Μουσική .. βιογραφία
Kάποτε όλοι κάνουμε απολογισμούς. Στις παραμονές του Νέου έτους, στα γενέθλια. σε κάτι νύχτες με Πανσέληνο ή σε κάποιες στιγμές που ο ... Τζόνι ο περιπατητής τα σαρώνει όλα. Εγώ το κάνω ακούγοντας μουσική. Ως Κομνηνή, που λέει και τ' όνομα που διάλεξα.
Ένα τραγούδι λοιπόν, μπορεί να με "γυρίσει" δεκαετίες πίσω, στις εποχές της αθωότητας. Ένας στίχος μπορεί να με "ταξιδέψει" κι ακούγοντάς τον να βαλθώ να ζυγίζω το παρελθόν και να το συγκρίνω -ασυνείδητα σχεδόν- με τα τρέχοντα.
Δύσκολο να το εξηγήσεις σε όποιον δεν έμαθε να συντροφεύει τη ζωή του με μουσικές. Κι όμως μία μελωδία φτάνει για να αρχίσω τις .. αναδρομές. Όπως το "Όσο βαρούν τα σίδερα βαρούν τα μαύρα ρούχα". Είναι ένας μικρασιάτικος σκοπός, που πρωτοηχογράφησε ο Φουσταλιέρης το 1938. Έτσι το τραγούδι "πολιτογραφήθηκε" ως κρητικό. Αλλά δεν ήταν. Η μάνα μου το 'ξερε. Κάθε φορά που τ' άκουγε δάκρυζε. Τα μαύρα ρούχα στα νιάτα της δεν ήταν μόδα αλλά αναγκαιότητα.
Έχω συχνά εικόνες από τις αφηγήσεις της. Λες και ο σκοπός του τραγουδιού ήταν το βότσαλο στη λίμνη που ξυπνούσε κάθε μνήμη της. Άνθρωπος του "μοιράζομαι" η μάνα μου. Δεν κρατούσε τίποτα μέσα της. Πίκρες, χαρές, δικές της και ξένες ήθελε να τις κοινωνήσει πάντα. Σκούπιζε βιαστικά την αλμύρα, γελούσε αχνά κι έβαζε μπροστά το "Μιά φορά κι έναν καιρό" για να πει την ιστορία της.
Ένα μικρό χωριουδάκι, σκαρφαλωμένο στα ριζιμιά χαράκια.
Μαυροντυμένες γυναίκες να ανηφορίζουν με το δειλινό στο νεκροταφείο, για να βρεθούν κοντά στις .. απώλειές τους.
Και οι νεώτερες .. στα μαύρα κι αυτές. Η μάνα μου έτσι πρωτοθυμάται τον εαυτό της: Ένα κοριτσόπουλο με μακριά κατάμαυρα κρουλάκια, μεγάλα μαύρα μάτια και ρούχα ασορτί.
Κι έτσι αφηγείται και το ξεκίνημα του love story με τον πατέρα μου. Παράταιρο πια στους καιρούς μας, αλλά τότε ο πρώτος έρωτας για τις περισσότερες ήταν και ο μοναδικός. Γιος του γαιοκτήμονα της περιοχής εκείνος. Επόπτευε στ' αμπέλια τους εργάτες, καβάλα στ' άλογο. Εκεί την πρωτοξεχώρισε. Η πιο νέα μαυροφόρα. Ένα αγριοκάτσικο που δούλευε σβέλτα κι έτρεχε πάνω κάτω στον οψιγιά.
Κρατούσε ένα μήλο στα χέρια του ένα σούρουπο. Είχε λαξεύσει προσεκτικά το εσωτερικό του για να χωρέσει το σημείωμά.
Δυο στίχοι μόνο. Έτσι συνηθιζόταν. Ο έρωτας χωρούσε τότε στις μεστές κουβέντες μίας μαντινάδας. Πέρασε πλάι της και το πέταξε. Κι εκείνη, ως νέα Εύα, "δάγκωσε" το μήλο.
"Μια μαυροφόρα προσπαθεί να ανέβει στο φεγγάρι,
Θεέ μου, και δωσ' μου μπόρεση, να φτάσουμε ομάδι".
Το επόμενο μήλο ήταν αφημένο στη βρύση του χωριού. Ο ευρηματικός «όφης» είχε φροντίσει πάλι να το αδειάσει. Και μέσα του τρύπωσε για άλλη μία φορά γλυκόλογα σε ρίμα.
"Μόνο νερό της λησμονιάς σαν πιω θα σου ξεχάσω.
Μα κι αν το βρω, ως κι αν διψώ, δε θα το δοκιμάσω".
Κι έπειτα μαντινάδες κι έρωτες τους πήραν απ' το χέρι. Δυο ενθουσιασμένα παιδιά που "κλέφτηκαν" κι εγκατέλειψαν νύχτα το χωριό, για να βάλουν πλώρη για τις μεγάλες πολιτείες.
Αθήνα του 1964. Την λένε τώρα αφιλόξενη πόλη αλλά και τότε αρνιόταν να καλωσορίσει τους ξένους της.
Τους στρίμωχνε σε κάτι χαμόσπιτα της Κοκκινιάς και τους πελεκούσε μέρα νύχτα τα όνειρα ύπουλα. Έπειτα τους έστελνε στα εργοστάσια για τον επιούσιο. Aλλά εκείνοι δεν εννοούσαν να το βάλουν κάτω. Χαμόγελο και τραγούδι.
Ο πατέρας μου του χορού δεν ήταν. Ένα τραγούδι μόνο τον ξεσήκωνε. Πάντα τον θυμάμαι να αφήνει την καρέκλα του -σε κάτι γιορτές "οικογενειακού τύπου"- μόνο όταν έβγαινε τούτο το δισκάκι στην επιφάνεια. Και τότε, άπλωνε τα χέρια σαν φτερά, έκλεινε τα μάτια και χόρευε τον πιο γνήσιο ζεϊμπέκικο, που είδα ως τα σήμερα. Και τραγουδούσε δυνατά, με εκείνη την μπάσα και καθάρια φωνή, που κανένα του παιδί δεν κληρονόμησε: Μα εγώ δεν ζω γονατιστός, είμαι της γερακίνας γιος.
Παρακολουθούσαμε, ως πιτσιρίκια, σαστισμένα τα γλέντια των μεγάλων. Πολλά γλέντια. Αντιστρόφως ανάλογα της φτώχειας. Τεράστια τραπέζια να απλώνονται στην αυλή με καρέκλες δανεικές από τους γειτόνους. Στο κάτω μέρος να στήνεται η σούβλα και το ραδιόφωνο να παίζει τα "τραγούδια της παρέας". Kι ο ψεύτης κι άδικος ντουνιάς να παρηγοριέται πως ... έτσι ειν' η ζωή. Και που και που να μαλακώνει και να ζητά μία ζαριά καλή. Και μόλις το φαγητό τελειώσει και το κρασί αναλάβει "δράση" να πιάνουν το χορό. Πρώτα, πάντα τα τραγούδια της "πατρίδας".
Πιο κρητικοί .. απ' τους κρητικούς. Με μία ξεθωριασμένη θύμηση πια απ' τις εποχές του χωριού.
Κι η φωνή του Ξυλούρη να ξύνει πληγές κι αναμνήσεις: "Του κύκλου τα γυρίσματα, π' ανεβκατεβαίνουν" (πρόκειται για σπάνια ηχογράφηση της εποχής, με απόσπασμα από την αρχή του "Ερωτόκριτου" του Βιτσέντζου Κορνάρου).
Και μετά να αρχίζουν οι κασέτες να πηγαινοέρχονται. Μεγάλες, διπλάσιες από αυτές που θυμούνται αμυδρά πλέον οι πολύ νεώτεροι. Να καταφτάνουν όμως, άλλοτε από την γειτονιά -που τις έβρισκε πρόφαση να ρθει να σμίξει στο γλέντι και στο χορό- κι άλλοτε από τα αυτοκίνητα των καλεσμένων. Θυμάμαι ακόμη τα "σουξέ" του Αγκόπ με την χαρακτηριστικά ένρινη φωνή, που μας ξεκάρδιζε στα γέλια. Κι η κυρά Καίτη να στέκεται στην μεσοτοιχία και να φωνάζει: "Άνοιξέ το καλέ, γιατί δεν ακούγεται δυνατά".
Ο Στελάρας σε μεγάλες δόξες, η Δούκισσα, ο Μπιθικώτσης. Κι η Μοσχολιού να επιμένει πως εδώ είναι ο Παράδεισος κι η Κόλαση, εδώ . Και πράγματι. Ο Παράδεισος κάτι τέτοιες στιγμές "χαμήλωνε" και φτάναμε κι εμείς να τον κοιτάξουμε. Ίσως γιατί είχαμε ακόμη εκείνο το άδολο βλέμμα, όσων δεν ξέρουν καν ότι δρασκελούν στιγμιαία το κατώφλι του.
Την ίδια περίπου εποχή ο Τζορντανέλλι εμφανιζόταν στην τηλεόραση για να προμοτάρει το νέο τραγούδι που μας εκπροσωπούσε στη Εurovision . Kι ο Άλκης Στέας με εκείνο το καταδεκτικό χαμόγελο από δίπλα. Στις μπουάτ ο Χατζής έκανε την δική του .. επανάσταση. Κιθάρα, βραχνάδα και ... σπουδαίοι άνθρωποι αλλά ... Η εποχή πνιγόταν στα δικά της "αλλά". Ποιος είπε ότι η μοναξιά είναι προνόμιο ενός και μόνο καιρού; Υπόθεση διαχρονική!
Κι έπειτα καθώς μεγαλώναμε τα ακούσματα μας άλλαζαν. Το ροκ ερχόταν να θρονιαστεί στις ζωές μας και στα .. θρανία μας. Χαραγμένο με ξυραφάκι πάνω στο ξύλο του επίπλου. Scorpions, Rolling Stones, Led Zeppelin, Jim Morrison, ACDC, Bob Dylan.
Aγριεμένα νιάτα με τζιν "σωλήνα" και μυαλά στα .. κάγκελα.
Nα περιμένουμε το πάρτι του Σαββατόβραδου για λίγο ημίφως και να κάνουμε δεήσεις στον άγνωστο Θεό της "μπουκάλας" μπας και μας χαρίσει κανά ντροπιάρικο πεταχτό φιλί. Και στο πικ-απ οι Foreigner να μας παρακολουθούν με το Eye of the tiger . Κι οι "βράχοι" έτοιμοι να ξαναερωτευτούν την Angie .
Στην εγχώρια μουσική σκηνή πασχίζαμε να ξεπεράσουμε τον τρόπο που μας κοιτούσαν οι Olympians. Κάθε φορά που ακούω το τραγούδι θυμάμαι ένα πρωινό Κυριακής το χτυποκάρδι για το Lower έξω από το Βρετανικό συμβούλιο. Ο Πασχάλης στο φόρτε του τότε κι η κασέτα στην τσάντα μου, φρέσκο απόκτημα και αντίδοτο στο άγχος των εξετάσεων. Μου 'πεσε στην αίθουσα, μόλις μπήκα για τον προφορικό διαγωνισμό. Ο εξεταστής την σήκωσε, την κοίταξε, χαμογέλασε και μου είπε:
- Which of them do you like more?
Tα 'χασα και του 'δειξα με το δάκτυλο τον τίτλο από το τραγούδι.
- Can you explain what the song says in English?
Που είσαι Πασχάλη να σε φιλήσω, έλεγα μέσα μου. Show έκανα στο British council :)
Τις χαρές και τις νίκες τότε τις γιορτάζαμε. Όχι χαμηλόφωνα κι αθόρυβα. Έντονα και τρελιάρικα, σαν παλιόπαιδα που είμασταν.
Λες και σαρώναμε προφητικά ευτυχίες και ξεγνοιασιές να τις φυλάξουμε για τις περιόδους της "ξηρασίας" που θα ακολουθούσαν όταν μεγαλώναμε.
Και βέβαια, η "διασκέδαση" απαιτούσε συνωμοσία.
Και επιστρατευόταν πάντα ο μεγάλος ξάδερφος. Έξοδος μετά δημοσίων θεαμάτων. Για παγωτό στου Κανάκη .. μας είχαν γονείς και Θείοι κι εμείς μέχρι ... Barbarella φτάναμε να ακούσουμε Felicita και red red wine για να "ξεβιδωθούμε" λίγο στην πίστα.
Κι όταν ξυπνούσε το "ροκάκι" μέσα μας κατηφορίζαμε στο "Κύτταρο" να δούμε τον Βασίλη με μακρύ μαλλί (και μπόλικο ακόμη) να τραγουδάει με την κιθάρα του σ' ακολουθώ . Και κάπου κάπου εκείνο το φοβάμαι, που μας εξομολογιόταν από την πίστα, κλωτσούσε άγρια μέσα μας. Αλλά το παραμερίζαμε. Νέοι καθώς είμασταν κι έτοιμοι να ρουφήξουμε τη ζωή και να την κατασπαράξουμε. Νέοι, γελαστοί και γελασμένοι.
Το "Αχ Μαρία" χωρούσε τους στεναγμούς μας. Kι ο σταυρός του νότου δεν καταλαβαίνω πως, τρύπωνε πάντα μέσα. Σαν σημαδούρα όλης εκείνης της εποχής. Θυμάμαι έναν μεγαλόσχημο καλλιτέχνη, που μας δέχτηκε εκεί στο καμαρίνι του. Ένα τσούρμο πιτσιρίκια του δεκαπενταμελούς, που θέλανε να κλείσουν "συνεστίαση" για την πενθήμερη της Τρίτης Λυκείου. Ψαρωμένα, παζαρεύαμε -όσο μας έπαιρνε- την τιμή της πρόσκλησης. Του λέγαμε "Τρία κατοστάρικα θα την βάλουμε, για να 'ρθει κόσμος". Μας γέλασε κατάμουτρα: "Πέντε θέλω εγώ. Βάλτε την είσοδο και τσάμπα αν σας κάνει κέφι, αλλά εγώ θέλω πέντε στο κεφάλι". Φύγαμε πικραμένοι κι εκείνο το κατώφλι κανείς μας δεν το ξαναπέρασε. Άδικο θα πεις, αλλά έτσι είμασταν. Τιμωροί και πεισματάρηδες. "Η απολυτότης, δευτέρα φύσις της νεότητος".
Mα τα προσπερνούσαμε όλα γρήγορα. Όλα .. εκτός από κείνους τους πρώτους έρωτες. Είχαν άλλα πλουμίδια τότε. Ραβασάκια την ώρα του μαθήματος, έντονες ματιές, εύγλωττες σιωπές, στομάχι "κόμπο" και στο βάθος η αμφιβολία να πηγαίνει σύννεφο: Για το αν ο έρωτας ζει . Μωρέ, ζούσε και βασίλευε. Στο ταψί μας χόρευε. Κι εμείς ατζαμήδες και άμαθοι, κάναμε την μία γκάφα πίσω από την άλλη. Μας θυμάμαι στα ταβερνεία με το τζουκ μποξ να λέει όλα όσα δεν έμελλε να ειπωθούν αλλιώς. Κι ο Κώστας πάντα να ψάχνει "ψιλά" για το ίδιο τραγούδι: Πες μου που πουλάν καρδιές, να σου πάρω μια. Πουθενά, δεν πουλούσαν.
Θυμάμαι στην Κυψέλη ένα βράδυ, στην "Ψάθα", που τα 'σπασε όλα χορεύοντας τον διαβολάκο. Μάταια. Προτιμούσα να χορεύω .. Ζαμπέτα. Το Μάλιστα κύριε.
Βιαζόμουν κι εγώ να φύγω τότε. Να ανοίξω φτερά για αλλού. Όπως το κάνουν όσοι δεν τους χωράει ο τόπος τους. Μου πήρε χρόνια να μάθω πως τίποτα πιο άγριο κι όμορφο συνάμα από το να κόβεις κάθε ομφάλιο λώρο. Να ξεκόβεις. Να υποκρίνεσαι πως έχεις "άγραφο" ακόμη παρελθόν και να σημαδεύεις παρόν και μέλλον στο δόξα πατρί.
Και μόνο κάτι βράδια σαν το αποψινό, να σε πιάνει το παράπονο . Περαστικό όμως κι αυτό. Όπως όλα. Και φευγαλέα να σκέφτεσαι τα πλοία των ερώτων. Εκείνα που προτίμησες. Και τ' άλλα που άφησες να περάσουν άπρακτα.
Τυχαιότητες. Να στέκεσαι χρόνια μετά και να μπερδεύεσαι για το αν τις διάλεξες ή σε διάλεξαν εκείνες.
"Σκέψου να 'ταν το πάτωμα ασπρόμαυρο και να 'σουν το πιόνι" . Tι στίχος και τι εικόνα!!
Και τελικά όλα να καταλήγουν, εκεί από όπου άρχισαν: Εκεί στο νότο . Στην πατρώα γη. Την ίδια που εγκατέλειψαν οι γεννήτορες χρόνια πριν. O απόλυτος κύκλος! Σαν μόνο δύο όχθες να βρήκα στο Αιγαίο. Και να μοίρασα το μόνο "της ζωής μου ταξείδιον" ανάμεσά τους.
Η αντιστρόφως επιστρέφουσα, που επανέλαβε την ιστορία, παραποιώντας την. Θυμάμαι έντονα εκείνο το βράδυ στο καράβι.
Μάρτης του 1987. Τα μποφόρ να σαρώνουν το Αιγαίο και το χιόνι να λευκαίνει ξαφνικά και τις δύο "όχθες" του. Την μία που ήξερα και την άλλη που πήγαινα να πρωτοσυναντήσω. Χωμένη σε μία πανύψηλη πολυθρόνα να πασχίζω μηχανικά να ακουμπήσω τις πατούσες μου στο πάτωμα.
Και ξαφνικά με κυρίευσε ο πανικός. Σαν να μην έφτανε το ανάστημά μου να μετρηθεί με το άγνωστο. Αλλά τον τιθάσευσα. Του 'μαθα να μένει στο πίσω μέρος του μυαλού, να παίζει με υπόηχους και να κρύβεται.
Κι όμως. Τόσα χρόνια πέρασαν κι ωστόσο, όλα αυτά που φοβάμαι ξεθαρρεύουν σε χρόνους ανύποπτους. Όπως όλοι οι δράκοι που καταχωνιάσαμε στις σοφίτες μας. Άστοργοι κι επιθετικοί. Έτοιμοι να σου ζητήσουν το "κόκκινο ταμείο" σου.
Και ιδού εγώ πρόθυμη για παραδοχές απόψε, να νοιώθω πιο δικό μου ό,τι έχασα.
Τίποτα δεν έμαθα. Απλά περπάτησα. Και συνεχίζω να περπατώ.
Μέχρι να κουραστώ κι εγώ κι ο δρόμος μου. Όπως κουράζονται κάποτε όλοι οι οι "Υπέροχα Μονάχοι" στου Αδάμ την εξορία.
* Αφιερωμένο "στα σωστά μας και τα λάθη". Και στις ... μικρές ώρες που έχουν κάτι "μεγάλες" νύχτες. Και στους σύγχρονους ινστρούκτορές μου που βοήθησαν αυτές οι σκέψεις να μην διαβάζονται απλώς αλλά να ακούγονται κιόλας.
Ετικέτες Μουσικός Οίστρος
Permalink για το "Μουσική .. βιογραφία"
26 Comments:
πανεμορφο...
αλλα εγω εμεινα εκει...
στο μηλο και στην λεβεντογεννα Κρητη...
δεν ειμαι απο εκει αλλα δεν ξερω αυτοι οι ανθρωποι εχουν κατι...
εχουν ενα λεβεντικο πενθος...
δεν ξερω ισως να κανω και λαθος...
φιλια...
Σαν εκπομπή ραδιοφώνου ήταν αυτό το ποστ. Απο αυτές που δεν υπάρχουν πια.
Βασιλική
είναι παρεξηγημένη ράτσα. Βλέπετε, οι Μανουσάκηδες τους δείχνουν να αλληλοσκοτώνονται ακόμη αλλά δεν εξηγούν αυτό το περίεργο μείγμα περηφάνιας, σκληράδας κι αγάπης που κυλλάει στις φλέβες τους. Έτσι κι αλλιώς, αυτά δύσκολα εξηγούνται.
Φταίει ο τόπος και το παρελθόν του, νομίζω. Η απλάδα της θάλασσας που τον ξεκόβει από τους άλλους τόπους και οι σκιές των βουνών που πάντα σου θυμίζουν τα μετερίζια της αντίστασης. Αλλά οι άνθρωποί του παραμένουν στο βάθος παιδιά. Πεισματάρηδες αλλά και αξιαγάπητοι :))
speira
καλώς ορίσατε. Γενικά ήταν μία αναδρομή σε όσα .. δεν υπάρχουν πια.
Αλλά αφήστε με να διαφωνήσω για το ραδιόφωνο. Το θεωρώ τελευταίο προπύργιο των αντιστάσεων του μιντακού κόσμου. Ανάμεσα στην χλιαρότητα πολλών εκπομπών, υπάρχουν ευτυχώς κάτι λίγες ακόμη που μας ταξιδεύουν.
Αν και επί της ουσίας με κολακεύετε και σας .. μερσώ :-)
Ωραιότατο, το διάβασα πάνω από 2 φορές... η μουσική δένει με τη ζωή και οι στιγμές βγαίνουν στη μνήμη μας μαζί με το τραγούδι που τις συνόδευε...
Γράψατε. Το έχω διαβάσει πολλές φορές από το πρωί. " Το οσο βαρούν τα σίδερα" ξέρω ότι είναι Μικρασιάτικο τραγουδι αλλά είναι οι στίχοι που έχουν γραφεί στην Κρητη.
αχ,μας θυμισες ωραια χρονια
Αν μπορώ (με δυσκολία!) να ξεχωρίσω κάποιο, είναι ο Σταυρός του Νότου.. άλλωστε μια τέτοια διήγηση μυρίζει θάλασσα.
Απο κάτι τέτοια μαθένουμε κι εμείς!
Αψωγο!
Αθανάσιε
"Μέγα το μυστήριο της ζωής" που λένε και οι "άγαμοι θύται" :)
Αλλά σεις με καταλαβαίνετε. Να το δοκιμάσετε ποστάροντας (άλα τις προτροπή η "απαίδευτος").
Αθήναιε
Πράγματι! Ο Μικρασιάτικος σκοπός (Πόλη ή Σμύρνη) έλεγε "βαρύτερα απ' τα σίδερα, βαρούν τα μαύρα ρούχα, αλλά τα φόρεσα κι εγω, για μιάν αγάπη που 'χα". Ο Φουσταλιέρης τον παράφρασε όπως του άρεσε να κάνει με πολλές μελωδείες που μετέφερε στην κρητική (Ρεθεμνιώτικη) κυρίως μουσική. "Δάσκαλος" με σπουδαίες παρακαταθήκες για το κρητικό αστικό τραγούδι και σαφείς επιρροές από ρεμπέτικους σκοπούς.
Υπουργέ μου
περίμενα τουλάχιστον να σου θύμισα την Χανιώτικη περίοδο της ζωής σου :)
Citronella
Ο "σταυρός του Νότου" ήταν νομίζω το μουσικό έμβλημα της εποχής. Φίλος καλός που κάποτε δούλευε στη Lyra μου έλεγε ότι για χρόνια ήταν ο πρώτος σε πωλήσεις δίσκος.
Εδώ θα πρέπει να πω και ένα ακόμη περιστατικό που μου θυμίζει πάντα: Το ξεκίνημά μου στο ραδιόφωνο, χρόνια πριν. Γιά μία εβδομάδα κάναμε πρόβες και ο μόνος δίσκος που υπήρχε στο πλατό για να καλύπτει τις μουσικές ανάσες ήταν αυτός. Κι ο ηχολήπτης βαριεστημένα έβαζε πάντα το ίδιο τραγούδι.
" Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές".
Μέχρι που η βελόνα (πικ απ είχαμε τότε) σύντομα σε εκείνο το σημείο αρνιόταν να συνεχίσει. Έτσι τελικά στην επίσημη πρεμιέρα της εκπομπής, παρ' ότι το ζητούσαμε γελώντας ως πρώτο τραγούδι μας, δεν κατάφερε να παίξει. Αλλά στο μυαλό μας καταγράφηκε ως το μουσικό ραδιοφωνικό μας βάπτισμα :)
Άντε, για να μην λένε μερικοί μερικοί ότι δεν γράφω ποτέ στο blog "βιωματικά". Βιογραφικά, μάλλον εννοούν αλλά κι αυτό το κατέρριψα σήμερα :-)
Ω τι ταξίδι! :))
Τι μας έκανες σήμερα !!! άκουσα όλο το πρόγραμμα.... ωραία άσματα (μ' αρέσει που αυτοαποκαλείσαι κι απαίδευτη!!! χαχαχα), ξεχωρίζω του κύκλου τα γυρίσματα.... καλα και τα "σίδερα που βαρούν" αλλά ο Ερωτόκριτος νομίζω θα είναι πάντα αξεπέραστος.... στην υγειά σου!!
μπορώ, απλά, να πω ένα
'ευχαριστώ';;;
να'σαι καλά...
καληνύχτα...
Ν. Ago
να δείτε και το "Τέλος Εποχής". Υπάρχει νομίζω στα βίντεο κλάμπ :)
Μπερδεμένη
Αταξίδευτο. Θυμάστε το παιδικό τραγουδάκι?
Αθανάσιε
η συγκεκριμένη ηχογράφηση του Ερωτόκριτου έχει ένα πραγματικά αλλιώτικο ειδικό βάρος. Έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 70 σε ένα ταβερνείο του Ηρακλείου για να αποδείξει ο Ψαρονίκος ότι μπορεί να τραγουδήσει χωρίς επαγγελματικά μικρόφωνα και ορχήστρες. Αν παρατηρήσεις ακούγεται στην αρχή του τραγουδιού να ρωτάει αν θέλουν να το πει έτσι χωρίς συνοδεία. Και μία φωνή του απαντάει "κατευθείαν". Είναι η φωνή του Σταύρου Ξαρχάκου. Ο ίδιος άνθρωπος αργότερα τον έβαλε να ηχογραφήσει με "μία ανάσα" το "Ήτανε μία φορά". Τον έβαλαν στο στούντιο Ξαρχάκος και Φέρρης και του είπαν ότι δεν ηχογραφούν αλλά κάνουν πρόβα. Ο Ξυλούρης είπε το τραγούδι για πρώτη φορά και αυτήν ακριβώς την εκτέλεση .. έβαλαν στο δίσκο.
Τα κοπλιμέντα των "ειδικών" τα μετράω διπλά και .. ψηλώνω κομματάκι :)
Γιώργο
αν μπορώ κι εγώ να πω απλά "παρακαλώ"; :-)
Λίγο ακόμη και θα νοιώσω τύψεις που σας μεταφέρω τόσες μελαγχολικές νότες μαζί και εσείς ως μαζοχιστές δείχνετε να σας αρέσει. :))
Μάλλον δεν ξέρω τι να (πρωτο)γράψω.
Πάω να το ξαναδιαβάσω.
Δεν το χόρτασα!!!!
ειμαι εντελώς εκτός τόπου , χρόνου και εαυτού αλλά επιτρέψτε μου μια μικρή επιδιόρθωση :
το I just died in your arms tonight το ευλόγησαν οι Cuttin Crew και ουχί οι Foreigner
τούτο μόνον και διατελώ
Markos
υπερβάλλετε :)
Άρχοντα των 45 ... στροφών :)
Το δίκιο σας βουνό. Οι Cutting Grew το πρωτοείπαν και το κατοχύρωσαν στο ρεπερτόριό τους. Έλα όμως που το κομμάτι έγινε σύντομα "κλασσικό" κι έτσι πολλοί το αναπαρήγαγαν. Ανάμεσά τους και οι Foreigner στην εκδοχή που θα δείτε κι εδώ. Ξέρετε, είναι μάλλον κάτι ανάλογο με το "βρέχει φωτιά στη στράτα μου" που το χει τραγουδήσει μέχρι και ο Ρουβάς (λέμε τώρα).
Καλώς μας ήρθατε και οι παρατηρήσεις ευπρόσδεκτες. Διορθώνομαι :)
Καταθετω τη συγκινηση ενος Μανιατη.
Να κάνετε ανάληψη τη χαρά μίας Κρητικιάς που (έστω και όψιμα) σας "ανακάλυψε". :)
Εξαιρετικό ταξίδι.
Προς το παρόν, απόλαυσα το κείμενο και σιγομουρμούρισα -από μέσα μου- τις μελωδίες. Μόλις βρω το χρόνο, θα τ' ανοίξω ένα ένα τα τραγούδια.
(Με το ραβασάκι στο μήλο και η δική μου καρδιά χύπησε)
Δηλώνω ένοχη :)
Σκεφτήκατε ποτέ τους γονείς σας ξετρελαμένους από έρωτα να κάνουν "τερτίπια και καμώματα"?
Κάθε φορά που τον κοιτάζω αναρωτιέμαι πως σκαρφίστηκε την ιστορία με το μήλο. Και θαρρώ πως αυτή μου η μόνιμη απορία ήταν που έκανε πιο γλαφυρή την περιγραφή σ' αυτό το κομμάτι του ταξιδιού.
Καλέ κυρία Λουίζα μου, για στείλτε μου ένα e- melaki να σας ρωτήσω και ιδιαιτέρως κάτι ακόμη, τώρα που πήραν οι απορίες μου τον κατήφορο :)
Εγώ πάλι είχα πάνω από έξη μήνες να κλάψω πάνω στο πληκτρολόγιο-από λόγια που είναι σαν να τα είχες στο μυαλό σου (χωμένα, γιατί πονάνε) μα ξαφνικά κάποιος τα λέει φωναχτά...
Όχι από τα τραγούδια σου (που διηγούνται και τη δική μου ζωή μας-συνομήλικη με τη δική σου). Αλλά απ΄αυτό:
"...να φύγω τότε. Να ανοίξω φτερά για αλλού. Όπως το κάνουν όσοι δεν τους χωράει ο τόπος τους. Μου πήρε χρόνια να μάθω πως τίποτα πιο άγριο κι όμορφο συνάμα από το να κόβεις κάθε ομφάλιο λώρο. Να ξεκόβεις. Να υποκρίνεσαι πως έχεις "άγραφο" ακόμη παρελθόν και να σημαδεύεις παρόν και μέλλον στο δόξα πατρί..."
Λεμονάκι μυρωδάτο
Ένας καλός μου φίλος λέει πως τα δάκρυα είναι παρεξηγημένη υπόθεση. Ενίοτε έχουν και θεραπευτικό χαρακτήρα αλλά τα πήξαμε στην ... ενοχοποίηση :)
Τα "δίκια βουνά" με φοβίζουν , καλύτερα "άβυσσος άδικου" ( όπου έχεις περιθώρια ανόδου ενώ στα άλλα μόνο πτώσης ).
Ευχαριστώ για το "καλωσόρισες" αλλά εδώ ήμουν , απλά φορούσα χιονάτες παντόφλες και δεν ακουγόταν τα βήματα :-)
nice'n'sleazy
ο πατερα σου μου εδωσε ιδεες με το μηλο.....η δευτερη μαντιναδα του επισης .....ΣΕ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑ ΜΟΛΙΣ ΧΘΕΣ 24-11-09 ..ΕΙΜΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ...ΕΓΙΝΑ ΕΝΑ ΜΕ ΣΕΝΑ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΣΟΥ...ΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΨΗΛΟΡΕΙΤΗΣ..ΕΣΥ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΓΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου
<< Home