He who must die ...
Συζητώντας για τις ταινίες που είδαμε και μας έμειναν αξέχαστες συνέλαβα τον
εαυτό μου να τις μετρά στα δάκτυλα του ενός χεριού. Απόρροια κακής μνήμης, κατέληξα.
Την χθεσινή όμως -όχι γιατί την έχω φρέσκια- θα την θυμάμαι για χρόνια.
Δεν παίζει στο box ofiice, δεν είναι πρόσφατη, μα αν ήμουν Υπουργός Παιδείας
θα φρόντιζα να "λιώσει" στις αίθουσες προβολής των σχολείων. Έτσι κι αλλιώς είναι μερικά πράγματα που .. ως έλληνες κι ελληναράδες τα κάνουμε ευχαρίστως: διχαζόμαστε, μοιραζόμαστε, και η επιλογή "στρατοπέδων" είναι βαθιά ριζωμένη στο Dna μας.
Μέσα σ' όλα αυτά τα ...εμπριμέ που συμβαίνουν γύρω μας, η αίθουσα είχε μόλις 9 μετρημένους τύπους που πήγαν να δουν το "He who must die" του Ζυλ Ντασέν.
- Ε και; θα πείτε. Πρώτη φορά είναι που το σινεμά μένει άδειο?
Η απάντηση είναι πολύπλοκη. Η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε μισό αιώνα πριν. Ήταν η πρώτη διεθνής παραγωγή που χρηματοδοτήθηκε εν Ελλάδι. Ήταν το ντεμπούτο της χώρας στις Κάνες. Ήταν η πρώτη εμφάνιση της Κρήτης στα .. Ευρωπαϊκά σαλόνια. Κι ήταν η πρώτη ταινία που συνέπραξαν οι "θρύλοι" της εποχής για να στηθεί: Νίκος Καζαντζάκης, Μάνος Χατζιδάκις, Μελίνα Μερκούρη, Γιάννης Τσαρούχης και Ζυλ Ντασέν. Η υπόθεση βασίζεται στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" και η προβολή της έγινε μόνο για λίγες μέρες το 1957 σε 5 Αθηναϊκές αίθουσες. Η πολιτική δυσμένεια που εισέπραξαν έκτοτε οι συντελεστές της την καταδίκασε σε αφάνεια.
Μισό περίπου αιώνα μετά, η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Κρήτη. Για μία και μόνο βραδιά, αφού η μοναδική κόπια που έχει στην κατοχή της η Seven- θα μεταναστεύσει άμεσα στην Αθήνα, γιατί κάποιοι κατάλαβαν τι αντίκρυσμα θα μπορούσε να χει με την σωστή προβολή.
Πήγα με την περιέργεια του ανθρώπου που ετοιμάζεται να βουτήξει στο .. παρελθόν. Καθηλώθηκα επί δίωρο βλέποντας να ζωντανεύει στο πανί μία συγκλονιστικά δυνατή ιστορία (που δεν έχει καμία σχέση με το σήριαλ που είδαμε το 1975).
Έφυγα με την αίσθηση ότι είχα το προνόμιο να "κοινωνήσω" όσο Καζαντζάκη δεν μου δόθηκε ποτέ ως τώρα. Και .. Δανίκας δεν είμαι αλλά το "άνω του μετρίου" το ξεχωρίζουμε όλοι μας ενστικτωδώς. Κι αν θέλω κάτι να σας αφηγηθώ είναι τα όσα συνέβησαν εκτός σκηνής. Που έχουν τον τρόπο να κάνουν την ταινία αυτή ακόμη σπουδαιότερη από το προφανές ανάστημά της.
Γυρίσματα και παρασκήνια
Άνοιξη του 1956. Ένα πολύβουο μελίσσι «στρατοπεδεύει» στην Κριτσά. Κουβαλούν παράξενα σύνεργα, μιλούν ακαταλαβίστικη γλώσσα κι όλο καδράρουν με τα δάκτυλα τοπία και χαμογελούν. «Σύνδεσμοί» τους με τους ντόπιους δύο μαγικοί άνθρωποι: η Μελίνα Μερκούρη κι ο Μάνος Χατζιδάκις.
Το μαντάτο διαδίδεται από στόμα σε στόμα: θέλουν –λένε- να γυρίσουν ταινία. Οι Κριτσώτες είναι διστακτικοί μέχρι που ακούν το όνομα-κλειδί: Νίκος Καζαντζάκης. Οι πόρτες ανοίγουν και τους καλοδέχονται. Χρόνια μετά ο Ζυλ Ντασέν θα αφηγείται: Με ρωτούσαν «Καζαντζάκη θα παίξετε;» και μόλις έλεγα ναι φώναζαν ενθουσιασμένοι: «Κι εγώ να βοηθήσω» και δώστου κι έστρωναν τραπέζια και μας κερνούσαν ρακές.
Η ταινία θα ‘ταν ασπρόμαυρη, όπως κι η … Κριτσά της εποχής. Πέτρα και ήλιος, φιλότιμο και φτώχεια, αμόλυντα τοπία με την απλάδα ενός τόπου που μέρευε τη γη για να επιβιώσει. Τα απογεύματα η Μελίνα μάζευε τους χωρικούς στο σχολείο και τους διάβαζε Καζαντζάκη για να καταλάβουν την υπόθεση του βιβλίου «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Κάποια στιγμή τους είπε: Θέλουμε να διαλέξετε αν θα παίξετε τους πλούσιους Λυκοβρυσιώτες ή τους φτωχούς της Σαρακίνας. Να ξέρετε πάντως πως οι πλούσιοι έχουν πιο μεγάλο ρόλο και πιο .. πολύ μεροκάματο.
Χαμένος κόπος το δέλεαρ των οικονομικών απολαβών. Οι Κριτσώτες είχαν ήδη διαλέξει στρατόπεδο. Ένας απ’ αυτούς σηκώθηκε και της απάντησε:
- Κοίταξέ μας καλά, Μελίνα. Μοιάζουμε εμείς για .. Λυκοβρυσιώτες; Τα πάθη της Σαρακίνας κυλούν στις φλέβες κάθε κρητικού, που κατέχει τι ιστορία κουβαλά ο τόπος του. Μα σαν πρέπει να παίξουμε και τους Λυκοβρυσιώτες να διαλέξετε εσείς και να αποφασίσετε, γιατί εμάς η όρεξή μας είναι άλλη.
Γέλασε η Μελίνα με κείνο το πληθωρικό της γέλιο κι έπειτα ρίχτηκε στη δουλειά. Βάλθηκε να γυρνά ακούραστα τα σοκάκια του χωριού και να καταγράφει ανάγκες. Ρωτούσε πόρτα πόρτα ποιός ήθελε να παίξει κομπάρσος στην ταινία, ποιός σπούδαζε παιδί, ποιός είχε σταύλο μισογκρεμισμένο και συνδύαζε με κόλπα "ταχυδακτυλουργικά" το τερπνόν με το ωφέλιμο. Κανόνιζε μισθούς στους χωρικούς, μεσίτευε να αναστηλώσουν κτίσματα (δήθεν για τις ανάγκες της ταινίας και μόνο) χρυσοπλήρωνε σφαχτά στους κτηνοτρόφους του χωριού και έκλεινε ολοένα συνωμοτικά το μάτι κάθε φορά που τα δολάρια άλλαζαν χέρια και ένας ταλαίπωρος Κρητίκαρος έκανε να την ευχαριστήσει.
Από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες που «παίχτηκαν» στα παρασκήνια ήταν το σκηνικό με τα ψάρια: Σε μία σκηνή του έργου, το χωριό μαζευόταν στην πλατεία κι έτρωγε ψάρια. Δύσκολο "πεσκέσι" εκείνο για την ορεινή Κριτσά. Η Μελίνα παρήγγειλε τα ψάρια και τις προμήθειες σ' έναν πολύτεκνο και του ‘πε γελώντας: αυτά τα ψάρια θα ταΐσουν τη φαμίλια σου για καιρό. Η σκηνή (με υπαιτιότητά της, λένε) γυριζόταν δέκα μέρες. Και κάθε φορά παραπονιόταν ναζιάρικα στον Τζούλη πως πρέπει να φέρουν φρέσκα ψάρια από τη Χώρα. Κι έπειτα του ‘λεγε με εκείνη την αργόσυρτη κι εμφαντική φωνή της:
- Τζούλη, τα λεφτά και τα ψάρια πρέπει να τρώγονται φρέσκα.
Τα γυρίσματα κράτησαν μήνες. Η παραγωγή ήταν γαλλική και αποδείχτηκε πολυδάπανη αλλά πίσω από τα προφανή εξυφάνθηκε κάτι μεγαλύτερο από μία απλή ταινία: το ντεμπούτο της προβολής της Ελλάδας στα διεθνή κινηματογραφικά «σαλόνια». Ο «Χριστός ξανασταυρώνεται» ήταν η πρώτη διεθνής παραγωγή που γυρίστηκε στη χώρα μας. Ένα χρόνο μετά στις Κάνες η πρεμιέρα της ταινίας αποκάλυπτε στους Ευρωπαίους έναν παράδεισο επί γης, που τους σαγήνευσε αμέσως. Είκοσι χρόνια αργότερα στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού «Αλάτι και Πιπέρι» ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Κριτσάς Γιάννης Τάβλας έλεγε γελώντας στον Ντασέν: Όπου γύρισες τότε σκηνή, σήμερα έχει χτιστεί κι ένα ξενοδοχείο.
Και το αποτέλεσμα δεν ήταν διόλου τυχαίο. Το λιθαράκι τους σ’ αυτή την προσπάθεια βάλανε ένα σωρό άνθρωποι που βλέπανε πιο πέρα από την εποχή τους. Ανάμεσά τους η Ελένη Βλάχου της Καθημερινής, που έστειλε για πρώτη φορά τότε απεσταλμένο να καλύψει για μήνες τα γυρίσματα και να συντηρεί το θέμα σε επικαιρότητα. Το ενδυματολογικό κομμάτι της υπόθεσης ανέλαβε μία άλλη προσωπικότητα της εποχής: ο Γιάννης Τσαρούχης που φρόντισε να ντύσει με τα κοστούμια του τους χαρακτήρες του Καζαντζάκη, ενώ η μουσική του Μάνου Χατζηδάκι φρόντισε να επιτείνει τους επιβλητικούς τόνους. Στην ταινία πέρα από την απλή υπόκρουση υπάρχουν και αυτά τα θαυμάσια χορωδιακά, που είτε τραγουδούν τον εθνικό μας ύμνο, είτε ψαλμό, είτε δημοτικό άσμα σου γεμίζουν την ψυχή με μέθεξη. Η ασπρόμαυρη τέχνη του Ντασέν χάιδεψε τα πρόσωπα και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον τις χάρες του κρητικού ήλιου. Το σκηνικό ήταν γνήσιο και λιτό, με το ίδιο το χώμα να πρωταγωνιστεί στις αισθήσεις.
«Τότε η Κρήτη ήταν αγνώριστη κι ο Άγιος Νικόλας συγκλονιστικός στην απλότητά του και τη φυσική ομορφιά του. Ακόμα δεν είχε αρχίσει η ευμάρεια της εθνικής πορνείας που ονομάστηκε Τουρισμός» είχε πει ο Μάνος Χατζιδάκις για την Ελλάδα του 1956.
Ο Καζαντζάκης τόσο ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα που χτύπησε φιλικά στον ώμο τον Ντασέν και του είπε: Δικαιούσαι να λέγεσαι πια ...Ντασεν-άκης.
Η υπόθεση της ταινίας που πήρε τον διεθνή τίτλο «Αυτός που έπρεπε να πεθάνει» έχει ως εξής: Σ’ένα κρητικό χωριό, την Λυκόβρυση, όπου Έλληνες και Τούρκοι ζουν μαζί με κατανόηση κι ανοχή, ο παπάς ετοιμάζει την αναπαράσταση της Σταύρωσης του Χριστού με πρόσωπα διαλεγμένα απ τους κατοίκους του. Ταυτόχρονα όμως μια ομάδα ξεριζωμένων και εξαθλιωμένων φτάνει κοντά στο χωριό και κατασκηνώνει στις σπηλιές του, στην Σαρακίνα. Τις δύο κοινότητες θα χωρίσουν παροδικά προκαταλήψεις και μικρότητες αλλά θα τις ενώσει οριστικά η ανάγκη τους για ελευθερία και δικαιοσύνη. Το δραματικό δρώμενο της Σταύρωσης θα καταλήξει σε εξέγερση κατά των Τούρκων κι ο Μανωλιός (που ενσαρκώνει στην αναπαράσταση τον Θεάνθρωπο) θα γίνει ένας σύγχρονος χριστιανός μάρτυρας. Ο «Χριστός», ο «Ιούδας» και η «Μαγδαληνή» στα «χέρια» του Καζαντζάκη και στη μηχανή του Ντασέν μετατρέπονται σε αλληγορικά σύμβολα, που όχι μόνο ξεπερνούν την ηθογραφία, αλλά αποκαλύπτουν τις καθόλου μεταφυσικές βάσεις των ανθρώπινων, πραγματικών «παθών».
Στην ταινία ο Πιερ Βανέκ ανέλαβε το ρόλο του Μανωλιού, του βοσκού που υποδύθηκε τον Χριστό στην αναπαράσταση των Παθών, ο Ζαν Σερβέ πήρε το ρόλο του παπα–Φώτη (του καλού παπά), ο Φερνάν Λεντού έκανε τον αντίποδα, τον παπα-Γρηγόρη, ο Γκρεγκουάρ Ασλάν τον Αγά, ο Γερμανός Γκερτ Φρέμπε (αργότερα γνωστός ως «Χρυσοδάκτυλος» του Τζέιμς Μπόντ) πήρε τον Πατριαρχέα, ο Ροζέ Ανέν τον Παναγιώταρο, τον εραστή της χήρας, ο Μορίς Ρονέ το νεαρό Μιχελή, που αγαπά τη φυματική Μαριωρή. Και βέβαια την πληθωρική Κατερίνα, τη χήρα του χωριού, ανέλαβε η Μελίνα Μερκούρη ενώ από ελληνικής πλευράς ο Δήμος Σταρένιος πήρε το ρόλο του γερο-Λαδά, και τον επανέλαβε μία εικοσαετία αργότερα στην τηλεόραση για το ομότιτλο θρυλικό σίριαλ του Βασίλη Γεωργιάδη…
Η ταινία διακρίθηκε με Ειδική Μνεία στο Φεστιβάλ Κανών το 1957 (ήταν υποψήφια και για το «Χρυσό Φοίνικα»), ενώ το 1958 ήταν υποψήφια για τα Βραβεία BAFTA. Στην Αθήνα προβλήθηκε το Δεκέμβριο του 1957 μόνο στις αίθουσες «Παλλάς», «Τιτάνια», «Άστορ», «Άστρον» και «Ριβολί».
Μ.Κ.
Το μαντάτο διαδίδεται από στόμα σε στόμα: θέλουν –λένε- να γυρίσουν ταινία. Οι Κριτσώτες είναι διστακτικοί μέχρι που ακούν το όνομα-κλειδί: Νίκος Καζαντζάκης. Οι πόρτες ανοίγουν και τους καλοδέχονται. Χρόνια μετά ο Ζυλ Ντασέν θα αφηγείται: Με ρωτούσαν «Καζαντζάκη θα παίξετε;» και μόλις έλεγα ναι φώναζαν ενθουσιασμένοι: «Κι εγώ να βοηθήσω» και δώστου κι έστρωναν τραπέζια και μας κερνούσαν ρακές.
Η ταινία θα ‘ταν ασπρόμαυρη, όπως κι η … Κριτσά της εποχής. Πέτρα και ήλιος, φιλότιμο και φτώχεια, αμόλυντα τοπία με την απλάδα ενός τόπου που μέρευε τη γη για να επιβιώσει. Τα απογεύματα η Μελίνα μάζευε τους χωρικούς στο σχολείο και τους διάβαζε Καζαντζάκη για να καταλάβουν την υπόθεση του βιβλίου «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Κάποια στιγμή τους είπε: Θέλουμε να διαλέξετε αν θα παίξετε τους πλούσιους Λυκοβρυσιώτες ή τους φτωχούς της Σαρακίνας. Να ξέρετε πάντως πως οι πλούσιοι έχουν πιο μεγάλο ρόλο και πιο .. πολύ μεροκάματο.
Χαμένος κόπος το δέλεαρ των οικονομικών απολαβών. Οι Κριτσώτες είχαν ήδη διαλέξει στρατόπεδο. Ένας απ’ αυτούς σηκώθηκε και της απάντησε:
- Κοίταξέ μας καλά, Μελίνα. Μοιάζουμε εμείς για .. Λυκοβρυσιώτες; Τα πάθη της Σαρακίνας κυλούν στις φλέβες κάθε κρητικού, που κατέχει τι ιστορία κουβαλά ο τόπος του. Μα σαν πρέπει να παίξουμε και τους Λυκοβρυσιώτες να διαλέξετε εσείς και να αποφασίσετε, γιατί εμάς η όρεξή μας είναι άλλη.
Γέλασε η Μελίνα με κείνο το πληθωρικό της γέλιο κι έπειτα ρίχτηκε στη δουλειά. Βάλθηκε να γυρνά ακούραστα τα σοκάκια του χωριού και να καταγράφει ανάγκες. Ρωτούσε πόρτα πόρτα ποιός ήθελε να παίξει κομπάρσος στην ταινία, ποιός σπούδαζε παιδί, ποιός είχε σταύλο μισογκρεμισμένο και συνδύαζε με κόλπα "ταχυδακτυλουργικά" το τερπνόν με το ωφέλιμο. Κανόνιζε μισθούς στους χωρικούς, μεσίτευε να αναστηλώσουν κτίσματα (δήθεν για τις ανάγκες της ταινίας και μόνο) χρυσοπλήρωνε σφαχτά στους κτηνοτρόφους του χωριού και έκλεινε ολοένα συνωμοτικά το μάτι κάθε φορά που τα δολάρια άλλαζαν χέρια και ένας ταλαίπωρος Κρητίκαρος έκανε να την ευχαριστήσει.
Από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες που «παίχτηκαν» στα παρασκήνια ήταν το σκηνικό με τα ψάρια: Σε μία σκηνή του έργου, το χωριό μαζευόταν στην πλατεία κι έτρωγε ψάρια. Δύσκολο "πεσκέσι" εκείνο για την ορεινή Κριτσά. Η Μελίνα παρήγγειλε τα ψάρια και τις προμήθειες σ' έναν πολύτεκνο και του ‘πε γελώντας: αυτά τα ψάρια θα ταΐσουν τη φαμίλια σου για καιρό. Η σκηνή (με υπαιτιότητά της, λένε) γυριζόταν δέκα μέρες. Και κάθε φορά παραπονιόταν ναζιάρικα στον Τζούλη πως πρέπει να φέρουν φρέσκα ψάρια από τη Χώρα. Κι έπειτα του ‘λεγε με εκείνη την αργόσυρτη κι εμφαντική φωνή της:
- Τζούλη, τα λεφτά και τα ψάρια πρέπει να τρώγονται φρέσκα.
Τα γυρίσματα κράτησαν μήνες. Η παραγωγή ήταν γαλλική και αποδείχτηκε πολυδάπανη αλλά πίσω από τα προφανή εξυφάνθηκε κάτι μεγαλύτερο από μία απλή ταινία: το ντεμπούτο της προβολής της Ελλάδας στα διεθνή κινηματογραφικά «σαλόνια». Ο «Χριστός ξανασταυρώνεται» ήταν η πρώτη διεθνής παραγωγή που γυρίστηκε στη χώρα μας. Ένα χρόνο μετά στις Κάνες η πρεμιέρα της ταινίας αποκάλυπτε στους Ευρωπαίους έναν παράδεισο επί γης, που τους σαγήνευσε αμέσως. Είκοσι χρόνια αργότερα στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού «Αλάτι και Πιπέρι» ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Κριτσάς Γιάννης Τάβλας έλεγε γελώντας στον Ντασέν: Όπου γύρισες τότε σκηνή, σήμερα έχει χτιστεί κι ένα ξενοδοχείο.
Και το αποτέλεσμα δεν ήταν διόλου τυχαίο. Το λιθαράκι τους σ’ αυτή την προσπάθεια βάλανε ένα σωρό άνθρωποι που βλέπανε πιο πέρα από την εποχή τους. Ανάμεσά τους η Ελένη Βλάχου της Καθημερινής, που έστειλε για πρώτη φορά τότε απεσταλμένο να καλύψει για μήνες τα γυρίσματα και να συντηρεί το θέμα σε επικαιρότητα. Το ενδυματολογικό κομμάτι της υπόθεσης ανέλαβε μία άλλη προσωπικότητα της εποχής: ο Γιάννης Τσαρούχης που φρόντισε να ντύσει με τα κοστούμια του τους χαρακτήρες του Καζαντζάκη, ενώ η μουσική του Μάνου Χατζηδάκι φρόντισε να επιτείνει τους επιβλητικούς τόνους. Στην ταινία πέρα από την απλή υπόκρουση υπάρχουν και αυτά τα θαυμάσια χορωδιακά, που είτε τραγουδούν τον εθνικό μας ύμνο, είτε ψαλμό, είτε δημοτικό άσμα σου γεμίζουν την ψυχή με μέθεξη. Η ασπρόμαυρη τέχνη του Ντασέν χάιδεψε τα πρόσωπα και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον τις χάρες του κρητικού ήλιου. Το σκηνικό ήταν γνήσιο και λιτό, με το ίδιο το χώμα να πρωταγωνιστεί στις αισθήσεις.
«Τότε η Κρήτη ήταν αγνώριστη κι ο Άγιος Νικόλας συγκλονιστικός στην απλότητά του και τη φυσική ομορφιά του. Ακόμα δεν είχε αρχίσει η ευμάρεια της εθνικής πορνείας που ονομάστηκε Τουρισμός» είχε πει ο Μάνος Χατζιδάκις για την Ελλάδα του 1956.
Ο Καζαντζάκης τόσο ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα που χτύπησε φιλικά στον ώμο τον Ντασέν και του είπε: Δικαιούσαι να λέγεσαι πια ...Ντασεν-άκης.
Η υπόθεση της ταινίας
Η υπόθεση της ταινίας που πήρε τον διεθνή τίτλο «Αυτός που έπρεπε να πεθάνει» έχει ως εξής: Σ’ένα κρητικό χωριό, την Λυκόβρυση, όπου Έλληνες και Τούρκοι ζουν μαζί με κατανόηση κι ανοχή, ο παπάς ετοιμάζει την αναπαράσταση της Σταύρωσης του Χριστού με πρόσωπα διαλεγμένα απ τους κατοίκους του. Ταυτόχρονα όμως μια ομάδα ξεριζωμένων και εξαθλιωμένων φτάνει κοντά στο χωριό και κατασκηνώνει στις σπηλιές του, στην Σαρακίνα. Τις δύο κοινότητες θα χωρίσουν παροδικά προκαταλήψεις και μικρότητες αλλά θα τις ενώσει οριστικά η ανάγκη τους για ελευθερία και δικαιοσύνη. Το δραματικό δρώμενο της Σταύρωσης θα καταλήξει σε εξέγερση κατά των Τούρκων κι ο Μανωλιός (που ενσαρκώνει στην αναπαράσταση τον Θεάνθρωπο) θα γίνει ένας σύγχρονος χριστιανός μάρτυρας. Ο «Χριστός», ο «Ιούδας» και η «Μαγδαληνή» στα «χέρια» του Καζαντζάκη και στη μηχανή του Ντασέν μετατρέπονται σε αλληγορικά σύμβολα, που όχι μόνο ξεπερνούν την ηθογραφία, αλλά αποκαλύπτουν τις καθόλου μεταφυσικές βάσεις των ανθρώπινων, πραγματικών «παθών».
Στην ταινία ο Πιερ Βανέκ ανέλαβε το ρόλο του Μανωλιού, του βοσκού που υποδύθηκε τον Χριστό στην αναπαράσταση των Παθών, ο Ζαν Σερβέ πήρε το ρόλο του παπα–Φώτη (του καλού παπά), ο Φερνάν Λεντού έκανε τον αντίποδα, τον παπα-Γρηγόρη, ο Γκρεγκουάρ Ασλάν τον Αγά, ο Γερμανός Γκερτ Φρέμπε (αργότερα γνωστός ως «Χρυσοδάκτυλος» του Τζέιμς Μπόντ) πήρε τον Πατριαρχέα, ο Ροζέ Ανέν τον Παναγιώταρο, τον εραστή της χήρας, ο Μορίς Ρονέ το νεαρό Μιχελή, που αγαπά τη φυματική Μαριωρή. Και βέβαια την πληθωρική Κατερίνα, τη χήρα του χωριού, ανέλαβε η Μελίνα Μερκούρη ενώ από ελληνικής πλευράς ο Δήμος Σταρένιος πήρε το ρόλο του γερο-Λαδά, και τον επανέλαβε μία εικοσαετία αργότερα στην τηλεόραση για το ομότιτλο θρυλικό σίριαλ του Βασίλη Γεωργιάδη…
Η ταινία διακρίθηκε με Ειδική Μνεία στο Φεστιβάλ Κανών το 1957 (ήταν υποψήφια και για το «Χρυσό Φοίνικα»), ενώ το 1958 ήταν υποψήφια για τα Βραβεία BAFTA. Στην Αθήνα προβλήθηκε το Δεκέμβριο του 1957 μόνο στις αίθουσες «Παλλάς», «Τιτάνια», «Άστορ», «Άστρον» και «Ριβολί».
Μ.Κ.
Ετικέτες Θεωρήσεις
Permalink για το "He who must die ..."
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home