Tabs: Blog | About Me |

Κυριακή, Ιουνίου 4

Μουσική .. βιογραφία


Kάποτε όλοι κάνουμε απολογισμούς. Στις παραμονές του Νέου έτους, στα γενέθλια. σε κάτι νύχτες με Πανσέληνο ή σε κάποιες στιγμές που ο ... Τζόνι ο περιπατητής τα σαρώνει όλα. Εγώ το κάνω ακούγοντας μουσική. Ως Κομνηνή, που λέει και τ' όνομα που διάλεξα.
Ένα τραγούδι λοιπόν, μπορεί να με "γυρίσει" δεκαετίες πίσω, στις εποχές της αθωότητας. Ένας στίχος μπορεί να με "ταξιδέψει" κι ακούγοντάς τον να βαλθώ να ζυγίζω το παρελθόν και να το συγκρίνω -ασυνείδητα σχεδόν- με τα τρέχοντα.

Δύσκολο να το εξηγήσεις σε όποιον δεν έμαθε να συντροφεύει τη ζωή του με μουσικές. Κι όμως μία μελωδία φτάνει για να αρχίσω τις .. αναδρομές. Όπως το "Όσο βαρούν τα σίδερα βαρούν τα μαύρα ρούχα". Είναι ένας μικρασιάτικος σκοπός, που πρωτοηχογράφησε ο Φουσταλιέρης το 1938. Έτσι το τραγούδι "πολιτογραφήθηκε" ως κρητικό. Αλλά δεν ήταν. Η μάνα μου το 'ξερε. Κάθε φορά που τ' άκουγε δάκρυζε. Τα μαύρα ρούχα στα νιάτα της δεν ήταν μόδα αλλά αναγκαιότητα.
Έχω συχνά εικόνες από τις αφηγήσεις της. Λες και ο σκοπός του τραγουδιού ήταν το βότσαλο στη λίμνη που ξυπνούσε κάθε μνήμη της. Άνθρωπος του "μοιράζομαι" η μάνα μου. Δεν κρατούσε τίποτα μέσα της. Πίκρες, χαρές, δικές της και ξένες ήθελε να τις κοινωνήσει πάντα. Σκούπιζε βιαστικά την αλμύρα, γελούσε αχνά κι έβαζε μπροστά το "Μιά φορά κι έναν καιρό" για να πει την ιστορία της.

Ένα μικρό χωριουδάκι, σκαρφαλωμένο στα ριζιμιά χαράκια.
Μαυροντυμένες γυναίκες να ανηφορίζουν με το δειλινό στο νεκροταφείο, για να βρεθούν κοντά στις .. απώλειές τους.
Και οι νεώτερες .. στα μαύρα κι αυτές. Η μάνα μου έτσι πρωτοθυμάται τον εαυτό της: Ένα κοριτσόπουλο με μακριά κατάμαυρα κρουλάκια, μεγάλα μαύρα μάτια και ρούχα ασορτί.
Κι έτσι αφηγείται και το ξεκίνημα του love story με τον πατέρα μου. Παράταιρο πια στους καιρούς μας, αλλά τότε ο πρώτος έρωτας για τις περισσότερες ήταν και ο μοναδικός. Γιος του γαιοκτήμονα της περιοχής εκείνος. Επόπτευε στ' αμπέλια τους εργάτες, καβάλα στ' άλογο. Εκεί την πρωτοξεχώρισε. Η πιο νέα μαυροφόρα. Ένα αγριοκάτσικο που δούλευε σβέλτα κι έτρεχε πάνω κάτω στον οψιγιά.

Κρατούσε ένα μήλο στα χέρια του ένα σούρουπο. Είχε λαξεύσει προσεκτικά το εσωτερικό του για να χωρέσει το σημείωμά.
Δυο στίχοι μόνο. Έτσι συνηθιζόταν. Ο έρωτας χωρούσε τότε στις μεστές κουβέντες μίας μαντινάδας. Πέρασε πλάι της και το πέταξε. Κι εκείνη, ως νέα Εύα, "δάγκωσε" το μήλο.

"Μια μαυροφόρα προσπαθεί να ανέβει στο φεγγάρι,
Θεέ μου, και δωσ' μου μπόρεση, να φτάσουμε ομάδι".


Το επόμενο μήλο ήταν αφημένο στη βρύση του χωριού. Ο ευρηματικός «όφης» είχε φροντίσει πάλι να το αδειάσει. Και μέσα του τρύπωσε για άλλη μία φορά γλυκόλογα σε ρίμα.

"Μόνο νερό της λησμονιάς σαν πιω θα σου ξεχάσω.
Μα κι αν το βρω, ως κι αν διψώ, δε θα το δοκιμάσω".


Κι έπειτα μαντινάδες κι έρωτες τους πήραν απ' το χέρι. Δυο ενθουσιασμένα παιδιά που "κλέφτηκαν" κι εγκατέλειψαν νύχτα το χωριό, για να βάλουν πλώρη για τις μεγάλες πολιτείες.

Αθήνα του 1964. Την λένε τώρα αφιλόξενη πόλη αλλά και τότε αρνιόταν να καλωσορίσει τους ξένους της.
Τους στρίμωχνε σε κάτι χαμόσπιτα της Κοκκινιάς και τους πελεκούσε μέρα νύχτα τα όνειρα ύπουλα. Έπειτα τους έστελνε στα εργοστάσια για τον επιούσιο. Aλλά εκείνοι δεν εννοούσαν να το βάλουν κάτω. Χαμόγελο και τραγούδι.

Ο πατέρας μου του χορού δεν ήταν. Ένα τραγούδι μόνο τον ξεσήκωνε. Πάντα τον θυμάμαι να αφήνει την καρέκλα του -σε κάτι γιορτές "οικογενειακού τύπου"- μόνο όταν έβγαινε τούτο το δισκάκι στην επιφάνεια. Και τότε, άπλωνε τα χέρια σαν φτερά, έκλεινε τα μάτια και χόρευε τον πιο γνήσιο ζεϊμπέκικο, που είδα ως τα σήμερα. Και τραγουδούσε δυνατά, με εκείνη την μπάσα και καθάρια φωνή, που κανένα του παιδί δεν κληρονόμησε: Μα εγώ δεν ζω γονατιστός, είμαι της γερακίνας γιος.

Παρακολουθούσαμε, ως πιτσιρίκια, σαστισμένα τα γλέντια των μεγάλων. Πολλά γλέντια. Αντιστρόφως ανάλογα της φτώχειας. Τεράστια τραπέζια να απλώνονται στην αυλή με καρέκλες δανεικές από τους γειτόνους. Στο κάτω μέρος να στήνεται η σούβλα και το ραδιόφωνο να παίζει τα "τραγούδια της παρέας". Kι ο ψεύτης κι άδικος ντουνιάς να παρηγοριέται πως ... έτσι ειν' η ζωή. Και που και που να μαλακώνει και να ζητά μία ζαριά καλή. Και μόλις το φαγητό τελειώσει και το κρασί αναλάβει "δράση" να πιάνουν το χορό. Πρώτα, πάντα τα τραγούδια της "πατρίδας".
Πιο κρητικοί .. απ' τους κρητικούς. Με μία ξεθωριασμένη θύμηση πια απ' τις εποχές του χωριού.
Κι η φωνή του Ξυλούρη να ξύνει πληγές κι αναμνήσεις: "Του κύκλου τα γυρίσματα, π' ανεβκατεβαίνουν" (πρόκειται για σπάνια ηχογράφηση της εποχής, με απόσπασμα από την αρχή του "Ερωτόκριτου" του Βιτσέντζου Κορνάρου).
Και μετά να αρχίζουν οι κασέτες να πηγαινοέρχονται. Μεγάλες, διπλάσιες από αυτές που θυμούνται αμυδρά πλέον οι πολύ νεώτεροι. Να καταφτάνουν όμως, άλλοτε από την γειτονιά -που τις έβρισκε πρόφαση να ρθει να σμίξει στο γλέντι και στο χορό- κι άλλοτε από τα αυτοκίνητα των καλεσμένων. Θυμάμαι ακόμη τα "σουξέ" του Αγκόπ με την χαρακτηριστικά ένρινη φωνή, που μας ξεκάρδιζε στα γέλια. Κι η κυρά Καίτη να στέκεται στην μεσοτοιχία και να φωνάζει: "Άνοιξέ το καλέ, γιατί δεν ακούγεται δυνατά".
Ο Στελάρας σε μεγάλες δόξες, η Δούκισσα, ο Μπιθικώτσης. Κι η Μοσχολιού να επιμένει πως εδώ είναι ο Παράδεισος κι η Κόλαση, εδώ . Και πράγματι. Ο Παράδεισος κάτι τέτοιες στιγμές "χαμήλωνε" και φτάναμε κι εμείς να τον κοιτάξουμε. Ίσως γιατί είχαμε ακόμη εκείνο το άδολο βλέμμα, όσων δεν ξέρουν καν ότι δρασκελούν στιγμιαία το κατώφλι του.

Την ίδια περίπου εποχή ο Τζορντανέλλι εμφανιζόταν στην τηλεόραση για να προμοτάρει το νέο τραγούδι που μας εκπροσωπούσε στη Εurovision . Kι ο Άλκης Στέας με εκείνο το καταδεκτικό χαμόγελο από δίπλα. Στις μπουάτ ο Χατζής έκανε την δική του .. επανάσταση. Κιθάρα, βραχνάδα και ... σπουδαίοι άνθρωποι αλλά ... Η εποχή πνιγόταν στα δικά της "αλλά". Ποιος είπε ότι η μοναξιά είναι προνόμιο ενός και μόνο καιρού; Υπόθεση διαχρονική!
Κι έπειτα καθώς μεγαλώναμε τα ακούσματα μας άλλαζαν. Το ροκ ερχόταν να θρονιαστεί στις ζωές μας και στα .. θρανία μας. Χαραγμένο με ξυραφάκι πάνω στο ξύλο του επίπλου. Scorpions, Rolling Stones, Led Zeppelin, Jim Morrison, ACDC, Bob Dylan.
Aγριεμένα νιάτα με τζιν "σωλήνα" και μυαλά στα .. κάγκελα.
Nα περιμένουμε το πάρτι του Σαββατόβραδου για λίγο ημίφως και να κάνουμε δεήσεις στον άγνωστο Θεό της "μπουκάλας" μπας και μας χαρίσει κανά ντροπιάρικο πεταχτό φιλί. Και στο πικ-απ οι Foreigner να μας παρακολουθούν με το Eye of the tiger . Κι οι "βράχοι" έτοιμοι να ξαναερωτευτούν την Angie .

Στην εγχώρια μουσική σκηνή πασχίζαμε να ξεπεράσουμε τον τρόπο που μας κοιτούσαν οι Olympians. Κάθε φορά που ακούω το τραγούδι θυμάμαι ένα πρωινό Κυριακής το χτυποκάρδι για το Lower έξω από το Βρετανικό συμβούλιο. Ο Πασχάλης στο φόρτε του τότε κι η κασέτα στην τσάντα μου, φρέσκο απόκτημα και αντίδοτο στο άγχος των εξετάσεων. Μου 'πεσε στην αίθουσα, μόλις μπήκα για τον προφορικό διαγωνισμό. Ο εξεταστής την σήκωσε, την κοίταξε, χαμογέλασε και μου είπε:
- Which of them do you like more?
Tα 'χασα και του 'δειξα με το δάκτυλο τον τίτλο από το τραγούδι.
- Can you explain what the song says in English?
Που είσαι Πασχάλη να σε φιλήσω, έλεγα μέσα μου. Show έκανα στο British council :)

Τις χαρές και τις νίκες τότε τις γιορτάζαμε. Όχι χαμηλόφωνα κι αθόρυβα. Έντονα και τρελιάρικα, σαν παλιόπαιδα που είμασταν. 
Λες και σαρώναμε προφητικά ευτυχίες και ξεγνοιασιές να τις φυλάξουμε για τις περιόδους της "ξηρασίας" που θα ακολουθούσαν όταν μεγαλώναμε.
Και βέβαια, η "διασκέδαση" απαιτούσε συνωμοσία.
Και επιστρατευόταν πάντα ο μεγάλος ξάδερφος. Έξοδος μετά δημοσίων θεαμάτων. Για παγωτό στου Κανάκη .. μας είχαν γονείς και Θείοι κι εμείς μέχρι ... Barbarella φτάναμε να ακούσουμε Felicita και red red wine για να "ξεβιδωθούμε" λίγο στην πίστα.
Κι όταν ξυπνούσε το "ροκάκι" μέσα μας κατηφορίζαμε στο "Κύτταρο" να δούμε τον Βασίλη με μακρύ μαλλί (και μπόλικο ακόμη) να τραγουδάει με την κιθάρα του σ' ακολουθώ . Και κάπου κάπου εκείνο το φοβάμαιπου μας εξομολογιόταν από την πίστα, κλωτσούσε άγρια μέσα μας. Αλλά το παραμερίζαμε. Νέοι καθώς είμασταν κι έτοιμοι να ρουφήξουμε τη ζωή και να την κατασπαράξουμε. Νέοι, γελαστοί και γελασμένοι.

Το "Αχ Μαρία" χωρούσε τους στεναγμούς μας. Kι ο σταυρός του νότου δεν καταλαβαίνω πως, τρύπωνε πάντα μέσα. Σαν σημαδούρα όλης εκείνης της εποχής. Θυμάμαι έναν μεγαλόσχημο καλλιτέχνη, που μας δέχτηκε εκεί στο καμαρίνι του. Ένα τσούρμο πιτσιρίκια του δεκαπενταμελούς, που θέλανε να κλείσουν "συνεστίαση" για την πενθήμερη της Τρίτης Λυκείου. Ψαρωμένα, παζαρεύαμε -όσο μας έπαιρνε- την τιμή της πρόσκλησης. Του λέγαμε "Τρία κατοστάρικα θα την βάλουμε, για να 'ρθει κόσμος". Μας γέλασε κατάμουτρα: "Πέντε θέλω εγώ. Βάλτε την είσοδο και τσάμπα αν σας κάνει κέφι, αλλά εγώ θέλω πέντε στο κεφάλι". Φύγαμε πικραμένοι κι εκείνο το κατώφλι κανείς μας δεν το ξαναπέρασε. Άδικο θα πεις, αλλά έτσι είμασταν. Τιμωροί και πεισματάρηδες. "Η απολυτότης, δευτέρα φύσις της νεότητος".

Mα τα προσπερνούσαμε όλα γρήγορα. Όλα .. εκτός από κείνους τους πρώτους έρωτες. Είχαν άλλα πλουμίδια τότε. Ραβασάκια την ώρα του μαθήματος, έντονες ματιές, εύγλωττες σιωπές, στομάχι "κόμπο" και στο βάθος η αμφιβολία να πηγαίνει σύννεφο: Για το αν ο έρωτας ζει . Μωρέ, ζούσε και βασίλευε. Στο ταψί μας χόρευε. Κι εμείς ατζαμήδες και άμαθοι, κάναμε την μία γκάφα πίσω από την άλλη. Μας θυμάμαι στα ταβερνεία με το τζουκ μποξ να λέει όλα όσα δεν έμελλε να ειπωθούν αλλιώς. Κι ο Κώστας πάντα να ψάχνει "ψιλά" για το ίδιο τραγούδι: Πες μου που πουλάν καρδιές, να σου πάρω μια. Πουθενά, δεν πουλούσαν.

Θυμάμαι στην Κυψέλη ένα βράδυ, στην "Ψάθα", που τα 'σπασε όλα χορεύοντας τον διαβολάκο. Μάταια. Προτιμούσα να χορεύω .. Ζαμπέτα. Το Μάλιστα κύριε.
Βιαζόμουν κι εγώ να φύγω τότε. Να ανοίξω φτερά για αλλού. Όπως το κάνουν όσοι δεν τους χωράει ο τόπος τους. Μου πήρε χρόνια να μάθω πως τίποτα πιο άγριο κι όμορφο συνάμα από το να κόβεις κάθε ομφάλιο λώρο. Να ξεκόβεις. Να υποκρίνεσαι πως έχεις "άγραφο" ακόμη παρελθόν και να σημαδεύεις παρόν και μέλλον στο δόξα πατρί.

Και μόνο κάτι βράδια σαν το αποψινό, να σε πιάνει το παράπονο . Περαστικό όμως κι αυτό. Όπως όλα. Και φευγαλέα να σκέφτεσαι τα πλοία των ερώτων. Εκείνα που προτίμησες. Και τ' άλλα που άφησες να περάσουν άπρακτα.
Τυχαιότητες. Να στέκεσαι χρόνια μετά και να μπερδεύεσαι για το αν τις διάλεξες ή σε διάλεξαν εκείνες.
"Σκέψου να 'ταν το πάτωμα ασπρόμαυρο και να 'σουν το πιόνι" . Tι στίχος και τι εικόνα!!
Και τελικά όλα να καταλήγουν, εκεί από όπου άρχισαν: Εκεί στο νότο . Στην πατρώα γη. Την ίδια που εγκατέλειψαν οι γεννήτορες χρόνια πριν. O απόλυτος κύκλος! Σαν μόνο δύο όχθες να βρήκα στο Αιγαίο. Και να μοίρασα το μόνο "της ζωής μου ταξείδιον" ανάμεσά τους.
Η αντιστρόφως επιστρέφουσα, που επανέλαβε την ιστορία, παραποιώντας την. Θυμάμαι έντονα εκείνο το βράδυ στο καράβι.

Μάρτης του 1987. Τα μποφόρ να σαρώνουν το Αιγαίο και το χιόνι να λευκαίνει ξαφνικά και τις δύο "όχθες" του. Την μία που ήξερα και την άλλη που πήγαινα να πρωτοσυναντήσω. Χωμένη σε μία πανύψηλη πολυθρόνα να πασχίζω μηχανικά να ακουμπήσω τις πατούσες μου στο πάτωμα.
Και ξαφνικά με κυρίευσε ο πανικός. Σαν να μην έφτανε το ανάστημά μου να μετρηθεί με το άγνωστο. Αλλά τον τιθάσευσα. Του 'μαθα να μένει στο πίσω μέρος του μυαλού, να παίζει με υπόηχους και να κρύβεται.
Κι όμως. Τόσα χρόνια πέρασαν κι ωστόσο, όλα αυτά που φοβάμαι ξεθαρρεύουν σε χρόνους ανύποπτους. Όπως όλοι οι δράκοι που καταχωνιάσαμε στις σοφίτες μας. Άστοργοι κι επιθετικοί. Έτοιμοι να σου ζητήσουν το "κόκκινο ταμείο" σου.
Και ιδού εγώ πρόθυμη για παραδοχές απόψε, να νοιώθω πιο δικό μου ό,τι έχασα.

Τίποτα δεν έμαθα. Απλά περπάτησα. Και συνεχίζω να περπατώ.
Μέχρι να κουραστώ κι εγώ κι ο δρόμος μου.  Όπως κουράζονται κάποτε όλοι οι οι "Υπέροχα Μονάχοι" στου Αδάμ την εξορία.

* Αφιερωμένο "στα σωστά μας και τα λάθη". Και στις ... μικρές ώρες που έχουν κάτι "μεγάλες" νύχτες.  Και στους σύγχρονους ινστρούκτορές μου που βοήθησαν αυτές οι σκέψεις να μην διαβάζονται απλώς αλλά να ακούγονται κιόλας.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Μουσική .. βιογραφία"

Σάββατο, Μαΐου 20

"Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός"


Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη ώρες και ώρες.

Γλασέ χαρτί ήταν; Δεν είμαι σίγουρη πια. Κόλλες μεγάλες από το βιβλιοπωλείο. Να κόψουμε όμορφα σχήματα και να τα κολλήσουμε προσεκτικά να μη βρει χαραμάδες ο άνεμος. Ξυλαράκια από το μαραγκούδικο του κυρ Παναγιώτη. Να μας κυνηγάει γελώντας κάτω από τα σκονισμένα μουστάκια του. Σπάγκο ελαφρύ για τα ζύγια. Εφημερίδες ψαλιδισμένες στην ουρά. Κι η καλούμπα στεριωμένη στο κέντρο.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν — ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την “ανάμνηση τον μέλλοντος”

Μέρες παλεύαμε να τον ... αναστήσουμε. Μπλεγμένα στη φαντασία μας όλα τα σύνεργα. Ψαλίδια, ξυλοκοπτική, χαρτοκοπτική. Οι τέμπερες που βαζαν το χρώμα. Κι η ψυχή να φτερουγάει μη βρέξει. Να ναι ο ουρανός του καλοτάξιδος. Να πάει ψηλά. Να δει και να μας φέρει κόσμους.

όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία — φοβόμουνα και μου άρεσε
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι. . .

Κι ο Θεός των ανέμων δεν είχε πάντα κατανόηση στα ντέρτια μας. Μας κρυφοκοίταζε στο δασάκι που πασχίζαμε. Κι άλλοτε γέλαγε κρατώντας την κοιλιά του με τις τρεχάλες μας. Κι άλλοτε έπαιζε μαζί μας κι αυτός, φυσώντας τις ελπίδες μας. Και τότε η καλούμπα ξέκοβε, ανασαίνοντας ελευθερία. Μέναμε να τον κοιτάμε να μακραίνει, το ίδιο λεύτερα κουρασμένοι.

Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελονσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: “δεσποινίς”
φοβόμουνα και μον άρεσε.
Ήταν οι “πάνω άνθρωποι” έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους “κάτω”·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια”
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.

Επιστροφή. Έψαχνα τη γαλάζια μου σκέπη με το βλέμμα. Να τον εντοπίσω. Να βρω πόσο αλλάργεψε και που σιμώνει. Και μόλις βράδυαζε ρωτούσα: "Φτάνει τώρα στη Σαλονίκη; Αύριο θα 'ναι στην Αγγλία; Πόσο θέλει για Αμερική;" Άσχετη στους παγκόσμιους χάρτες από τότε! Όπου δεν έφτανε το μάτι μου, όλα ξενητεμένα.

Ήταν θυμάμαι ” Ή Άννέτα με τα σάνταλα”
” Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης”
το “Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει”
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το “Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί
για σένα”.
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον
αέρα

Έκλεινα τα μάτια και τον έβλεπα να πετά ακούραστος. Ένα τοσοδούλικο φτεράκι στον άνεμο. Η κουκίδα που στειλα στα πέρατα. Τότε πίστευα πως μια μέρα θα τον ξαναβρω. θα λύσω τα ξυλίκια και θα μάθω όσα είδε. Σαν εικόνες να δίπλωνε για χάρη μου στα ζύγια.
Παιδιάστικες σκέψεις ...

φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.

Μέρες στεκόμουν στην αυλή με τα μάτια τεντωμένα στην ανίχνευση. Μάταια.
"Έγραψα πάνω τ' όνομά μου. Θα τον βρουν και θα τον στείλουν πίσω" κλαψούριζα κρατώντας σφικτά ό,τι απέμεινε από την καλούμπα. Η μητέρα χαμογέλαγε: "θα επιστρέψει, μα θα κάνει χρόνια. Είναι μεγάλο το ταξίδι του. Εσύ όμως να περιμένεις. Έχει πάνω τ' όνομά σου και θα γυρίσει".

Είμαι από πορσελάνη καί μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.

Μέσα μου μάτωνα. Δεν ήθελα καν να γυρίσει πια. Αλήθεια. Δεν ήθελα. Οι άλλοι με κορόιδευαν. Αλλά εγώ το ξερα. Τίποτα δεν υπόσχεται επιστροφές σαν είναι λεύτερο. Πήρα μια μέρα ήσυχα την καλούμπα και την πέταξα στο απέναντι χωράφι.
Έκτοτε με θλίβουν αφόρητα τα παιδιά με τα ετοιματζίδικα όνειρα. Σαν δέσμια μίας εποχής που φοβάται να κοπιάσει και να απελπιστεί. Καταδικασμένα σε όσα τους "πρέπουν". Στερημένα και φτωχά στα "μακρινά του παρελθόντος πένθη".

Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν — απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν·
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.

Ολόκληρο το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη βρίσκεται εδώ. Εξαίσια "τραγουδισμένο" από την Έλλη Λαμπέτη.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός""

Τρίτη, Μαΐου 16

Ερωτόκριτος και Αρετούσα

Αν κάτι πρωτοζήλεψα στα χωριά της Κρήτης είναι οι παλιές, μεστές και πανέμορφες μαντινάδες που ακούς. Γερόντισσες μαυροντυμένες πιάνουν και σου αραδιάζουν στις εξώπορτες αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο για καλωσόρισμα. Στα γλέντια οι ξακουστοί μαντιναδολόγοι κάθονται αντικρυστά και συνερίζονται ποιός θα καταφέρει να θυμηθεί μεγαλύτερο κομμάτι από το έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου. "Να μην απορείς, μου πε κάποτε ένας τέτοιος γέροντας. Για μας είναι ο κρητικός Σαίξπηρ".


427 χρόνια !!! Πώς να μην απορώ; Η Κρήτη από το 1590 -που τοποθετείται κατά προσέγγιση η συγγραφή του Ερωτόκριτου- διαδίδει από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά τα στιχάκια του. Σκέφτομαι αν έχουμε κάτι ανάλογα πολύτιμο και καλοφυλαγμένο στις παραδόσεις που κληρονομήσαμε και .. δεν το βρίσκω. Ο παπούς μου έλεγε όλο τον Ερωτόκριτο από στήθους. Το μόνο που επέμεινε να μάθει στα 11 παιδιά του ήταν αυτό. Κάποτε ο δάσκαλος πήγε σπίτι να του πει ότι η μικρή του κόρη, το στερνοπούλι του, είναι καλή στα γράμματα. Ο παππούς μου γέλασε περιφρονητικά και του 'πε: Ίντα λες δάσκαλε; Έντεκα κοπέλια έχω και τα δέκα μάθανε αμέσως τον Ερωτόκριτο. Μόνο αυτή δεν τον κατέχει ολόκληρο. Π' ανάθεμα τις βουλές που 'χετε οι γραμματιζούμενοι.

Ακούγοντας αυτές τις χαριτωμένες παλιές ιστορίες σκέφτομαι συχνά τις διαδρομές που έκανε η έννοια της μόρφωσης τα τελευταία χρόνια μας. Κάποτε όποιος κατάφερνε την πρόσθεση χωρίς να μετράει στα δάκτυλα ήταν φωστήρας. Αργότερα έπρεπε να ξέρει τριγωνομετρία, Άλγεβρα και Μαθηματικά. Σήμερα η κβαντική μηχανική δεν φτάνει ίσως. Κι όμως ο Ερωτόκριτος αποστηθίζεται ακόμη από τα κρητικόπουλα. Όχι ως μάθημα "κορμού" ή ως must της εκπαίδευσης ... αλλά ως ανάγκη να μπολιαστούν την ομορφιά του τόπου τους.


Και καθώς συχνά νομίζουμε ότι ο μικρόκοσμός μας είναι δείγμα γραφής του σύμπαντος, ξαφνιάστηκα ακούγοντας ότι φίλοι καλοί και αγαπημένοι δεν έτυχε να διαβάσουν τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα. Κι αντί να αρχίσω με πάθος να τους προτρέπω να πάρουν την έντυπη έκδοση (έπεα πτερόεντα κάποτε οι προτροπές) σκέφτηκα να φτιάξω ένα μεγααααλο -και κουραστικό ίσως για κάποιους- ποστάριον εδώ και να εξαφανίσω κάθε δικαιολογία για τους "αδιάβαστους".

Αντί προλόγου να πω μόνο τους γνωστούς στίχους για τον ποιητή του έργου:

Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ’καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγ’ η φύση,
το τέλος του ’χει να γενεί όπου ο Θεός ορίσει.


Δεν ξέρουμε ωστόσο με σαφήνεια ποιός Κορνάρος (φαίνονται αρκετοί στα παλιά έγγραφα, όλοι τους γόνοι εξελληνισμένων Βενετών αρχόντων) από τους πολλούς Βιτσέντζους της εποχής έγραψε τον Ερωτόκριτο. Οι ιστορικοί τοποθετούν χρονολογικά τη σύνθεση κατά το 1590. Το έργο έχει εμφανείς επιρροές από το γαλλικό μυθιστόρημα Paris et Vienne του 1432 και τον Μαινόμενο Ορλάνδο του Ariosto. Οι στίχοι του διαδίδονται από στόμα σε στόμα και ήδη το 1645 (αρχές της επίθεσης των Τούρκων στην Κρήτη) το νησί το απαγγέλει από άκρη σ' άκρη.
Πέρασε μισός αιώνας μέχρι το έργο να αποκτήσει έντυπη μορφή. Οι πηγές λένε ότι τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1713, φυσικά στη Βενετία, όπως και τα άλλα κρητικά έργα της εποχής, και ανατυπώθηκε (πράγμα σπάνιο) το 1737 λόγω της μεγάλης ζήτησης που είχε. Από την πρώτη εκείνη έκδοση σώζεται ένα και μοναδικό αντίτυπο, που φυλάσσεται στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη, στην Αθήνα.
Το 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού κυκλοφόρησε με τη μορφή λαϊκής φυλλάδας σε πάρα πολλές εκδόσεις, δυστυχώς πρόχειρες και με πολλά λάθη, και διαβάστηκε τόσο πολύ, που ο μεγάλος λαογράφος Νικόλαος Πολίτης (1852-1921) το 1909 έγραφε:
Μέχρις εσχάτων δε και αλλαχού μεν της Ελλάδος, αλλά προπάντως εν Κρήτη, πολλοί εκ της συχνής αναγνώσεων εγίνωσκον από μνήμης μακρά αποσπάσματα, ώστε ως παρατηρεί ο Κρης Ι. Μ. Δαμβέργης, και αν ήθελον τυχόν απολεσθή πάντα τ’ αντίτυπα αυτού, το έπος ηδύνατο ν’ απαρτισθή πάλιν ολόκληρον εκ του στόματος Κρησσών και Κρητών, «οίτινες και νυν έτι αποστηθίζοντες, μεταδίδουν αυτό διά στόματος απ’ αρχής μέχρι τέλους εις τα τέκνα και τους φίλους των». Γενιές ολόκληρες δεν έβρισκαν καλύτερη κληρονομιά να αφήσουν στα παιδιά τους από ένα αντίγραφο του Ερωτόκριτου. Ακόμη κι οι Τουρκοκρητικοί μυήθηκαν στη γλώσσα μαθαίνοντας τα πάθη της Αρετούσας.
Υπάρχουν μαρτυρίες σε χωριά της Σητείας στις αρχές του 20ου αιώνα για το πόσο πολύτιμο θεωρείτο το πόνημα του Κορνάρου που άλλοτε αναφέρεται σε διαθήκες κι άλλοτε "μοιράζεται" με τρόπο παράδοξο. Πολλά αντίγραφα βρέθηκαν στην Κρήτη σκισμένα ή κομμένα. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που λέγεται στην Αχλαδιά της Σητείας: τρία αδέρφια μοίραζαν την περιουσία τους κι ανάμεσα σε όσα κληρονόμησαν από τα γονικά τους ήταν και το βιβλίο του Ερωτόκριτου. Κανείς δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Σκέφτηκαν να το μοιράσουν σε αποσπάσματα στην αρχή. Αλλά κι εκεί διαφώνησαν. Στο τέλος -για να γίνει δίκαιη μοιρασιά- βάλανε το βιβλίο κάτω και το έκοψαν κατά πλάτος σε τρία ισόποσα μέρη. Όμοια κομμένα βιβλία βρέθηκαν σε μιτάτα του Ψηλορείτη και στα Σφακιά.
Η μελωδία που συνοδεύει σήμερα τα τραγούδια του -λένε- πως κατάγεται από την εποχή που γράφτηκε το έργο. Ένας σιγανός παραπονιάρικος σκοπός που αφήνει χώρο στην αφήγηση.

Ο ίδιος σκοπός που ενέπνευσε κι ένα σωρό μεταγενέστερα κρητικά τραγούδια, που συχνά ξαναμπλέκουν τον Ερωτόκριτο στις ρύμες τους:

Είπα σου μη μπερδεύγεσαι στση ζώνης μου τα κρούσσα,
γιατί θα σύρεις βάσανα ωσάν την Αρετούσα!

(Ν. Ξυλούρης, δίσκος «Τα που θυμούμαι τραγουδώ», Columbia 1975)

Γιατί μπαίνω στον κόπο; Δεν βρίσκω καλύτερη απάντηση από όσα έγραψε ο Κωστής Παλαμάς για τον Βιτσέντζο Κορνάρο: Ντροπή στο Έθνος που ακόμα δεν κατάλαβε, ύστερ’ από πέντε αιώνων περπάτημα, πως ο ποιητής του Ερωτόκριτου, αυτός είναι ο «μέγας του Ελληνικού Έθνους και αθάνατος ποιητής»!
Μία από τις καλύτερες επεξεργασίες πάνω στην αρχική έκδοση του 1713 (έκδοση Βενετίας) έκανε ο αείμνηστος Γιώργος Σαββίδης. Και καθώς το έργο -ευτυχώς- δεν έχει συγγραφικά δικαιώματα να το περιορίζουν θα το βρείτε ολόκληρο εδώ.
Ο τόπος και ο χρόνος της ιστορίας παραμένουν αιωρούμενα σε μία ασάφεια. Αρχικά, η υπόθεση του ποιήματος φαίνεται να λαμβάνει χώρα στην Αρχαία Αθήνα, επί των ημερών του βασιλιά Ηράκλη (μυθικό πρόσωπο) αλλά στη συνέχεια ο ποιητής εισάγει πρόσωπα, γεγονότα και τόπους που αναφέρονται στο Μεσαίωνα και στην εποχή του. Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, κόρης του βασιλιά, ένας έρωτας ο οποίος χρησιμεύει ως άξονας στον ποιητή για να υμνήσει τη φιλία, την ανδρεία και την αγάπη προς τη πατρίδα.
Ο Ερωτόκριτος ήταν γιός του Πεζόστρατου, συμβούλου του βασιλιά, ανήκοντας έτσι σε κατώτερη κοινωνική τάξη από την πριγκίπησα, κάτι που καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους. Ο ερωτοχτυπημένος νέος, μην έχοντας τη δυνατότητα να εκδηλώσει την αγάπη του προς την Αρετούσα, τραγουδά μεταμφιεσμένος κάτω από το παράθυρό της τα βράδια, ενώ η πριγκίπησα αναπτύσσει σιγά-σιγά αισθήματα προς τον άγνωστο τραγουδιστή. Οταν ο Ερωτόκριτος αναγκάζεται, μαζί με το φίλο του Πολύδωρο, να σκοτώσει δέκα από τους σωματοφύλακες του βασιλιά που είχαν σταλεί για να τον συλλάβουν, αυτοεξορίζεται στην πόλη του Εγρίπου, όπου προσπαθεί αποτυχημένα να ξεχάσει τον έρωτά του.

Η Αρετή, όταν ο άγνωστος τραγουδιστής παύει να ακούγεται κάτω από το παράθυρό της τα βράδια, ανακαλύπτει πόσο της λείπει. Σε μια επίσκεψη της Αρετής στο σπίτι του Πεζόστρατου, του πατέρα του Ερωτόκριτου, η νέα ανακαλύπτει τα τραγούδια και την εικόνα της, μαθαίνοντας έτσι την ταυτότητα του θαυμαστή της και -τότε- πέφτει πια σε βαθιά θλίψη. Θέλοντας να διασκεδάσει την κόρη του, ο βασιλιάς Ηράκλης διοργανώνει αγώνες κονταρομαχίας, όπου καλούνται οι διαπρεπέστεροι ευγενείς της εποχής. Στους αγώνες λαμβάνει μέρος και ο Ερωτόκριτος, ο οποίος έρχεται νικητής και στεφανώνεται από τα χέρια της αγαπημένης του πριγκίπησας. Παίρνοντας θάρρος από τη νίκη του, ο νέος τολμά να ζητήσει σε γάμο την αγαπημένη του από τον πατέρα της, το βασιλιά. Μαντατοφόρο στέλνει τον δικό του πατέρα, τον Πεζόστρατο. Ο Ηράκλης όμως εξοργίζεται, αποπέμπει το σύμβουλό του, εξορίζει τον Ερωτόκριτο και διατάζει την κόρη του να παντρευτεί τον διάδοχο του θρόνου του Βυζαντίου. Η Αρετή αρνείται και ο Ηράκλης την κλείνει σε ένα σκοτεινό και υγρό μπουντρούμι, μαζί με την παραμάνα της, όπου για μία πενταετία, υφιστάμενες πολλές κακουχίες κι οι δυό τους. Την ίδια εποχή, ο βασιλιάς της Βλαχίας Βλαντίστρατος κηρύσσει τον πόλεμο στην Αθήνα και εισβάλλει με το στρατό του προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Ο Ερωτόκριτος πονά μαθαίνοντας στην εξορία τα νέα του τόπου του. Κάποτε αποφασίζει να δράσει.Αφού πίνει ένα μαγικό υγρό που αλλάζει την εξωτερική του εμφάνιση, έρχεται να βοηθήσει την πατρίδα του και προκαλεί τεράστιες απώλειες στον εχθρικό στρατό, ενώ σε μια από τις συγκρούσεις σώζει τη ζωή του, γέροντα πλέον, βασιλιά Ηράκλη και του φίλου του Πολύδωρου.


Η τύχη του πολέμου κρίνεται σε μια επική μονομαχία του Ερωτόκριτου με τον ανηψιό του βασιλιά της Βλαχίας, τον Άριστο. Ο Ερωτόκριτος νικά, σκοτώνοντας τον αντίπαλό του αλλά τραυματίζεται ο ίδιος σοβαρά. Οι Βλάχοι αποσύρονται, οπότε ο Ερωτόκριτος μεταφέρεται στα βασιλικά ανάκτορα, στο δωμάτιο και το κρεββάτι της Αρετής, όπου και μένει αρκετό καιρό μέχρι να θεραπευτεί. Μετά, ο βασιλιάς Ηράκλης θέλοντας να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, προσφέρεται να τον υιοθετήσει και να του παραχωρήσει το μισό του βασίλειο. Ο ήρωας όμως αρνείται και ζητά να απελευθερωθεί η Αρετή και να του επιτραπεί να την παντρευτεί. Αρχικά η πριγκίπησα αρνείται να παντρευτεί τον άγνωστο, οπότε ο Ερωτόκριτος πηγαίνει ο ίδιος να την αναζητήσει και, διαπιστώνοντας την πίστη της στην αγάπη του τόσα χρόνια, αποκαλύπτει την πραγματική του μορφή. Το τέλος θα το αφήσω μετέωρο, μπας και πείσω όσους το αγνοούν να το ανακαλύψουν διαβάζοντας :)

** Πολύτιμες πηγές το Εργαστήρι της Κρητικής μουσικής και το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ερωτόκριτος και Αρετούσα"

Τετάρτη, Απριλίου 27

Τα τραγούδια της ζωής μας



Λέω συχνά πως η μουσική είναι η "γλώσσα" του Θεού. Ένας τόπος μαγικός που δεν ορίζεις απόλυτα τις αντιδράσεις και τις σκέψεις σου. Σαν το κρασάκι που κυλά μέσα σου και  παραπατάς αθέλητα. Αν κάτι αλήθεια ζήλεψα στη ζωή μου είναι η τέχνη των τραγουδοποιών. Ο τρόπος που εκμαιεύουν στιχάκια από τις αλήθειες μας και μας τα ξαναβάζουν στο στόμα με μελωδία. Παράξενο πως οι άνθρωποι "συναντιούνται" στα τραγούδια πιο εύκολα. Σαν να
μερεύουν και να μιλάνε ξαφνικά την ίδια γλώσσα.

Η μεσημεριανή συντροφιά μας ήταν .. μωσαϊκή.
Ασύνδετοι τύποι που τους ενώνει απλά η κοινή εργασιακή τους στέγη. Βαλθήκαμε να
δοκιμάζουμε με παιδιάστικο ενθουσιασμό ένα καινούριο (για μας έστω) "μαραφέτι" στο
διαδίκτυο που σου ξεθάβει πάραυτα όποιο άσμα ζητήσεις. Στην αρχή ψάχναμε πεισματικά τρόπο να το δυσκολέψουμε. Πισωγυρίσαμε στις 45 στροφές και του ζητούσαμε την Βούλα Πάλλα και τον Ζακυνθηνάκη. Ανταποκρίθηκε :-)

EPANASTATO.mp3


Στρογγυλοκάτσαμε ξαφνιασμένοι και αναμοχλεύαμε τραγούδια και αναμνήσεις. "Είναι
παράξενη εποχή να βρει το δίκιο του ένας στίχος" αναφώνησε ο Νίκος. Και το  τζίνι του κομπιούτορα άρχισε να κερνά την μελωδία:

11 - Πρωινή Ή Βραδ...


Ωραία, όλα έχουν αποδελτιωθεί, συμπέρανε η Ηρώ και θυμήθηκα τον στίχο του Αναγνωστάκη. Και το ψαχτήρι μας το ξετρύπωσε κι αυτό:

07.Ola Exoun Apode...


Σιγά μην ξέρει κι από ποίηση, είπε υποτιμητικά η Αντωνία που είναι και η πιο .. κουλτουριάρα μας. Ζητήστε του κάτι δύσκολο. Τον πληθυντικό αριθμό της Δημουλά. Άμα τον βρει να μου τρυπήσετε τη μύτη.

20_Kikh Dhmoyla - ...


Την πειράζαμε πως ευτυχώς δεν είμαστε αιμοβόροι κι η μύτη της έμεινε χωρίς σινιέ χαλκαδάκι αλλά η Αντωνία άρχισε να θυμάται τα βράδια που διάβαζε την Δημουλά. Εκεί λίγο πριν το πτυχίο της. Ένα κορίτσι της επαρχίας ολομόναχο σε ένα υπόγειο στα Πατήσια.
- Αυτά άκουγες πουλάκι μου στο πτυχίο και βγήκες .. τίγκα στην μελαγχολία? την αποπήρε ο Κωστής. Εγώ πάλι άκουγα τον Ψαρονίκο και θυμόμουνα πατρίδα. Εκείνο το τραγούδι από το Χρονικό του Μαρκόπουλου.

Track 07.mp3


-Καλά μάγκες, απέχουμε έτη φωτός, μουρμούρισε ο Στέλιος. Εγώ άκουγα τον Μητσάρα τότε
και έκοβα τις βόλτες μου σε κάτι στέκια υπόγεια στον Πειραιά. Κι η μάνα μου καμάρωνε πως
ξενυχτούσα για το Πάντειο. Εκείνο το "σε μία στοίβα καλαμιές" ήταν το "κοινωνιολογικό" σουξέ μου.

se_mia_stiva_kalam...


Η παρέα μαζευόταν γύρω από τον υπολογιστή όπως συνέβαινε σε αλλοτινά φεγγάρια γύρω από το τζουκ μπόξ. Ένας ένας .. χωρίς καν κέρμα προσερχόταν να ζητήσει "αντίδωρο" από τις μουσικές αναμνήσεις του. Έτσι έμαθα πως ερωτεύτηκε ο Βασίλης τη Λίνα. Πως έγινε φωτογράφος ο Παντελής. Με ποιό τραγούδι πρωτομέθυσε η Βαγγελίτσα. Με ποιό έμεινε έγκυος η Σταυρούλα και με ποιό θυμάται τη μάνα της η κυρά Θοδώρα που μπήκε βιαστικά να καθαρίσει και την συνεπήρε η κουβέντα μας.
Τα πήρα .. τα ανακάτεψα και τα προσκομίζω.

Odos Aristotelous....


07-Νύχτες φωτογράφ...


06 - ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ ΔΗ...


15. Vassilis Papak...


margaritis - Oi dr...


Απροσδόκητα ήρθε κι ο Τζόνυ ο ... οδοιπόρος να ενωθεί με το παρεάκι και κάτι οι πενιές και οι ζεϊμπεκιές, κάτι οι ιστορίες και οι αναμνήσεις .. πήρε να σκοτεινιάζει και δεν το καταλάβαμε. Είχα ήδη δοκιμάσει τις μνήμες μου στα μουσικά δρώμενα ζητώντας από το .. τζίνι να παίξει την πλατεία Αβησσυνίας.
Όλες οι Κυριακές της εφηβείας μου στο Μοναστηράκι συναντιόνταν σε τούτο τον σκοπό.

Avisinia.mp3


Η μουσική θα 'χει -φαντάζομαι- για τους γνώστες τις σταθερές της. Για μας τους υπόλοιπους έχει μόνο το βίωμα. Μία λεπτή κλωστούλα που κομποδένουμε και πονάμε όταν οι άλλοι δεν νογάνε πόσο εύθραυστη είναι. Το είδα μερικές φορές και σήμερα όταν κάποιος απόπαιρνε τις επιλογές κάποιου άλλου. Ξεμύτιζε αυθόρμητα μία ιστορία τότε, για να δώσει άλλοθι και να δικαιολογήσει πως δέθηκε το τραγούδι με την ανάμνηση. Λες και τα τραγούδια φτιάχτηκαν για να ξαπλώνουμε αναπαυτικά πάνω τους τα ...  "κομμάτια" μας. Ίσως γι' αυτό να τα λένε και "κομμάτια" σκέφτηκα και χαμογέλασα. Έξω από το παράθυρο του γραφείου ο ήλιος χανόταν. Θυμήθηκα τον μέγα ποιητή Καρούζο κι εκείνο τον στίχο που μου 'μαθε ο Θανάσης "γι' αυτό ποτέ μου δεν παζάρεψα το ηλιοβασίλεμα, τόπος μου είναι το στήθος μου και ταξιδεύω, ταξιδεύω σίγουρος".
Oso kratisei i zoi...


Ε σαν το βρήκε κι αυτό, κόμπασε το τζίνι και επέμενε να μου ικανοποιήσει και το τρίτο αίτημα. Και τότε μου μπήκε η ιδέα να ζητήσω κάτι δύσκολο και να σας βάλω όλους σε .. μπελάδες: Τα τραγούδια που αγαπήσατε και τις ιστορίες που ακουμπήσατε πάνω τους. Και καθώς από κάπου πρέπει να βάλω αρχή .. είπα στο τζίνι να καλέσει στο πάλκο τους μουσικάντορες. Δηλαδή, τον Άρη τον Δαβαράκη, την Καπετάνισσα, τον μίστερ Juke-box, τον Χοιροψάλτη και τον Μπερεκέτη .
Και για να βεβαιωθώ πως το .. γλυκό θα δέσει, του πα να πάει τα μαντάτα και σε μερικούς καλούς φίλους, όπως τον Αθήναιο, τη Βασιλική, τη Ντόλλυ , τον Μπαμπάκη, τον Γούφα, τον Υπουργό και τον Φοίβο. Και αφότου το τζίνι αγανάκτησε με τις απαιτήσεις μου (του δινα λίστα με καμιά πενηνταριά ακόμη) με έπεισε να ζητήσω τελικά να στηλώσετε την ... πυραμίδα του Χέοπος, συνεισφέροντας προσκλήσεις για πέντε νέα "θύματα" (της τρικυμίας εν κρανίω που με έπιασε) έκαστος. Αντε ... και μην το βαρυγκομάτε (σε σένα το λέω Γιωργάκη που όλο πας να ξεστρίψεις). Βάζω στοίχημα πως όλους κάποιο τραγούδι θα βρεθεί να σας πάρει από το χέρι.

UPDATE (προς αποφυγή παρεξηγήσεων) Τις ιστορίες και τα άσματα τις γράφουμε στα μπλο(γ)κάκια μας. Εν ολίγοις, την .. στρουμφίσατε με τις εμπνεύσεις μου :-)
Kαι αφιερωσούλα στον Γέροντα Χριστόφορο που ρωτούσε τι σκοπό σιγομουρμουρίζω κάθε Παρασκευή. Κεφάτο, γέρο μου κι άντε στρώσου κι εσύ να μου πεις τους δικούς σου τώρα :-)

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Τα τραγούδια της ζωής μας"

Πέμπτη, Ιανουαρίου 14

Ένας Μικρούτσικος .. Υπέροχα Μον(ομ)άχος



Καθόταν στο φουαγιέ του ξενοδοχείου του στο Ηράκλειο. Βράδυ Σαββάτου. Λίγο πριν την τελευταία παράσταση που θα σφράγιζε αυτόν τον κύκλο των περιοδειών ανά την Ελλάδα με συντροφιά τον Γιάννη Κούτρα, τον Μανόλη Μητσιά και την Ρίτα Αντωνοπούλου.
Υπό κανονικές συνθήκες ένας συνθέτης του διαμετρήματός του προκαλεί αυτόματα δέος στον εν δυνάμει συνομιλητή. Όμως ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν εκεί χαμογελαστός, μειλίχια προσηνής και .. υπέροχα μονάχος.
Ένα μουσικό κεφάλαιο από μόνος του. Ο άνθρωπος που βοήθησε τρεις γενιές να κοινωνήσουν στην ποίηση του Καββαδία (πρωτίστως), του Ρίτσου, του Καρυωτάκη, του Αναγνωστάκη και του Καβάφη. Ο συνθέτης που μελοποίησε τον «Σταυρό του Νότου» και τρύπωσε με 1.000.000 και πλέον αντίτυπα, σχεδόν σε κάθε ελληνικό σπίτι. Ο δημιουργός που έβαλε μελωδία στην «Πιρόγα» και μας σεργιάνισε τα τελευταία 40 χρόνια σε ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η σύγχρονη στιχουργική έμπνευση (Μάνος Ελευθερίου, Άλκης Αλκαίος, Οδυσσέας Ιωάννου, Κώστας Τριπολίτης, Λίνα Νικολακοπούλου) και η καλύτερη γενιά ερμηνευτών (Μαρία Δημητριάδη, Χαρούλα Αλεξίου, Γιώργος Νταλάρας, Μανόλης Μητσιάς, Γιάννης Κούτρας, Χρήστος Θηβαίος, Βασίλης Παπακωσταντίνου, Δημήτρης Μητροπάνος).
Ο ίδιος άνθρωπος που άφησε τη σφραγίδα του στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και στο εγχείρημα της Πάτρας (γενέτειρας του) ως Πολιτιστικής πρωτεύουσας.
Με τον Θάνο Μικρούτσικο δεν μπορείς –ακόμη κι αν θέλεις- να κάνεις συνηθισμένα πράγματα. Έτσι, σ’ αυτή την συνέντευξη οι δημοσιογραφικές ερωτήσεις αντικαταστάθηκαν με στίχους από τραγούδια του που αγαπήσαμε.
Οι απαντήσεις του, βεβαίως, μεταφέρονται αυτούσιες.

«Τι με κοιτάζεις Ρόζα, μουδιασμένο;
Συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί».

Στα μέσα της δεκαετίας του 60 προοριζόμουν να γίνω ένας καλός μαθηματικός. Και λέω μετά βεβαιότητος πως θα τα κατάφερνα. Να σας εξηγήσω γιατί. Όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο η πρώτη μου αγάπη ήταν η αστρονομία και η Κοσμολογία. Είμαι ένας τύπος που εξακολουθεί να γοητεύεται από το διάστημα, από την θεωρία της σχετικότητας και από τις μαύρες τρύπες. Στην αρχή των σπουδών μου είχα προσανατολιστεί να ακολουθήσω μία τέτοια καριέρα: κοσμολογία. Όταν όμως γνώρισα τα σύγχρονα μαθηματικά -που στην δεκαετία του 60 ήταν κάτι νέο για το Πανεπιστήμιο Αθηνών- προσανατολίστηκα σε αυτή την επιλογή. Νομίζω πως ήμουν ο καλύτερος στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, απλώς όμως η αγάπη μου για την μουσική ήταν πιο δυνατή (ξεκίνησα να παίζω πιάνο σε ηλικία 4 ετών). Έτσι στο 4ο έτος των σπουδών μου βρέθηκα να σκέφτομαι το εξής: μπροστά μου –από πλευράς μουσικής- είχα το .. τίποτα. Αγάπη και μεράκι, δηλαδή, αλλά τίποτα για να στηριχτώ πάνω του και να ξεκινήσω. Στην άλλη περίπτωση –των μαθηματικών- είχα μία σίγουρη καριέρα. Ήμουν τόσο καλός που θα έπαιρνα άνετα μία υποτροφία στις ΗΠΑ και θα γύριζα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, αν δεν έμενα οριστικά εκεί. Κι όμως επέλεξα τελικά να πάρω απλά το πτυχίο μου και να κάνω αυτό που αγαπούσα κι ας έμοιαζε αβέβαιο. Πάντως, η γνώση των μαθηματικών με βοήθησε κατά μία έννοια και στην μουσική μου πορεία. Δηλαδή, όταν γράφεις ένα έργο κλασσικό παραδοσιακής μουσικής οφείλεις να τηρήσεις κάποιους κανόνες και να είσαι λιτός, να μην είσαι φαφλατάς. Ο Σεφέρης έλεγε «στολίσαμε το τραγούδι μας και το κάναμε πολύπλοκο». Ε τελικά αυτή τη λιτότητα εγώ ξέρω πως την κέρδισα από τα Μαθηματικά -και όχι τόσο από τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο- αλλά από το γεγονός ότι μεγάλωσα σε ένα μαθηματικό περιβάλλον. Ο πατέρας μου ήταν μαθηματικός και πριν από 50 τόσα χρόνια μου έλεγε «Πρόσεξε! Όταν λύνεις μία άσκηση στην Ευκλείδειο γεωμετρία δεν με ενδιαφέρει αν θα την λύσεις απλώς σωστά, αλλά να την λύσεις με τον πιο κομψό τρόπο».

«Τα σωστά μας και τα λάθη, στης αγάπης το καλάθι,
κι είναι ετούτο το ταξίδι δίχως γυρισμό.
Στου Αδάμ την εξορία μάθαμε την ιστορία,
και στο τέλος ποιος πληρώνει το λογαριασμό»

Όλη αυτή η περιπέτεια της μουσικής μου διαδρομής, που πολύ γρήγορα μου έδωσε δημοφιλία και επωνυμία -και που έχω δει άλλους να χάνουν τον μπούσουλα μόλις κάτι ανάλογο τους συμβεί- δεν με άλλαξε κατ’ ελάχιστο. Μου έδωσε, αν θέλετε, ασφάλεια και σιγουριά. Αλλά η συμπεριφορά μου και το άγγιγμα στον άλλον παραμένουν αναλλοίωτα, όπως τα είχα ως έφηβος. Σε προσωπικό επίπεδο πιστεύω πως δεν αλλοτριώθηκα κι αυτό το ξέρουν και οι αγαπημένοι μου άνθρωποι κι όσοι με παρακολουθούν στην πορεία μου.
Ακόμη και σήμερα σας βεβαιώ πως δεν θα άλλαζα τίποτα στον χαρακτήρα μου. Γιατί όμως; Όχι γιατί είμαι τέλειος. Αλλά σήμερα, ο Θάνος Μικρούτσικος, που κάθεται απέναντί σας, είναι αυτός που είναι, μέσα από αυτή την διαδρομή. Αν είχε περάσει άλλους δρόμους θα ήταν προφανώς ένας άλλος. Αυτός που έγινα είναι απόρροια της πορείας μου, με τα στραβά και τα καλά της και δεν θα την άλλαζα ουδόλως, ακριβώς επειδή αυτή με διαμόρφωσε. Με τα λάθη και τα σωστά της. Δόξα τω Θεώ έγινα 60 ετών, πέρασα από 3 γάμους και έχω 4 παιδιά. Μια χαρά είμαι!

«Άλλος γυρεύει βάλσαμο κι άλλος πληγή,
είν’ οι αλήθειες όσοι οι άνθρωποι στη γη…
… Άλλος γυρεύει άγκυρα κι άλλος πανί,
ό,τι προσμέναμε δε λέει να φανεί».

Είναι πολύ πιθανόν το επόμενο διάστημα να βρίσκομαι συχνά στην Κρήτη. Κι αυτό γιατί πήρα ένα «γκρέμισμα» στα Καπετανιανά, κάτω στο Λιβυκό πέλαγος. Η γυναίκα μου -που έχει γοητευτεί από τον τόπο και την θέα- επιμένει ότι θέλει να ‘ρχεται να γράφει τα βιβλία της εδώ. Μ’ αρέσει η άγκυρα λοιπόν, αλλά όχι μία άγκυρα που να μην μπορεί να σηκωθεί. Θέλω μέχρι το τέλος της ζωής μου να μπορώ να σπάω τις καταγεγραμμένες μου δυνατότητες. Και σας μιλώ από καρδιάς τώρα. Όταν γράφω ένα έργο στο σπίτι μου –στο πιάνο ή στο γραφείο μου- έχοντας συνειδητοποιήσει ποιες είναι οι δυνατότητές μου, θέλω να το σπρώξω και να τις ξεπεράσω λίγο. Και τότε πιστέψτε με, χάνω όλα τα κιλά και ίπταμαι ως συλφίς. (γέλιο)



«Πάμε στον κόσμο υπέροχα μονάχοι,
μ' ένα παλιό τραγούδι χαρωπό.
Το τραγουδάνε οι θαλασσομάχοι
και λέει στο γλυκό του τον σκοπό,
πως μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει».

Σ’ αυτό το τραγούδι που έγινε τίτλος του δίσκου, ο Αλκαίος με τους στίχους του περιγράφει την πορεία της γενιάς μας. Και λέει πως βαδίζουμε πια εμείς με τα οράματά μας υπέροχα μονάχοι. Δηλαδή, τα οράματα ξέφτισαν, αλλά εμείς εξακολουθούμε να λειτουργούμε ακόμη με τον τρόπο μας, μόνο που αν κοιτάξουμε την σημερινή πραγματικότητα, είμαστε μονάχοι. Εν τούτοις, αισθανόμαστε υπέροχα. Αυτό λέει ο Αλκαίος στην «Αργώ» του.
Πρόσφατα ένας δημοσιογράφος μου είπε χαριτολογώντας: «Κάνατε 120 παραστάσεις και ήταν όλες γεμάτες κόσμο. Τι υπέροχα μονάχοι λέτε;» Και απάντησα: «Παρ’ όλα ταύτα όλοι εμείς μπορεί να είμαστε υπέροχα μονάχοι, γιατί η σημερινή κοινωνία μας αναγκάζει να λειτουργούμε μέσα σε μία καθημερινή βαρβαρότητα, με πρότυπα γούστου που διαμορφώνει η τηλεόραση και η φτήνια. Όσοι αναζητούν ένα σημαντικό κάτι στη λογοτεχνία, την ποίηση ή την μουσική και τις τέχνες γενικότερα, δεν είναι η συντριπτική πλειοψηφία της κυριαρχούσας ευτέλειας. Άρα βαδίζουν μονάχοι. Τώρα αν καταφέρουν όσοι βαδίζουν μονάχοι αυτή την .. νησίδα αναπνοής να την κάνουν μεγάλο νησί –σαν την Κρήτη- τότε γίνονται υπέροχα μονάχοι.

«Μα πως να μην ξεχάσεις την αυλή σου
και την παλιά τη γνώμη καθενός,
όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου
να σημαδεύουν πάλι τη ζωή σου
και να ‘σαι το πουλί κι ο κυνηγός»

Πως να αποφύγουμε την επικαιρότητα; Υπόθεση Ζαχόπουλου, λοιπόν. Ειλικρινά, θα προτιμούσα να είχαμε κάνει αυτή την κουβέντα πριν από ένα χρόνο ή έξι μήνες, για να μην νομίσουν όσοι μας διαβάζουν ότι παρασύρομαι από όσα ακούγονται τον τελευταίο καιρό. Κυρίως δε, να διευκρινίσω πως η ροζ εκδοχή των πραγμάτων δεν με αφορά, πλην εκείνης της περίπτωσης που γίνεται εξουσιαστικά. Αν με ρωτούσατε λοιπόν, προ καιρού θα σας έλεγε πως υπάρχει μία τεράστια ευθύνη του Καραμανλή που διόρισε αντ’ αυτού ένα πρόσωπο επί της ουσίας από το .. πουθενά. Πρόκειται για έναν καθηγητή μέσης εκπαίδευσης με ένα κύκλο ανθρώπων, που υποστήριζαν τον άλλοτε νεαρό βουλευτή Καραμανλή. Όμως ο πολιτισμός δεν αντέχει άσχετους, ούτε βολέματα παρεϊστικου τύπου. Αυτή ήταν η ένστασή μου προ του σκανδάλου της Τσέκου και προ του σκανδάλου αποχαρακτηρισμών, που ενδεχομένως να το βρει η Δικαιοσύνη. Αλλά λυπάμαι που τα λέω τώρα αυτά, γιατί κάλλιστα θα μπορούσαμε να τα έχουμε συζητήσει πριν ο Ζαχόπουλος πέσει από τον 4ο όροφο.

«Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό».

Η ιστορία με τον «Σταυρό του Νότου» δεν είναι πολύ γνωστή. Ξεκίνησε ουσιαστικά για λογαριασμό της τηλεόρασης. Ο σκηνοθέτης Τάσος Ψαρράς και ο Γιώργος Παπαλιός (παραγωγός τότε των ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου) θέλησαν να κάνουν μια σειρά για την ελληνική τηλεόραση. Μου ζήτησαν να κάνω τη μουσική και είχα την φαεινή ιδέα να τους ρωτήσω εάν θέλουν και τραγούδια. Το είδαν θετικά και μιας και δεν υπήρχαν κείμενα, πρότεινα τον Καββαδία. Η μελοποίηση, λοιπόν, που έκανα στον συγκεκριμένο ποιητή ξεκίνησε το 1977, δυο χρόνια προτού δισκογραφηθεί το έργο στη Lyra του Πατσιφά. Ακολούθησε ένας χαμός από πλευράς κριτικής. Ακόμη κι από ανθρώπους που ήταν καλοπροαίρετοι απέναντι μου. Έπεσαν να με φάνε, κυριολεκτικά. Δεν ήταν θέμα επίθεσης, αλλά κοινής γνώμης. Πιστεύω ότι αυτό οφειλόταν στην άποψη που ήθελε τον Καββαδία ποιητή των ναυτικών. Ο καιρός όμως με δικαίωσε. Η αναμφίβολη πλέον επιτυχία του «Σταυρού του Νότου» έχει δύο αιτίες: η μία είναι η ποίηση του Καββαδία, που δεν είναι τελικά ένας θαλασσινός ποιητής –όπως πολλοί νομίζουν- αλλά είναι ο ποιητής που ασκεί μία διαρκή γοητεία στους κάθε φορά νέους και τους προτρέπει να ξεφύγουν από την βαρβαρότητα και να κατακτήσουν το αδύνατο. Η δεύτερη αιτία της επιτυχίας είναι η μουσική που αλλάζει συνεχώς. Δεν ενορχηστρώνεται διαφορετικά, αλλά από τότε που πρωτοβγήκε ο Σταυρός του Νότου το 1979, άρχισα να τον παίζω με διαφορετικούς τρόπους, αλλάζοντας μελωδία, αρμονία, εισάγοντας αυτοσχεδιασμούς αλλά πάντα κρατώντας το βασικό υλικό. Έτσι πήρε πολλές μορφές και συνεχίζει να παίρνει μέχρι σήμερα. Αυτή η αποκαλυπτική διαδικασία και η συνεχής μου μουσική σχέση με αυτό, με υποχρέωσε σε δύο ακόμη περιπτώσεις –το 1991 και το 2005- να κάνω τις δύο νέες εκδοχές του. Και οι τρεις μαζί αποτελούν πλέον ένα κοινό σώμα εν εξελίξει.

«Βάφει η σελήνη τα βουνά κι εσύ τα χείλη,
μ' άρωμα ψέμα μου ποτίζεις το μαντήλι,
κι ύστερα φεύγεις με αυτόματο πιλότο,
κάποιο κρυμμένο θησαυρό να βρεις στο Νότο».

Η Κρήτη είναι ένα χωνευτήρι πολιτισμών, γιατί η θέση της και η δημιουργημένη ιστορία της την γαλούχησαν έτσι. Γενικά, βέβαια υπάρχει πρόβλημα περιφερειακής ανάπτυξης σε αυτή τη χώρα και η Κρήτη δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτό. Το Ηράκλειο το επέλεξα ως τελευταίο σταθμό αυτής της μουσικής περιπλάνησης, που κράτησε 15 εξοντωτικούς μήνες. Θα κάνω μία αποχή μετά. Κάναμε πλέον των 100 παραστάσεων ανά την Ελλάδα και θα σας πω τι κατορθώθηκε. Εμπεδώσαμε νομίζω μία νέα σχέση με τον κόσμο. Και το συγκινητικό είναι ότι αυτός ο κόσμος που –όπως προείπα- ζει μία καθημερινή βαρβαρότητα, μας αγκάλιασε, γεμίζοντάς μας πάθος και ενέργεια. Φεύγω, λοιπόν, απόψε με μία αδιόρατη ευτυχισμένη μελαγχολία.

Σημείωση: Ο Θάνος Μκρούτσικος έκλεισε εδώ προχθές την αυλαία σε μία κοπιώδη αλλά
ψυχοφελή περιοδεία. Όσοι είχαν την χαρά να τον απολαύσουν επί σκηνής ξέρουν
(υποθέτω) ότι τον έζησαν σε κάτι μοναδικό.
Κι εκείνος σίγουρα ξέρει πως "μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει".

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ένας Μικρούτσικος .. Υπέροχα Μον(ομ)άχος"

Παρασκευή, Ιουνίου 5

Μιά μαντινάδα θα σας πω ...




Η μαντινάδα η καλή δε χτίζεται στο λάχει,
πέτρα και χώμα και νερό της Κρήτης πρέπει να ‘χει.


Ο Τσαρούχης έλεγε πως «η Κρήτη δεν είναι νησί. Είναι ήπειρος». Κι είχε το σκεπτικό του. Ανάμεσα στ’ άλλα αναφερόταν με δέος και θαυμασμό και στην κρητική μαντινάδα. Φεύγοντας νωρίς –αλλά πάντως έγκαιρα– δεν πρόλαβε να ζήσει τον εκφυλισμό και την διαπόμπευση που της φύλαξαν οι σύγχρονοι καιροί. Η πρόσφατη σχετικά υπόθεση με τις αστυνομικές έρευνες στο Μυλοπόταμο αναζωπύρωσε μία κακώς εννοούμενη «πανεθνική» ενασχόληση με τις μαντινάδες. Τα κινητά πήραν φωτιά και οι επίδοξοι «μαντιναδολόγοι» ασέλγησαν ανερυθρίαστα –για μία ακόμη φορά– σε βάρος του κρητικού παραδοσιακού ποιητικού είδους. Αυτή η διάσταση του θέματος περνά σχεδόν απαρατήρητη, μπροστά στη σπουδαιότητα που δείχνει να ‘χει το γεγονός ότι η μαντινάδα είναι το μόνο παραδοσιακό ποιητικό μέσο έκφρασης, που επιβίωσε στον ελληνικό χώρο μέχρι τις μέρες μας.

Αν «παραδίδω» και «παράδοση» σημαίνει αφήνω παρακαταθήκες στους επόμενους με όσα παρέλαβα από τους προηγούμενους, τότε η παράδοση της κρητικής μαντινάδας έχει μία σημασία που όλο και λιγότεροι συνειδητοποιούν. Οι μουσικολόγοι λένε πως από την αρχαιότητα έως και το τέλος της βυζαντινής εποχής υπήρχαν δύο μορφές παράδοσης στον ελληνικό χώρο: η προφορική και η γραπτή. Υπήρχαν επίσης μηχανισμοί απομνημόνευσης του προφορικού λόγου, με αντιπροσωπευτικό δείγμα έκφρασης τα Ομηρικά έπη. Η αρχαία Ελληνική γλώσσα, έχοντας μια διάχυτη μουσικότητα στον προφορικό λόγο -εξ’ αιτίας του συνδυασμού μακρών και βραχέων συλλαβών (προσωδιακός ρυθμός) παρείχε γόνιμο έδαφος για μουσική και ποιητική έκφραση. Ο προσωδιακός ρυθμός και τα ποιητικά μέτρα (ιαμβικό, τροχαϊκό, κ.τ.λ.) διευκόλυναν την απομνημόνευση ακόμη και εκτεταμένων έργων, όπως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Κι αυτή η μουσικότητα του ελληνικού λόγου βοήθησε ως υπόβαθρο στη δημιουργία της μαντινάδας. Αλλά η ιστορία μπορεί να ξεκινά από ακόμη πιο παλιά. Σύμφωνα με το Στράβωνα ο κρητικός μάντης και προφήτης Επιμενίδης (6ος αι. π.Χ.) έγραφε τους καθαρμούς και τους χρησμούς σε ποίηση. Ομοίως, ο Παυσανίας αναφέρει ότι στο μαντείο του Αμφιάραου υπήρχε ένας Κρητικός με το όνομα Ιοφών από την Κνωσό, που τους χρησμούς των εξηγητών τους έλεγε με εξάμετρους στίχους και μ΄ αυτούς είχαν φτιαχτεί ολόκληρα έπη.



Πάντως, η επίσημη εκδοχή των μελετητών θέλει την ομοιοκαταληξία να έρχεται στην Κρήτη κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. «Από τα μέσα του ιε΄ αιώνα και πέρα, παρουσιάζεται η ρίμα σε δίστιχα και σπανιότερα σε πολύστιχες ομοιοκατάληκτες ρύμες» (Στυλιανός Αλεξίου, Κρητική Ανθολογία). Καθοριστικό ρόλο παίζει ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Οι ιστορικοί τοποθετούν χρονολογικά τη σύνθεση κατά το 1590. Το στιχούργημα έχει εμφανείς επιρροές από το γαλλικό μυθιστόρημα Paris et Vienne του 1432 και τον Μαινόμενο Ορλάνδο του Ariosto. Ο Ερωτόκριτος διαδίδεται από στόμα σε στόμα και σύντομα το νησί το απαγγέλλει από άκρη σ' άκρη. Πέρασε μισός αιώνας μέχρι το έργο να αποκτήσει έντυπη μορφή. Οι πηγές λένε ότι τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1713, φυσικά στη Βενετία, όπως και τα άλλα κρητικά έργα της εποχής, και ανατυπώθηκε (πράγμα σπάνιο) το 1737 λόγω της μεγάλης ζήτησης που είχε.
Έκτοτε γενιές ολόκληρες δεν έβρισκαν καλύτερη κληρονομιά να αφήσουν στα παιδιά τους από ένα αντίγραφο του Ερωτόκριτου. Ακόμη κι οι Τουρκοκρητικοί μυήθηκαν στη γλώσσα μαθαίνοντας τα πάθη της Αρετούσας. Η μελωδία που συνοδεύει σήμερα τα τραγούδια του -λένε- πως κατάγεται από την εποχή που γράφτηκε το έργο. Ένας σιγανός παραπονιάρικος σκοπός που αφήνει χώρο στην αφήγηση. Ο ίδιος σκοπός που ενέπνευσε κι ένα σωρό μεταγενέστερα κρητικά τραγούδια, που συχνά ξαναμπλέκουν τον Ερωτόκριτο στις ρύμες τους:


Είπα σου μη μπερδεύγεσαι
στση ζώνης μου τα κρούσσα,
γιατί θα σύρεις βάσανα
ωσάν την Αρετούσα!


Και κάπου εκεί –χρονικά, μάλλον αμέσως μετά τον Ερωτόκριτο- γεννιέται η κρητική μαντινάδα. Λακωνική, περιεκτική, ανεπιτήδευτη, προορισμένη να υμνήσει τον έρωτα, το θάνατο και την καθημερινότητα. Ο Μιχάλης Καυκαλάς επέμενε πως πρόκειται για «δίστιχο με δεκαπεντασύλλαβους και ομοιοκατάληκτους στίχους στη διάλεκτο της Κρήτης, που αποδίδει αυτοτελές και ολοκληρωμένο νόημα και διαθέτει ποιητικές αρετές». Στις μέρες μας η τελευταία φράση (περί ποιητικής αρετής) τείνει να ξεχαστεί. Οι μαντινάδες «σεργιανούν» μέσω SMS όλη τη χώρα παραμονές των εορτών, αφήνοντας την ψευδαίσθηση σε μερικά εκατομμύρια Έλληνες πως έγιναν μαντιναδολόγοι. Και φυσικά, ξεχνιούνται με την ίδια ακριβώς ευκολία, καθώς τίποτα το διαχρονικό και το ποιητικό δεν έχουν.
Κι όμως. Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν λόγιοι και ποιητές ζήλευαν τη δύναμη του στίχου τους. Η ιστορία με τον Γιάννη Ρίτσο στ’ Ανώγεια είναι λίγο ως πολύ γνωστή. Κάποτε άκουσε μία μαντινάδα:

«Δε με φοβίζει ο θάνατος
άλλα ‘ναι τα σπουδαία,
το να αγαπάς να μη μπορείς
να αλλάξεις την ιδέα»

Εντυπωσιάστηκε τόσο που ζήτησε αμέσως να γνωρίσει τον δημιουργό της. Και μόλις έμαθε πως είναι ο Αριστείδης Χαιρέτης είπε: «αυτή τη μαντινάδα έπρεπε να την έχω βγάλει εγώ. Τον άνθρωπο δεν τον ξέρω, αλλά για μένα είναι ποιητής». Παρόμοια ήταν η συγκίνηση κι ο σεβασμός όσων ασχολούνται με το είδος κάθε φορά που άκουγαν μία νέα δημιουργία του Γιώργη του Σταυρακάκη (Μιχαλόμπα) που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας. Οι μαντινάδες του εξακολουθούν να αποτελούν τον ουσιαστικότερο ορισμό της παράδοσης, καθώς ενέγραψαν ήδη υποθήκες στις νεώτερες γενιές.

Τόπος που κάνει αντίλαλο
πληθαίνει τον καημό μου,
γιατί γρικώ δυο τρεις φορές
τον αναστεναγμό μου.

Στις μέρες μας η μαντινάδα μοιάζει με εμπορικό είδος που βγήκε σε μαζική παραγωγή. Η βιομηχανία των ήχων έχει επενδύσει πάνω της και δεν χρειάζεται να πιέσει καν για να αποκτήσει νέα σοδειά. Αρκεί μόνο να ενθαρρύνει όσους νομίζουν πως ξέρουν να γράφουν μαντινάδες. Στην πραγματικότητα όμως, οι μαντιναδολόγοι είναι λίγοι. «Κερδίσαμε ίσως την επιβίωση του είδους με τον τζερτζελέ αλλά αυτό που προκύπτει δεν είναι καν μαντινάδα: είναι ανοσιούργημα» είπε ο Γιώργης Καράτζης. Ο ίδιος ασχολείται 40 χρόνια περίπου με τη μαντινάδα κι έχει ντύσει με τους στίχους του μερικά από το γνωστότερα κι ωραιότερα τραγούδια μας.

Καράβι κάνω την καρδιά,
την πεθυμιά κατάρτι,
κι απλώνω σίγουρο πανί
το νου μου τον αντάρτη.

Συζητώντας μαζί του διακρίνεις αμέσως ένα κοινό γνώρισμα των καλών μαντιναδολόγων που δεν κατέγραψε καμία φιλολογική ανάλυση: την σεμνότητα και το ήθος. «Χρειάζεται, λεει, γενικότερη παιδεία και μία εκλεπτυσμένη αίσθηση προσωπικής ευθύνης όσων ασχολούνται με τη μαντινάδα για να γλιτώσουμε από την επιπόλαιη αντιμετώπιση του είδους, με τα καλαμπούρια και τον λαϊκίστικο εντυπωσιασμό. Θεωρώ ότι η πληθώρα και η πολυενασχόληση που γίνεται με τη χρήση της Κρητικής μαντινάδας, η «υπερκατανάλωσή» της και τα πολλά ΜΜΕ που την «καλοπιάνουν», μοιραία την κακοποιεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό το εφεύρημα με το περίφημο «μισό». Λέει, δηλαδή, κάποιος τον πρώτο στίχο και καλεί το κοινό του να τον συμπληρώσει κατά βούληση. Μα η μαντινάδα είναι αυτοτελής ποιητικός λόγος κι με τέτοιες μεθόδους αυτόματα αναιρείται η ίδια της η υπόστασή.

Τη ζήση χάνει μοναχά
άνθρωπος σαν ποθάνει,
μα σκέψου δίχως έρωντα
πόσους θανάτους κάνει.

Άλλη εγκληματική πρακτική είναι το λεγόμενο «θέμα». Επιλέγει κάποιος το «φεγγάρι» ή τη «βιόλα» και παραδίδει ωσάν να ήταν δάσκαλος το θέμα των «εξετάσεων» στους διαγωνιζόμενους. Αυτό είναι διασυρμός για τη μαντινάδα».
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η άποψη του Μήτσου Σταυρακάκη. Οι στίχοι κι οι μαντινάδες του δέθηκαν άρρηκτα τα τελευταία 35 χρόνια με τις παραδοσιακές μας μουσικές μνήμες και τραγουδήθηκαν από τους καλύτερους λυράρηδες του νησιού.


Ο έρωτας κι ο θάνατος
ίδια σπαθιά βαστούνε
κι οι δυο με τρόπο ξαφνικό
και ύπουλο χτυπούνε.

«Δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσει κανείς την κακοποίηση της κρητικής μαντινάδας. Ο μόνος τρόπος ίσως, είναι να αντιπαραθέσεις κάτι αξιόλογο, για να αποδεικνύεις την διαφορά σου από το σωρό. Έτσι κι αλλιώς, ο καταγγελτικός λόγος δεν αποδίδει. Βρίσκω πως ασχολούνται πλέον τόσο πολλοί με την μαντινάδα, γιατί τους παρακινούν ραδιόφωνα και τηλεοράσεις να συμμετάσχουν στο παζάρι που στήνεται. Αν λοιπόν κάποιος δεν έχει συγκρότηση και καλλιέργεια, πέφτει εύκολα στην παγίδα».


Κι ο πιο μεγάλος έρωτας
με το φεγγάρι μοιάζει.
Κάνει κι αυτός τον κύκλο του,
γεμίζει και αδειάζει.

Κι όμως η μαντινάδα για όσους την αγάπησαν κι ασχολήθηκαν με μεράκι μαζί της δεν υπήρξε ποτέ “μιντιακό” status. “Για μένα η μαντινάδα ήταν μονόδρομος, λέει ο κ. Σταυρακάκης. Στο χωριό μου ήταν ο μόνος τρόπος διασκέδασης, ο μόνος τρόπος να εξωτερικεύσεις τη σκέψη σου, τις έγνοιες σου, τους έρωτες σου. Ήταν τρόπος ζωής λοιπόν. Και μάλιστα χωρίς λεκτικές υπερβολές αλλά με σεμνότητα και λιτότητα. Στις μέρες μας την κακογουστιά δεν μπορεί να την σταματήσει κανείς πια. Μπορούμε ίσως μόνο να καλλιεργήσουμε το συλλογικό κριτήριο και να διαμορφώσουμε παιδεία γύρω από την μαντινάδα από το ίδιο το κύτταρο του σχολείου».

Βιόλα, απού σε μεγάλωσα
με τω ματιών το δάκρυ
εγώ περίμενα ανθούς
κι εσύ πετάς αγκάθι.


Οι εποχές αλλάζουν και η παιδεία ομοίως. Τριάντα χρόνια πριν ο Μάνος Χατζηδάκης θεωρούσε προσφορά στον πολιτισμό τον διαγωνισμό μαντινάδας που οργάνωσε στ’ Ανώγεια. Αν ζούσε σήμερα, το πιθανότερο θα ήταν να μην το διανοηθεί καν. Η παραπάνω μαντινάδα του Γιαλαύτη τότε πήρε το βραβείο. Χρόνια αργότερα ο Νίκος Γκάτσος δήλωσε γοητευμένος από ένα άλλο του στιχούργημα. Ήταν ακόμη οι καιροί που η ποίηση συνδιαλεγόταν με την κρητική παραδοσιακή ρίμα.



«Για μένα η μαντινάδα είναι η ίδια μου η έκφρασή, λέει ο Αριστείδης Χαιρέτης, κι αν κάτι με ταλαιπωρεί είναι το γεγονός πως το κακό παράγινε μ’ όσους ασυνείδητα ρημάζουν τη γλώσσα και το νόημα της, βάζοντας τα καλάσνικωφ και τα «4Χ4» στους στίχους. Η μαντινάδα δεν είναι παιχνίδι, για να χωρατέψουμε. Είναι η ίδια η Κρήτη και πρέπει να την σεβαστούμε».
Δεκατέσσερα χρόνια πριν ο αείμνηστος Κωστής Φραγκούλης έγραφε: Η μαντινιάδα, η μόνη κατεξοχήν κρητική γλωσσική μας έκφραση, που άντεξε στο χρόνο, μοιάζει από μακριά με βουνό εύκολο και βατό, ευάλωτο τοις πάσι. Όταν το πλησιάσεις όμως κι επιχειρήσεις την ανάβαση, θα δεις ότι πρόκειται για ένα όρος τραχύ, γεμάτο λέσκες, γκρεμούς και κακοτοπιές. Η μαντινιάδα μας τραβά «του ήλιου τα πάθη» στ’ ασεβή χείλη αυτοσχέδιων μαντινιαδολόγων, που βγαίνουνε σαν τσι χοχλιούς όντε βρέξει». Κι ο ίδιος δεν παρέλειπε και τις ποιητικές παραινέσεις επί του θέματος:
Μια μαντινιάδα θα σας πω κι εγώ με λίγα λόγια
με κόπους και με βάσανα κερδίζεται η τζόγια.
Γιατί απάνω στσι κορφές, στα χιόνια και στσι πάχνες
φυτρώνουν και μαυρομαχούν των ποιητών οι δάφνες
και πρέπει να ‘χει νάκαρα και τα’ αγριμιού τη χάρη
όποιος τσι ρέγεται να βγει, να κόψει ένα κλωνάρι.


Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Μιά μαντινάδα θα σας πω ..."

Κυριακή, Νοεμβρίου 23

«Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται …»



Όταν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου αντίκρισε για πρώτη φορά αυτή την φωτογραφία, δημοσιευμένη ανάμεσα στις 5 κορυφαίες στιγμές του φωτορεπορτάζ, την θεώρησε απλά υπερτιμημένη: Ένας ξερακιανός τύπος, αλλοτινών καιρών, που κάπνιζε ανέμελα το τσιγάρο του.
Τότε δεν φανταζόταν καν πως το όνομα αυτού του ανθρώπου θα κοσμούσε το εξώφυλλο της νέας δισκογραφικής του δουλειάς. Εξίσου ανυποψίαστοι προσήλθαν στην αρχή της εβδομάδας και πολλοί Ηρακλειώτες, που θέλησαν να παρακολουθήσουν την κοινή εμφάνιση του Διονύση Σαββόπουλου και του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο Κηποθέατρο «Νίκος Καζαντζάκης». Ο τίτλος του CD τους, που κυκλοφόρησε στις αρχές του μήνα, είναι «Ο Σαμάνος» και μοιάζει αρχικά να παραπέμπει στον γητευτή εκείνων των παράδοξων δοξασιών, που ελπίζουν ακόμη στα μάγια και στα θαύματα.
Αλλά αν πράγματι είναι έτσι, τότε ποιος είναι ο Φορτίνο Σαμάνο; Είναι ο άνθρωπος της φωτογραφίας και συνάμα ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα «αφηγηματικά» τραγούδια, που περιέχει το νέο μουσικό τους πόνημα.
Ο βραζιλιάνος φωτογράφος Σαλγκάδο έβαλε χρόνια πριν τη λεζάντα στη φωτογραφία, γράφοντας: «Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο πριν από την εκτέλεσή του. Βλέπουμε, σημείωνε ο Σαλγκάδο, έναν άνθρωπο σε ειρήνη με τον εαυτό του και με τον θάνατο». Ο εικονιζόμενος είναι ο Μεξικανός υπολοχαγός του Ζαπάτα, που εκτελέστηκε το 1917 από τον ομοσπονδιακό στρατό. Δευτερόλεπτα πριν την εκτέλεσή του ζήτησε ένα τσιγάρο και πόζαρε ακουμπισμένος σε ένα πέτρινο τοίχο, χαμογελώντας άφοβα στο φακό του Agustin Victor-Casasola. Στάση τόσο παράδοξα γενναία για έναν άνθρωπο, που έχει απέναντι του τον εκτελεστή του !!!
Οι στίχοι του ομώνυμου τραγουδιού (εδώ το κατεβάζουμε, είπαμε) που σκάρωσε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μοιάζουν με σύντομο θεατρικό σκετσάκι σε τρεις πράξεις και με τρεις διαφορετικούς αφηγητές: τον ίδιο τον Σαμάνο, τον εκτελεστή και .. το τσιγάρο του.

Ο Φορτίνο Σαμάνο
καπνίζει και σκέφτεται:
Είμαι ό,τι δεν έζησα,
είμαι η βροχή που θα 'ρθει
να δροσίσει άγνωστων
γυναικών το κορμί.
«Όταν διάβασα τη λεζάντα της φωτογραφίας, λέει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ανατρίχιασα. Η στάση του Φορτίνο Σαμάνο δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Ίσως γι’ αυτό με συγκίνησε. Οι τωρινοί άνθρωποι, με τη συμβολή της τηλεόρασης, έχουμε υποστεί δύο σημαντικές ήττες: Από τη μια, έχουμε εθιστεί στον πόνο και στον θάνατο των άλλων –μέχρι και ζωντανή αναμετάδοση πολέμων έχουμε παρακολουθήσει– και από την άλλη, ακριβώς επειδή νομίζουμε ότι είμαστε πάντα στη θέση του θεατή, όταν χτυπήσει την πόρτα μας κάποια συμφορά ή ο ίδιος ο θάνατος ξαφνιαζόμαστε και τρομάζουμε».

Ο στρατιώτης με τ' όπλο
σημαδεύει και σκέφτεται:
Με μια κίνηση απλή
θα του κλέψω ό,τι έχει ζήσει.
Είμ' ένας μικρός θεός,
είμ' ένα στοιχειό.

Στο τραγούδι οι φωνές των δύο τραγουδοποιών συναντιώνται για να φτιάξουν μία μουσική μυσταγωγία. Η γενικότερη όμως έκπληξη αυτής της δουλειάς δεν είναι πως οι δύο τους απλά επέλεξαν να ανέβουν στη σκηνή μαζί. Είναι –μάλλον- πως ο Διονύσης Σαββόπουλος για πρώτη φορά επέλεξε το ρόλο του βασικού ερμηνευτή στο δίσκο ενός άλλου δημιουργού. Η φωνή του έντυσε τα τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου τόσο ταιριαστά, που δύσκολα αναγνωρίζεις πια ποιό ανήκει σε ποιόν. Αλλά ο «Σαμάνος» ανήκει και στους δύο αναμφίβολα. Κι η αφήγηση του τσιγάρου του στο τρίτο μέρος του τραγουδιού είναι ακόμη πιο καταλυτική:

Το τελευταίο τσιγάρο
κι εκείνο σκέφτεται:
Θα γίνω γέλιο να κρυφτώ
σε παιδιά που ξεφαντώνουν
Ο καιρός θα χάνεται
ώσπου κάποιο απ' αυτά
θα φωνάξει "λιμπερτά".
Κι όπως θα κοιτάει τις κάνες
θα βρεθώ στα χείλη του
σαν τσιγάρο ξανά.
Πόσο γοητευτικό μοιάζει να αφηγούνται τα τραγούδια ξεχασμένες ή μισοκρυμμένες ιστορίες!!! Τόσο ο Σαββόπουλος, όσο κι ο Παπακωνσταντίνου έχουν δίκαια «κατηγορηθεί» για αποτύπωση της εποχής στις ρύμες και τις μουσικές τους. Στη σκηνή μαζί φτιάχνουν ένα «τοπίο μαγικό». Άλλοτε με ένταση κι άλλοτε ψιθυριστά, σου θυμίζουν πως είναι κι οι δύο άνθρωποι που «ήρθαν από μακριά» κι αυτό το εισπράττεις κάθε φορά που σου κουβαλούν τα τραγούδια τους. Ιδιαίτερα ο Διονύσης Σαββόπουλος, που εξακολουθεί να είναι από τις πιο δυσερμήνευτες και παθιασμένες σχέσεις, που ανέπτυξε η σύγχρονη Ελλάδα με τους τραγουδοποιούς της. Ίσως επειδή υπήρξε για καιρό το τελευταίο καταφύγιο ενός ασυμβίβαστου ρομαντισμού, που οι περισσότεροι περιφέραμε εν κρυπτώ.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "«Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται …»"

Σάββατο, Νοεμβρίου 22

"Παραγνώρισε το επιτρεπόμενο"




Απόγευμα Σαββάτου. Ο Θεός της βροχής επιτέλους μας σπλαχνίστηκε. Μία λυτρωτική μπόρα ξεπλένει όση σκόνη στίβιασε γύρω μας και μέσα μας το παρατεταμένο καλοκαίρι. Οι δρόμοι τρέχουν σαν ποτάμια. Βιαστικοί άνθρωποι σε βιαστικά αυτοκίνητα με λούζουν στα .. απόνερά
τους. Ο Πασχάλης Τερζής δεν μ' αφήνει να θυμώσω. Θυμάμαι την στιχομυθία με την Άντα και χαμογελάω:
- Πώς γίνεται να έχεις δίπλα στον Andrea Bocelli τον Πασχάλη Τερζή?
Έψαχνα λέξεις να της εξηγήσω πως μέσα μου οι φωνές τους δονούν τα ίδια ακριβώς πλήκτρα. Και τα τραγούδια τους με "ξέρουν" από διαφορετικές οπτικές γωνίες και με δέχονται ως τόσο αντιφατική και στο βάθος τόσο ίδια. Απέτυχα όμως. Ανάθεμα στις λέξεις που φτωχαίνουν τα ένστικτά μας.
- Γίνεται, της είπα απλά κι ανέβασα την ένταση.
Στο CD o "Παλιόκαιρος" στη διαπασών και στα μάτια μου να καθρεφτίζεται το απορημένο
της είδωλο. Χαμογελούσα με το "δυσνόητο" της καταστάσεως όσο θυμόμουν τη σκηνή ακούγοντας
το ίδιο τραγούδι οδηγώντας. Απορροφημένη σε τέτοιες σκέψεις είδα το φανάρι να κοκκινίζει την τελευταία στιγμή. Τα φρένα μου στρίγγλισαν. Το αυτοκίνητο κοκκάλωσε φασαριόζικα 
και τότε μόνο τον είδα. 
Στεκόταν στη διαχωριστική λωρίδα. Ένας άνθρωπος .. βροχή ολόκληρος. Μεσόκοπος. Στο κεφάλι φορούσε μία τραγιάσκα που έσταζε σαν μαρκίζα. Με κοίταξε θυμωμένα νομίζω. Σαν να τον δίεκοψε το φρενάρισμα μου. Αλλά ήταν μόνο ένα φευγαλέο βλέμμα. Κι έπειτα μου γύρισε την πλάτη επιδεικτικά και ... άνοιξε τα χέρια του. Δίπλα στον φωτεινό φανοστάτη υπήρχε ένα γέρικο δέντρο. Κοιτούσα απορημένη μέχρι που τον είδα αργά να κλείνει τον κορμό στην αγκαλιά του.
- Τι κάνει; σκέφτηκα. Αγκαλιάζει το δέντρο; Είναι τρελός;
Το φανάρι πρασίνισε και τα κορναρίσματα άρχισαν. Βιάστηκα να ξεκινήσω. Τον είδα φευγαλέα να γυρίζει το κεφάλι και να μας κοιτάζει γελώντας.
Στο επόμενο φανάρι σκεφτόμουν πως ήδη είχα το βλέμμα της Άντας όταν αναρωτιόταν πως γίνεται να ακούω Πασχάλη Τερζή. Μου ρθε στον νου αυτόματα εκείνος ο εμβληματικός στίχος του Καρούζου: "Παραγνώρισε το επιτρεπόμενο". Ανέβασα πάλι την ένταση και .. δήλωσα ευτυχισμένα αμετανόητη!!!

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Παραγνώρισε το επιτρεπόμενο""

Παρασκευή, Ιουνίου 27

Εικόνες ...



Καταμεσήμερο. Η άσφαλτος πύρωνε τις σκέψεις μου. Στο ραδιόφωνο ο Μάνος Ελευθερίου πάσχιζε τρυφερά να με ξεγελάσει με το νησί του
Οδηγούσα αφηρημένα στην παραλιακή, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Άγνωστο νούμερο. 

- Παρακαλώ;
- Άννα;

Φωνή από ένα μακρινό παρελθόν. Από τότε που τα γόνατά μου μάτωναν στα άτσαλα παιχνίδια 
μας. "Δεν είμαι κορίτσι" του φώναζα πεισματάρικα για να παίξω ποδόσφαιρο. "Το βλέπω" έλεγε γελώντας και κάρφωνε τη μπάλα στα δίχτυα μου με όλη του τη μανία.

- Αύριο θα 'μαι εκεί. Θέλω να σε δω.

Επιτέλους μία θέση στάθμευσης κενή. Ανάβω αλάρμ. Πιάνω πεταχτά στον καθρέφτη την εικόνα ενός ζευγαριού που φιλιέται στην δεξιά μου γωνία. Περιμένω υπομονετικά.

- Που θέλεις να βρεθούμε;

Οι "βάρβαροι" γύρω μου κορνάρουν ανελέητα. Το ζευγαράκι διακόπτει αλαφιασμένο. Χαμογελώ και κάνω όπισθεν.

- Έχει κοντά σου .. καλτσέτο;

Ανοίγω την πόρτα και κοιτάζω ασυναίσθητα τα γόνατά μου...  
 

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Εικόνες ..."

Τρίτη, Ιουνίου 24

"Nα μ' αγαπάς" Λίνα Νικολακοπούλου

Είναι μερικοί άνθρωποι που ταιριάζουν στα χνώτα μου. Όπως η Λίνα.
"Γράφει" μέσα μου. Όχι μόνο όταν πλέκει στίχους αλλά κι όταν ψιθυρίζει σκέψεις.



Μ' άγγιξε εκείνος ο "Ακίνδυνός" της!!!
Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος
μια χούφτα οδύνης
δεν είσαι ακίνδυνος
για ό,τι δίνεις.

Ή οι "νύχτες" της ...
Αν ήξερες τις νύχτες μου
ποιο ρεύμα τις χτυπάει
θα μ' έπαιρνες στα χέρια σου
σαν κάτι που σκορπάει.

Των "Ανθρωπων" της τα έργα με στοιχειώνουν με τις εικόνες τους
Λες και τρώμε το χειμώνα παγωτό.
Λες και πέφτουμε σε τοίχους μ' εκατό.
Έτσι ανάποδα λυγάω το βράδυ αυτό
του νου τη βέργα.

Η "Ατομική της ενέργεια" ταίριαξε στις πιο γλυκές μου αναμνήσεις ...
Πάρε με νύχτα, πάρε με
στων αστεριών το άρμα
να σεργιανίσω μια ψυχή
που τυραννάω καιρό

Το "εμένα με συμφέρει" το μουρμουρίζω σε κάθε αγχωμένη έξοδο τριημέρου ...
Εμένα με συμφέρει τριήμερα που πάμε
με πράγματα και βάρκες φορτωμένοι,
που μια κομμένη ρίζα ανήμποροι κρατάμε.
Παιδιά, χορέψτε την Ιτιά με την καρδιά καμένη!

Τα "εμπορεύματα" της, κάνουν συνειρμούς κάθε που παζαρεύω ένα κομμάτι ψυχής ...
Έχε γεια Παναγιά
πέφτω στο κενό
Ο παράς έχει ουρά
κι έχω κλονιστεί.
Έχε γεια μα αν μετά
πω μετανοώ
να με βάλεις δεξιά
όπως τον ληστή.

Η "σωτηρία της ψυχής" δένει με τις πιο ξέγνοιαστες διακοπές μου ...
Της εξοχής τα πρωινά
θα τα βρούμε ξανά
αγκαλιά στο κρεβάτι
και δεν πειράζει που τόσο νωρίς
θα κοιτάμε χωρίς
να γυρεύουμε κάτι.

Το "Θέλω να σε δω" ξυπνάει όλη την γυναικεία μου έπαρση ...
Καμιά φορά
φοράω τα λόγια μιας πληγής
καμιά φορά ξεχνιέμαι αλλιώς
κι απ' όλους κρύβομαι

Τη χαρά μου λες να μη στην κάνω συμφορά
και δε χωράει η ζωή
να μπει στο γλέντι ούτε μια φορά

Θέλω να σε δω
μ' έρωτα βαρύ
να μην μπορεί κανείς
να διώξει αυτόν το θάνατο

Εκείνο το "θεός αν είναι" ψιχαλίζει όταν το λέει η Χαρούλα παραπονιάρικα ...
Οι φίλοι μου όλοι εδώ και χρόνια
ζευγάρια γίναν φτιάξαν σπίτια
μονάχα εμένα χάσκει ακόμα
χωρίς μια στέγη ετούτη η αλήθεια

Το "με την πλάτη" ζωγραφίζει στο νου μου γυναίκες με ξέπλεκα μαλλιά και γυμνά πέλματα
Έλα ασήμωσε και χόρεψε
ποιος χειμώνας τ' απαγόρεψε
δες η ανάσα μου συνόρεψε
μ' ότι αξίζει στη ζωή.

Έλα ασήμωσε κι' αγκάλιασε
ότι μέσα μου κρυστάλλιασε
πέντε νύχτες μόνο αγάλλιασε
κι' από τότε δεν μπορεί

Το "μένω εκτός" ξέρει κάθε χαμένη μου διεύθυνση ..
Μένω εκτός, μιλάω με σύρματα
στη σιωπή ζυγιάζω σαν αϊτός
μένω εκτός, σαν κάτι σχήματα
που 'φτιαξε στην άμμο ένας πιστός

Το "πριν το τέλος" μου θυμίζει σκηνή από "Σινεμά ο Παράδεισος".
Το τρενάκι γυρνούσε φωτισμένο και αχνό στον αέρα
κάτω η θάλασσα μ' ένα καράβι το φεγγάρι πιο πέρα
σε θυμάμαι συχνά που φορούσες ένα άσπρο φουστάνι
σε κρατούσα απ'το χέρι ότι ζούμε μου λες δεν μου φτάνει.

Κι εγώ που ζω για πάντα εδώ κι όλο φεύγω το τέλος πριν να δω
κάθε νύχτα που περνάει γυρίζω ξανά, σκοτάδι γίνομαι και παραδίνομαι
στο ρυθμό σου που καίει ακόμα, αυτό το σώμα που μένει χρόνια χωρίς σκιά
κάθε νύχτα που περνάει σαν ταινία κι ό,τι ζήσαμε προβάλλεται με φόντο την πλατεία


Οι "Υδρόγειες σφαίρες" της με ταξιδεύουν ..
Κοιτάς το πρόσωπο της γης
κι ομολογείς
τα όρια είναι στρογγυλά
κι αυτή γελά.

Μοιραία λέξη λέω που 'ναι η έλξη
για 'κείνα τ' άγνωστα από σένα
που ένα τα έψαχνες προς ένα.



Και τώρα αυτό. Το τελευταίο της τραγουδάκι με το Τρίφωνο.
Γλυκό, απλό κι αγαπησιάρικο.
Σαν έκκληση σε ώρα που αφήνεις τους εγωισμούς κατά μέρος



Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Nα μ' αγαπάς" Λίνα Νικολακοπούλου"

Πέμπτη, Ιουνίου 12

May everyone live ... and may everyone die ..



H ζωή του τα είχε όλα. Αναμνήσεις από παπούδες, φωτογραφίες από γάμους, ένα σπίτι με σχέσεις στοργής, φωνές φίλων στα τηλέφωνα και μία τηλεόραση για περιστάσεις μοναξιάς.
Ο ίδιος ανατριχιαστικά ανυποψίαστος: κατέτασσε εαυτόν στους "αδικημένους". Και αιτιολογημένα. Αγνοούσε παντελώς, πως είναι να μην δικαιούσαι μερίδιο στα όνειρα.

Η ρουτίνα του τελειοποιήθηκε με τα χρόνια: διαδρομές ενός λεωφορείου, που σήμαιναν το "ξεκινώ" και το "επιστρέφω". Το "καλημέρα" και το "καληνύχτα". Koιτούσε μέσα από το τζάμι του, τόπους κι ανθρώπους και χαμογελούσε ασφαλής.

Μέχρι εκείνο το πρωινό.
Διέσχιζε αμέριμνος τις γνώριμες οδούς για να φτάσει στη στάση του. Πρώτη φορά μετά από χρόνια σιγοσφύριζε ένα κεφάτο τραγούδι. Η εικόνα της γέμιζε μουσικές το μυαλό του. Είχε εισβάλλει ένα απόγευμα πριν, γκρεμίζοντας κάθε έννοια ηρεμίας του. Ντυμμένη μόνο τις σκιές και τα σκοτάδια της. Σαγηνευτικά απρόσιτη. Απρόσμενα δική του. Μάταιη και ματαιωμένη.

Το λεωφορείο του έφτασε την προκαθορισμένη ώρα. Μόνο που αυτή τη φορά αποφάσισε να διασχίσει το δρόμο αγνοώντας το. Κι εκείνο τον τιμώρησε ...


Η Λίνα έπαιξε όμορφα με τον Leonard Cohen. Το αποτέλεσμα βρίσκεται εδώ.  

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "May everyone live ... and may everyone die .."

Πέμπτη, Μαΐου 1

Άσπρο μαντήλι ανέμιζε ...


Στα λημέρια του νότου τα μνημόσυνα έχουν χρόνους παράταιρους. Γίνονται άξαφνα, ανάμεσα σε δύο ρακές, που στάζουν σαν χοές για το "καλοτάξιδος". Στερούνται ψαλμωδίας και προτιμούν το παράπονο της λύρας. Κάπως έτσι αποχαιρετίσαμε τον Μάριο Τόκα. Όχι σαν μουσουργό που κάλυψε την .. ανυδριά των ειδήσεων, ούτε σαν Κύπριο που "μπολιάστηκε" με το δράμα της Μεγαλονήσου. Απλά σαν άνθρωπο, που μας άγγιξε χορδές ευαίσθητες.

Στα στερνά του ο Τόκας αντάμωσε με την Κρήτη. Η φωνή του Βασίλη Σκουλά ζωντάνεψε τα τραγούδια του και οι στίχοι του Κώστα Φασουλά "άσπρο μαντήλι ανέμισαν". 
Είπαν μερικοί πως ο Τόκας δεν ξεπέρασε τον εαυτό του τότε. Δύσκολο να ξέρεις τις συνθήκες 
του άλλου στον σωστό χρόνο. Ακούγοντας χθες πάλι τον Βασίλη να ερμηνεύει τούτα τα 
τραγούδια με φωνή που έσπαγε από συγκίνηση, τα θεώρησα το καλύτερο μνημόσυνο για τον 
Μάριο Τόκα.
To "μέσα μου σημάδι" το κατεβάζεις εδώ και το "Πέρνα με απέναντι στο φως" επαέ.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Άσπρο μαντήλι ανέμιζε ..."

Πέμπτη, Απριλίου 3

"Να γυρίζεις, αυτό είναι το θαύμα" Ν.Καρούζος


Λένε μία φράση παράξενη στα μέρη μου, από κείνες που χρίζουν μετάφρασης για τους μη κρητικούς: Σαν το ντελόγω δεν είναι πράμα. Κοντολογής σημαίνει κάτι παρεμφερές με εκείνο το όμορφο τσιτάτο της Μαλβίνας Κάραλη: "ό,τι δεν υπάρχει τώρα, είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ". Μου κλωθογύρναγε στο μυαλό παρακολουθώντας τις χθεσινές αναλύσεις για το Σκοπιανό. Οι αρμοδιότεροι επιμένουν πως χρόνια αφήσαμε το θέμα να σέρνεται -συνήθης ελληνική πρακτική- μέχρι που έγινε ανά-θεμα.

"Συνεπαρμένη" από τα αστειάκια του Μπους για τα Ρουμάνικα παγωτά βάλθηκα να σκέφτομαι "τι κάνει ο άνθρωπος για να κερδίσει .. μερικά εκατομμύρια ευρώ". Θυμήθηκα συνειρμικά την ατάκα του Κλίντον -όταν ξεμπέρδεψε με τους .. ανάρμοστους λεκέδες και την θέση του πλανητάρχη- που χαλαρός πια, παραδέχτηκε πως "πρέπει να 'σαι καλός πωλητής, για να γίνεις πρόεδρος".

Και μπορεί ο Τζώρτζ να .. υστερούσε στις πωλήσεις χθες στο Βουκουρέστι αλλά οι φίλοι μας οι Σκοπιανοί πούλησαν μία χαρά τη γη τους για να γίνουν οι πετρελαιαγωγοί των ΗΠΑ.
Kαι πάνω που σκεφτόμουν πως ο Πούτιν ήταν ο "μέγας ... Ανατολικός" της χθεσινής βραδιάς,
άκουσα την Κανέλη να λέει φωναχτά τη σκέψη μου και ανατρίχιασα. Μετά για να συνέλθω 
από το σοκ βάλθηκα να σιγομουρμουράω ετούτο δώ.

Ευτυχώς η μουσική ξέρει καλύτερα την τέχνη της διπλωματίας από τους πολιτικούς μας :)
-------------------------------------------------------------------------------------------
UPDATE με ψυχραιμότερη ματιά



Μιά βδομάδα πνιγμένη σε πολιτικολογίες. Χαμένος χρόνος ζωής.
Το 'νοιωσα απόψε χαλαρώνοντας με κοκκινέλι και θάλασσα. 
Φτάνει ένα βλέμμα κάποιες στιγμές να σου θυμίσει γιατί ζεις.
Αρκεί να περνά μέσα σου και να διασαλεύει τις ισορροπίες.
*******

Έτυχε ποτέ να μιλάς φωναχτά για τα τρέχοντα και με μία εσώτερη φωνή να κάνεις ταυτόχρονα διάλογο για τα ποθούμενα; Χαραμάδες επικοινωνίας σε .. άλλη διάσταση.
*******

Ισοβίως δέσμια στις απαγγελίες της Λαμπέτη. Κάθε φορά που κοιτάζω στίχους 
ηχούν στο μυαλό μου οι λέξεις όπως σβήνουν χαριτωμένα στα χείλη της. 
Αν διάλεγα αντρική φωνή να τις ντύσει θα ταν αυτή του Καρούζου. Χωρίς φτιασίδια. 
Να τις αφήνει ελεύθερες μόνο να βρουν το δρόμο τους.
*******

Tίποτα πιο επικίνδυνο τελικά από το να ζεις. Κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να ... πεθάνεις. Ο Καρούζος το λέει πιο εύγλυπτα στο απόσπασμα: Να γυρίζεις, αυτό είναι το θαύμα!!!
Σε όσα νόμιζες πως είχες χάσει και ξε-χάσει. Ακόμη κι αν αγνοείς τους κανόνες του παιχνιδιού.



Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Να γυρίζεις, αυτό είναι το θαύμα" Ν.Καρούζος"

Δευτέρα, Μαρτίου 24

Σφύριξε χαρούμενα, μπορείς !!!

Πρωινό Δευτέρας. Πόσο απέχει η δυσθυμία από την αισιοδοξία?
Ένα κλικ. Ανοίγεις το ραδιόφωνο .. ακούς το σουξεδάκι της εποχής και σου φτιάχνει το κέφι. Τόσο απλά!!!



Kι επειδή γουστάρεις πολύ τον ρυθμό του κάνεις ένα ακόμη κλικ και το κρατάς (σαν χρειαζούμενο για ..τονωτικές ενέσεις).

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Σφύριξε χαρούμενα, μπορείς !!!"