Οι ζωές των άλλων ...
"Στεκόμουν όρθια μπροστά σε ένα γραφείο. Πίσω του καθόταν ένας άντρας που μου χαμογελούσε. Μου έτεινε το χέρι και είπε: Γιώργος Σιδεράς. Έπειτα άνοιξε ένα χαρτί που έμοιαζε σαν μπλοκ επιταγών και ρώτησε: Τι ποσό να βάλω?
Χαμογέλασα με την προθυμία του αμήχανα και είπα "Με 2.000 είμαι εντάξει". Πέντε θα βάλω, μου απάντησε. Έκοψε την επιταγή και μου την έδωσε. Διαμαρτυρόμουν ότι ήταν πολλά τα χρήματα. Σηκώθηκε και με έσπρωξε απαλά έξω από το γραφείο του. Είδα μία μεγάλη ανηφόρα με πέτρινες πεζούλες κι άρχισα να ανεβαίνω. Γύρω μου ανέβαιναν κι άλλοι άνθρωποι. Παρατήρησα μία γυναίκα που κρατούσε ένα ασημένιο πέταλλο. Την ρώτησα που το πάει. "Στον Σιδερά" μου απάντησε και ξύπνησα. Φιλενάδα, σήκω να πάμε στο χωριό μου. Απόψε είναι ο εσπερινός του Άη Γιώργη".
Δεν θέλησα να την κακοκαρδίσω. Στις 6.00 ακριβώς μπαίναμε στην είσοδο του χωριού. Ασυνήθιστη πολυκοσμία. Αγανακτήσαμε να παρκάρουμε. Πήγαμε στο σπίτι για καφέ. Τα σοκάκια μύριζαν άνοιξη και λιβάνι. Βρήκαμε την κυρά Γιωργία να το καλαμπουρίζει ξέγνοιαστα με μία γειτόνισσα. "Χαλαροί άνθρωποι" σκεφτόμουν και τις κοίταζα με κείνη την παράξενη αίσθηση -μείγμα καλοπροαίρετης ζήλιας και αναπόλησης- για την στωικότητα και την απέριττη σοφία, που δείχνουν στις ζωές και τα "θέλω" τους οι άνθρωποι της περασμένης γενιάς. Πίνανε καφέ και σχεδίαζαν το γιορτάσι τους. Τι θα ψήσουν, ποιούς θα υποδεχτούν. Κατάλαβα πως και της γειτόνισσας ο γιός ήταν Γιώργος.
- Να σας ζήσει, είπα από συνήθεια και με κοίταξε κατάματα. Περίμενα ένα τυπικό "ευχαριστώ" μα δεν μου το πε. Συνέχισε την κουβέντα για τις ετοιμασίες. Κεφάτος άνθρωπος η Βούλα. Γελαστός. Σύντομα η κουβέντα με έκανε να ξεχάσω την μικρή της .. αγένεια. Όταν σήμανε η καμπάνα του Εσπερινού κινήσαμε για την εκκλησία. Στην πόρτα της ο Άη Γιώργης. Επιβλητικός πάνω στο άλογό του, με ένα χαμόγελο γεμάτο κατανόηση και προσήνεια. Συγκέντρωνε ασπασμούς και λαμπάδες, καμαρώνοντας στο πόσοι τον θυμήθηκαν. Είμασταν παλιοί γνώριμοι. Πάσχα του 1995, η προηγούμενη φορά που δρασκέλισα το κατώφλι του. Ευσεβής κατά περίσταση εγώ και αλοίμονο στους Αγίους που περίμεναν την δική μου επίσκεψη. Διστακτική στα τελετουργικά και αμύητη στις γονυκλησίες. Η Βούλα δίπλα μου. Προσκύνησε ευλαβικά την εικόνα, ψιθύρισε κάτι που έμοιαζε σαν "να τον φυλάς" και ξαφνικά έχασε την ισορροπία της. Άπλωσα το χέρι αυθόρμητα να την κρατήσω. Μου χαμογέλασε δακρυσμένη.
Μπήκαμε στο εκκλησάκι. Ο χώρος λιγοστός αλλά τα πρόσωπα που συνωστίζονταν είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ο δημοφιλής Νομαρχιακός σύμβουλος. Μπήκε με μία κουστωδία, έκανε τις "δημόσιες σχέσεις" του στα γρήγορα με τον Άγιο και βγήκε στο προαύλιο να συνεχίσει το ίδιο έργο με τους πιστούς του. Μαυροφορεμένες γριούλες δίπλα σε παιδιά και εγγόνια που ρθαν από την πόλη για τον Εσπερινό. Ένας γέροντας που έμοιαζε να κοιμάται πλάι στο στασίδι του ψάλτη. Ένας άλλος που στηριζόταν στο "πι" και έμενε πεισματικά όρθιος, παρ' ότι έσπευδαν όλοι να του προσφέρουν μία από τις λιγοστές θέσεις καθημένων. Γυναίκες που άφηναν ένα τσουκάλι στη μέση και έσπευδαν να προσκυνήσουν την εικόνα. Κάναν μία βιαστική περασιά με την ποδιά της κουζίνας ζωσμένη στη μέση τους. Μεσόκοπες που ντύθηκαν τα "καλά" τους -κυριακάτικα παλιομοδίτικα ταγιέρ- για να τιμήσουν την περίσταση. Νέες και σύγχρονες κοπέλες που ρθαν με σόρτς και εξουθενωτικά ντεκολτέ, ελπίζοντας ότι ο Άγιος .. τις πάει, ως έχουν. Μία μικρογραφία κοινωνίας που τα είχε όλα.
Ο Εσπερινός είχε έναν τόνο χαρούμενο. Σχεδόν αναστάσιμο. Στο τέλος του παρατήρησα πως μοιάζαμε όλοι πιο ανάλαφροι. Κινήσαμε απέναντι για το καφενεδάκι του χωριού. Πιάσαμε κι εκεί "στασίδι" και "κοινωνήσαμε" όση ρακή αντέχαμε. Η Βούλα καθόταν πλάι μου. Σήκωσα το ποτήρι και της ξανάπα "να ζήσει ο γιός σου, Βούλα". "Αμήν" μου απάντησε και σηκώθηκε απότομα. "Πάω να δω τι κάνει απόψε" είπε και κίνησε να φύγει. Κοντοστάθηκε στην πόρτα του καφενείου και είπε δυνατά: Αύριο θα του κάμω γιορτή κι είστε όλοι καλεσμένοι.
Σάστισα όταν άκουσα τις απαντήσεις τους. Η φιλενάδα μου τράβηξε την καρέκλα κι ήρθε πλάι μου: "Δεν πρόλαβα να στο πω. Η Βούλα έχασε το γιό της πριν από 9 μήνες. 18 χρονών. Σε τροχαίο. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει που βρίσκει το κουράγιο να αντιμετωπίζει τόσο ψύχραιμα την κατάσταση. Έβαλε ένα παγκάκι και ένα τραπέζι πλάι στον τάφο του. Οι φίλοι του πάνε συχνά και του κάνουν παρέα. Κι η Βούλα κάθεται με τις ώρες εκεί και του μιλάει".
Έμεινα σαστισμένη να σκέφτομαι πόσο καλά χωρατεύει η ζωή μαζί μας. Όλο το απόγευμα με κέρδιζε η ζωντάνια της. Κεφάτος άνθρωπος, σκεφτόμουν. Χαλαρός, απροβλημάτιστος. Της έβγαλα νοερά το .. καπέλο. Δυνατός άνθρωπος η Βούλα.
Στην παρέα μας προστέθηκε ο γέροντας με το "πι". Παλιός κοινοτάρχης του χωριού, θείος της φίλης μου με καταγωγή από τη Ρόδο. "Πως και ήρθατε απόψε?, μας ρώτησε. Η κουβέντα μας γύρισε στο όνειρο του μεσημεριού. "Ανηψιά έχεις πάει στον Αρχάγγελο? Εκεί υπάρχει μία εκκλησία του Άη Γιώργη του Σιδερά. Οι πιστοί τον είπαν έτσι γιατί ζητούσε στα ονείρατά τους να του πάνε πέταλλα για το άλογό του. Ο δρόμος ανηφορίζει όπως ακριβώς τον περιγράφεις. Με πέτρινες πεζούλες που σχηματίζουν μονοπάτι από σκαλοπάτια. Αλλά παράξενο που ο Άγιος σου δωσε "επιταγή".
Είχα ένα σκωπτικό μειδίαμα όσο διαρκούσε η "εξήγηση" του ονειροκρίτη, ώσπου ο γέροντας κοίταξε και μένα και ξαναρώτησε: Κι εσύ, γιατί ήρθες απόψε?
- Ε τυχαίο ήταν, είπα. Να της κάνω παρέα.
- Έχεις ξανάρθει στον Άη Γιώργη?
- Ναι, πριν από 12 χρόνια. Το Πάσχα του 1995.
- Χμ 12 χρόνια ε? Μοιάζουν τυχαία μερικά πράγματα μα δεν είναι.
Εκεί ξεμύτισαν οι λύρες και με έσωσαν:
05._Pws_na_swpasw.... |
Ετικέτες Θεωρήσεις
Permalink για το "Οι ζωές των άλλων ..."