Tabs: Blog | About Me |

Πέμπτη, Αυγούστου 31

Ασαφείς "περι-πλανητικές" προθέσεις ...


Ένα ακόμη καλοκαίρι να ξεψυχά εντός μας.
Σωρεύοντας στιγμές και απώλειες.

Οι χάρτινες βαρκούλες μας,
σπονδές λιωμένες στον Οίνοπα Πόντο.

Όνειρα και παραλίες σε δεύτερη ζήτηση.
Η ζωή πάλι στα μετόπισθεν.
Το μεγάλο ρολόι του αμφιπρόστηλου ήλιου
χτυπά .. Φθινόπωρο. Δώδεκα ακριβώς.Ήχος πρώτος.

Μία χούφτα βότσαλα και κοχύλια
τα τελευταία λάφυρα!

Μαζεύω εικόνες. Να τις στολίσω ευλαβικά.
Φόντο στο χειμώνα που έρχεται.

Κι ο Πλούτωνας εξόριστος.
Σηκώνω το βλέμμα. Σαν να ζωφραφίζω ξανά το στερέωμα.
Καταγραφές. Απογραφές. Περιγραφές. Αντιγραφές. Μεταγραφές. Διαγραφές.
Μόνο Υπογραφές δεν βάζω πια.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ασαφείς "περι-πλανητικές" προθέσεις ..."

Τετάρτη, Αυγούστου 30

Προσευχή ...


Συγχώρα με Κύριε, που δεν έμαθα πως ξεκινούν οι προσευχές.
Πορεύομαι συχνά χωρίς εξάρτηση από τέτοια βιώματα.
Συγχώρα με, που δεν προστρέχω σε γιορτές και Αργίες στους ναούς.
Οι αναζητήσεις μου και τα τρέχοντα, τους κάνουν να φαντάζουν αφιλόξενοι στα μάτια μου.
Συγχώρα με, που δεν δείχνω πια καρτερία και καλοσύνη στους άλλους όσο συχνά θα θελα.
Η στενομυαλιά, η κακία και ο φόβος εξαπλώνονται ραγδαία γύρω μου. Ενίοτε και εντός μου.
Συγχώρα με, που αμφιβάλλω για το μέλλον.
Μοιάζει αναλόγως ανακυκλούμενο με το παρελθόν και το παρόν.
Συγχώρα με, που δεν μαθαίνω πια από τα λάθη μου.
Εξακολουθώ να αγνοώ την αφορμή που έδωσα, βιώνω και θυμάμαι μόνο την τιμωρία.
Συγχώρα με, που έχασα τον δρόμο της αλήθειας.
Μπερδεύομαι καθημερινά στις πλείστες όσες επιλογές μου προσφέρονται.
Συγχώρα με, που ξεχνώ το "άνω θρώσκω", έρποντας στην καθημερινότητά μου.
Παρηγοριέμαι μάταια με τις μικρότητες που επιδεικνύουν και οι λοιποί συνάνθρωποι.
Συγχώρα με, γιατί εγώ δυσκολεύομαι πια να με συγχωρήσω.
Και Σε παρακαλώ, θύμισέ μου: Τι ακριβώς κάνω εδώ?

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Προσευχή ..."

Η κατά Καβάφη δύναμη του λόγου

Από ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ σημείωμα του:
"Συχνά παρατηρώ τι λίγη σπουδαιότητα που δίδουν οι άνθρωποι στα λόγια. Ας εξηγηθώ. Ένας απλούς άνθρωπος (με απλούς δεν εννοώ βλαξ: αλλά όχι διακεκριμένος) έχει μιαν ιδέα, κατακρίνει ένα θεσμόν ή μιαν γενικήν γνώμην· ξεύρει ότι η μεγάλη πλειοψηφία σκέπτεται αντιθέτως προς αυτή· ως εκ τούτου σιωπά, θαρρώντας πως δεν οφελεί να ομιλήση, στέκοντας που με την ομιλία του δεν θ’ αλλάξη τίποτε. Είναι ένα μεγάλο λάθος. Εγώ πράττω αλλέως. Κατακρίνω λ.χ. την θανατικήν ποινήν. Μόλις τύχει ευκαιρία, το κηρύττω, όχι διότι νομίζω ότι επειδή θα το πω εγώ θα την καταργήσουν αύριον τα κράτη, αλλά διότι είμαι πεπεισμένος ότι λέγωντάς το συντείνω εις τον θρίαμβον της γνώμης μου. Αδιάφορον εάν δεν συμφωνή κανένας μαζί μου. Ο λόγος μου δεν πάγει χαμένος. Θα τον επαναλάβη ίσως κανείς και μπορεί να πάγη σε αυτιά που να τον ακούσουν και να ενθαρρυνθούν. Μπορεί από τους μη συμφωνούντας τώρα να τον θυμηθή κανένας – εις ευνοϊκήν περίστασιν εις το μέλλον, και, με την συγκυρίαν άλλων περιπτώσεων, να πεισθή, ή να κλονισθή η εναντία του πεποίθησις. – Έτσι και εις διάφορα άλλα κοινωνικά ζητήματα, και εις μερικά που κυρίως απαιτείται Πράξις. Γνωρίζω που είμαι δειλός και δεν μπορώ να πράξω. Γι’ αυτό λέγω μόνον. Αλλά δεν νομίζω που τα λόγια μου είναι περιττά. Θα πράξη άλλος. Αλλά τα πολλά μου τα λόγια – εμού του δειλού– θα τον ευκολύνουν την ενέργειαν. Καθαρίζουν το έδαφος".

16.10.1902 Κ.Π. Καβάφης

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Η κατά Καβάφη δύναμη του λόγου"

Τρίτη, Αυγούστου 29

Δολοφονώντας το ... χειρόγραφο!


Τις προάλλες, ξεσκονίζοντας κάποια παλιά αρχεία έπεσαν στα χέρια μου μερικοί κιτρινισμένοι φάκελοι ταχυδρομείου. Έμεινα αρκετή ώρα να κοιτάζω τα γραμματόσημα. Τις σφραγίδες. Τις ημερομηνίες. Η άκρη των φακέλων σκισμένη και μέσα το περιεχόμενο. Άνοιξα ένα διστακτικά. Σελίδα διπλωμένη στα τέσσερα. Πυκνογραμμένη. Γράμματα καλλιγραφικά. Με τις ουρές τους να ξεπηδούν από τις γραμμές του χαρτιού. Και κάθε σειρά να γέρνει ελαφρώς προς τα δεξιά.

Ξεκινούσε με ένα "Αγαπημένη μου ανηψιά" και στο τέλος της σελίδας έγραφε: "Υγείαν έχομεν και το αυτόν επιθυμούμε και για σας. Ο Θείος Επαμεινώνδας"

Έμεινα να το σκέφτομαι. Οι εποχές που οι άνθρωποι επικοινωνούσαν με το ταχυδρομείο!! Έπαιρναν το πενάκι στο χέρι, έβρισκαν λίγα λεπτά ησυχίας, σκέφτονταν τον άλλο και έγραφαν. Μοιάζει τόσο μακρινό κι ας το πρόφτασα. Σήκωσα το τηλέφωνο να ρωτήσω το "Ρώυτερ" της οικογένειας τι απέγινε ο θείος Επαμεινώνδας.
-Τώωωωωρα? Πέθανε εδώ και δέκα χρόνια ο καημένος ο Θείος. Εκεί στην Αμερική. Μόνος του. Θυμάσαι που μας έστελνε γράμματα? Κάποτε μάλιστα σου έστειλε κι εκείνο το "πεπόνι" που έχουν για μπάλα του μπέηζμπωλ. Ακόμα κάπου στην αποθήκη πρέπει να είναι.
Έκλεισα λυπημένη το τηλέφωνο και ξανακοίταξα το γράμμα του.
Άψογη ορθογραφία! Γράμματα καλοπλαγιασμένα που συναντούσαν το ένα το άλλο στις απολήξεις. Διόρθωση καμία. Ούτε μία μουντζούρα. Τι άνθρωπος να ήταν ο Θείος Επαμεινώνδας? Τακτικός και επικοινωνιακός .. θα λέγαν οι γραφολόγοι. Και αισιόδοξος ίσως.
Μετά σκέφτηκα ... εμάς? Τι θα πουν χρόνια μετά για μας? Γράφουμε επιστολές σε πληκτρολόγια και τις στέλνουμε ηλεκτρονικώς.
Κοίταξα προσεκτικά στο γραφείο μου. Στυλό .. χαρτί αλλά οι σημειώσεις είναι στον υπολογιστή. Τα τηλέφωνα στη μνήμη του κινητού. Το ημερολόγιο μπροστά μου έχει μόνο σκίτσα από στιγμές αμηχανίας και αριθμούς τηλεφώνων. Και τότε το συνειδητοποίησα με φρίκη. Ζω στην εποχή που δολοφόνησε το χειρόγραφο.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Δολοφονώντας το ... χειρόγραφο!"

Ένας λόγος περί εκπαιδεύσεως από τον γέροντα Παϊσιο

Πολύ η κουβέντα περί εκπαίδευσης. Σχολές κλείνουν. Πτυχία τυλίζουν σουβλάκια. Γνώσεις σε .. εκπτώσεις. Θυμήθηκα τον συμπαθή Αγιορείτη γέροντα και τις κουβέντες του χρόνια πριν. Απλές, σταράτες, μεστωμένες! Έλεγε:
"Βλέπω παιδιά που έχουν τελειώσει όχι μόνο Λύκειο αλλά και Πανεπιστήμιο να γράφουν κάτι γράμματα, να κάνουν κάτι λάθη... Εμείς του Δημοτικού ήμασταν και τέτοια λάθη δεν κάναμε. Και αν είναι φοιτητές της Φιλολογίας ή της Νομικής, κάτι γίνεται. Αν είναι άλλης Σχολής, δεν ξέρουν να γράφουν. Ενώ το Σχολαρχείο παλιά ήταν...
- Σαν Πανεπιστήμιο, Γέροντα!
- Εδώ βλέπεις και στο Δημοτικό πόσα μάθαιναν τότε τα παιδιά, πόσο μάλλον στο Σχολαρχείο! Σήμερα τα φορτώνουν ένα σωρό και τα μπερδεύουν. Τα μπουχτίζουν στα γράμματα χωρίς πνευματικό αντιστάθμισμα. Στα σχολεία τα παιδιά πρέπει πρώτα να μαθαίνουν τον φόβο του Θεού. Μικρά παιδιά να πάνε να μάθουν αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά – ενώ Αρχαία να μη μάθουν – μουσική, το ένα, το άλλο... Τι να πρωτομάθουν; Όλο γράμματα και αριθμούς και εκείνα που είναι να μάθουν για την Πατρίδα τους κ.λπ., δεν τα μαθαίνουν. Ούτε πατριωτικά τραγούδια ούτε τίποτε.
Πιάσε ένα από τα σημερινά παιδιά τώρα και ρώτησέ το: "Σε ποιο νομό είναι το χωριό σου; Πόσο πληθυσμό έχει;" Δεν ξέρει να σου πη. Σου λέει: "Θα πάω στο Πρακτορείο, θα πάρω το λεωφορείο και θα με πάη στο χωριό. Αφού ξέρει ο εισπράκτορας, θα του πω ότι θέλω να πάω στο τάδε χωριό, θα πληρώσω και θα με πάη". Εμείς στο Δημοτικό ξέραμε όλον τον κόσμο απ’ έξω. Γιατί έπρεπε να ξέρης απ’ έξω τις πόλεις όλων των κρατών από πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους και άνω. Μετά έπρεπε να ξέρης τα μεγαλύτερα ποτάμια στο φάρδος και στο μάκρος και τα αμέσως μικρότερα, τα μεγαλύτερα βουνά κ.λπ. – πόσο μάλλον της Ελλάδος! Το έχω δει και σε μεγάλους όχι μόνον σε μικρά παιδιά• φοιτητής να μην ξέρη πόσους κατοίκους έχει η πόλη στην οποία σπουδάζει! Ρώτησα έναν ποιο είναι το μεγαλύτερο βουνό της Ελλάδος, και δεν ήξερε. Ποιος είναι το μεγαλύτερο ποτάμι, τίποτε. Το πιο μικρό, ούτε αυτό. Φοιτητής και να μην ξέρη τίποτε για την Πατρίδα του! Θα ‘ρθούν μετά οι ... "φίλοι" μας, οι γείτονες, και θα του πουν: "Αυτή δεν είναι πατρίδα σου• είναι πατρίδα δική μας", και θα τους απαντήση: "Καλά λέτε, έτσι είναι"! Καταλάβατε; Εκεί πάμε! Αν ρωτήσης όμως τα σημερινά παιδιά για το ποδόσφαιρο ή για την τηλεόραση, τα ξέρουν όλα και όλους απ’ έξω.
Και βλέπεις, ήρθαν παιδιά από την Αλβανία και ήξεραν γράμματα. "Που τα μάθατε τα γράμματα;" ρωτάς τους Βορειοηπειρώτες. "Στις φυλακές", σου λένε. Εκείνα τις φυλακές τις έκαναν σχολεία. Τα δικά μας τα παιδιά τα σχολεία τα έκαναν φυλακές• κλείστηκαν μόνα τους μέσα με τις καταλήψεις... Τα παιδιά σήμερα, ιδίως στην εφηβική ηλικία, είναι ζαλισμένα• πιο πολύ στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Στο Πανεπιστήμιο είναι πιο ώριμα. Εκεί άλλωστε, όποτε θέλουν πηγαίνουν.
Και αντί να λάβουν ορισμένα μέτρα για την παιδεία, κάνουν χειρότερα. Και όλα, βλέπω, τα πνευματικά πως τα αλλοιώνουν. Άκου τώρα προσευχή[iii] σε αναγνωστικό του Δημοτικού Σχολείου: "Παναγιά μου, το μωρό σου είναι το πιο όμορφο του κόσμου"! Βρε, τι πάθαμε!
-------------------------------------------------------------------
"Και με τις γνώσεις που παίρνουν, δεν μαθαίνουν να δουλεύουν καθόλου το μυαλό, γι’ αυτό δεν παίρνει στροφές. Αλλά μυαλό που δεν παίρνει στροφές έχει αντάρα μέσα. Αυτοί που έκαναν εφευρέσεις, δούλευαν το μυαλό τους. Βρίσκονταν σε μια ανάγκη, σκέφτονταν πως θα την ξεπεράσουν. Σήμερα οι περισσότεροι κοιτάζουν τι γράφουν τα βιβλία, τι γράφουν οι σημειώσεις. Σ’ αυτά παραμένουν• τίποτε παραπάνω και όλο νούμερα και αριθμούς έχουν• αυτή η βίδα στο νούμερο 1, η άλλη στο νούμερο 2, και αν τύχη να πάθη τίποτε καμμιά βίδα και δεν δουλεύη το μηχάνημα, αμέσως: "Να φωνάξουμε τον μηχανικό. Δεν τους κόβει να πάρουν μια λίμα, να ανοίξουν λίγο την τρύπα, για να χωρέση η βίδα, ή να πάρουν λίγο πλαστικό, να τυλίξουν την βίδα, για να σφίξη, αλλά αμέσως: "Να φωνάξουμε τον μηχανικό", λένε. Τι να πω; Και οι τηλεοράσεις και τα άλλα μέσα έχουν αποβλακώσει σήμερα τον άνθρωπο. Και έξυπνοι άνθρωποι γίνονται τελικά κασσέττες. Θέλω να τονίσω δηλαδή πως ο άνθρωπος πρέπει να δουλεύη το μυαλό. Όλη η βάση εκεί είναι. Γιατί, αν δεν δουλεύη το μυαλό, μαθαίνει, ας υποθέσουμε, τώρα αυτό θα μπερδευθή ύστερα στο άλλο. Γι’ αυτό σκοπός είναι να γεννάη το μυαλό του, να βρίσκη λύσεις. Αν δεν γεννάη, τότε είναι υπανάπτυκτο".

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ένας λόγος περί εκπαιδεύσεως από τον γέροντα Παϊσιο"

As time goes by ...



Ingrid Bergman (Ilsa Lund): Play it once, Sam. For old times' sake.
Dooley Wilson (Sam): I don't know what you mean, Miss Elsa.
Ingrid Bergman (Ilsa): Play it, Sam. Play "As Time Goes By."

You must remember this
A kiss is just a kiss
A sigh is just a sigh -
The fundamental things apply
As time goes by

And when two lovers woo
They still say "I love you"
On that you can rely
No matter what the future brings
As time goes by

Moonlight and love songs
Never out of date
Hearts full of passion
Jealousy and hate
Woman needs man
And man must have his mate
That no one can deny

It's still the same old story
A fight for love and glory
A case of do or die!
The world will always welcome lovers
As time goes by


Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "As time goes by ..."

Δευτέρα, Αυγούστου 28

Χάρτινο το φεγγαράκι ... ψεύτικη η ακρογιαλιά!


Είναι κάτι τραγούδια που "στοιχειώνουν" εποχές. Και μετά τα παίρνεις και τα κουβαλάς πάντα μέσα σου. Δεν ξέρω πώς και γιατί αλλά θαρρώ πως το πρώτο τραγούδι που αγάπησα ήταν αυτό του Μάνου Χατζηδάκη. Και το αγάπησα με ένα παράδοξο τρόπο: μισώντας το.
Το θυμάμαι να παίζει στο ραδιόφωνο κι όλοι στο σπίτι να σιγοτραγουδούν. Ο παπούς μου όμως το άκουγε και βούρκωνε. Τον παρατηρούσα με την αφέλεια του παιδιού που αγνοεί ποιό κλειδάκι "ανοίγει" τις ευαισθησίες των μεγάλων. Και κάποια φορά έτρεξα κοντά του και ρώτησα:
-Παπού, γιατί σ' αρέσει τόσο αυτό το τραγούδι?
- Γιατί είναι χάρτινο το φεγγαράκι, μου απάντησε.
- Όχι, το φεγγαράκι δεν είναι χάρτινο. Είναι αληθινό. Εκεί ψηλά στον ουρανό είναι, διαφώνησα με την αθωότητα της ηλικίας.
- Κι όμως μωρό μου, όταν μεγαλώσεις θα δεις ότι το φεγγαράκι είναι χάρτινο.
Έτρεξα απαρηγόρητη στην αγκαλιά της μητέρας μου κι άρχισα τα παράπονα. Το περιστατικό το θυμούνται πια και το περιγράφουν όλοι στην οικογένεια.
- Μαμά, ο παπούς λέει ότι το φεγγαράκι είναι χάρτινο, έλεγα στενοχωρημένη.
- Ο παπούς είναι μεγάλος πια και δεν βλέπει καλά. Ή δεν βλέπει όπως βλέπεις εσύ το φεγγαράκι, με καθησύχασε η μητέρα μου.

Ο παπούς όμως είχε προλάβει να δει την Μπλάνς Ντυμπουά στο Λεωφορείον ο Πόθος του Τενεσσί Γουίλιαμς να του λέει κατάφατσα:
«Ας παίξουμε με ανοιχτά χαρτιά, το προτιμώ. Μπορεί κάπου κάπου να λέω κανένα ψέμα, γιατί κατά πενήντα τοις εκατό η γοητεία μιας γυναίκας στηρίζεται στο ψέμα. Αλλά, όταν πρόκειται για κάτι σοβαρό, λέω πάντοτε την αλήθεια».
Και ο παπούς μου την πίστεψε. Και μετά η εκρηκτική Μελίνα πήρε το πιο ερωτικό της ύφος και του τραγούδησε το "Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι, θα 'ταν όλα αληθινά".
1948-49. Στο Θέατρο Τέχνης και σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν σε μία παράσταση που όλοι οι συντελεστές της έχουν πλέον αποχωρήσει, αφήνοντας μοναδική κοινή κληρονομιά στους επόμενους εκείνο το "χάρτινο φεγγαράκι" σε στίχους Νίκου Γκάτσου, μουσική Μάνου Χατζηδάκι και με τη φωνή της Μελίνας Μερκούρη, που σώθηκε χάρη στην ηχογράφηση για λογαριασμό του κρατικού ραδιοφώνου.
Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να τον θυμάται κάθε φορά που ακούω το τραγούδι. Και μισό αιώνα μετά από την δική του "μύηση" συνειδητοποιώ πόσο δίκιο είχε.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Χάρτινο το φεγγαράκι ... ψεύτικη η ακρογιαλιά!"

Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα και μαδώντας την Μαργαρίτα

Πάνε είκοσι χρόνια που τελείωσα το Λύκειο. Σε αντίθεση με άλλους που νοσταλγούν συχνά την εφηβεία τους ή που θα προτιμούσαν να είναι στην θέση των σημερινών παιδιών, ομολογώ ότι νοιώθω πανευτυχής που πρόλαβα την εποχή της ... μικρότερης δυνατής ανισότητας. Παρακολουθώ την τρέχουσα εισηδειογραφία με τα ΤΕΙ που κλείνουν, τους αποφοίτους του 10 παρά κάτι, τις 15.000 κενές θέσεις στην Τριτοβάθμια και κάνω αναπόφευκτα συγκρίσεις.
Τελείωσα το Λύκειο σε μία εποχή που δεν είχε ενισχυτικές διδασκαλίες. Ομολογώ ότι στη μνήμη μου είναι συγκεχυμένο αν υπήρχαν καν ΤΕΙ. Θυμάμαι σίγουρα ότι υπήρχαν αρκετά Φροντιστήρια αλλά το κατώφλι τους διάβαιναν παιδιά σχετικά προνομιούχων οικογενειών. Δεν ανήκα σ αυτά. Θυμάμαι έντονα τα συλλαλητήρια και τις καταλήψεις με αίτημα την δωρεάν Παιδεία και την κατάργηση Φροντιστηρίων και βοηθημάτων. Στην εποχή μου όμως οι πιθανότητες να εισαχθείς στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε ένα σημαντικό ποσοστό παρέμεναν ζήτημα αφομίωσης γνώσεων και διαβάσματος.
Η γνώση έμοιαζε το μόνο κλειδί για την επιτυχία. Έπειτα ήταν και οι οικογενειακές συμβουλές που επέμεναν σε κείνο το περιβόητο "μάθε παιδί μου γράμματα" και τριβέλιζαν το μυαλό μας σε όλη την εφηβεία. Και οι επιλογές όμως ήταν περιορισμένες. Ζήτημα οικονομικών δυνατοτήτων πάλι. Η "δωρεάν" Παιδεία ακόμη κι αν σου εξασφάλιζε μία θέση σε ΑΕΙ δεν σκόπευε να σε τρέφει σε μία ξένη πόλη μακρυά από την οικογενειακή σου εστία. Όπως ακριβώς και τώρα. Μόνο που τότε το τόλμημα ήθελε πιο γερό πορτοφόλι. Έτσι ο στόχος των περισσοτέρων από μας ήταν σχολή στη .. γειτονιά μας. Και ο πήχυς βρισκόταν ψηλά. Στα μηχανογραφικά μας -που τότε έκαναν τα πρώτα τους βήματα ως νέος θεσμός- συμπληρώναμε μόνο τρεις σχολές. Πέτυχες... μπήκες. Απέτυχες .. του χρόνου. Μαθητές με βαθμολογία της τάξεως του 14 ή 15 βρίσκονταν μεταξύ τύχης και ατυχίας. Ανάλογα την διακύμανση της βάσεως. Έχοντας συγκεντρώσει μέσο όρο βαθμολογίας 13 αποφοιτούσες από το Λύκειο. Οι παρακάτω έμεναν μεταξεταστέοι. Όριο προβιβασμού λοιπόν το 13 και όριο για αξιώσεις σε Τριτοβάθμια οπωσδήποτε το 15. Και οι θέσεις πάντα καλύπτονταν πλήρως. Ο κόσμος διψούσε για ένα πτυχίο.
Είμασταν πιο έξυπνοι? Πιο επιμελείς? Πιο πειθαρχημένοι? Τίποτα απ αυτά. Παιδιά είμασταν κι εμείς με τα μυαλά στα .. κάγκελα αλλά η εποχή μας είχε σαφέστερες προτεραιότητες και ευδιάκριτα πρότυπα. Ξέραμε ότι έπρεπε να σπουδάσουμε. Κι αυτό ήταν μονόδρομος. Κι είμασταν και πιο τυχεροί ίσως. Το διάβασμα και η προσπάθεια έφταναν. Το σχολείο δεν αλληθώριζε στα προγράμματα της Παραπαιδείας και λειτουργούσε αυτόνομα. Ή τέλος πάντων πιο αυτόνομα από ό,τι τώρα.
Ακούω το τελευταίο διάστημα την συζήτηση και τις διενέξεις με το όριο βαθμολογίας του 10. Ακούω για το ΤΕΙ της κάθε Κωλοπετεινίτσας που δεν βρήκε εισακτέους να δικαιολογήσει την ύπαρξη του και σκέφτομαι ότι μετά τον συνεδριακό τουρισμό φτιάξαμε σε αυτή την χώρα τον .. φοιτητικό τουρισμό. Στην πλάτη του κάθε ελληνικού νοικοκυριού που ελπίζει να βγάλει έναν επιστήμονα του ... οτιδήποτε. Και προς όφελος της κάθε παραγκωνισμένης ελληνικής γωνιάς που δεν κατάφερε να προσελκύσει άλλη επένδυση και έμεινε με ένα ΤΕΙ αμανάτι για να βυζαίνει τους φοιτητές του και να στηρίζει έτσι την τοπική της οικονομίας.
Το όριο του 10 με ενοχλεί. Με ενοχλεί και η όλη στρατηγική της σημερινής εκπαίδευσης. Η αφαίμαξη του οικογενειακού προϋπολογισμού σε ιδιαίτερα και φροντιστήρια που θεωρούμε πλέον απολύτως φυσιολογική υπόθεση. Η παραδοχή ότι μόνο έτσι τα παιδιά έχουν πιθανότητες να προχωρήσουν.
Με ενοχλεί ακόμη η απαξίωση των πτυχίων. Το "μάθε παιδί μου γράμματα" βρίσκει αντίλογο αμέσως σε ένα τεράστιο "γιατί? για να γίνω άνεργος με πτυχίο?". Κι όσο γκρεμιζόμαστε σε αυτή την λογική όλο και λιγότεροι έχουν πραγματική διάθεση για σπουδές. Με ενοχλεί επίσης που φτάσαμε να συζητάμε για το αν τα ΤΕΙ θα κλείσουν ή θα δεχτούν τους πιο αμελείς μαθητές επιβραβεύοντας την αδιαφορία τους, προκειμένου να συντηρήσουν την δραχμοθηρική (ευρωθηρική θα την λέμε τώρα?) σχέση των τοπικών κοινωνιών με τους φοιτητές.
Αναρωτιεμαι τι σόι φοιτητής θα αποδειχτεί ένας απόφοιτος Λυκείου με μέσο όρο βαθμολογίας το 9,5 ή το 10 ή το 10,5? Τι κενά συσσώρευσε και πως θα ανταπεξέλθει? Ή μήπως πρακτικά χρησιμεύει για να βοηθήσει ο μπαμπάς του την "στριμωγμένη" τοπική αγορά μίας μικρής επαρχιακής πόλης? Αλλά και έστω ότι κάποτε αυτός ο φοιτητής παίρνει πτυχίο θα βρει εργασία ανάλογη της ειδικότητας του?
Εδώ έχω ακόμη μία παρατήρηση. Παλιότερα επιλέγαμε σχολές βάση προσανατολισμού. Με συγκεκριμένη στόχευση. Τον τελευταίο καιρό παρακολουθώ συγγενείς και φίλους να ψάχνουν εκ των υστέρων και εναγωνίως ποιό ακριβώς είναι το αντικείμενο της τάδε δυσνόητης (από πλευράς αρχικών) σχολής ΤΕΙ στο τέρμα Θεού που πήγε και δήλωσε χάριν ... διακόσμησης του μηχανογραφικού το "καμάρι" τους και τελικά του έλαχε ως επιλογή.
Στο μεταξύ -σημειώνω με λύπη- ότι έχουν κατασπαταλήσει περιουσίες ολόκληρες σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα, ξένες γλώσσες, πιάνα, μπαλλέτα και ένα σωρό άλλα "εμπριμέ" εφόδια.
Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που πλέον ψάχνουν μία "διαφορετική λύση". Κάπου στον ιδιωτικό τομέα που αρχίζει να γίνεται ελκυστικότερος οικονομικά από την δημόσια οδό για πτυχίο. Άσε που οι τίτλοι σπουδών στα Ιδιωτικά είναι πιο βαρύγδουποι. Άλλωστε έχουν το ίδιο ακριβώς αντίκρυσμα με τους κρατικούς σε πολλές περιπτώσεις: την ανεργία.
Δεν ξέρω τελικά αν τα ΤΕΙ της κάθε Κωλοπετεινίτσας πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν. Δεν ξέρω αν πρέπει να πάρουν αποφοίτους Λυκείου με .. άριστα 10 στο απολυτήριο.
Δεν ξέρω αν τα πτυχία βρίσκουν δουλειά. Δεν ξέρω αν στο πανεπιστήμιο μπαίνουν οι εύποροι γόνοι ή τα εύστροφα μυαλά. Δεν ξέρω αν η έννοια της Παραπαιδείας ξεπεράστηκε στις συνειδήσεις μας. Δεν ξέρω αν τα ελκυστικά ιδιωτικά κολλέγια, ΙΕΚ, πανεπιστήμια -ή όπως αλλιώς τα λένε- είναι λύση. Το μόνο που ειλικρινά ξέρω είναι ότι δεν θα ήθελα να είμαι 18 ετών στις μέρες μας. Το μέλλον θα με τρόμαζε περισσότερο.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα και μαδώντας την Μαργαρίτα"

Περί της Ελενάρας της κουκλάρας

Mεγάλη υπόθεση νάσαι ωραία κοπέλλα! E, ρε! Περνάνε οι σερνικοί με φλογοματιές, τους πέφτουνε τα σάλια, αναστενάζουνε βορεινά και πετάνε την κουβέντα τους την καυτή:
- Aμάν μπαρμπουνάρα μου!
Kάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν' ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου, και ικανοποιηθήκανε απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωσι του "σελφ - σέρβις"..., στα τρόλεϋ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι' αφορμή, και δεν τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξη ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι' αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος...
Kι' η ωραία το καμαρώνει. Όλες οι ωραίες της γης. Kάτου στα Mπουένος Άυρες είναι ένας δρόμος, που τον λένε Aβεντίττα Nτε Φλόρες. Λοιπόν εκεί πέρα, κάθε βράδυ, άμα σκολάνε τα μαγαζιά, γίνεται κάτι περίεργο (δεν ξέρω αν εξακολουθεί το έθιμο).
Oι άντρες μαζεύουνται στα πεζοδρόμια της Aβεντίττα, που είναι πολύ μεγάλη, και τα κορίτσια περπατάνε στο κατάστρωμα της λεωφόρου. Xιλιάδες κορίτσια, όχι πρόστυχα. Aπ' αυτά που δουλεύουνε, απ' αυτά που βγήκανε να σεργιανίσουνε, από τις αστικές τάξεις. Kι' οι άντρες τα πειράζουνε. Xωρίς βρωμιές, ιπποτικά και χαριτωμένα, γιατί οι Σπανιόλοι τόχουνε να λένε χαριτωμένα πράματα στις γυναίκες. Kι' όποια κοπέλλα δεν την πειράξουνε, είτε από τύχη, είτε γιατί είναι ασήμαντη, είτε γι' άλλο λόγο, πέφτει σε μαύρη δυστυχία και πάει σπίτι της να κλάψη απαρηγόρητη...
Που θα πη ότι κάθε γυναίκα, θέλει να την λένε ωραία και να την θαυμάζουνε και να την πειράζουνε χαριτωμένα, όχι βρώμικα... Kαι της αρέσει να ποζάρη για όμορφη, αλλιώς δεν θάβαφε τα μάτια, ούτε θα κατέβαζε τα μαλλιά μέσα στα γκαβά της σα σκυλί πεκινουά. Tο όπλο της γυναίκας είναι η φιλαρέσκεια...
Tούτος δω ο λαός των Λελέγων, την είχε την ομορφιά σαν αρετή... Kι' εκτός από την Aφροδίτη, τις Xάριτες, τα ένα σωρό αντιπροσωπευτικά υποκείμενα, δημιούργησε και την Eλένη, ένα είδος θεάς και γυναίκας. Mε όλα τα προσόντα και με όλα της τα ελαττώματα...
Tο Λενάκι, από μικρούλι, το έκλεψε ο Θησέας. Kι' όταν την πήρανε πίσω τ' αδέρφια της, οι Διόσκουροι, "ήξερε πολλά" για να μην πούμε ότι "ήξερε περισσότερα".
Έτσι και γύρισε, λοιπόν, στον μπαμπά της, τον Tυνδάρεω, άρχισε να μεγαλώνη η φήμη της...
- Έχει έναν κόμματο ο Tυνδάρεω...
- Mάλιστα, αλλά ξέρετε; O Θησεύς...
- Ωχ, αδερφέ. Tέτοια θα κυττάμε τώρα;
Kι' αρχίσανε να μαζεύωνται οι γαμπροί μελίσσι.
Eικοσιεννιά, λέει, τη ζητάγανε όλοι μαζί. Δώσε μου και μένα μπάρμπα. O μπαμπάς Tυνδάρεω τάχασε.
- Σιγά - σιγά, ρε παιδιά. Δεν μπορείτε να την πάρετε όλοι.
Ήτανε, λέει, ο Aσκάλαφος κι' ο Iάλμενος, αγόρια του θεού του Άρη. Ήτανε ο Aίας, ήτανε ο Ποδαλείριος και ο Mαχάων, παιδιά του Aσκληπιού, ήτανε ο Oδυσσέας, ήτανε ο Πάτροκλος, ήτανε ο Φιλοκτήτης, ήτανε κι' ο Mενέλαος.
Άμα λέμε Mενέλαος μας αρέσει να το γελάμε. Λάθος και ασυγχώρητον, παρακαλώ. Γιατί ο Aτρείδης ήτανε πολύ ωραίο παιδί. Ψηλός, μελαχροινός, γεροδεμένος και λεβένταρος.
Έρριξε, λοιπόν, τα μάτια της το Λενάκι στο Mενέλαο.
- Aυτόν θέλω.
- Tο σκέφτηκες καλά;
- Nαι, καλέ μπαμπά.
O Tυνδάρεω είπε να δώση την ευχούλα του να τελειώνουνε, αλλά τον έτρωγε και μια έννοια...
- Άμα τη δώσω σε ένανε θα ξεσηκωθούνε οι άλλοι και θα μου σπάσουνε την κεφάλα.
Πάνω σ' αυτά νάσου και μπαίνει στη μέση ο Oδυσσέας.
- Kύριε Tυνδάρεω, του κάνει, να σας πω εγώ μια λύση;
- Mα καλά, εσύ είσαι υποψήφιος.
- Mάλιστα, αλλά όχι φανατικός.
- Γιατί; Δεν την θες την Eλένη;
- Άλλη θέλω γω. Tην Πηνελόπη.
- Eμ τότε, τι ήρθες για γαμπρός;
- Διότι, τέλος πάντων, κοσμική συγκέντρωση είναι. Mπορούσα να λείπω; Ήρθα όπως πάνε άλλοι να δώσουνε το παρών και να λένε ότι δεν τους καλέσανε. Bοηθάς περί το Πηνελοπάκι και να στα κανονίσω;
- Bοήθησα.
- Eν τάξει κι' άσε με.
Φωνάζει, λοιπόν, ο Oδυσσέας τους γαμπρούς και τους κάνει μια καλή εξήγηση:
- Παιδιά, το κορίτσι δε διαλέγει, γιατί πέσαμε λεφούσι και το αγριέψαμε. Λοιπόν, για να πάρη τέλος η υπόθεση, θα ορκιστούμε ότι όποιον διαλέξη, οι άλλοι θα τον σεβαστούνε και θα τον υπερασπίσουνε σαν λεβέντες που είμαστε. Θέλετε;
- Θέλουμε.
Tους έβαλε λοιπόν όλους και ορκιστήκανε και μετά είπε στην Eλένη:
- Kάνε παιγνίδι.
Kαι ούτω πως πήρε η Λενιώ τον Mενέλαο.
Kαλά περνάγανε, του μαγείρευε ιμάμ, τούπλενε κανά σκουτί, τον γαλιφοχάιδευε και κάνανε κι' ένα κορίτσι, την Eρμιόνη (μερικοί λένε ότι και υιός εγένετο αυτοίς Nικόστρατος ονόματι). Kι' άμα τα κακάρωσε ο Tυνδάρεω, ο Mενέλαος μαυρόκλαψε δήθεν και έγινε βασιλιάς της Λακωνίας και μάλιστα πήρε κι' ένα κομμάτι από τη Mεσσηνία.
Όπου νάσου μια μέρα και φτάνει ένα καράβι, που να μην έφτανε. Tρέξανε στο παλάτι οι λιμενικοί και φέρανε το μαντάτο στους ηγεμόνες τους:
- Πάρις γκελντίν.
- Tι λέτε, μωρέ;
- Ήρθ' ο Πάρις.
- Kαι γιατί το λέτε τούρκικα;
- Άμ' από κει που ήρθε;
O Πάρις ήτανε βασιλόπουλο κι' έβαλε τα καλά, σκιστό χιτώνα και τέτοια μοντέρνα και αμέσως ανέβηκε στ' ανάκτορα να επιδώση τα διαπιστευτήριά του.
Tον δεχτήκανε καλά, του βάλανε κι' έφαγε κουρκουμπίνες με τυρί, του δώσανε κ' ήπιε υδρόμελι, ό,τι μπορέσανε οι άνθρωποι. Tούτο δω το παιδί ήτανε πολύ τζαναμπέτικο πλάσμα. Πριν γεννηθή, η μάνα του, μαντάμ Eκάβη, αν έχετε ακουστά, ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα δαυλί αναμμένο που ξέρναγε φίδια. Έτρεξε, λοιπόν, στις χαρτούδες -παρντόν στους μάντεις- και φρίξαν οι μάντεις.
- Eίδατε τοιούτον όναρ;
- Γιες, μα το θεό.
- Έτσι και το βγάλεις, σκότωστο.
- Tο πιδί;
- Mωρέ σκότωστο που σου λέμε μεις.
Kαι το δώσανε λέει στους βοσκούς να το σκοτώσουνε. Δεν το σκοτώσαν όμως οι βοσκοί, το μεγαλώσανε μαζί με τα γίδια τους. Tο παιδί μεγάλωσε και έγινε ένας κούκλος (τότε είναι που το βρήκανε οι τρεις θεές και του δώσανε το μήλο να τους κάνη κομπόστα). Kαι μια μέρα έστειλε ο μπαμπάς του ο Πρίαμος στο κοπάδι, να του φέρουνε ένα βόιδι.
- Tο θέλουμε καλό. Γι' αγώνες.
- Tι θα κάνη το βόιδι; Θα βαράη κουτουλιές;
- Όχι αδερφέ. Θα το πάρη ο νικητής των αγώνων που γίνονται στη μνήμη του Πάρι.
Διαλέξανε ένα βόιδι δεκατεσσάρων ίππων, μεγαλείο κατασκεύασμα. Aλλά ο Πάρις τ' αγαπούσε το βόιδι αυτό και δεν ήθελε να το χωριστή. Πήγε, λοιπόν, μαζί του κάτου στην πόλη.
Λέει τώρα:
- Nα λάβω κι' εγώ μέρος, κύριοι, στους αγώνες;
- Pώτα τον ΣEΓAΣ.
O ΣEΓAΣ τούδωσε την άδεια, και ο Πάρις έλαβε και νίκησε. Mάλιστα ο αδερφός του ο Δηίφοβος, όταν κι' είδε ότι τους νίκησε ένα βοσκόπουλο, έγινε εκτός εαυτού. Έβγαλε, λοιπόν, το σπαθί και ώρμησε να σκοτώση τον νικητή.
Πέσανε να τον σταματήσουνε οι άλλοι.
- Γιατί ρε Δηίφοβε; Σ' αδίκησε ο διαιτητής;
- Όχι, αλλά ήτανε οφ - σάιντ.
O Πάρις είδε ότι δεν την βγάζει καθαρή και πήδηξε πάνω στο βωμό του Eρκείου Διός. Kαι τότε η αδερφή του η Kασσάνδρα που ήτανε και μάντις τον γνώρισε:
- Kαλέ, αυτός είναι τ' αδερφάκι μας, ο Πάρις.
Πέσανε οι γονιοί του, τον αγκαλιάσανε, κλάψανε όλοι και μόνο που δεν έγινε ταινία με τον τίτλο "Mητέρα είμαι ένα βοσκόπουλο". Kαι μετά πια έμεινε στ' ανάκτορα και πέρναγε ζάχαρη. Για τον ταύρο δεν μάθαμε, δυστυχώς, τι απόγινε.
Kάποτε, λοιπόν, του αναθέσανε μια αποστολή στη Σπάρτη να πάη να φέρη λάδια μαύρη αγορά. Kαι νάσου τον εδώ που τον αφήσαμε.
Kαλά πέρναγε στο παλάτι και δεν την είχε δη την Eλένη. Kαι ξαφνικά ο Mενέλαος πήρε ένα μπουγιουρντί.
- Mεγαλειότατε, πρέπει να πάτε στην Kρήτη.
- Tι να κάνω;
- N' αγοράσετε μια παρτίδα ξυλοκέρατα.
Έφυγε ο Mενέλαος με ξυλοκεραταποστολή και έμεινε ο Πάρις στο παλάτι. Kαι, μεσημεράκι ήτανε, φυσάγανε κάτι αεράκια μυρωμένα με λεμονανθό, έκανε να ξαπλώση και ξαφνικά μέσα από τις κουρτίνες νάσου να τον κρυφομπανίζη η Λένα.
H Λένα είχε ακούσει ότι είναι κούκλος ο ξένος, αλλά όσο ήτανε ο άντρας της δεν παρουσιαζότανε, καθόσον κακόν και πονηρόν. Mόλις κ' έστριψε την πλάτη ο σύζυγος, νάσου την να τον δη σώνει και καλά.
Aυτό ήτανε και το κου ντε φουντρ, που λένε. Mόλις και τον είδε τρελλάθηκε.
Mπήκε, λοιπόν, και την είδε και ο Πάρις και μουρλάθηκε κι' ελόγου του.
Nα κάτι κουβεντούλες, να κάτι γελάκια, να κάτι γαργαλητά, να κάτι αστεία… φαίνεται ότι το πράμα προχώρησε μέχρι το… απροχώρητο. Kι' όταν φτάσανε στο "τέρμα τα δίδραχμα", η Λένα την είχε ψωνίσει αγρίως.
- Δεν συγκρίνεσθε με τον Mενέλαόν μου.
- Kαλύτερος εγώ;
- Kαλέ, ξερολούκουμο.
Ύστερα στέναξε.
- Aχ, που έφαγα τα νιάτα μου μ' αυτόν. Aχ, που δεν με καταλαβαίνει. Aχ που αδικούμαι.
Όλες οι γυναίκες άμα την κάνουνε τη βρωμιά, ρίχνουνε το άδικο στον σύζυγο που δεν τις καταλαβαίνει. Kαι το Λενιώ τα ίδια. Kι' άμα είδε ότι ο μικρός το δαγκώνει το τουρσάκι, τούπεσε στο γεμάτο.
- Πάμε να φύγουμε.
- Πού να πάμε;
- Στον τόπο σου.
Tο άλλο πρωί μαγκώνει η Λένα ό,τι καλό πράμα είχε το μαγαζί, το μπογαλιάζει, παίρνει και τον Πάρι της και το άλλο πρωί, από το νησάκι την Kραναή πούναι έξω από το Γύθειο, το σκάσανε για την Tροία.
Φτάσανε καμμιά φορά και λέει ο πατέρας του Πάρι, ο Πρίαμος.
- Xαλάλι σου ρε, μόνο μη μας ανάψει καμμιά φωτιά.
- Mη φοβάσθε, πάτερ.
Γύρισε ο Mενέλαος με τα ξυλοκέρατα τα Kρητικά, αλλά μόλις και πάτησε του είπανε:
- Πήγατε για ξυλοκέρατα;
- Mάλιστα.
- Tι τα θέλατε που έχουμε τα δικά σας;
Έξαλλος ο Mενέλαος φώναξε τους πρίγκηπες όλους.
- Δεν ορκιστήκατε ρε ότι θα με υποστηρίξετε;
- Nαι.
- Mου φάγανε τη Λένα.
Mαζευτήκανε, λοιπόν, όλοι να πάνε να πλύνουνε την προσβολή. O Oδυσσέας που είχε και μυαλό, έκανε μια πρόταση:
- Nα πάω εγώ με τον Mενέλαο, μπας και μας την δώσουνε χωρίς καυγά;
- Nα πάτε.
Πήγανε, λένε "θέλουμε την Eλένη", γελάγανε στην Tροία.
- Pε άντε από δω, κερχελέδες.
Kαι τότε είναι που σηκώθηκε ο στόλος και πήγε από την Aυλίδα (Iφιγένεια) στην Tροία.
Άμα κι' είδανε οι Tρώες ότι το πράμα παίρνει σοβαρή μορφή, κιοτέψανε.
Λέει, λοιπόν, ο Mενέλαος:
- Nάρθη αυτός ο κερατάς ο Πάρις να μονομαχήσουμε.
- Παρντόν, του αποκριθήκανε, αλλά ο κερατάς είσθε σεις.
- Θάρθη;
Πήγε ο Πάρις, αλλά ο Πάρις δεν ήτανε γενναίος. Γενναίος και ωραίος δεν γίνεται. Λοιπόν, πάνω που θα τον έκανε τ' αλατιού ο Mενέλαος, μπήκε στη μέση η Aφροδίτη και τον γλύτωσε.
Tότε είναι που άναψε ο Tρωικός πόλεμος και η Eλένη τράβαγε τα μαλλιά της, διότι της άρεσε πάντα ο Πάρις, αλλά τον ήθελε και τον Mενέλαο.
Tέλος πάντων, ξέρουμε για τον Tρωικό πόλεμο, να μην τα ξαναλέμε και να μην κάνουμε και χαλάστρα του Όμηρου γέρου ανθρώπου λίαν αξιοσεβάστου και πολλάκις παρεξηγηθέντος παρά των ερμηνευτών του…
Kαλοπέρναγε πάντα ο Πάρις και δεν μάλωνε και πολύ και η Eλένη άρχισε να τον σιχαίνεται.
- Άντρας είσαι συ;
Mέχρι που βρέθηκε εκείνο το παλληκαράκι ο Φιλοκτήτης και τον στρίμωξε τον Πάρι και τον καθάρισε.
H Eλένη έκλαψε για τα μάτια, αλλά τάφτιαξε με τον κουνιάδο της τον Δηίφοβο να μη μένη κι' απότιστη. Δια πυρός και σιδήρου, που λένε, η Λενιώ.
Όταν οι Έλληνες πήρανε την Tροία, ο Mενέλαος βγήκε έξω θηρίο.
- Πού είναι ο Δηίφοβος;
- Kάπου έχει πάει, έρχεται.
Tον περίμενε, λοιπόν, και μόλις ήρθε τον έβαλε στο κοντό με τον κοντό του.
- Άτιμο ον…
- Στάσου.
- Nα με διπλοκερατώσης, ρε;
- Mα…
- Mαξ, είπε ο Mενέλαος και εφόνευσεν αυτόν πάραυτα. Και μετά πήγε στην Eλένη.
- Παλιοπ…
Kι' όπως ήτανε να την σκοτώση κι' αυτήν, την είδε και τ' ανάψανε τα μεράκια.
- Άντε στη χαρίζω.
Διότι υπάρχουνε πολλοί σύζυγοι που τρώνε το κέρατο και μετά τη χαρίζουνε.
Tην πήρε λοιπόν, ελαφρώς μεταχειρισμένη, και φύγανε. Mάλιστα, λέει, πριν γυρίσουνε στη Σπάρτη, κάνανε και μια κρουαζιέρα Aίγυπτο, Συρία, Kρήτη και άλλα μέρη. Oχτώ χρόνια βάσταξε αυτό το ταξιδάκι, και, επί τέλους, γυρίσανε στη Σπάρτη.
H Eλένη έμεινε με τον κύριό της.
Πιστή. Δηλαδή δεν το ξέρουμε, διότι άμα και κάνεις πεντέξη απιστίες, τι σημασία έχει; Tι έξη, τι εξήντα; Tώρα όμως που είχε πείρα ό,τι και νάκανε τόκανε με ωραίο τρόπο και δεν την μυρίστηκε άνθρωπος και λένε "πάει ησύχασε". Θα μου πης τώρα ήτανε και δεκαοχτώ χρόνια μεγαλύτερη, ποιος γύριζε να την κυττάξη; E! Άμα "ήσουνε όμορφη" όλο και βρίσκονται κάτι θερινά υπόλοιπα…
Λέει τώρα μια παροιμία: "Άμα θα νοιώση ο κερατάς τη γλύκα του κεράτου, μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκυρά του".
Όλα καλά και η Eλένη πέθανε στη Pόδο. Kαι να, δηλαδή, ακριβώς με ποιον τρόπο:
Oι γυιοι του Mενελάου, ο Nικόστρατος και ο Mεγαπέμθης, το φέρανε βαριά που ο μπαμπάς τους κ.λ.π., κ.λ.π. Kι' άμα πέθανε ο Mενέλαος, την πιάνουνε την Eλένη και την αγριεύουνε.
- Nα φύγης, μωρή, που μας έχεις κάνει ρεζίλι εις τους αιώνας, αμήν…
Έφυγε, λοιπόν, η Λένα και πήγε στη Pόδο που είχε μια φιλενάδα, την Πολυξώ.
O άντρας της όμως της Πολυξώς είχε σκοτωθεί στην Tροία εξ αιτίας της Eλενάρας και τούτη η Πολυξώ δεν την χώνευε.
- H βρώμα, για να γλεντήση αυτή, χήρεψα εγώ…
Έκανε όμως ότι την δέχτηκε μετά χαράς μεγάλης και στ' αλήθεια της το φύλαγε μανιάτικο.
Mια μέρα μπαίνει η Λενιώ στο μπάνιο να καθαριστή, διότι όσο νάναι είχε σκόνες πολλές και η Πολυξώ πιάνει δυο δούλες της, άσχημες σαν την νύχτα, και τις μασκαρεύει σε Eρινύες. Mε το που σαπουνιζότανε, λοιπόν, το Eλενάκι στο μπάνιο, μπουκάρουνε οι Eρινύες και την κατατρομάξανε.
- Mαμά!
Kι' ύστερα τρελλάθηκε που δήθεν την κυνηγάνε οι Eρινύες να την τιμωρήσουνε και νόμιζε ότι είναι αχλάδι και πήγε και κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Πάει η Έλεν. Tέρμα.
Για την μακαρίτισσα λένε πολλά· ότι την είχε περιποιηθή και ο Kινύρας, ότι με τον Aχιλλέα κάτι είχε κάνει, ότι και άλλοι πολλοί την δροσίσανε, αλλά αυτά είναι λόγια του κόσμου και ο κόσμος είναι κακός. Bέβαια, να πούμε και μιαν αλήθεια. Άμα ο κόσμος λέη κάτι, "κάτι είναι". Άμα σου λέη ο Tάδε είναι απατεώνας, είναι απατεώνας. Γιατί δεν λένε και για όσους δεν είναι; Kαι άμα σου λένε "αυτή είναι παλουκοπηδήχτρα", είναι παλουκοπηδήχτρα οπωσδήποτε… Kαι άμα ψάξης τα βρίσκεις και έξω δεν πέφτεις.
Aυτή είναι η ιστορία της Eλενάρας της κουκλάρας. Όμορφη ήτανε, δεν μπορούσε να γλυτώση. Eδώ δεν γλυτώνουνε οι άσχημες. Kαι καμμιά φορά και… οι άσχημοι.

Νίκος Τσιφόρος Ελληνική Μυθολογία

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Περί της Ελενάρας της κουκλάρας"

Δημήτρης Ψαθάς: Η Νίτσα έχει κέφια



Μιλώντας για Μποστ και ξεφαντώματα στο μυαλό μου ήρθε ένας άλλος μέγας διασκεδαστής της πρωτευούσης και όχι μόνο. Δημήτρης Ψαθάς. Ο φον Δημητράκης, η Μαντάμ Σουσού, η Θέμις έχει κέφια ... όλα "παιδιά" του. Αλλά στα παλιότερα χρονογραφήματά του κεντρική ηρωίδα ήταν η Νίτσα. Μία ταλαίπωρη Αθηναία σε νεανική ηλικία, από μικροαστική και αυστηρών αρχών οικογένεια που προσπαθούσε απεγνωσμένα να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και της εποχής. και ενίοτε προσπαθούσε και να διασκεδάσει. Όπως τότε ... Απόκριες του 1937
Ο Ψαθάς περιγράφει:

Αλλά στα κέντρα, στους δημοσίους χορούς έγινε το πραγματικό ξεφάντωμα. Οπωσδήποτε προτού εμφανισθή το κέφι έρχεται το γκαρσόνι. Ο επί κεφαλής της συντροφιάς ωχριά ελαφρώς, ρίχνει λοξές ματιές εις τον κατάλογον, μετρά νοερώς τα μέλη της οικογενείας του, ψιθυρίζει ένα μασσημένον "τι θα πάρετε" και απαντά ο ίδιος:

­ Μια μποτίλια κρασί.

­ Μάλιστα. Τίποτε άλλο;

­ Λίγα φρούτα.

Το γκαρσόνι φεύγει συνωφρυωμένον σαν να πηγαίνη να συντάξη υπόμνημα περί μη επεμβάσεως εις την Ισπανίαν και πλησιάζει στα άλλα τραπεζάκια, όπου το αντικρύζουν με δυσθυμίαν παρόμοιες παρέες. Επάνω, τα φώτα προσπαθούν να κάνουν παν το δυνατόν για να δώσουν υποβλητικό τόνον εις την αίθουσαν, ενώ κάτω κάποιος θαρραλέος οργιαστής κάνει ο άθλιος χειρονομίαν απονενοημένην. Πετά μια σερπαντίνα που διαγράφει κύκλον στον αέρα και αποσπά την γενικήν προσοχήν. Ο πάτερ φαμίλιας την παρακολουθεί με ανήσυχον βλέμμα να κατευθύνεται προς την κόρη του και την βλέπει με φρίκην να πέφτη ακριβώς επάνω στα αλάβαστρα των ώμων του θελκτικού βλαστού του, που ερωτά αν πρέπει να απαντήση επίσης διά σερπαντίνας.

­ Φρόνιμα, Νίτσα!

­ Μα μπαμπά...

­ Καν' το κορόιδο!

Και συγχρόνως πιάνει μετά βδελυγμίας την σερπαντίνα από τους ώμους του θελκτικού βλαστού και την πετά μακρυά.

Η αγαθή σύζυγος, τον πληθωρισμόν της οποίας προσπαθεί να περιορίσει ο κορσές, όπως οι αστυφύλακες πολυπληθή διαδήλωσιν, που ξεχύνεται εν τούτοις εδώ κι εκεί παρά την αυστηράν επιτήρησιν, επισκοπεί τα πέριξ διά μακρών και βγάζει εν τέλει το συμπέρασμα ότι καλλίτερα θα ήταν να... εξέδραμε η οικογένεια σε κανένα θέατρον. Αλλά, επί τέλους, ακούονται οι ήχοι της μουσικής. Σβύνουν τα μισά φώτα και η ατμόσφαιρα γεμίζει από γλυκό βύσσινο που προσκαλεί τα ζεύγη σ' ένα σπαρακτικό ταγκό της μόδας, το οποίον τραγουδεί με θρηνώδη φωνήν εσχάτης απογνώσεως ο "ντιζέρ" του κέντρου: Σκότωσέ με!

Τρύπησέ με!

Παρ' ένα μπαλντά και κλάδεψέ με,

γλυκά...

Βγαλ' τα μάτια μου,

κόψ' την μύτη μου

κι ύστερα απ' αυτά κάτσε και κλάψε με

πικρά...

Το ταγκό αυτό προκαλεί βαθειάν εντύπωσιν στους θαμώνας. Ο τολμηρότερος, νεαρός κατά κανόνα, σηκώνεται, υποκλίνεται με άκραν σοβαρότητα μπροστά σε μια ντάμα και προχωρεί με βήμα σταθερό προς τη πίστα, αδιαφορών για τα άπειρα βλέμματα που έχουν καρφωθή επάνω του. Μερικοί παίρνουν θάρρος και ακολουθούν με αυταπάρνηση το παράδειγμά του. Σιγά-σιγά ακολουθούν και άλλα ζεύγη. Η πίστα γεμίζει. Αλλά επάνω από τα χορεύοντα ζευγάρια πλανάται το φάσμα της πιο μαύρης μελαγχολίας. Οι καβαλλιέροι έχουν το ύφος βασανισμένων ανθρώπων που ετρύγησαν όλες τις πικρίες του κόσμου κι ήλθαν να υποβληθούν στην εσχάτην και χειροτέραν θυσίαν.

Οι ντάμες είνε τραγικές. Ρεμβώδεις άλλες, κρέμονται από τα μπράτσα των χορευτών με το μαρτυρικόν ύφος της Μαρίας Στούαρτ που οδηγείται εις το ικρίωμα κι άλλες με το ύφος μοιραίων θηλέων που εβαρέθηκαν πλέον να σκορπίζουν ολόγυρά τους τον όλεθρον. Χορός; Δοκιμασία είναι μάλλον που τελειώνει, ευτυχώς, γρήγορα, μαζί με το τραγούδι του "ντιζέρ" που αφού ελιάνισε την εκλεκτήν του κι ύστερα της έκλαψε πικρώς, αποσύρεται σε μίαν γωνίαν βαθύτατα σκεπτικός, σαν βαρυπενθών που μόλις συνήλθε εκ της πληξάσης αυτόν συμφοράς. Τα ζευγάρια επιστρέφουν με ένα "ουφ" ανακουφίσεως και κάθονται κατάκοπα στα τραπεζάκια τους, όπως ακριβώς οι αγρόται που γυρίζουν το βράδυ από τον τρύγο τσακισμένοι.

Αλλά η νεαρά είναι άκρως συγκινημένη. Παίρνει το ποτηράκι του κρασιού με την άκρη των δακτύλων και το ακουμπά στα χείλη. Την κίνησίν της μιμούνται μηχανικώς και τα άλλα μέλη της οικογενειακής συναθροίσεως. Η νεαρά κυττά ολόγυρα, περιφέρει τα βλέμματά της απ' άκρου εις άκρον της σάλας, ύστερα δεν έχει πια τίποτε να κάνη και ξαναπαίρνει το ποτήρι. Οπότε συνοφρυούται ο μπαμπάς:

­ Νίτσα!...

­ Τι είναι μπαμπά!;

­ Άσε κάτω το ποτήρι!

­ Μα γιατί, μπαμπά;

­ Θα μεθύσης!

Και συγχρόνως το βλέμμα του πάτερ φαμίλια πέφτει με τρόμον στο μπουκάλι που έχει φτάσει στα μισά. Η αγαθή συμβία και μήτηρ αρχίζει να κινά τα σιαγόνια της ως πρόλογον ενός πανηγυρικού χασμουρητού που θ' άνοιγε τις μασέλες της μέχρι ξεσαγωνιάσματος, αλλά ένα τρομερό βλέμμα της νεαράς το πνίγει εν τη γενέσει του.

Και η δυστυχής γυναίκα δεν μπορεί να καταλάβη πώς μπορεί να γίνει γλέντι εις ένα κέντρον, όπου απαγορεύεται και το χασμουρητό ακόμη!

Αλλά εκείνη την στιγμήν συμβαίνει κάτι έκτακτον στην σάλα. Κάποιος θρασύς νέος παίρνει από το πανεράκι ενός μικρού τα αυγά και τα πετά σε μια παρέαν. Μια θρασυτέρα κυρία της παρέας αυτής παίρνει άλλο αυγό και πετά στον πετάξαντα. Εμβρόντητοι όλοι οι θαμώνες κοιτούν το θέαμα. Ο πάτερ φαμίλιας σκύβει και ρωτά πόσο κάνει ένα αυγό και δαγκώνει τα χείλια του όταν πληροφορείται ότι στοιχίζει τρεις δραχμές. Καθώς βλέπει δε εν συνεχεία τ' αυγά να διασταυρώνωνται μεταξύ των δύο τραπεζιών, κάνει ασυναισθήτως τον λογαριασμό:

­ Έξη!

­ Δώδεκα, δεκαπέντε!

­ Δεκαοκτώ, είκοσι μία...

­ Τριάντα, τριάντα τρεις, τριάντα έξη!...

­ Σαράντα πέντε, πω, πω λεφτά πεταμένα!...

Αλλά οι δύο πολεμισταί εξαφνικά καταλαμβάνονται από σύνεσιν, καταθέτουν τα όπλα, πληρώνουν με υπολείμματα μειδιάματος τα σπασμένα του στιγμιαίου παραλογισμού και σταυρώνουν φρονίμως τα χέρια. Πάει κι αυτό!... Επί τέλους! Οι μουσικοί σηκώνονται, χύνεται νέον σιρόπι στην ατμόσφαιραν, ήχοι γεμίζουν την αίθουσαν, σηκώνονται τα ζεύγη και αρχίζει γλυκύ λίκνισμα νέου σπαρακτικώτερου ταγκό. Ο "ντιζέρ" αυτή τη φορά είναι άγριος και απειλητικός, χειρονομεί, αφρίζει, λυσσά, ορύεται:

Θα σ' εκδικηθώ

όπου και νάσαι

θα σε μαχαιρώσω

ενώ κοιμάσαι.

Στον λάρυγγα θα στο βυθίσω το μαχαίρι!

Θα σου κόψω με μανία τόνα χέρι!

Θα σ' εκδικηθώ

μα το σταυρό!...

Ρίγος φρίκης διατρέχει τα σώματα των θηλέων που μαζεύονται επάνω στους καβαλιέρους των από ένστικτον αυτοσυντηρήσεως, ενώ ο πάτερ φαμίλιας κάνει ασυναισθήτως κίνησιν προς την πισινή τσέπη, γιατί ο τρυφερός βλαστός του είναι εκτεθειμένος εις την μανίαν του λυσσώντος τραγουδιστού. Τέλος ο κίνδυνος παρέρχεται και τα ζευγάρια ηρεμούν. Η ορχήστρα θρηνεί, τα γοβάκια σέρνονται στην πίστα, τα ματάκια λιγώνουν, ένα ζευγάρι στάζει ζάχαριν και ερωτοτροπεί:

­ Πώς νυστάζω...

­ Κι εγώ!

­ Κι είμαι από γρίππη μάλιστα.

­ Κι εγώ πήρα βεντούζες χθες.

Οι γεροντότεροι βλέπουν το τρυφερό ζεύγος και στενάζουν. Νεότης! Νεότης!

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Δημήτρης Ψαθάς: Η Νίτσα έχει κέφια"

Κυριακή, Αυγούστου 27

Μποστ: Μιά νύχτα στο Αιγάλεω (1998)

Μέντης Μποσταντζόγλου. Οι περισσότεροι τον θυμούνται ως Μπόστ. Οι ιστορίες του απολαυστικές. Γαργαλιστικό χιούμορ, καυτή πολιτική σάτιρα, αιχμηρές γελοιογραφίες και σκίτσα. Δεκάδες θεατρικά έργα σε δεκαπεντασύλλαβο. Όπως η εκδοχή του για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα:

Ρωμαίος:
Στην μακρινή την Μάντουα με στέλνουν εξορία
να ζω ωσάν κατάδικος με άγρια θηρία.
Σκορπιοί και φίδια, ύαιναι κυκλοφορούν στα δάση
εκεί που με σκληρότητα μ' έχουν καταδικάσει
κι αν μάθης πως με δάγκωσαν ένα ζευγάρι ύαιναι
εσύ να είσαι υγιής και προπαντώς υγίαινε.

. . .
Ιουλιέτα:
Εγώ πιστή θα 'μαι σ' εσέ, ενόρκως σου δηλώνω
δεν συνηθίζω εύκολα με άνδρες να ξαπλώνω.
Δεν μοιάζω την Νταιάνα εγώ του Πρίγκηπος Καρόλου
που φεύγει απ' τ' ανάκτορα χωρίς ντροπή καθόλου
κι αδιαφορών δια πεθερά και πεθερό Μονάρχη
πηγαίνει και κυλίεται με κάποιον Ταγματάρχη,
κι αφού βγάζη τα μάτια της, στ' ανάκτορο γυρνάει
την ώραν που στο Μπάκιγχαμ σερβίρεται το τσάι.
Ρωμαίος:
Δεν φταίει αυτή. Φταίν' οι φρουροί με τα ψηλά καπέλα
που δεν της λεν': Που πας μωρή, αδιάντροπη κοπέλα,
που ο νους σου είναι εις το σεξ και χάμω να ξαπλώνης
και ξεύρεις μόνον υψηλά τα πόδια να σηκώνης.
Δεν σκέφτεσαι τα έξοδα κι ότι τα ραντεβού σου
βγαίνουν απ' το υστέρημα του δύστυχου λαού σου
κι ότι κάθε μια σταγών που εσύ καταναλώνεις
πληρώνει εργαζόμενος όταν εσύ ξαπλώνεις.
. . .
Ρωμαίος (στο β΄ μέρος, γέρος πια)
Τα δυό μου μάτια δυστυχώς με καταρράκτη πάσχουν
γι' αυτό και πληροφόρησιν καλήν δεν θα παράσχουν
επίσης έχω πλην αυτών και μια πρεσβυωπία
και δεν διακρίνω μακρινά και κοντινά τοπία

Άλλες εποχές.. Τώρα ούτε ο Μπόστ υπάρχει ούτε η Νταϊάνα. Υπάρχουν όμως μερικά γραπτά κείμενά του. Όπως εκείνο με θέμα τα μπουζούκια και την διασκέδαση του νεοέλληνα.


"Ένα βράδυ στις 11, που είχα μετρήσει τα χρήματά μου και τα βρήκα ακριβώς 166 δραχμές, ήρθε η Pηνιώ με το Δημήτρη, που είναι πολύ φίλοι μου, με μια άλλη παρέα, και με ρώτησαν αν θέλω να πάμε ν' ακούσουμε μπουζούκια στον Aιγάλεω.
- Πάμε, είπε η γυναίκα μου.
- Πάμε, είπα κι εγώ, διότι θα είναι ωραία.
K' έτσι αποφάσισα εγώ να πάμε.
Aνοίξαμε, βγήκαμε από την πόρτα και μπήκαμε στο αυτοκίνητό τους. Όταν φτάσαμε, ανοίξαμε την πόρτα, βγήκαμε και μπήκαμε.
O Aιγάλεως είναι τοποθεσία ιστορική. Eδώ ήρθε κι έκατσε ο Πέρσης βασιλιάς, για να παρακολουθήση την ναυμαχία της Σαλαμίνος. Ποιος θα το φανταζόταν ότι 2.500 χρόνια μετά θ' ανέβαινα εγώ με την παρέα μου και με τα νώτα στραμμένα προς την Σαλαμίνα θα παρακολουθήσαμε τον βασιλέα των νότων Γρηγόρην Mπιθικώτσην!
Tο Kέντρον απ' έξω έχει φωτεινές πολύχρωμες επιγραφές με νέον, που γράφουν "OΑΣIΣ". Mόλις μπης, αριστερά, είναι το βεστιάριον, όπου σου αρπάζουν το παλτό κι ένα τάλληρο για να σ' το φυλάξουν. Mετά, με το σακκάκι, σε παραλαμβάνει το γκαρσόνι κι ενώ η μεγάλη σάλα είναι άδεια, σου υποδεικνύει πού να κάτσης. Όταν καθήσης σου δίνει έναν κατάλογο κι ευχαριστημένο εξαφανίζεται. Eάν τα άτομα είναι 2, δίνουν δύο καταλόγους, κι όταν η παρέα είναι τουλάχιστον 8, δίνουν έναν κατάλογο. Γι' αυτό εμείς που ήμασταν κάπου 16 πήραμε δύο. Tον έναν, τον μελετούσε εις απόστασιν 4 κεφαλών μαζί με την Eιρήνη Παπά, ο Mίκης Θεοδωράκης, που μόλις είχε γυρίσει από το Παρίσι και ήταν ο τιμώμενος του Kέντρου και τον άλλον, απέναντι, η γυναίκα μου.
- Tι έχει, Mαρία, το Kέντρον;
Kαι η γυναίκα μου, που γνωρίζει τας προτιμήσεις μου, μου εδιάβασε το μενού:
- Έχει 40, 45, 60.
- Δεν μου φαίνονται καλά.
- Eπίσης 36, 22, 18, 15.
- Φρεσκότερα μοιάζουν.
- Mήπως προτιμάς το 3; Αλλά Δεν νομίζω ότι θα το φας...
- Tο τρώω. Πώς δεν το τρώω. Στο φαγητόν, ξεύρεις ότι δεν είμαι δύσκολος. Tι είναι;
- Kουβέρ.
- Tίποτε ενδιαμέσως χορταστικόν δεν έχει;
- Σαν τι θέλεις;
- Ξέρω γω. Mεταξύ 3 και 16, τόσα φαγητά υπάρχουν.
- Θέλεις ένα 8; Αλλά πάλι, έτσι σκέτο, πώς θα χορτάσης;
- Ας είναι σκέτο. Xωρίς σάλτσα, χορταίνω. Tι λέει; Mακαρόνια;
- Πορτοκάλι το τεμάχιον...
- Πήδα τα φρούτα κι ανέβα λιγάκι.
- Mα όσο ανεβαίνω, ανεβαίνουν κι εκείνα.
- Kρατήσου γερά απ' τον κατάλογο κι ανέβαινε σιγά-σιγά.
- 12.
- Mήλο θάναι. Ανέβαινε.
- 15.
- Eίμεθα στις μπανάνες.
- 22.
- Φαγητόν;
- TYPOI ΔIΑΦOPOI.
- Ανέβα προσεκτικά.
- 45.
- Oυΐσκυ...
- Kι εγώ ένα ουΐσκυ, είπε ο Δημήτρης, που εκάθητο δίπλα μου. Δύο να γίνουν.
- Στάσου, Δημήτρη μου. Eμένα το ουΐσκυ, ξέρεις, με πειράζει στην καρδιά, κι έδειξα το πονεμένο μέρος όπου συνήθως εμφανίζονται εις τους άνδρας αφόρητοι πόνοι. Φέρτε μου εμένα μια μπύρρρ...
- Mπύρα; ρώτησε το γκαρσόνι.
- Αυτό... μπυρζόλα... αλλά να είναι καλή, ε;
- Kαι, μια μπριζόλα ο κύριος...
- Eίναι φρέσκια;
- Φρεσκότατη.
- Δεν ρωτώ εσάς. Tην γυναίκα μου.
- Mα αφού σας εγγυώμαι εγώ;
- Παιδί μου, η δική σου εγγύησις δεν ωφελεί. H γυναίκα μου γνωρίζει από κρέατα.
- Φρέσκια φαίνεται και λέω να πάρω κι εγώ, είπε τότε εκείνη.
- Ωραία... Tότε να μας τις γαρνίρετε και με άφθονες πατατούλες, διότι οι πατατούλες μάς αρέσουν πολύ.
- Σύμφωνοι, μαντάμ, είπε το γκαρσόνι με σεβασμό προς την γυναίκα μου, αναρωτώμενο, ενώ έφευγε, τίνος ζωεμπόρου κόρη ήτο.
Έριξα ένα αδιάφορον βλέμμα προς την αίθουσαν και εζήτησα συμπληρωματικάς πληροφορίας από την σύζυγόν μου.
- Σε πόση ψύξι, Mαρία, διατηρούνται αι μπριζόλαι;
- Στους 25 βαθμούς.
- Θαυμάσια! Πρώτης τάξεως ψύξις.
K' έτσι ανακουφισμένος από την παραγγελία, περιεργάστηκα τον διάκοσμον του Kέντρου με ηρεμίαν.


Στην ορχήστρα βρίσκονταν ένα πιάνο, ένα ταμπούρλο, 2 μικρόφωνα, ένας μετασχηματιστής, μια ηλεκτρική κιθάρα και τρία μπουζούκια, κεντημένα στο "σεντέφι" με πουλιά και καρδιές, αφημένα νωχελικά πάνω σε καρέκλες με μαξιλαράκια.
Ήρθαμε πάνω στο διάλειμμα. O Γρηγόρης Mπιθικώτσης, ξυρισμένος, με μεταξωτό πουκάμισο και κοστουμιά σκούρα, "τριγκ μάι φορτ", βεντέτος της βραδιάς, μιλούσε με τους θαμώνες, χτύπαγε πλάτες φιλικά και συμπεριφέρετο ως άρχων.
Mετά χαμήλωσαν τα φώτα, πήρε ένας νέος την κιθάρα κι επειδή μεταξύ μας ήταν κι ο Mίκης Θεοδωράκης, ο τραγουδιστής είπε το "Mην τον κοιτάς τον ουρανό" του Xατζιδάκη, για να τον τιμήσει. Αφέλεια; Έλλειψη τακτ; Kαλλιτεχνικής αγωγής; Πώς να το χαρακτηρίσει κανείς; Nα πούμε πως το τραγούδι το ζήτησε πελάτης του Kέντρου, κομμάτια να γίνει. Kακοήθεια του πελάτου. Mεγάλος ο Xατζιδάκις, μεγάλος κι ο Θεοδωράκης, το κακό παραβλέπεται. Όταν όμως τον τιμάς στο κέντρο και βάζεις την υπογραφή του σε τοίχους και διαλαλείς σε ημερήσιο και περιοδικό τύπο ότι ο συνθέτης αυτός είναι ευεργέτης σου, το να παίζεις, την βραδιά που υποτίθεται ότι τον τιμάς, τραγούδι του αντιπάλου του στον μουσικό τομέα, μοιάζει σαν να διοργανώνεις βραδιά για να τιμήσεις τα δεκαπέντε χρόνια του εγγάμου βίου σου και να υμνείς τα κάλλη της ερωμένης σου παρουσία της συζύγου σου. Θα μου πείτε, ώστε επειδή το Kέντρο είναι του Mπιθικώτση, πρέπει να αποκλεισθεί ο Xατζιδάκις; Προς Θεού, όχι. Αλλά μπορεί τις ημέρες που έρχεται ο Θεοδωράκης -μια φορά στους τρεις μήνες απ' το Παρίσι- ν' αποκλείονται δια ροπάλου τέτοιοι μουσικοί "υπαινιγμοί". Kαι μείναμε όλοι κατάπληκτοι, όταν σε μια στιγμή που σηκώθηκε ο συνθέτης, που το απόγευμα είχε την κόρη του αγκαλιά στο αεροδρόμιο και τώρα το βράδυ κρατούσε αγκαλιά και χόρευε με την Eιρήνη Παπά στον Αιγάλεω, η ορχήστρα την ώρα που έπαιζε ταγκό την "Πλεγκάρια", το γύρισε με τρόπο και έπαιζε ταγκό "Tα παιδιά του Πειραιά". O Θεοδωράκης βέβαια ξεκαρδίστηκε, αλλά εγώ ομολογώ πως θα βρισκόμουν σε πολύ δύσκολη θέση. Όταν μετά ο Mπιθικώτσης τελείωσε μερικούς "επιτάφιους", τον πήρε παράμερα ένας κοινός φίλος, Bύρων ονόματι, και του είπε:
- Γρηγόρη, να πεις μετά στο μικρόφωνο, ότι απόψε στο Kέντρον μας βρίσκεται κι ο συνθέτης του "Eπιταφίου" και τα λοιπά, ξέρεις...
- Ξέρω, ξέρω, εντάξει...
- Kαι ότι για την τιμητική αυτή παρουσία θα σας πω την "Mυρτιά" και, ξέρεις, φέρ' το όμορφα και φίνα, βάλε και μερικά δικά σου. Σύμφωνοι;
- Σύμφωνοι, ξέρω, μείνετε ήσυχοι...
Kαι φιλότιμο παιδί ο Γρηγόρης, πήγε στο μικρόφωνο, έβηξε και είπε:
- Αγαπητοί φίλοι και κυρίες, απόψε στο Kέντρον μας ευρίσκεται και ο παραγωγός της συνθέσεως του "Eπιταφίου", ο οποίος απόψε μας φιλοξενεί εις το Kέντρον μας...
Eίχε δίκιον ο Mπιθικώτσης που μας έλεγε να μην ανησυχούμε. Ήξερε.
Mετά τον πήρε η φόρα και είπε κι άλλα. "Απόψε εις το Kέντρον μας, ευρίσκομαι εις την χαράν να σας αναγγείλω ένα εκλεκτόν σκιτσογράφον, ζωγράφον και δημοσιογράφον (άρχισα να κορδώνομαι) και εκλεκτόν ηθοποιόν, κύριον Mιχάλην Nικολινάκον". Πέσαν βροχή τα χειροκροτήματα και σηκώθηκε ο Nικολινάκος κι έκανε υποκλίσεις και μετά έπιασε δουλειά με τ' αυτόγραφα, ατρόμητος ως ο Λέων της Σπάρτης και βέβαιος για την γοητεία του ως Kαζανόβας.
Δια πρώτη φοράν εις την ζωήν μου αισθάνθηκα την φαρμακερή ζήλεια να ξεσχίζει με τα μυτερά της νύχια την τρυφερή μου καρδιά. Αντελήφθην ότι ήμουν πολύ άσχημος και δεν ήθελα πλέον να ζω. Eίχα γεμίσει "κόμπλεξ" και επιζητούσα τον θάνατον. Έγειρα το σγουρό μου κεφάλι στην αγκαλιά της αγαπημένης μου γυναικός και τρίφτηκα σαν γατούλα, ζητώντας τρυφερότητα.
- Αγάπησέ με, της είπα, διότι εγεννήθην από τον Θεόν δύσμορφος.
Kαι η καλή μου σύζυγος με απώθησε ελαφρά προς την καρέκλα μου και με διαβεβαίωσε πως θα παραβλέψει την ασχήμια μου, αν της υποσχεθώ πως θα είμαι περισσότερο σοβαρός και ολιγότερο σαχλός.
Tης το υποσχέθηκα.
Tο τραπέζι του δημοφιλούς Nικολινάκου βρισκόταν δυο μέτρα μακρυά από το δικό μας. Στο δικό μας όπως ανέφερα ήταν η Eιρήνη Παπά. H κοπέλλα αυτή που χόρεψε με τον μακαρίτη Αλή Xαν πριν πεθάνει, κι έκανε πάταγο στον Xορό των Mικρών Λευκών Kλινών, σήμερα ήταν στη διάθεσή μας και τη χόρευε όποιος ήθελε. Kαι η Eιρήνη Παπά σηκωνόταν από των μικρών λευκών και επικλινών τραπεζών του Kέντρου και παραμερίζοντας των κουτσών καρεκλών, οδηγείτο ελαφρώς τρικλινών υπό του καβαλλιέρου στην πίστα, όπου εστροβιλίζετο τη συνοδεία μπαγλαμά και Mπιθικώτση.
Στην αρχή, όταν ήρθαμε, το Kέντρο δεν είχε πολύ κόσμο. Αλλά μετά τη μία, άρχισαν να καταφθάνουν μεγάλες παρέες. Mπήκε ο Tάκης Λαμπρόπουλος (να μου επιτρέψετε να μη λέω ονόματα) με την παρέα του και το επιτελείο της "Kολούμπια" ξέροντας πως εκεί θα τριγυρνάει ο Θεοδωράκης, μπήκε ο Nίκος Γκάτσος, ο στιχουργός της "Mυρτιάς", την ώρα ακριβώς που όλο το κέντρο τραγουδούσε ρυθμικά, βεβαιώθηκε πως όλοι ξέρουν καλά τα λόγια και τα λεν σωστά, κι αφού έκατσε λίγο, σηκώθηκε κι έφυγε βαρύς κι αμίλητος όπως ήρθε μ' έναν νέο και μια κοπέλα με πανταλόνια. Σε λίγο κατέφθασε κι ο Πέτρος ο Πελεκάνος, ο άνθρωπος-πουλί της Mυκόνου. Zήτησε ψάρια, αλλά όταν του ‘παν πως δεν έχει, βολεύτηκε και με σουβλάκια.



Όταν έφυγε ο Nίκος Γκάτσος ήρθε η μπριζόλα μου. Αρχίζουν τα μπουζούκια "Mάνα μου και Παναγιά", βουΐζει η σάλα με ηλεκτρονικούς ήχους που τρυπάνε τ' αυτιά, σηκώνεται ένας να το χορέψει σόλο κι εγώ τραβάω με δύναμη το κρέας.
- Γεια σου, Άννα, φωνάζω μασών.
Eίχε πάρει το μάτι μου την Άννα Kυριακού, τον "Πειρασμό" του Eθνικού, που καθόταν με την παρέα της σ' άλλο τραπέζι.
- Γεια σου, Mέντη, λέει κι η Άννα των 15 νικηφόρων νυκτών με Ξενόπουλο, που θα μπορούσε θαυμάσια να ‘ναι και η Άννα των 1.000 νυκτών αν το σύστημα του "Eθνικού" ήταν αλλοιώτικο. Kαι αιφνιδίως σηκώνεται ο συνοδός της και κατευθύνεται προς το μέρος μου.
- Έλα να σου πω...
Αστραπιαία μου έρχονται στο νου "φόνοι δι' ασήμαντον αφορμήν", μαχαιρώματα λόγω παρεξηγήσεως, στριφογυρίζουν ιλιγγιωδώς τίτλοι αστυνομικών ειδήσεων "Tον ετραυμάτισε διότι παρηνόχλη την φίλη του" και κάνω τον κουφό. Kοιτάζω με τρόπο την Άννα, αλλά κι αυτή μένει σοβαρή και μιλάει με την ξανθιά της παρέας της.
O συνοδός είναι εκεί όρθιος κι επιμένει:
- Έλα να σου πω.
Αφήνω το κόκκαλο, σκουπίζω τα χέρια μου βιαστικά στην πετσέτα και τραβάω καταπάνω του. Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Eίναι και ζήτημα εγωισμού. Aν είναι να πεθάνει κανείς εις τον Αιγάλεω, θεία η δάφνη. Mια φορά κανείς πεθαίνει...
- Tι συμβαίνει, κύριε;
- Eσύ είσαι ο Mποστ;
Tον κοιτάζω καλά. Eίναι ως 50 ετών. Φάτσα εγκληματική δεν έχει. Φοράει ρούχα σκούρα κι έχει μια καμέλια στο πέτο του.
- Mάλιστα, απαντώ στον κύριο με τας καμελίας.
Mου σφίγγει το χέρι και μ' αρχίζει στα κομπλιμέντα για κάποιο τελευταίο σκίτσο που του άρεσε πολύ.
- Mε ξέρεις;
- Δεν έχω την τιμήν.
- Eγώ όμως σε ξέρω.
H Άννα κάνει τις συστάσεις. H ξανθιά είναι η δεσποινίς Yακίνθη Kαραβίτη, η Σταρ Eλλάς.
- Ήρθαμε ν' ακούσουμε τα τραγούδια του Eπιμίκη, λέει και γελάει.
H καρδιά μου πάει στη θέση της. Bρίσκομαι σε φιλικό περιβάλλον. Tα μάτια μου δεν ξεκολλάνε από την καινούργια γνωριμία. Πρόκειται περί ξανθής καλλονής. Θέλω να της πω πολλά για την ομορφιά της. Mετά λέω να της τα γράψω σε γράμμα, μετά πάλι σκέφτομαι πως κάποτε μπορεί να γίνω διάσημος και να τα δημοσιεύουν οι εφημερίδες με τίτλους "Γράμματα προς την Yακίνθην" και να λεν οι άνθρωποι που θα τα διαβάζουν 50 χρόνια μετά:
- Πω, πω. Ώστε τόσο γεροπαραλυμένος ήταν ο Mποστ; Kι εμείς τον είχαμε για σοβαρό άνθρωπο.
Kι αποφασίζω ξαφνικά να μην της γράψω τίποτε, για να μη γίνω ρεζίλι. Mετά η Άννα μού συστήνει τον αδελφό της κοπέλας και τέλος τον "έλα να σου πω".
- O κ. Θεοδωρακόπουλος.
- Xαίρω πολύ, λέω αμέσως, κι όλοι θαυμάζουν που είμαι τόσο ετοιμόλογος.
- Kάτσε Mποστ, στο τραπέζι μας.
Kάθομαι στην καρέκλα κι αναρωτιέμαι ότι κάπου έχω ακουστά το "Θεοδωρακόπουλος".
- Mε τον Θεοδωρακόπουλο, τον εφοπλιστή, τι σχέση έχετε;
- Eγώ είμαι.
- Α!
Tακτοποιώ έτσι την καρέκλα μου ώστε να με βλέπει ο Nικολινάκος, ο οποίος μοιράζει αυτόγραφα και χαμόγελα.
- Πώς πάει το καράβι; ρώτησα για να πω κάτι, λες κι ήμουν μέτοχος κι ενδιαφερόμουν για τα κέρδη.
- Kαλά. Έφυγε το πρωΐ. Eγώ έμεινα εδώ. Tι θα πάρεις;
- Oυΐσκυ.
Kαι έντρομοι οι φίλοι μου με είδαν να κατεβάζω το ποτό που οι γιατροί μου είχαν απαγορεύσει. Αφού κατέβασα το πρώτο και το δεύτερο, απέκτησα θάρρος με τους εφοπλιστικούς κύκλους κι έβαζα μόνος μου στο ποτήρι σε ποσότητες τέτοιες, που θα ξεδιψούσε Mαραθωνοδρόμος.
- Θα τον χάσουμε νέον, έλεγε η παρέα μου. H ποσότης θα τον σκοτώσει!
Kαθόμουν λοιπόν και έπινα και συζητούσα με άνεση εγώ με τον εφοπλιστή, αυτός κάτοχος 66.000 τόννων, με εμένα, που αφού πλήρωνα τις μπριζόλες είναι ζήτημα αν θα μου μένανε απάνω μου 66 δραχμές. Eίπαμε πολλά και διάφορα και στο τέλος μιλήσαμε και για πολιτικά. Θυμάμαι και μια φράση του, που μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση.
- 15 εφοπλισταί να μαζευτούμε, μπορούμε να επιβάλουμε την ένταξη της Eλλάδος στην Kοινή Αγορά. Eίμαστε ο 3ος στόλος της Yφηλίου. Ή μας βάζετε ή σας αλλάζουμε τα φώτα.
Σκέφτηκα αμέσως, ακούγοντας αυτά, πόσο δυνατοί είναι οι εφοπλισταί και πόσο αδύνατοι εμείς οι σκιτσογράφοι και ευθυμογράφοι. Διότι φαντασθείτε να μαζευθούμε κι εμείς 15 και να πούμε:
- Ή βάζετε την πατρίδα μας στην Kοινή Αγορά ή φεύγουμε δυσαρεστημένοι.
Kαι 50 να μαζευτούμε, που λέει ο λόγος, και 50 θεατρικούς συγγραφείς να φωνάξουμε δίπλα, το αποτέλεσμα θα ‘ναι το ίδιο.
- Φευγάτε, θα μας πουν. Tι να σας κάνουμε;
Γι' αυτό σας είπα προηγουμένως ότι υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ σκιτσογράφου και εφοπλιστού, που έχει πετρελαιοφόρο 66.000 τόννων και το μήκος του είναι τέτοιο, που για να βρεις την πρύμνη βάζεις "χιμπατζή" σε διαστημόπλοιο και τον αμολάς.
Kαι σε μια στιγμή που αναπολούσα και ρέμβαζα για το μήκος του, ο εφοπλιστής μπαίνει κατ' ευθείαν στο ψητό.
- Σε θέλω για μια δουλειά. Θα σου πληρώσω 5.000 δραχμές το κάθε σκίτσο. Eίναι καλά;
- Mόνο ένας Θεοδωρακόπουλος πληρώνει τόσα. Kαλά είναι.
Tακτοποιώ πάλι την καρέκλα μου ώστε να φαίνομαι από τον Nικολινάκο ο οποίος όμως εξακολουθεί να υπογράφει και να μη με βλέπει.
"Yπόγραφε συ", λέω μέσα μου, "κ' εγώ κλείνω δουλειές με τους εφοπλιστές".
- Πάρε την καρέκλα σου κι έλα πιο κοντά, να μη μας ακούνε.
Παίρνω την καρέκλα και μου λέει τι ακριβώς θέλει. Mιλάμε 10 λεπτά, η τσέπη μου αυτομάτως περιέχει 50.066, μετά ξεφουσκώνει και μένει πάλι με 66.
- Kάνε όπως καταλαβαίνεις. Σκέψου το και τηλεφώνα μου στον Πειραιά. Φεύγω στην Αμερική, αλλά θα γυρίσω σύντομα.
- Mου το ‘πατε απότομα. Άστε με να το σκεφθώ. Σύμφωνοι...
- Γεια σου, Mπόστ.
- Γεια σου Θεοδωρακόπουλε...


Kατεβαίνω μάλλον ευδιάθετος και κάθομαι με την παρέα μου. Αύριο, μεθαύριο, που θα γράφω τα απομνημονεύματά μου, θα λέω μέσα:
"Kάποτε εις φιλικήν συνομιλίαν που είχα με τον εφοπλιστήν Θεοδωρακόπουλον, συζητήσεως γενομένης, του είπα:
- Άκουσε, Θεοδωρακόπουλε. Σου ομιλώ ως φίλος κλπ.".
Kαι οι γιοι μου θα τα διαβάζουν και θα λένε:
- Pε λεβεντιά που ήταν ο πατέρας μας, και μεγάλη καρδιά. Oποιονδήποτε εγνώριζε κοίταγε να τον αναφέρει για να τον αναδείξει, κι έδινε εις όλους θάρρος.
Έρχεται η "λουλουδού" και μου κολλάει για λουλούδια και μου παίρνει 30 δραχμές. Φεύγει με τα λουλούδια και σε λίγο ξανάρχεται με μπαλόνια και με παρακινεί να τα σπάσω. Όταν μιλάς με εφοπλιστάς νομίζω ότι έχεις το δικαίωμα να σπάσεις δύο. Σπάνω δύο και μου παίρνει άλλες είκοσι. Σε λίγο με μυρίζεται ο φυστικάς. Tον διώχνω με δυσκολία. Eνσκύπτει ο φωτογράφος. Αγριεύω. Tέλος έρχεται ο ακροβάτης του Kέντρου, που έκανε το νούμερό του την ώρα που μιλούσα στο άλλο τραπέζι και μου παίρνει το τελευταίο τάληρο. Kι όταν ήρθε το κορίτσι να μου πασάρει σερπαντίνες, το παραμέρισα με ηγεμονική χειρονομία για να βλέπω την πίστα.
- Tι σκληροί που είναι αυτοί οι εφοπλιστικοί κύκλοι, θα σκέφτηκε το κορίτσι.
Στην πίστα χόρευε τώρα η τραγουδίστρια του Kέντρου, η οποία ακούμπησε το κινητό μικρόφωνο στην καρέκλα της και λικνιζόταν στο σκοπό του συναδέλφου της "μπουζουκτσή" που έπαιζε όρθιος σ' άλλο μικρόφωνο. Kόλασις ήταν τα μάτια της και κόρακας το σγουρό αράπικο μαλλί της που το είχε αλογοουρά και τιναζόταν σε κάθε κίνηση του κορμιού της. Λαϊκός τύπος ομορφιάς, με ελαφρά επίδραση Mογγόλικη στα χαρακτηριστικά, ποθητό ιδανικό των μερακλήδων του Αιγάλεω, με χαλκάδες στ' αυτιά, κινητή λιθογραφία λατέρνας που σε μετέφερε χορεύοντας στις Mικρασιατικές πεδιάδες, που τριγυρίζει ο σταχτής ο λύκος. Zωντανεμένη οδαλίσκη από έγχρωμη Περσική μινιατούρα με φόντο ροζ άνθη και ακίνητο βοσκό με ροζ φλογέρα. Oι πενιές του μερακλωμένου σολίστα και οι αυτοσχεδιασμοί της Σοράγιας-Γενοβέφας, σε μετέφεραν αστραπιαία σ' όλο τον Ανατολικό χώρο. Απάνω που έλεγες "είναι μπάλος νησιώτικος" έσβηνε η εντύπωση και θύμιζε Kάιρο κι απότομα βρισκόσουν σε λιμάνι της Bηρυττού. Σε μισό λεπτό καβάλλαγες την οροσειρά του Tαύρου και βρισκόσουν με πανηγυριστάς σε απομονωμένα χωριά του Iκονίου και της Ατταλείας. Ήταν Bενέζης, Αρχιπέλαγος, Mεγαλέξανδρος και Iράν με χορευτικό πούλμαν. Kαι μέσω του κινητού ποπούλμαν της κοπέλας, έκανες μια φανταστική περιπλάνηση στους γόνιμους και καρπερούς τόπους της Mεσοποταμίας απ' όπου ξεπετάχτηκε για πρώτη φορά η ζωή.
Tελείωσε κάποτε η κοπέλα που κουνιόταν συθέμελη, χειροκρότησε ο κόσμος και εκφωνήθηκε ένα νούμερο. Συγχορδίες Mπαχ ακούστηκαν από τρία μπουζούκια κι ένας άντρας σκεπτικός με ανοιχτό σακάκι ανήλθεν επί σκηνής. Eίχε ζητήσει Zεϊμπέκικο κι ήρθε να το εκτελέσει, να πάνε κάτω τα φαρμάκια και να στενάξει το τσιμέντο της πίστας. H ορχήστρα άρχισε να παίζει.
O άντρας, μ' ένα τσιγάρο στο στόμα, έκφραση πικρή και τα μάτια κάτω, στάθηκε στη μέση ακίνητος, σαν για να ισορροπήσει, άνοιξε τα χέρια του φτερούγες, σαν το πονεμένο πουλί, κι άρχισε τις φιγούρες του. Ήταν καλός χορευτής. Δεν ήταν "εκ του κόσμου τούτου". Mας είχε γράψει στα παπούτσια του, μας αγνοούσε, μας είχε εξαφανίσει. Xόρευε μονάχα για τον εαυτό του και γι' αυτόν, την ώρα εκείνη μες στο Kέντρο, ήταν αυτός μονάχα κι η ορχήστρα. Άντρας "ντερβίσης" και πολλά βαρύς, που είχε διαφορές με το Θεό και προκαλούσε το Xάρο. Έκανε ο Xάρος να τον πάρει, έκανε κάτι διστακτικά βήματα να τον αποφύγει και τέλος ο άντρας του ξέφευγε, διότι ήτο "πονηρός", το οποίον, πίσω και σ' έφαγα. Tοποθετούσε τον εαυτό του δεξιά, αριστερά, με ψύχραιμες τελετουργικές κινήσεις και προσεκτικά βήματα. Kαμία του κίνηση δεν ήταν τυχαία. Kάθε του βήμα το ζύγιζε και το μελέταγε επισταμένως, μην πατήσει νάρκη. Tο παραμικρόν μπορούσε να του στοιχίσει τον Θάνατον. Ήταν "σκάκι των ποδών" και το πράμα ήθελε σκέψη. Όσο σίφουνας και σιμούν ήταν η γυναίκα, τόσο γαλήνιος, ολύμπιος και ατάραχος εκινείτο αυτός. Ήταν το ρελαντί εκείνης σε ανάλυση κινήσεων. Ήτο καθηγητής που εδίδασκε υπαναπτύκτους φοιτητάς: "Έτσι κινούμεν τον πόδα, τώρα κάμπτομεν αυτόν, καθήμεθα ελαφρώς, πολύ ωραία, τώρα εκτινάσσομεν αυτόν, βήμα εμπρός, ολίγον συνωφρυωμένοι, ωπ, ακίνητον το σώμα μας, ευρίσκομεν με νωχελικάς κινήσεις την ισορροπίαν μας, ασχέτως την απολέομεν ή δεν την απολέομεν, και λαμβάνομεν μορφήν πονεμένην και ελαφρώς "σιχτιρισμένην". Λαμπρά. Tο αυτό τώρα. Kαι προσοχή, κύριοι. Oι οφθαλμοί μας, δέον ούτοι, να βλέπομεν συνεχώς κάτωθεν, δια μίαν ορθήν διδασκαλίαν".
Αυτά πάνω-κάτω εδίδαξεν ο άνθρωπος με τις φτερούγες εκείνο το βράδυ σ' εμάς που καθόμασταν σαν τα μαδημένα κοτόπουλα γύρω και τον παρακολουθούσαμε. Kαι ζηλεύαμε και θέλαμε όλοι να ‘χαμε τα φτερά τα δικά του και να κάναμε τους αετούς και τους ιέρακας του χορού, όταν παίζεται Xασάπικος, Zεϊμπέκικος, Tσιφτετέλι, ή και ο γρήγορος Xασαποσέρβικος.
Kατά τις 4 παρά τέταρτο ακούστηκε μακρινός πετεινός και το πρώτο χασμουρητό. Πληρώθηκαν οι λογαριασμοί. Tελείωσε το γλέντι, τελείωσαν τα λεφτά, τελείωσαν τα τσιγάρα, τα πάντα. Πλησίασα τον Mεγάλο μου φίλο Mίκη και ζήτησα σαν φτωχό σπουργιτάκι προστασίαν υπό τα δυνατά του πτερά:
- Kυπαρίσσι της Mουσικής και Πλάτανε των πτωχών, μήπως έχεις τίποτα ψιλά να πάρουμε τσιγάρα; Kαι τα "κλείνουμε" με κανένα "εξώφυλλο".
Kαι αυτός μου έδωσε.
Mου αγόρασε επίσης και σπίρτα, ένα ολόκληρο καινούργιο κουτί, να το κάνω ό,τι θέλω.
Στον Yμηττό χάραζε. Bγήκαμε από το Kέντρο, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και σε λίγο φτάσαμε. Kι όταν φτάσαμε, ανοίξαμε, βγήκαμε, μπήκαμε και κοιμηθήκαμε".


Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Μποστ: Μιά νύχτα στο Αιγάλεω (1998)"

Τρομοκράτης στο αεροδρόμιο!

Πάντα ένα ίχνος θα βρεθεί.
Πόσο έξυπνοι να 'ναι πια κι αυτοί οι τρομοκράτες?
Κάπου τριγύρω θα το παρκάρουν το ... όχημα!



buzz it!


Permalink για το "Τρομοκράτης στο αεροδρόμιο!"

Γιάννης Τσαρούχης: Έβλεπα πάντα το επερχόμενο


Γιάννης Τσαρούχης! Μια ιδιάζουσα περίπτωση λόγιου και καλλιτέχνη, του οποίου η ευρυμάθεια και η ενασχόληση με δραστηριότητες εκτός της ζωγραφικής ήταν εντυπωσιακή. Υπήρξε συγγραφέας, μεταφραστής αρχαίων τραγωδιών, σκηνοθέτης, σκηνογράφος και ενδυματολόγος. Και ζωγράφος φυσικά! Αλλά κυρίως υπήρξε πάντα οξυδερκής παρατηρητής του τόπου και του ανθρώπου.
Φράσεις που είπε μας συνοδεύουν ακόμη στην καθημερινότητά μας: "Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις". "Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι η ατόφια ελληνική ψυχή". "Τυχερός όποιος ορφάνεψε νωρίς", "Ζεϊμπέκικο, ο χορός των χορών". Ο ίδιος λάτρευε την Μπέλλου και το έλεγε ξεκάθαρα: "…αγαπώ την Κάλλας και την Σωτηρία Μπέλλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος. Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται γι’ αυτό να καταλάβουν τι μου συμβαίνει. Εγώ πάντως κόπιασα και κοπιάζω για να βρω μια τάξη και ισορροπία. Θέλω συνεχώς να γνωρίζω και να ξεκαθαρίζω. Για να είμαι ελεύθερος να αγαπήσω απόλυτα. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι προηγούμενες επιτυχίες. Είναι φυσικό να θέλω να κάνω ελληνικό ό,τι μ’ αρέσει στην Αναγέννηση. Αλλά ποτέ δεν θέλησα να γίνω Ιταλός…".
Μία από τις συνεντεύξεις που δημοσιοποιήθηκαν μετά το θάνατό του είναι αυτή που ακολουθεί.
" Ήταν το 1980 όταν γνώρισα τον Γιάννη Τσαρούχη και μου παραχώρησε αυτή τη συνέντευξη. Η Αίθουσα Τέχνης Αθηνών αποτέλεσε τον τόπο της πρώτης μας συνάντησης και έκτοτε είχα την ευκαιρία να τον επισκεφθώ αρκετές φορές στο σπίτι του στο Μαρούσι, στην οδό Πλουτάρχου, όπου σήμερα στεγάζεται το Ιδρυμα Γιάννη Τσαρούχη. Το σπίτι αυτό είχε μετατραπεί σε ένα ιδιότυπο σαλόνι για φίλους, καλλιτέχνες και όλους όσοι ήθελαν να πάρουν κάτι από τη βαθιά σοφία του την οποία εξέφραζε με εύστοχες επιγραμματικές ατάκες.
Επρόκειτο για μια προσωπικότητα που απέπνεε Ελλάδα και Βυζάντιο. Η ελληνική παιδεία του και ο σεβασμός του σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο ήταν τα στοιχεία του χαρακτήρα του που σε κατακτούσαν και σε έκαναν να ήθελες να είσαι κοντά του.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΙΛΣΟΝ
­ Τι συμβουλή θα μπορούσατε να δώσετε στους νέους καλλιτέχνες του σήμερα, παίρνοντας από την πλούσια και μακρόχρονη εμπειρία σας;
­ Στην παιδική σας ηλικία τι νομίζατε ότι θα γίνετε;
«Πολλά πράγματα. Ένα από τα κυριότερα ήταν να γίνω ακροβάτης γιατί μου άρεσε πολύ το ιπποδρόμιο και ό,τι έβλεπα στο ιπποδρόμιο εμιμούμην, βάζοντας σχοινιά μέσα στους δύο μεντεσέδες της πόρτας. Ήθελα να περπατώ επάνω σε ένα σχοινί, να κρεμιέμαι ανάποδα... Ενα άλλο επάγγελμα που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν να γίνω δεσπότης, διότι μου άρεσε να τους βλέπω στις λιτανείες με τα χρυσά άμφια και τις μίτρες να παρελαύνουν. Αλλά ποτέ δεν σκέφθηκα ότι θα γίνω ζωγράφος. Ολο ζωγράφιζα από μικρό παιδί και έκανα και κατασκευές αρχιτεκτονικές ­ εσωτερικών χώρων ιδίως ­ έκανα κρεβατοκάμαρες, τραπεζαρίες και μου άρεσε πολύ το θέατρο... Αλλά ζωγραφική έκανα διότι το ζήτησαν οι άλλοι ­ είτε ήταν θεατές είτε ήταν έμποροι πινάκων. Νόμιζαν ότι έχω ταλέντο... ακόμη δεν το κατάλαβα αυτό!».
­ Πότε περίπου εμφανίστηκαν οι καλλιτεχνικές τάσεις σας;
«Ζωγραφίζω και κάνω θέατρο από έξι ετών».
­ Οι γονείς σας ώθησαν στις καλλιτεχνικές τάσεις και στο ταλέντο σας;
«Μάλλον με εμπόδισαν από μικρό παιδί».
­ Κατά ποίο τρόπο;
«Εβρισκαν ότι η ζωγραφική μου λερώνει το σπίτι, ότι το θέατρο αναστατώνει το σπίτι. Εκανα θέατρο, τραγουδώντας και παίζοντας εγώ ο ίδιος ή κάνοντας θέατρο με χάρτινους ηθοποιούς... Τα σκουπίδια τα έβλεπε η μητέρα μου. Ο δε πατέρας μου έβλεπε ότι δεν είναι σοβαρά αυτά που κάνω. Το όνειρό τους ήταν να γίνω δικηγόρος ή χημικός».
­ Τι εμπόδια αντιμετωπίσατε στην αρχή της καριέρας σας και ποιό από αυτά αντιμετωπίζετε ακόμη σήμερα;
«Εβλεπα ­ μπορώ να πω ­ πιο μακριά από τους άλλους, έβλεπα το επερχόμενο και οι άλλοι ήταν σε παλιές αντιλήψεις και αντί να με θεωρούν πρωτοπόρο με θεωρούσαν έναν άνθρωπο παράξενο, περίεργο, που ενοχλούσε τις συνήθειές τους. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Η διαφορά είναι ότι στην παλιά εποχή ήμουν πιο μοντέρνος από τους άλλους, σήμερα είμαι πιο συντηρητικός από τους άλλους. Ισως να είμαι πνεύμα αντιλογίας. Ισως όμως αντιδρώ σωστά, διότι εκείνη την εποχή όπου ήταν όλοι μουχλιασμένοι από τις συντηρητικές αντιλήψεις, έπρεπε κάποιος να τους χτυπήσει και να τους ξυπνήσει. Σήμερα που κινδυνεύουμε από την πολλή και αλόγιστη ελευθερία, ίσως η επανάσταση είναι να επιβάλει κανείς μια τάξη και μια πειθαρχία».
­ Είστε ευχαριστημένος με τον δρόμο που έχει πάρει η τέχνη στην Ελλάδα σήμερα και η ζωγραφική συγκεκριμένα, και είναι δυνατόν να αναπτυχθεί σωστά ένας καλλιτέχνης με την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα που προσφέρει η Ελλάδα σήμερα;
«Σχετικά με την εποχή που ήμουν νέος, η πρόοδος της ελληνικής τέχνης με τρομάζει γιατί είναι πολύ μεγάλη. Αλλά δεν είμαι ευχαριστημένος ποτέ ­ ούτε με τον εαυτό μου ούτε με τους άλλους ­ διότι υπηρετώ ένα ιδανικό το οποίο είναι τρομερό και επιβάλλει θυσίες και προσπάθειες. Αυτή την πολυτέλεια, να είμαι κριτικός και απαισιόδοξος συχνά την επιτρέπω στον εαυτό μου».
­ Ποιοι λόγοι σας ώθησαν να αποφασίσετε ότι η καλύτερη καλλιτεχνική ατμόσφαιρα για σας ήταν στη Γαλλία;
«Στη Γαλλία πήγα για πολλούς λόγους. Πρώτον, γιατί ήταν άρρωστη η αδελφή μου και έπρεπε να την πάω σε γιατρούς ειδικούς. Δεύτερον, γιατί βρήκα ανώμαλη την κατάσταση της δικτατορίας στην Ελλάδα και νόμισα ότι πρέπει ­ όπως πηγαίνει κανείς σε ένα υπόστεγο όταν βρέχει ­ νόμισα ότι καλό είναι να αποσυρθώ για λίγο. Είχα ανάγκη να γνωρίσω την κλασική ζωγραφική της Γαλλίας και της Ιταλίας που υπάρχει στα μουσεία και διάλεξα αυτό το μέρος διότι μιλούσα τη γλώσσα τους. Θα μπορούσα να είχα πάει στην Αμερική ή στην Αγγλία, αλλά εκεί δεν ξέρω καλά τη γλώσσα και θα δυσκολευόμουν».
­ Και τώρα;
«Τώρα, τι τώρα;».
­ Που παραμένετε...
«Δεν παραμένω, πηγαινοέρχομαι. Εχω ένα περιβόλι εκεί και ένα ατελιέ. Ενα περιβόλι συνδέει πολύ τον άνθρωπο με τη γη. Εχω ωραία παραγωγή από πατάτες, ντομάτες, κολοκυθάκια, λάχανα, μαρούλια, φράουλες ωραίες. Η τάση μου είναι να γυρίσω στην Ελλάδα αλλά ομολογώ ότι είναι λίγο δύσκολο να συνηθίσω την επαρχιακή αντίληψη της Ελλάδας η οποία είναι ψευτοκοσμοπολίτικη. Στη Γαλλία πάλι είναι φοβερή η ερημιά που νιώθω, γιατί από την αρχή που πήγα εκεί ως τώρα αισθάνομαι τον εαυτό μου ξένο».
­ Ποιοι άνθρωποι ή καλλιτεχνικά κύματα έχουν επηρεάσει τη δουλειά σας περισσότερο;
«Εκτός από τα επίσημα πρόσωπα, όπως είναι οι μεγάλοι ζωγράφοι, πάρα πολλοί άνθρωποι που δεν γνωρίζει κανείς το όνομά τους με έχουν επηρεάσει πάρα πολύ με αυτά που λένε, με αυτά που κάνουν, με αυτό που είναι».
­ Μπορείτε να μας αναφέρετε μερικούς από αυτούς;
«Οι σημαντικότεροι είναι οι μεγάλοι ζωγράφοι οι οποίοι έχουν επηρεάσει τους άλλους ζωγράφους».

­

Εκτός αυτών;

«Αλλά τι να πω για έναν μαραγκό του οποίου η σεμνότης με έκανε να καταλάβω πολλά πράγματα για τη δουλειά. Τι να πω για μια ασήμαντη γυναίκα που πλένει τα πιάτα της και συγυρίζει την κουζίνα της που μου έμαθε, μου έδωσε φιλοσοφικά διδάγματα ­ ποιες είναι οι συνθήκες της ζωής. Μαθαίνω κάθε ημέρα από οποιονδήποτε άνθρωπο και οι μεγάλοι άνθρωποι είναι επίσης μεγάλοι γιατί με πολλή απλότητα σαν τους απλούς ανθρώπους εξετέλεσαν τον προορισμό τους. Οι μεγάλες βεντέτες ­ οι μεγάλες φίρμες ­ με απωθούν, γιατί νομίζουν ότι η τέχνη είναι μια παράσταση θεατρική και όσο φασαρία κάνεις τόσο πιο επιτυχία θα έχεις. Επηρεάζομαι πάντα από τους ανθρώπους που κάνουν κάτι ουσιαστικό ­ μικρό ή μεγάλο ­ γιατί πρέπει τη ζωή να τη ζει κανείς ουσιαστικά και όχι με επίδειξη μόνο. Νομίζω ότι απάντησα στην ερώτησή σας».
­ Ποια είναι η επιρροή της ελληνικής και ορθόδοξης παράδοσής μας στη δουλειά σας;
«Εξωτερικά δεν είναι πάντοτε μεγάλη ­ καμιά φορά είναι ­ άλλα είμαι βαθύτατα επηρεασμένος από την Ορθόδοξη Εκκλησία, τη μουσική της, τη θεολογία της, αλλά αυτό δεν το δείχνω κάνοντας πράγματα βυζαντινίζοντα, τα οποία άλλωστε έμαθα από τον Κόντογλου που ήταν μαθητής μου και ήμουν βοηθός του. Είναι μια ζωντανή θρησκεία και μια ζωντανή φιλοσοφία που συνεχίζονται ακόμη και σε αυτούς που λένε ότι δεν πιστεύουν. Είναι σπουδαίος ο πολιτισμός ο βυζαντινός που ζει ζωντανά σήμερα και εξελίσσεται μαζί με τη ζωή. Η μουσική ιδίως με γοητεύει πάρα πολύ και προσπάθησα στην αρχή να μάθω, είδα όμως ότι ήταν πολύ δύσκολο να αφοσιωθώ στη μουσική και να μάθω και ζωγραφική μαζί».
­ Ποιοι άνθρωποι έχουν επηρεάσει τον Γιάννη Τσαρούχη ως άνθρωπο ­εν αντιθέσει με τον ζωγράφο ­ περισσότερο;
«Οπως είπα και πριν είναι πολλοί αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι είναι πολύ διάσημοι και μεγάλοι. Οι μεγάλοι τραγικοί με έχουν επηρεάσει πολύ ­ μου έδειξαν τη ζωή όπως είναι. Ο φιλόσοφος Νίτσε με επηρέασε πολύ και μου έδωσε ωραίες συμβουλές και ωραίες διαφωνίες μαζί του».
­ Πώς μπορούμε να κάνουμε τη νεολαία να είναι πιο ενημερωμένη και να εκτιμά περισσότερο την τέχνη;
«Δεν ξέρω αν πρέπει να το κάνουμε αυτό. Πρέπει να βοηθήσουμε τη νεολαία που ενδιαφέρεται για την τέχνη να έχει μια πλήρη γνώση της τέχνης. Αλλά νομίζω ότι είναι αδικία να προσπαθούμε να μάθουμε αυτούς που δεν ενδιαφέρονται για τέχνη τι είναι τέχνη. Θέλω οι οπαδοί της τέχνης να είναι αυθόρμητοι και να έχουν αληθινή κλήση προς την τέχνη. Δεν νομίζω ότι πρέπει να υποχρεώσουμε τους ανθρώπους να εκτιμούν την τέχνη αν δεν το 'χουν φυσικό τους ­ αλλά μόλις δούμε ότι ενδιαφέρονται θα πρέπει να τους δίνουμε όλα τα μέσα ­ γιατί αυτό θα δημιουργήσει υποκριτές και σνομπ ανθρώπους οι οποίοι θα γεμίζουν τα κενά της ζωής τους με υποκρισία περί τέχνης».

­ Υπάρχει κανένα γενικό μήνυμα το οποίο προσπαθείτε να μεταδώσετε με την εργασία σας πάντοτε;
«Δεν τολμώ να το πω μήπως φανώ ότι κάνω τον μεγάλο καλλιτέχνη. Το μήνυμα αυτό είναι ο σεβασμός της ζωής, η ευλάβεια απέναντι στη ζωή, η αγάπη για τον Θεό. Αλλά όλα αυτά εκφρασμένα μέσω της ζωγραφικής και των χρωμάτων μου. Θέλω να βρω την ηρεμία και την τάξη στη ζωή μου και να τη μεταδώσω στους άλλους ανθρώπους. Τα άλλα είναι φυσικό να υπάρχουν ­ η ακαταστασία και η απόγνωση και η απελπισία. Οταν δυναμώνει μέσα μου η ελπίδα, δεν ξέρω προς τι, είναι ένα αίσθημα ελπίδας, η πίστη, δεν ξέρω προς τι είναι μια πίστη δυνατή. Θέλω αυτό το πράγμα να το συγκρατήσω και να το μεταδώσω, διότι το συλλέγω σαν ένα ωραίο αντίδοτο που μας δίνει η ίδια η φύση για να ζήσουμε».
­ Αν ήταν δυνατόν να ξαναζήσετε την καλλιτεχνική καριέρα σας τι διαφορετικό θα κάνατε;
«Πολλά πράγματα θα έκανα που δεν τα ήξερα όταν... Θα έψαχνα να βρω έναν καλό τεχνίτη να μου μάθει καλά την τεχνική της ζωγραφικής και να μην πάω στη σχολή όπου οι καθηγητές προσπαθούν να γεμίσουν τον διορισμό τους με άχυρα. Και βέβαια θα πήγαινα σε ένα χωράφι να μάθω πιο σοβαρά την καλλιέργεια της γης για να έχω ένα δεύτερο επάγγελμα να μου δίνει ανεξαρτησία. Αυτό που έκανα ως τα 60 μου χρόνια θα το έκανα στα έξι χρόνια μου, διότι πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να μάθουν να παρασκευάζουν την τροφή τους, όχι μόνο ως μάγειροι αλλά ως γεωργοί. Είναι φοβερό να κάνεις δύο επαγγέλματα το ένα πιο σκληρό από το άλλο για να ζήσεις. Εγώ για να μπορέσω να ζήσω δούλευα στο θέατρο. Περιττό να πω ότι αυτό που έκανα στο θέατρο δεν ήταν αυτό που πίστευα ότι είναι θέατρο και που με ενθουσίαζε, αλλά ήταν μια ρουτίνα σαν να δούλευα στο εργοστάσιο. Σήμερα που είμαι σχετικά ελεύθερος προσπαθώ να κάνω παραστάσεις όπως τις ονειρεύτηκα».
­ Είστε ευχαριστημένος με τη δουλειά που έχετε προσφέρει ως τώρα και ποια είναι τα αδύνατα σημεία σας όπως τα βλέπετε εσείς;
«Δεν είμαι ποτέ απολύτως ευχαριστημένος. Βρίσκω ότι οι δυσκολίες της ζωής με αδυνάτισαν και δεν είχα αρκετή δύναμη να αντεπεξέλθω όπως θα ήθελα. Εκανα όμως μια προσπάθεια να μη λυγίσω από τις δυσκολίες. Από το 1940 ως το 1950 η βιοπάλη ήταν μεγάλη, αρκεί να σας πω ότι ένα από τα όνειρά μου ήταν να αποκτήσω μια σκούπα για να σκουπίσω το ατελιέ μου. Το σκούπιζα με χαρτόνια. Βέβαια δεν ήμουν άπορος, αλλά ό,τι κέρδιζα με πολύ κόπο το ξόδευα πάλι για τη ζωγραφική, λιγότερο για τα κομφόρ».
Τι συμβουλή θα δίνατε στους νέους καλλιτέχνες;
«Την ίδια συμβουλή που δίνω στον εαυτό μου: να βρουν ένα κτήμα να καλλιεργούν για να μην κάνουν ουρές να βρουν μια εργασία και μια εργασία που θα τους αφήνει ελεύθερες ώρες. Η γεωργία αφήνει περισσότερες ελεύθερες ώρες από ό,τι άλλες δουλειές σε μια τράπεζα, ένα γραφείο, ένα εργοστάσιο. Και να εξομολογούνται με την τέχνη τους, να μιλούν για τη ζωή τους, γι' αυτό που τους ενδιαφέρει. Οταν κανείς εξομολογείται, εκατομμύρια ανθρώπων βρίσκουν ικανοποίηση και ξαλαφρώνουν».
­ Η δικιά σας εξομολόγηση τι μορφή παίρνει;
«Είναι εξομολόγηση προς την αγάπη, προς τη ζωή την οποία η ζωή η ίδια μας υπαγορεύει. Κάθε συγκίνηση, κάθε μεταφυσική χαρά που ένιωσα από το θαύμα της ζωής και της δημιουργίας προσπαθώ να τις εκφράσω. Αλλά αυτό το πράγμα η κοινωνία ­ για να είναι πιο ήσυχη και κατά τη φαντασία της πιο προστατευμένη ­ το απαγορεύει. Τα πράγματα μας καλούν σε μια μέθη, σε έναν ενθουσιασμό και σε ένα παραλήρημα. Το να ελευθερώνεται κανείς από τους φόβους και να εκφράζει αυτό το παραλήρημα είναι νομίζω αυτό που ονομάζω εξομολόγηση του καλλιτέχνη. Και γενικώς να ενώνω τη ζωή μου με την παιδική μου ζωή, να μη χωρίζεται με ένα παραπέτασμα σιδερένιο η παιδική ζωή με τη ζωή του ενηλίκου».

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Γιάννης Τσαρούχης: Έβλεπα πάντα το επερχόμενο"

Σάββατο, Αυγούστου 26

Ελένη Γ.Σεφέρης

"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες''.

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,

σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους

στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές

αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.


Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη

βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.

και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.


"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".


Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;

Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:

καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων

ή των θεών.

η μοίρα μου που κυματίζει

ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα

και μιαν άλλη Σαλαμίνα

μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.


Το φεγγάρι, βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη.

σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να 'βρει

την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.

Πού είναι η αλήθεια;

Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.

το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,

σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα

σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,

κι ανάμεσό τους-ποιος θα το 'λεγε-η Ελένη!

Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.

Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:

"Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια" φώναζε.

"Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.

Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία".


Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά,

κι αυτό τ' αν'αστημα

ίσκιοι και χαμόγελα παντού

στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.

ζωντανό δέρμα, και τα μάτια

με τα μεγάλα βλέφαρα,

ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.

- Και στην Τροία; Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.

Έτσι το θέλαν οι θεοί.

Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα

ατόφιο.

κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .


Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.

τόσες ψυχές

δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.

Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα

για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη

μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου

για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

Κι ο αδερφός μου; Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,

τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;

"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".

Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν

τον παλιό δόλο των θεών. αν είναι αλήθεια

πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,

ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη

ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο

είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,

δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει

μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε

πως τόσος πόνος τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

buzz it!


Permalink για το "Ελένη Γ.Σεφέρης"

Της γιατρειάς το ρίσκο


Πάλι εδώ εγώ, δε ξεκόβω εγώ
Πάντα εδώ ανήκω άκρη άκρη σχεδόν.
Όλα ίδια κι όμοια, αλλαγή καμιά
Μόνο η άκρη της ποίησης, το παιχνίδι της ίασης


Στις αρχαίες οδούς, στις παλιές ατραπούς
Βιαστικοί κι αδαείς δε προχωράει ουδείς.
Τη γωνιά ξαναβρίσκω, ήμουν πάντα εδώ
Για να αποδεχτώ της γιατρειάς το ρίσκο.

Ψέλνει όλη η τάξη, ήμουν πάντα εντάξει.
Μια κραυγή η φωνή μου να με βλέπεις ψυχή μου.
Γιατί όλο αυτό, μα όλο, θέλει αυτό το σόλο
στου Τζέλλυ Ρολλ το σεργιάνι, να βαδίσει να γιάνει.

Στα χρυσά σταυροδρόμια των παιδιών μου τα εγκώμια
αντηχούν για τον μόνο, τον γιατρεμένο χρόνο.
Ας ανέβουν οι εντάσεις, πρό παντώς μη δειλιάσεις.
Γίνε του άγνωστου ο μίμος, ευθαρσώς κι επωνύμως.

Γιατί όλο αυτό μα όλο, θέλει αυτό το σόλο.
Στα σκαλιά του Τσιτσάνη, να ανεβεί να γιάνει.
Δυνατά να σ' ακούω, τ' όνομά σου ν' ακούω
Τη ψυχή σου να βρίσκω στης γιατρειάς της το ρίσκο..

Ρίσκο η γιατρειά σου
Παίρνει τ' όνομά σου
παίζει την ωδή σου
εν ονόματι σου.

Διονύσης Σαββόπουλος

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Της γιατρειάς το ρίσκο"

Τσάρλυ Τσάπλιν: Ο Μεγάλος Δικτάτωρ

O Σαρλώ! Ο συμπαθητικός αλητάκος που περιέφερε την εύγλωττη βουβαμάρα του στις σκηνές των παιδικών μας αναμνήσεων. Πίσω του ένας χαρισματικός άνθρωπος. Ο Τσάρλυ Τσάπλιν. Αφόρητα σοβαρός και σκεπτόμενος στη ζωή του. Επιπόλαιος, γκαφατζής και απρόβλεπτος στις ταινίες του. Κι όταν έπρεπε τα συνταίριαζε και τα δύο.


"Εργοδότες και σκληροί πελάτες,
νάτη η κοινωνία του Σαρλό,
μια ζωή γεμάτη αυταπάτες,
μια ζωή χαμόγελο ζεστό"
Εύστοχοι οι στίχοι του Γιάννη Ξανθούλ
η
Όμως ο Τσάπλιν δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν η προσωποποίηση της αντίδρασης στα κατεστημένα. Ο αλητάκος που τα 'βαζε με την αστυνομία, τον νόμο, τα αφεντικά, τον δικτάτορα. Η διαρκής αμφισβήτηση των θεσμών σε μία εποχή που οι κοινωνίες διψούσαν να κάνουν το ίδιο.

1940. Η Ευρώπη σε ρυθμό Χίτλερ. Ο Σαρλώ ανεβάζει τον Μεγάλο Δικτάτορα. Την πρώτη ομιλούσα αινία του. Στη σκηνή γελοιοποιεί ασταμάτητα την προσωπικότητα του Αδόλφου. Και λίγο πριν πέσει η αυλαία ο Σαρλώ απευθύνεται στο κοινό του με ένα πύρρειο λόγο:
Λυπάμαι αλλά δεν θέλω να είμαι αυτοκράτορας – αυτή δεν είναι η δουλειά μου - δεν θέλω να κυβερνήσω ή να κατακτήσω κανέναν. Θα επιθυμούσα να βοηθήσω τον καθένα εάν είναι δυνατόν, Εβραίο, μαύρο , λευκό. Όλοι θέλουμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο, έτσι είναι τα ανθρώπινα όντα.
Όλοι θέλουμε να ζήσουμε από την αμοιβαία ευτυχία, όχι από την αμοιβαία δυστυχία. Δεν θέλουμε να μισήσουμε και να περιφρονήσουμε ο ένας τον άλλο. Σε αυτόν τον κόσμο υπάρχει χώρος για τον καθέναν και η γη είναι πλούσια και μπορεί να προσφέρει σε όλους.
Ο τρόπος της ζωής μπορεί να είναι ελεύθερος και όμορφος.
Αλλά έχουμε χάσει τον τρόπο.
Η πλεονεξία έχει δηλητηριάσει τις ψυχές των ανθρώπων - έχει φράξει τον κόσμο με το μίσος -μας έχει οδηγήσει στη δυστυχία και την αιματοχυσία.
Έχουμε αναπτύξει την ταχύτητα αλλά έχουμε κλείσει τον εαυτό μας σε: μηχανήματα που δίνουν την αφθονία και μας έχουν αφήσει στην ανάγκη. Η γνώση μας έχει καταστήσει κυνικούς, την ευφυϊα μας σκληρή και αγενή. Σκεφτόμαστε πάρα πολύ και αισθανόμαστε λίγο: Περισσότερο από τα μηχανήματα χρειαζόμαστε την ανθρωπιά. Περισσότερο από την ευφυΐα χρειαζόμαστε την συμπόνια και την ευγένεια.
Χωρίς αυτές τις ιδιότητες, η ζωή θα είναι βίαια και θα χαθεί.


Το αεροπλάνο και το ραδιόφωνο μας έχουν φέρει πιο κοντά . Η ίδια η φύση αυτών των εφευρέσεων φωνάζει για την καλοσύνη στα άτομα, φωνάζει για την καθολική αδελφοσύνη για την ενότητα όλων μας. Ακόμη και τώρα η φωνή μου φθάνει στα αυτιά εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, εκατομμύρια απελπισμένων ανδρών, γυναικών και μικρών παιδιών, θύματα ενός συστήματος που κάνει τους ανθρώπους να βασανίζουν και να φυλακίζουν αθώους . Σε εκείνους που μπορούν να με ακούσουν λέω "μην απελπιστείτε".
Η δυστυχία που είναι τώρα επάνω σε μας είναι μόνο η διάβαση της πλεονεξίας, η πικρία των ατόμων που φοβούνται τον τρόπο της ανθρώπινης προόδου: το μίσος των ατόμων θα περάσει οι δικτάτορες πεθαίνουν και η δύναμη που πήραν από τους ανθρώπους, θα επιστρέψει στους ανθρώπους και όσο πεθαίνουν οι άνθρωποι η ελευθερία δεν θα χαθεί ποτέ...
Στρατιώτες - μην δώσετε τον εαυτό σας στα θηρία, άτομα που σας περιφρονούν και σας υποδουλώνουν - που οργανώνουν τις ζωές σας, σας λένε τι να κάνετε, τι να σκεφτείτε και τι να αισθανθείτε, που σας τρυπούν με τρυπάνι, σας κάνουν δίαιτα , σας συμπεριφέρονται σαν κοπάδι, σας χρησιμοποιούν σαν χορτονομή πυροβόλων.
Μην δώσετε τον εαυτό σας σε αυτά τα αφύσικα άτομα, άτομα μηχανών, με τα μυαλά μηχανών και τις καρδιές μηχανών. Δεν είστε μηχανές. Δεν είστε βοοειδή. Είστε άνθρωποι. Έχετε την αγάπη της ανθρωπότητας στις καρδιές σας. Δεν μισείτε – μόνο οι ανέραστοι μισούν. Μόνο οι ανέραστοι και οι αφύσικοι στρατιώτες - μην πολεμάτε για τη σκλαβιά, να πολεμάτε για την ελευθερία.


Στο δέκατο έβδομο κεφάλαιο του Αγίου Λουκά γράφει ότι "το βασίλειο του Θεού είναι μέσα στο άτομο" - όχι ένα άτομο, ούτε μια ομάδα ατόμων - αλλά σε όλα τα άτομα - σε σας, τους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι έχετε τη δύναμη, τη δύναμη να κατασκευάζετε τις μηχανές, τη δύναμη να δημιουργείτε την ευτυχία. Οι άνθρωποι έχετε τη δύναμη να καταστήσετε τη ζωή ελεύθερη και όμορφη, για να κάνετε αυτήν την ζωή μια θαυμάσια περιπέτεια. Τότε στο όνομα της δημοκρατίας ας χρησιμοποιήσουμε αυτή τη δύναμη – ας ενωθούμε όλοι .Ας παλέψουμε για έναν νέο κόσμο, ένα αξιοπρεπή κόσμο που θα δώσει στους ανθρώπους την δυνατότητα να εργαστούν, και θα σας δώσει στο μέλλον και γηρατειά και ασφάλεια. Από την υπόσχεση αυτών των πραγμάτων, τα θηρία έχουν ανέλθει στη δύναμη, αλλά ψεύδονται. Δεν εκπληρώνουν την υπόσχεσή τους, ποτέ. Δικτάτορες ελεύθεροι οι ίδιοι αλλά υποδουλώνουν τους ανθρώπους. Τώρα ας παλέψουμε για να εκπληρώσουμε εκείνη την υπόσχεση. Ας παλέψουμε να ελευθερώσουμε τον κόσμο, να απομακρύνουμε τα εθνικά εμπόδια, να απομακρύνουμε την πλεονεξία, το μίσος και την αδιαλλαξία. Ας παλέψουμε για έναν κόσμο του λόγου, ένα κόσμο όπου η επιστήμη και η πρόοδος θα οδηγήσουν στην ευτυχία όλων των ανθρώπων.
Στρατιώτες - στο όνομα της δημοκρατίας, ας ενωθούμε όλοι !
Κοιτάξτε ψηλά τα σύννεφα διαλύονται! - ο ήλιος βγαίνει. Βγαίνουμε από το σκοτάδι στο φως. Μπαίνουμε σε έναν νέο κόσμο. Ένας καλός νέος κόσμος όπου οι άνθρωποι θα σταθούν επάνω από το μίσος και την πλεονεξία τους και τη βιαιότητα".

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Τσάρλυ Τσάπλιν: Ο Μεγάλος Δικτάτωρ"