προϊόν είχε μεγάλη ζήτηση στο εξωτερικό. Η τιμή κάθε οκάς ήταν 30 δρχ. την ώρα που το ημερομίσθιο ενός εργάτη ήταν 20 δρχ. μόνο. Έτσι ο Φυτάκης -που ξεκίνησε ως μανάβης, πουλώντας λαχανικά και φρούτα- γρήγορα μεταπήδησε στον κλάδο των εξαγωγών και συνεταιρίστηκε με τον Κασαπάκη, που ήδη γνώριζε καλά την αγορά κίτρου. Τα κέρδη από το εμπόριο σύντομα ξεπέρασαν τις προσδοκίες των δύο συνεταίρων που άρχισαν να ψάχνουν τρόπο να επενδύσουν τα χρήματα που κέρδιζαν. Ο Φυτάκης αποφάσισε να κτίσει ένα σύγχρονο μνημείο πλούτου, χλιδής και μεγαλοπρέπειας. Τα θεμέλια του Μεγάρου βρέθηκαν πάνω στο θαλάσσιο Βενετσιάνικο τείχος. Μήνες ολόκληρους οι Ηρακλειώτες συζητούσαν τα μεγαλεπήβολα σχέδια για το παραθαλάσσιο μέγαρο. Σε μία πόλη που κανένα κτίσμα της δεν ξεπερνούσε τους δύο ή τρεις ορόφους ξαφνικά ξεφύτρωνε ένα πανύψηλο οικοδόμημα. Οι λουόμενοι συζητούσαν όλο το καλοκαίρι για το Μέγαρο, που ορθωνόταν μπροστά στην παραλία τους -τότε η παραλία βρισκόταν εκεί ακριβώς- και την ενόχληση που τους προκαλούσε ο συνεχής θόρυβος των συνεργείων. Όταν κάποτε το Μέγαρο τελείωσε, η περιέργεια και το ξάφνιασμα όλων μεγάλωσε. Το κτήριο -πέρα από το ισόγειό του- είχε τέσσερις (!!!) ακόμη ορόφους. Οι Ηρακλειώτες αλλά και οι επισκέπτες της πόλης έμεναν ώρες έκθαμβοι μπροστά στο νέο λαμπρό απόκτημα τους.
Στο ισόγειο του κτηρίου και στην μεγάλη κοσμική του αίθουσα στεγάστηκε η Λέσχη Ηρακλείου "Θεοτοκόπουλος". Πρόεδρός της ήταν ο γιατρός Νικόλαος Βογιατζάκης και μέλη της η άρχουσα τάξη της πόλης. Τους Σαββατιάτικους χορούς -που σύντομα έγιναν το επίκεντρο κάθε κοσμικής παρουσίας- διοργάνωνε η σύζυγος του προέδρου της Λέσχης, Αγλαΐα Βογιατζάκη, που ήταν την περίοδο εκείνη και πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων στο Ηράκλειο. Η Λέσχη φιλοξενούσε συχνά στις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και τους χορούς της μέλη του Συλλόγου των Δεσποινίδων της πόλης.
Έξοχα στιγμιότυπα από την ζωή της Λέσχης παραθέτει στο βιβλίο του με τίτλο "Από το χωριό στο Κάστρο" ο αείμνηστος Μανόλης Πατεράκης.
"Η Λέσχη αυτή -γράφει- στεγαζόταν τα χρόνια εκείνα στην θαυμάσια αίθουσα του ισογείου του Μεγάρου Φυτάκη. Η μεγάλη αυτή αίθουσα, έξοχα επιπλωμένη, ήταν το εντευκτήριο των πλουσίων Ηρακλειωτών για καφέ, για χαρτί και άλλες εκδηλώσεις (διαλέξεις, συναυλίες κ.λ.π.)
Άφησαν εποχή τα ντινέ - ντανσάν (χορευτικά δείπνα) της τότε περιόδου (1935-40) που εγίνοντο κάθε Σάββατο στην ωραία αυτή αίθουσα της Λέσχης, με ορχήστρα χορού που έδινε τον τόνο του κεφιού. Γλέντι και χορός μέχρι τις πρωινές ώρες από μέλη και προσκεκλημένους των μελών. Οι καντρίλιες, οι λανσιέδες μα και άλλοι μοντέρνοι χοροί τσάρλεστον, σουίνγκ, λάμπεθ - γουώκ και βέβαια ταγκό και βαλς δέσποζαν και έδιδαν χαρούμενο τόνο στην χοροεσπερίδα.
Στη Λέσχη αυτή δόθηκε το 1936 δεξίωση προς τιμήν του Βασιλέα Γεωργίου του Β' και η χορωδία Ηρακλείου (στην οποία μετείχα κι εγώ) με μαέστρο τον αείμνηστο Γ. Χουρμούζιο εντυπωσίασε με τα τραγούδια της. Τόσο κέφι, τόση χαρά ήταν διάχυτη στην ευρύχωρη αυτή αίθουσα της Λέσχης, που δεν έλεγες να την αφήσεις αν δεν σήμαιναν όχι οι πρώτες αλλά προχωρημένες πρωινές ώρες".
Στους υπόλοιπους ορόφους του Μεγάρου Φυτάκη κατοικούσε το πιο εύρρωστο οικονομικά κομμάτι της πόλης. Και μόνο στο άκουσμα της φράσης ότι "ο Τάδε κατοικεί στο Μέγαρο Φυτάκη" ήξερες ότι πρόκειται για έναν από τους πλουσιότερους Ηρακλειώτες.

Οι ιδιοκτήτες του Μεγάρου -παρά το γεγονός ότι φρόντισαν τόσο για την χλιδή και την πολυτέλεια του κτηρίου- δεν έδειχναν να ενοχλούνται από την εικόνα που παρουσίαζε δίπλα ακριβώς από την είσοδό του. Εκεί είχαν εγκαταστήσει τις υποτυπώδεις και υπαίθριες υποδομές τους για την προεργασία των κίτρων. Ο τόπος ήταν γεμάτος από βαρέλια και σωρούς κίτρων πάνω σε μουσαμάδες. Το προϊόν στην ουσία συγκεντρωνόταν εκεί και φορτωνόταν στα εμπορικά πλοία, συσκευασμένο μέσα σε βαρέλια. Η επεξεργασία του όμως γινόταν μετά την εξαγωγή στα εργοστάσια του εξωτερικού.
Ο συνεταιρισμός Κασαπάκη- Φυτάκη ευημερούσε. Οι εξαγωγές πήγαιναν καλά, το Μέγαρο είχε τελειώσει και τώρα ήταν καιρός για νέα επιχειρηματικά σχέδια. Ο Φυτάκης σκέφτηκε ότι θα μπορούσαν να εγκαταστήσουν στην Κρήτη μία μονάδα επεξεργασίας κίτρου και να εξάγουν το προϊόν στην τελική του μορφή ως γλυκό έτοιμο και συσκευασμένο σε βαζάκια. Και το σχέδιο θα είχε υλοποιηθεί αν δεν συνέπιπτε με μία πολύ κακή εποχή για τις καλλιέργειες κίτρου στην Κρήτη. Μία ασθένεια προσέβαλε τα δέντρα και τα κίτρα βρέθηκαν να σαπίζουν πάνω τους από την μία μέρα στην άλλη. Η παραγωγή στην αρχή μειωνόταν και τελικά εκμηδενίστηκε. Οι κιτριές στον νομό Ηρακλείου ξεπατώθηκαν αναγκαστικά, αφού δεν υπήρχε τρόπος να ανακάμψει η καλλιέργεια. Και οι απογοητευμένοι παραγωγοί τους προτίμησαν να φυτέψουν οτιδήποτε διαφορετικό, αρκεί να μην ζήσουν πάλι την καταστροφή τους με τα κίτρα.
Η εξαγωγή, λοιπόν, σταμάτησε αναγκαστικά και μαζί της σταμάτησαν και τα σχέδια για το νέο εργοστάσιο, που είχαν ήδη όμως ροκανίσει αρκετά χρήματα από την περιουσία των συνεταίρων.

Τέλος "τύπου Τιτανικού"

Η Γερμανική κατοχή βρίσκει στο ισόγειο του Μεγάρου Φυτάκη νέους ενοίκους. Στεγάζεται πλέον εκεί η Νομαρχία, έναντι αδρού ενοικίου στην οικογένεια Φυτάκη, που κλυδωνίζεται πλέον από οικονομικής απόψεως .
Όμως η περίεργη μοίρα που τιμώρησε την ανθρώπινη αλαζονεία στον "Τιτανικό" φαίνεται ότι έβαλε στο στόχαστρό της και το Μέγαρο Φυτάκη. Μία αλλόκοτη συγκυρία έμελλε να το τραυματίσει και από μνημείο πολυτέλειας και μεγαλεπήβολων σχεδιασμών το μετέτρεψε σε ένα ερείπιο, που έμεινε χρόνια να "στοιχειώνει" την αισθητική της πόλης, η οποία κάποτε περηφανευόταν που το φιλοξενούσε. Λέω "αλλόκοτη" την συγκυρία, καθώς μοναδικό θύμα
της σε μεγάλη ακτίνα ήταν ουσιαστικά μόνο το Μέγαρο. Ένα Γερμανικό πλοίο με φορτίο πυρομαχικών περνούσε στα ανοιχτά της Κρήτης με προορισμό την Αφρική. Εγγλέζικα αεροπλάνα το εντόπισαν και το βομβάρδισαν. Δεν κατάφεραν ωστόσο να το βυθίσουν. Το Γερμανικό πλήρωμά του αναγκάστηκε να το οδηγήσει στο λιμάνι του Ηρακλείου. Όταν όμως το πλοίο έδεσε στην Ηρακλειώτικη προβλήτα, οι φωτιές από τα αμπάρια έφτασαν στο φορτίο των πυρομαχικών. Η έκρηξη που ακολούθησε ήταν τρομερή και στα θύματά της πέρα από το Γερμανικό σκαρί συμπεριέλαβε και το στολίδι του Ηρακλείου: το Μέγαρο Φυτάκη.


Καιρό μετά, το ερειπωμένο πλέον κτήριο, αγοράστηκε από την Μαρίκα Καψή. Η νέα ιδιοκτήτριά του πίστευε ότι αφού ο σκελετός του κτηρίου άντεξε στην πανωλεθρία της έκρηξης θα μπορούσε το όλο οικοδόμημα να αναστυλωθεί και να ανακτήσει την αίγλη του. Το σχέδιο της ήταν να το μετατρέψει σε ένα αριστοκρατικό ξενοδοχείο που θα διατηρούσε αναλλοίωτη την ιστορική μεγάλη σάλα του ισογείου. Ο θάνατός της σήμανε μία ακόμη χαμένη ευκαιρία για το Μέγαρο Φυτάκη, το οποίο ωστόσο παρέμεινε στην ιδιοκτησία των επιχειρήσεων Καψή.
Χρειάστηκε να περάσουν πέντε δεκαετίες, που κουρέλιασαν την όψη του, μέχρι να υπάρξει το νέο σχέδιο για την αξιοποίηση του. Στον ενδιάμεσο χρόνο το Μέγαρο έβρισκε τρόπους να ... υπενθυμίζει την παρουσία του. "Εκσφενδόνιζε" κομμάτια από το υλικό του που προσγειώνονταν στα πόδια ανυποψίαστων περαστικών και τους τρομοκρατούσαν. Οι Δημοτικές Υπηρεσίες ζητούσαν εναγωνίως την αποκατάσταση του κτηρίου, έτσι ώστε τουλάχιστον να μην απειλεί την ασφάλεια όσων περνούν από κοντά του. Η εύκολη λύση θα ήταν ασφαλώς η κατεδάφισή του όμως το κτήριο είχε χαρακτηριστεί διατηρητέο κι έτσι δεν θα μπορούσε να κατεδαφιστεί. Μέχρι που πολύ πρόσφατα αναστηλώθηκε και μετατράπηκε στο πανέμορφο σημερινό ξενοδοχείο.

Οι "περγαμηνές" του Μεγάρου

Για πολλούς παραμένει ανεξήγητο, γιατί το Μέγαρο Φυτάκη θεωρείται τόσο σπουδαίο μνημείο της πόλης. Οι αρχαιολόγοι δίνουν ίσως την πιο πειστική απάντηση. Πέρα από σύμβολο πλούτου και ευημερίας ήταν το πρώτο πολυώροφο κτήριο που απόκτησε το Ηράκλειο. Συχνά στα αρχαιολογικά αρχεία αναφέρεται ως "η πρώτη πολυκατοικία της πόλης". Παράλληλα, έχει χαρακτηριστεί ως Έργο Τέχνης και Ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα της πρώτης φάσης εφαρμογής του οπλισμένου σκυροδέματος στο Ηράκλειο, με διαμερίσματα κατοικιών. "Έχει αξιόλογα νεοκλασικά στοιχεία και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα πολυκατοικίας του μεσοπολέμου και σημείο αναφοράς για την πολεοδομική ανάπτυξη του Ηρακλείου, αναφέρει στην σχετική έκθεσή της η 7η Εφορία Νεωτέρων Μνημείων. Τα νεοκλασσικίζοντα εξωτερικά μορφολογικά στοιχεία (αρχιτεκτονικές προεξοχές, γείσα, πεσσοί, κιγκλιδώματα εισόδων και εξωστών) και η σχέση των ανοιγμάτων στις όψεις συνθέτουν ένα μοναδικό στην πόλη του Ηρακλείου αρχιτεκτόνημα. Μοναδικές στις λεπτομέρειές τους είναι οι ξύλινες εξώπορτες των καταστημάτων στο ισόγειο, οι οποίες είναι διακοσμημένες με ψευδοπαραστάσεις με ραβδώσεις».
Πολύ πρόσφατα η ιστορία του Μεγάρου Φυτάκη ... γύρισε σελίδα. Η ιδιοκτήτρια εταιρία "Κουφάκης - Καψή Α.Ε." αποφάσισε την ανακατασκευή και αποκατάστασή του. Το εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο για πολλά χρόνια κτίριο μετατράπηκε σ’ ένα σύγχρονο πολυτελές ξενοδοχείο. Για να μας θυμίζει ότι το να κατεδαφίζεις τα "ερείπια" του παρελθόντος δεν είναι σώνει και καλά .. μονόδρομος.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Μέγαρο Φυτάκη: μεταμορφώσεις ενός .. μύθου"

Δημοπρατώντας την μνήμη σαν άλλη περιουσία



Το θυμάμαι σαν να ‘ναι τώρα. Παράξενο πως κάποιες σκηνές αποτυπώνονται αυτούσια στη μνήμη μου. Προσεκτικά διπλωμένο σε μία ξεθωριασμένη πετσέτα. Το φυλούσε ευλαβικά στο βάθος μίας σκαλιστής σερβάντας. Εκείνη τη μέρα ήρθε η κουβέντα στα κειμήλια. Έλεγα πως ό,τι πολύτιμο κληρονόμησα ήταν μόνο κάτι παλιά βιβλία της γιαγιάς κι ένα παλιό περίτεχνο σερβίτσιο της.
Τα μάτια της γέλασαν πονηρά. Με εκείνο το βλέμμα που φώναζε «κάτι σκαρώνω».

- Κειμήλια ε; Στάσου να σου δείξω κάτι.

Έβγαλε ένα μικροσκοπικό κλειδί από την κρυψώνα στο εικονοστάσι. Πάντα μου φαινόταν αστείο που έβαζε τα "πολυτιμότερα" στο εικονοστάσι της. Το πήρε και άνοιξε τη σερβάντα. Κι άρχισε να ψαχουλεύει μέχρι που ανέσυρε εκείνο το "κάτι" τυλιγμένο στην πετσέτα. Το 'βαλε στο τραπέζι μπροστά μου, έτσι μασκαρεμένο.

- Θυμάσαι την αδερφή μου στο Τατόι; Τη Λίτσα; Θυμάσαι που μπαινόβγαινε στα ανάκτορα; Κι όμως δεν τους χώνευε καθόλου η Λίτσα μας. "Τίποτα από όλο αυτό το μεγαλείο δεν τους ανήκει" μου 'λεγε χαμηλόφωνα όποτε πήγαινα να τη δω. "Δικά μας είναι. Δεν είναι δικά τους".

Την κοίταξα παραξενεμένη. Κοίταξα και το κουκουλωμένο αντικείμενο που απίθωσε στο τραπέζι και η περιέργειά μου φούντωσε. Άπλωσα το χέρι να το ξεσκεπάσω. Ξετύλιξα την πετσέτα και είδα ένα πανέμορφο βάζο. Σκούρο μπλε. Κι ολόγυρα του ζωγραφισμένες παραστάσεις με μία πέρδικα, που άλλοτε πετά κι άλλοτε στραταρίζει. Κάθε πινελιά σε χρυσαφί. Υπό κανονικές συνθήκες ήταν απλά ένα όμορφο βάζο.

- Γύρισε το και κοίτα τι γράφει από κάτω, μου είπε.

Το γύρισα. “P.Fab”. Προσπαθούσα να σκεφτώ. Ένα φλασάκι μου ήρθε στο μυαλό αλλά μου φάνηκε απολύτως … παράλογο. Κι άλλωστε δεν θυμόμουν καν το μικρό του όνομα. Πιέρ, Πήτερ, Πέτρος;;;

- Εσύ ξέρεις ποιος είναι ο P. Fab; την ρώτησα.

- Ναι. Αυτός που σκέφτηκες είναι. Και δεν είναι χρυσαφί μπογιά. Είναι "χρυσή" μπογιά. Η Λίτσα το 'ξερε και μου 'πε αν φύγει πρώτη να πάω και να το πάρω για να το κρύψω. Και .. το πήρα.


Δεν έχω ιδέα τι απέγινε κείνο το βάζο. Πριν λίγο καιρό η κυρά Στέλλα πήγε να συναντήσει την αδερφή της. Το θυμήθηκα όμως σήμερα διαβάζοντας αυτό το κείμενο

Σημείωση: Το σωστό όνομα είναι Πήτερ. Το Κάρλ που αναφέρει το δημοσίευμα είναι πατρώνυμο.


Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Δημοπρατώντας την μνήμη σαν άλλη περιουσία"

Τετάρτη, Οκτωβρίου 25

Πολυπολιτισμικές .. παλιοκοινωνίες


Σκηνή πρωινή στο τρένο. Το βαγόνι γεμάτο. Τα καθίσματα όλα κατηλλειμένα.
Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μπαίνει από την Ομόνοια. Εκείνη έχει στο λαιμό εμφανές
το σημάδι της τραχειοστομίας.
Καταβεβλημένη. Ο σύντροφός της κουβαλάει μία βαλίτσα και προσπαθεί
ταυτόχρονα να την στηρίξει. Κοιτάζει γύρω του για κενή θέση.
 Εν τω μεταξύ, το τρένο ξεκινά και δίπλα τους ακριβώς είναι καθισμένο ένα 10χρονο παιδί.
Η μητέρα του στέκει όρθια πλάι. 

Το βλέμμα του μικρού διασταυρώνεται φευγαλέα με εκείνο του ηλικιωμένου
και το παιδί αυτόματα ετοιμάζεται να σηκωθεί και να παραχωρήσει το κάθισμά του.
Αλλά στην κίνηση επάνω νοιώθει το χέρι της μητέρας του στον ώμο.
Τα μάτια της εξακολουθούν να κοιτάζουν έξω από το παράθυρο αλλά το χέρι της
καθηλώνει τον μικρό στο κάθισμα. Μια στιγμή αμηχανίας.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι παρατηρεί την σκηνή. Ο πιτσιρικάς ξανακάνει προσπάθεια να σηκωθεί.
Το χέρι τον εμποδίζει πάλι. Ο κύριος με την βαλίτσα αποφασίζει να μιλήσει. "Σας παρακαλώ, μία θέση να καθίσει η γυναίκα μου. Είναι εγχειρισμένη και βγήκε τώρα από το νοσοκομείο. Δεν μπορεί να στέκεται". Προσφέρονται πολλοί. Η γυναίκα όμως δυσκολεύεται να ισορροπήσει και να ξεμακρύνει από το σημείο που στέκεται. Το παιδί χαμηλώνει το κεφάλι.
Κάποιος λέει: "σήκω αγόρι μου εσύ, αφού είναι δίπλα σου". Το παιδί αναθαρρεύει και ξαναπροσπαθεί να παραχωρήσει το κάθισμα. Το χέρι κινείται αστραπιαία να το εμποδίσει πάλι. Όλοι γυρίζουν και την κοιτούν. Μερικοί θυμώνουν.
Άλλοι ζητούν εξηγήσεις. Η φωνή της ακούγεται παγωμένη.
- Δεν θα σηκωθεί. Εμείς δύο εισητήρια, μία θέση. Εμείς δουλεύουμε, πληρώνουμε, καθόμαστε. Σηκωθεί άλλος.
Κάποιες γυναίκες αναλαμβάνουν να της εξηγήσουν ότι η γυναίκα είναι εγχειρισμένη και δεν πρόκειται για ζήτημα πληρωμής ή δικαιωμάτων. Άσκοπο.
- Αν δεν είναι καλά, πάρει ταξί. Εγώ θέση πλήρωσα.
Το παιδί έχει γίνει κατακόκκινο. Απότομα τινάζει το χέρι της από πάνω του και σηκώνεται.
Βοηθά την ηλικιωμένη να καθίσει στη θέση του. Αποφεύγει το βλέμμα της αλλά δεν προλαβαίνει να αποφύγει και πάλι το χέρι της που προσγειώνεται με δύναμη στο πρόσωπό του.
- Βλάκα. Δουλεύουμε, πληρώνουμε, παίρνουμε, του φωνάζει.
Το παιδί βάζει τα κλάμματα. Το βαγόνι ανάστατο. Όλοι της φωνάζουν. Μερικοί βρίζουν.
Η εγχειρισμένη γυναίκα δακρύζει κοιτώντας το αγοράκι. Του κρατάει ακόμη το χέρι από τη στιγμή που την βοήθησε να καθίσει. Και του το σφίγγει με όλη της τη δύναμη. Σαν να προσπαθεί κάτι να του πει. Ο μικρός συνεχίζει να κλαίει βουβά. Η μητέρα του ξαναστυλώνει το βλέμμα στο κενό.
....................................................................................................................................................
Τους κοίταζα σαν θεατρικό σκετσάκι που παίζεται ενώπιόν σου και αναζητάς τα νοήματα πίσω από τους ρόλους. Τους χαρακτήρες και τις δομές τους πίσω από τους πρωταγωνιστές.
Η μετανάστρια, που έμαθε να δουλεύει και να υπομένει, μέχρι να μπορεί να πληρώσει για να αποκτήσει. Άνθρωπος που σκλήρυνε από τις δοκιμασίες. Η ζωή της ένα νόμισμα. Τόσο αξίζει ... με τόσα εξαργυρώνεται. Απλές αριθμητικές πράξεις.

Ο γιός της, ένας "άπατρης" του 21ου αιώνα. Γεννήθηκε Αλβανός αλλά μεγαλώνει ως έλληνας. Στέκεται με το ένα πόδι σε κάθε νοοτροπία. Μέχρι που θα μάθει το σπαγγάτο. Κι αν δεν το μάθει θα χάσει την δική του ισορροπία. Δύσκολα μαθηματικά. Ανώτερα.

Κι η ηλικιωμένη ασθενής. Ένας ταλαίπωρος άνθρωπος που στα στερνά διαπραγματεύεται πάλι με καρτερία τα αυτονόητα. Το δικαίωμα στη συμπόνια. Επώδυνες επαναλήψεις για μία γεννιά που γαλουχήθηκε με συσίτια και κοινοκτημοσύνες.

Κι ο σύζυγος με τη βαλίτσα. Ο στωικός άνθρωπος που κάποτε νοιώθει ανίσχυρος
και παραδίδει στους άλλους κάθε δικαίωμα υπεράσπισής του. Πικραμένος παρατηρητής
μίας ζωής που κατ' ανάγκην ανήκει πια μόνο σε όσους την διεκδικούν.
"Οι ληξιπρόθεσμοι να πεθάνουν" που λέει σοφά κι ο ποιητής.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Πολυπολιτισμικές .. παλιοκοινωνίες"

Σάββατο, Οκτωβρίου 7

"Κεκλεισμένων των θυρών"


 
-Έλα βρε Άννα, τι είναι η ζωή? Στιγμές είναι.
Αυτές που πέρασαν κι αυτές που κράτησες.

Αφοπλιστικό να σου λένε με τόσο απλά λόγια τι ακριβώς είναι η ζωή. Τον φοβόμουν για χρόνια. Άψογα κορδωμένος στην ατσαλάκωτη στολή του. 
Μπαινόβγαινε στα παιδικά μου βιώματα με εκείνη την παράξενη υπεροψία της εξουσίας, 
που αποπνέουν όλοι οι "μπάτσοι". Ο θείος μου ο χωροφύλακας! Έτσι ξεκίνησε. Χωροφύλακας. Μετά βρέθηκε απροσδόκητα μπροστά του η περιβόητη υπόθεση Τσάπμαν. Την εξιχνίασε. Άρχισαν οι προαγωγές. Μπάτσος ολκής πια. Αλλά αν εξαιρέσεις τη στολή που του πήγαινε, δεν ήταν από τη στόφα του "ελεγκτή". Ίσως να φταίει που μεγάλωνα κιόλας και τον έβλεπα πιο μικροσκοπικό πια. Έβαλε στο σαλόνι ένα κατάμαυρο πιάνο (μόνο το χρώμα με ένοιαζε στην αρχή) και βάλθηκε να γεμίσει τον κόσμο νότες. Ζήλευα τότε. Ήθελα να βάλω κι εγώ τα δάχτυλά μου στα πλήκτρα. Μα τα μετρούσα με το μάτι και δεν τα βρισκα ικανά. 
Ντρεπόμουν, κι έτσι δεν του ζήτησα ποτέ να μου μάθει πιάνο. Μετά βάλθηκε να γεμίζει τον τόπο βιβλία.
Αργότερα, άρχισε πέρα από το να τα διαβάζει να τα γράφει κιόλας. Τόσο αντιφατικός άνθρωπος. Να σ' ανακρίνει με το βλέμμα, να σε καλοπιάνει με τη μουσική 
και να γράφει ποίηση και ασκήσεις γιόγκα. 

- Κι εσύ? Ποιές στιγμές θυμάσαι? τον ρώτησα σε κείνη την τελευταία κουβέντα μας.
Δεν περίμενα απάντηση. Συνήθως κοιτάζει έξω από το παράθυρο και χάνεται πια. Σαν να χαζεύει ακόμη τη Γωγώ του. Α, η Γωγώ ήταν μία ... Μελίνα. Φτιαγμένη από το ίδιο αέρινο υλικό. Έτσι νωρίς, όπως κι η Μελίνα, έφυγε. Και εκείνος δεν της το συγχώρεσε.
Παραδόξως, αυτή τη φορά δεν απέφυγε το βλέμμα μου κι άρχισε να απαντά.
- Θυμάμαι το τσουβάλι με τα κρεμμύδια. Μου το 'στειλαν από το χωριό. Κατοχή. Έτρωγα βραστά κρεμμύδια κάθε μέρα. Ένα μήνα, βραστά κρεμμύδια, το φαντάζεσαι?
Το χαμόσπιτο της Κοκκινιάς με την τρύπα στο πάτωμα για λεκάνη τουαλέτας. Και το κάτουρο ήθελε καλό σημάδι.
Το όπλο. Πόσο βαρύ είναι, ξέρεις? Παρακαλούσα να μην το μάθω ποτέ. Αλλά το 'μαθα. Όχι στη ζώνη το βάρος του, μα στην ψυχή.
Θυμάμαι μετά την πρώτη όπερα στη Βιέννη. Η Λούλου. Τι γυναίκα! Mozart, Vivaldi, Bach. Για όλα φταίει εκείνη η Λούλου.
Η θεία σου τριγυρνούσε γύρω από το πιάνο, όπως η Λούλου.
Μετά θυμάσαι το "Κεκλεισμένων των θυρών"? Μ' άρεσε ο δικαστής. Το παραπέρα που 'βλεπε.
Το Λούβρο. Δάκρυσα στην αίθουσα με τα κλεμμένα τότε. Κι ένας φύλακας να μου φωνάζει "Μην πλησιάζετε".
Μετά το Θιβέτ. Πόσο "ταξίδεψα" στη ζωή μου! Και τι έμεινε? Μόνο οι στιγμές και το πιάνο στο σαλόνι.

Έψαχνα κάτι να του πω. Τίποτα δεν βρήκα.
'Όταν κλείσω το στόμα μου και σωπάσω φαίνομαι τρομερά μυαλωμένος" έτσι δεν σκεφτόταν ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκυ;

Υ.Γ. Δώσε πολλά φιλιά στη Γωγώ. Για το πιάνο ερρίζουν πολλοί. Τι να κάνω?

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Κεκλεισμένων των θυρών""

Πέμπτη, Οκτωβρίου 5

"Στην τηλεοπτική μου συνείδηση δήμαρχος είναι ήδη η ... Τατιάνα".



 Μέρες Δημοτικών εκλογών. Πόσο πια να μη νοιάζεται κανείς?
 Αν δεν σε ταρακουνήσουν οι φωνές της Βάσιας και οι χάριν του θεάσθαι 
τηλεδιαπληκτισμοί, όλο και κάποια αφίσσα θα τραβήξει το βλέμμα σου στις καθημερινές διαδρομές. Όλο και κάποιο φυλλάδιο θα προστεθεί στη ρύπανση της ζωής σου. Όλο και κάποιος υποψήφιος θα κραυγάζει κάπου γύρω σου, διεκδικώντας ψήφο και σημασία ταυτόχρονα.
Παρατηρώ με προσοχή την μετάλλαξη των εκλογικών σκηνικών μας. Θυμάμαι στην Αθηναϊκή γειτονιά μου πως έβγαινε για τρεις (!!!) τετραετίες ένας χαμηλών τόνων άνθρωπος ως Δήμαρχος. Σε μία περιοχή που υπήρχαν πρόσφυγες που τα κουτσοβόλευαν, δεξιοί που τα καλοβόλευαν και σοσιαλιστές που ήλπιζαν να τα καλοβολέψουν. Όμως τον ψήφιζαν όλοι! Δεν ήταν ο μπαλκονάτος κι αεράτος τύπος της χαιρετούρας. Κάθε άλλο. Ένας βασανισμένος τύπος των εξοριών και της Μακρονήσου ήταν, με αριστερό έντιμο παρελθόν και μόνες περγαμηνές την μόρφωση και τη σοφία του χαρακτήρα του. Παραμονές των εκλογών οι ανάγκες της εκστρατείας τον έσερναν και στα μπαλκόνια. 
Τον κοιτούσες και το νοιωθες ότι ήταν εκεί με το ζόρι. Ανέβαινε όμως και ανέλυε προγράμματα. 
Δεν έλεγε "θα" κάνουμε πριν εξηγήσει όσα είχε ήδη κάνει. Και δεν χρειαζόταν και πολλές εξηγήσεις. 
Το υπαρκτό έργο μιλάει από μόνο του. Με το ανύπαρκτο είναι που χρειάζονται τα πολλά λόγια.
Ο Γιάννης Δ. δεν υπάρχει πια. Όσοι τον προφτάσαμε -και μάλιστα σε εποχές που φτιάχναμε πρότυπα- φυλάξαμε την εικόνα του πλάι σε μερικά συνώνυμα ήθους που μας δίδαξε.

Κάθε φορά στις Δημοτικές εκλογές την ανασύρω αυτή την εικονα. Σαν μεζούρα. Να μετρήσω τα τρέχοντα. Ο Γιάννης Δ. δεν ήταν τηλεοπτικός αστέρας (αμφιβάλλω αν βγήκε ποτέ στην τηλεόραση). Φιλόλογος ήταν (πόσο αντιφατικό να επαγγέλεσαι ιδέες σε εποχές .. αριθμών). Τον θυμάμαι συχνά με ένα γκρίζο κουστούμι. Τότε δεν χρειάζονταν τα κραυγαλέα λευκά πουκάμισα για τους συνειρμούς της εντιμότητας. Και το γκρι δεν ήταν το χρώμα της πολιτικής σοβαροφάνιας.
Ήταν το χρώμα των φουγάρων μίας γκρίζας γειτονιάς, που πάλευε να ανασάνει πλάι στα εργοστάσια.
Κι ο Δήμαρχός της ήταν ένας από μας. Τα παιδιά του έπαιζαν μαζί μας στο διάλειμμα κι η γυναίκα του ψώνιζε στον μπακάλη της συνοικίας. Αφόρητοι λαϊκισμοί, θα πει κανείς. Έτσι δεν μάθαμε να κομπάζουμε σκωπτικά για όσα απλά κι αληθινά ήταν το μέτρο μας κάποτε? Τώρα φυσικά και είναι ύποπτο να εμφανιστεί η γυναίκα του Δημάρχου στο συνοικιακό μπακαλικάκι. Όπως ύποπτο είναι να κάνουν περίπατο τα παιδιά του στο δημόσιο σχολείο. (Εδώ κοτζάμ αρχηγός αριστερού κόμματος και δεν καταδέχτηκε να τα στείλει εκεί).
Οι υποψήφιοι των Δημοτικών μας επιλογών πια είναι οι "επιτυχημενα" αναγνωρίσιμοι. Ο Απόστολος Γκλέτσος, η  Βάνα Μπάρμπα, η Βάσια Τριφύλλη, η Άντζελα Γκερέκου, ο Παναγιώτης Ψωμιάδης. Αυτή που τραγουδούν και παίζουν καλά. Αυτοί που "γράφουν" στο  γυαλί. Οι ηλικίες τους δεν έχουν καμία σημασία. 
Άκουσα πρόσφατα ότι καταργήθηκαν εντελώς από τα διαφημιστικά τους έντυπα. 
Επίσης σημασία δεν έχουν οι γνώσεις τους. Αναφέρονται όλο και σπανιότερα ή μονολεκτικά. 
"Ηθοποιός". "Τραγουδιστής". "Δημοσιογράφος". Τα οράματα και τα σχέδιά τους, ένα συνοθύλευμα από "θα".
Χωρίς εχέγγυα. Αλλά ποιός νοιάζεται. Αφημένοι στη μοιρολατρεία των επιλογών μας προκρίνουμε τους λαλίστερους, τους τσαμπουκάδες και τους τηλεδιάσημους. Συμβιβασμένοι στο βάθος με την ιδέα ότι ο στόχος τους μας είναι αδιάφορος, καθώς η δική τους ευημερία δεν συνάδει με την δική μας. Κι αυτός ο συμβιβασμός μας είναι ήδη το κλειδί της επιτυχίας τους.
Και στην κατά Μικρούτσικο εκδοχή (Θάνο όχι Ανδρέα):

Όλα τα καταπίνουμε, χάρη στους βλάκες δίνουμε.
Μα αυτοί μπήκαν στο αίμα μας και στον καπνό που πίνουμε.

Σημείωση: Μία σοβαρή απάντηση στο ερώτημα "γιατί κάποιος θέλει να γίνει δήμαρχος" βρήκα εδώ

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Στην τηλεοπτική μου συνείδηση δήμαρχος είναι ήδη η ... Τατιάνα"."

Τετάρτη, Οκτωβρίου 4

Τι απέγινε το "Ας τα λέμε καλά"?





Ειλικρινά, δεν ξέρω τι ¨παίζεται¨με το Lifo και τους bloggers. Ποιοί τρώγονται και γιατί. Εκείνο που ξέρω και με νοιάζει είναι ότι διάβασα ένα εύστοχο κείμενο στο προηγούμενο τεύχος για ένα θέμα που σκέφτομαι συχνά, αλλά θα αδυνατούσα ίσως να το εκφράσω τόσο καίρια, όσο το έκανε ο Κωστής Παπαγιώργης. Χαμένοι στη νιρβάνα του ευδαιμονισμού μας αγνοούμε ή παραβλέπουμε συχνά ότι το τρυπάκι του life style μας κατάπιε. Χρειάζεται το σοκ από την θέα σκηνών πολέμου για να θυμηθούμε ενίοτε (και όχι για πολύ) ότι κάποιοι δεν περνάνε καλά. Ή χρειάζονται οι γροθιές στο στομάχι που νοιώθεις βλέποντας κάτι ανθρώπινα ναυάγια που σου απλώνουν το χέρι για να σου θυμίσουν ότι εκτός από "υπαρκτό σοσιαλισμό" έχουμε
και υπαρκτή δυστυχία γύρω μας. Κι είναι περίεργο που έχουμε όλοι ξαμοληθεί στο παιχνίδι του θησαυρού, με μνήμη μηδενική στα μαθήματα του παρελθόντος.

Ο τίτλος είναι "Εμπρός να κόψουμε δρόμο!" και το παραθέτω αυτούσιο.

Όταν μόνο με μιαν υπογραφή και κάποιες, σχοινοτενείς έστω, συνεννοήσεις μπορεί κανείς να διασκελίσει την τάξη του και να βρεθεί στην κορυφή, γιατί να διστάσει; Άλλωστε δεν κλέβει τον κοσμάκη, τις εταιρείες ξαφρίζει - ζητάει μερτικό από τα κλεμμένα. ίται πανταχόθεν.

Μεσόκοπες μανούλες τηλεφωνούν στις μεσημεράδικες εκπομπές και ολοφύρονται: "η θυγατέρα μου εργάζεται σε πολυεθνική εταιρεία, έχει πατήσει τα τριάντα, αλλά αρνείται να παντρευτεί• πέστε μου, προορισμός της γυναίκας δεν είναι η οικογένεια;" Νεαροί που ακριβοξενοσπούδασαν και υποχρεούνται να εργαστούν, δηλώνουν ότι "αν δεν πάρουν μισθό άνω των επτά χιλιάδων ευρώ προτιμούν να απέχουν".
Το νέο φρόνημα στις κοινωνίες επιβάλλεται σαν το νέο στιλ, παρουσιάζει επιδημική εξάπλωση, το καταπίνουμε μαζί με τα νέα φαγητά, το φοράμε μαζί με τα νέα ρούχα (κι ακόμα βαθύτερα: σαν σαρκοφάνελα), φτάνει ώς εμάς μέσω ηλεκτρονικών εγκαταστάσεων, τρέχει σαν φάντασμα στους δρόμους μέσα κι έξω από το μοντέρνο αμάξι, είναι ένα πιστεύω που ομοιοκαταληκτεί αρμονικά με το "μέσα" μας.
Σε όλη της την πολυκέφαλη κλίμακα, η νεόκοπη γενιά έχει αφήσει οριστικά πίσω της πολλούς γνωστούς τρόπους. Θυμάται κανείς την πολυμελή οικογένεια που κουτσοπορεύεται, που τα φέρνει δύσκολα βόλτα; Τον βασάνη πάτερ φαμίλια και τη μάνα που παραδουλεύει κρυφά από τα παιδιά της; Τι απέγιναν τα μπαλωμένα ρούχα, τα γυρισμένα κοστούμια, τα κοτόπουλα μέσα στα χάρτινα κουτιά με τις τρύπες, η στέγη που στάζει, το κρέας της Κυριακής, το "ας τα λέμε καλά"; Τώρα τα "καλά" δεν πρέπει να τα λέμε μόνο, αλλά να είναι. Το "περνάμε καλά" διεκδικεί θέση εραλδικού εμβλήματος για τις φρέσκιες ανάσες.
Η παλιά Ελλάδα πέθανε• εμπρός για τον νέο κόσμο της ανεξαρτησίας, της αφθονίας και της ατομικής απόλαυσης.
Διόλου περίεργο ότι το παλαιό ήθος, το χνότο που βρομάει από την πείνα, ο σκυφτοκέφαλος φουκαράς και η σεμνή γυναικούλα που πάντα είχε έκθετο το ένα βυζί και ένα νιάνιαρο στα χέρια, η "κακούργα μετανάστευση" και η "κατηραμένη φτώχια" ποδοπατήθηκαν από τις επιχωριάζουσες ορδές του εύκολου πλουτισμού. Η χώρα, πρέπει να θυμίσουμε –για πρώτη φορά στη σύντομη ιστορία της– πέρασε περίπου μισό αιώνα χωρίς πόλεμο. Αυτή η ευλογία γεννοβολά ευκαιρίες και δυνατότητες.
Δικαιολογημένα ο Νεοέλλην ανακάλυψε την άνεση, τα δώρα του ελεύθερου χρόνου, δεν παρηγοριέται από το "και μη χειρότερα" αλλά κρυφοζηλοφθονεί τα άνω κοινωνικά διαζώματα. Κανείς δεν αρκείται σε αυτά που έχει, απεναντίας βαλαντώνει στη σκέψη αυτών που θα μπορούσε να κατέχει. Φτωχοί υπάρχουν, αλλά κι αυτοί νιώθουν προσωρινοί, προσδοκούν πότε "θα πιάσουν την καλή", πότε θα κάνουν τη "μεγάλη μπάζα". Αν υπάρχει ένα ψιθυριστό σύνθημα στις μεσαίες και τις ανώτερες τάξεις, αυτό δεν είναι άλλο από τη σκληρή επιταγή "να κόψουμε δρόμο", να αφήσουμε πίσω τη μιζέρια για να βρεθούμε στο ξέφωτο της ευημερούσας και αμαρτωλής ευδαιμονίας.
Μιλάει για "διαφθορά" η εκλεγμένη πολιτική εξουσία, αλλά δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει αυτά τα καλοντυμένα παιδάρια που παρελαύνουν τις τελευταίες μέρες –ξανά και ξανά– με τα βραχιολάκια στα χέρια τους. Τι έκαναν; Δε σκότωσαν, απλώς έσπευσαν να πιάσουν την καλή και να προαχθούν κοινωνικά. Αντί για στεγαστικό, σήκωσαν όλη την τράπεζα. Άλλωστε δεν είναι τυχαίοι. Μιλάνε ξένες γλώσσες, έζησαν σε ξένες κοινωνίες, ξεπλύθηκαν από την ελλαδική χωματίλα και κατέφθασαν σένιοι και ικανοί για να λάβουν τα δέοντα.
Ο λαϊκός αγοράζει λαχεία (και βδομαδιάτικες ελπίδες), ο σύμβουλος των πολιτικών κομμάτων είναι επαγγελματίας αριβίστας. Όσο για το δίκτυο του κακού, δεν είναι άλλο από τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Όταν μόνο με μιαν υπογραφή και κάποιες, σχοινοτενείς έστω, συνεννοήσεις μπορεί κανείς να διασκελίσει την τάξη του και να βρεθεί στην κορυφή, γιατί να διστάσει; Άλλωστε δεν κλέβει τον κοσμάκη, τις εταιρείες ξαφρίζει – ζητάει μερτικό από τα κλεμμένα.
Όπου επιχειρείται το "κόβω δρόμο", το άλλοθι είναι ότι ουδείς θεωρείται κλέπτης αν κλέβει από τα κλεμμένα.
Ωστόσο κλέβει κανείς και από τη ζωή του. Το πρότυπο του μπεκιάρη που είναι αυτάρκης, αξιωματούχος, έχει τις καταθέσεις του, τις απολαύσεις του και την ξεκαπίστρωτη ελευθερία του επιβάλλεται πλέον ως ένα είδος κοινωνικού αναρχισμού επιβεβλημένου από τις νέες συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο ότι από μια σκάλα και πάνω κυκλοφορεί και η απαραίτητη "μυτιά" για να στανιάρουν οι πολυάσχολοι.
Κατά κανόνα σε αυτό το κρίσιμο σημείο αρχίζουν οι συμβουλές και οι ηθικολογίες. Πλην όμως, όταν στο ρετιρέ χαλάει ο κόσμος, τα κάτω πατώματα ερμηνεύουν δικαιολογημένα την ηθική σαν απάτη και ύποπτη διαβουκόληση. Μέσα στο γενικό ραβαΐσι και τη μουνταρία, καθένας θα ήθελε να είναι και λιγάκι ένοχος, αρκεί η ενοχή να αποφέρει τα προσδοκώμενα. Κατά συνέπεια κάθε επάγγελμα μεταμορφώνεται εύκολα σε βαλίτσα με τριπλό πάτο και σε πονηρή μαϊμού. "Δεν θα την κάνω; Θα την κάνω, και μετά άντε πιάστε με στη Βραζιλία!"
Η απέχθεια για το γάμο και την τεκνογονία αποτελεί κι αυτή άμεση επίπτωση του νέου φρονήματος. Όποιος γεννοβολάει κουτσούβελα ουσιαστικά έμεινε ανεξεταστέος στα μαθήματα του νέου σχολείου. Ως γνωστόν, το παιδί σού κλέβει την ελευθερία, σου προσθέτει βαρίδια. Κατά μία έννοια υποκύπτεις στους ανταγωνιστές σου αν ακολουθείς την κοινωνική πεπατημένη. Αντίθετα, είσαι υπολογίσιμος αντίπαλος αν εμφανίζεσαι πάνοπλος, με όλο το χρόνο δικό σου, με το σαρκίο σου σε θέση παντοειδούς μάχης. Παλιά, αλλά πολύ παλιά, μιλούσαν για "χαμένα κορμιά".
Αλλά θα ήταν φτηνή υποκρισία αν δεν παραδεχόμασταν ότι όλοι λίγο πολύ έχουμε μπολιαστεί από αυτή την ασθένεια του λαλώ αλλά και παραλαλώ, του χαράσσω αλλά και παραχαράσσω. Τον άλλον τον θέλουμε καντιανό, παλαιών-αρχών-γερμανό, πιστό στο καθήκον και, βέβαια, λιγάκι κορόιδο – αντίθετα, εμείς παραμένουμε σοφιστές και κατά περίσταση οπαδοί του Χομπς.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι μόνο αν όλοι γίνουμε κλέφτες θα μπορέσουμε τελικά να δεχθούμε το κράτος τόσο σαν πολιτικό μηχανισμό που μας αφορά, όσο και σαν ηθικό παράγοντα. Αλλά τέτοια ευκαιρία δεν υπάρχει. Αν όλοι κόψουν δρόμο, τότε το κόψιμο δεν μετράει. Πρέπει να υπάρχουν πάντα οι καθυστερημένοι, οι ουραγοί, οι ανυποψίαστοι, τα θύματα για να δουλέψει η "μηχανή".

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Τι απέγινε το "Ας τα λέμε καλά"?"