Tabs: Blog | About Me |

Σάββατο, Φεβρουαρίου 18

"Σ' όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου"

Θυμώνω σπάνια πια. Ή τουλάχιστον προσπαθώ φιλότιμα να το μετριάσω. Ίσως γιατί ανακαλώ νοερά τις ολέθριες συνέπειες του τελευταίου μου μεγάλου θυμού.

----------------------------------------------------------------

Ήταν μία από κείνες τις βρεγμένες χειμωνιάτικες μέρες. Το νερό είχε περάσει πάνω μου και μέσα μου. Ένοιωθα την υγρασία στις γόβες μου, που πλατσούρισαν στις μισές λακούβες της πόλης. Στα μαλλιά μου, που φλέρταραν με το "λουζεται η αγάπη μου στον Γουαδαλκιβίρ". Στα ρούχα μου, που δεν πρόλαβαν να κρυφτούν στην κιβωτό του Νώε. Ακόμη και στο μυαλό μου, που μύριζε μούχλα και εκνευρισμό. Έτρεχα πανικόβλητη να χωθώ στο σταθμό του τρένου.
Παρασκευή μεσημέρι. "Σκέψου, έλεγα μέσα μου. Θα πάρεις το τρένο. Λίγη ταλαιπωρία ακόμη και σε λίγο θα είσαι σπίτι. Στα ζεστά σου. Άσε τον χειμώνα να λυσσάει. Έχεις ένα Σαββατοκύριακο μπροστά σου να καλοπιάσεις τον εαυτό σου. Βάλτου μουσικές, βιβλία, καλοριφέρ στο φουλ, κοίμησέ τον, άστον να τεμπελιάσει, φτιάχτου κι εκείνο το έρμο το παστίτσιο που τόσο πεθύμησες. Ωπ .. κιμά έχουμε;".
Κι εκεί ακριβώς .. ενώ αυτός ο εσωτερικός μονόλογος είχε κάνει στάση στην νοερή αναζήτηση του κιμά, ένιωσα ένα δυνατό σκούντημα. Τρέκλισα για λίγο και κόντεψα να χάσω την ισορροπία μου, ώσπου βρήκα ένα μπράτσο να κρατηθώ. Κοίταξα τον κάτοχό του και μου φάνηκε ... χαμένος εντελώς. Πλάι του δύο πιτσιρίκια σε κατάσταση παροξυσμού. Έτρεχαν, φώναζαν και πείραζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Εξ' ου και το δικό μου σκούντημα. Του μουρμούρισα ένα "ευχαριστώ", με ξανακοίταξε σαν να ταξίδευε μίλια μακριά και του άφησα αμέσως το μπράτσο, μ' εκείνη την αδιόρατη ενοχή που έχουμε όταν στηριχτούμε τυχαία σ' έναν άγνωστο.

Δρασκέλιζα λίγα λεπτά αργότερα το κατώφλι του βαγονιού κι άκουγα τους αλαλαγμούς των μικρών "δαιμόνων" πίσω μου ακριβώς. Μπήκαμε σαρδελιαστά όλοι στον συρμό: ο μυστήριος με το "σωτήριο" μπράτσο του, εγώ που είχα σκαλώσει στον κιμά για το παστίτσιο και τα δύο φρενιασμένα πιτσιρίκια. Το ένα μάλιστα επίλεξε για σημείο στήριξης την άκρη από το μπουφάν μου. Το τρένο άρχισε να κινείται και ο μικρός κρεμούσε όλο του το βάρος πάνω μου. Ένοιωθα το μπουφάν να υποχωρεί λοξά σαν να διαμαρτύρεται για την ταλαιπωρία του. Οι βρεμένες γόβες μου με εμπόδιζαν ήδη να ισορροπήσω το δικό μου βάρος. Γύρισα και κοίταξα τον ακάθεκτο πιτσιρίκο έντονα. Κι εκείνος .. σε μία στιγμή απροσδόκητη μου 'βγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά κι έβαλε τα γέλια. Ε αυτό ήταν. Ο θυμός μου είχε αρχίσει να κοχλάζει. Του τράβηξα απότομα το χέρι και το απίθωσα στο πλαϊνό χερούλι. Και πάνω που σκεφτόμουν "ουφ ξεμπέρδεψα" τον είδα να μαγκώνει ξανά ... αργά και τελετουργικά την άκρη του μπουφάν μου. Έτσι όπως μόνο ένα παιδί μπορεί να το κάνει.
Φούντωσα. Πάσχιζα σιωπηλά να συγκρατήσω την οργή μου. "Έλα, παιδί είναι και παίζει, έλεγα στον εαυτό μου. Πως κάνεις έτσι; Μίλα του όμορφα και θα καταλάβει". Η σκέψη έκανε την καλοσυνάτη μου πλευρά να αναθαρρήσει. Δοκίμασα. Χαμογέλασα βεβιασμένα και ετοιμάστηκα να του ζητήσω ευγενικά να αφήσει το μπουφάν μου στην ησυχία του. Αλλά δεν πρόλαβα. Κάτι με τρύπησε απότομα στην πλάτη. Γύρισα ξαφνιασμένη αφήνοντας μία κραυγή και αντίκρυσα τον .. έτερο Καππαδόκη με ένα ξίφος στο χέρι, που η λόγχη του κάρφωνε την βρεγμένη μου πλάτη.
Πριν "σαλτάρω" εντελώς, άνοιξαν οι πόρτες για αποβίβαση στην Ομόνοια. Το τρένο άδειασε και σε κείνη την μία στιγμή, που έχει κάποιος περιθώριο να καθίσει, βρήκα μία θέση κι έκανα τη χάρη στον εαυτό μου να το βουλώσει πάλι. Ο μυστήριος τακτοποιήθηκε όπως παρατήρησα δίπλα μου και ένα δευτερόλεπτο πριν εισβάλει το νέο μπουλούκι από την αντικρινή πλευρά, τα δύο τερατίδια θρονιάστηκαν απέναντί μου. "Μαύρη μου μοίρα", σκέφτηκα ενώ ακουμπούσα το χέρι στο περβάζι και τραβιόμουν ενστικτωδώς όσο μπορούσα μακρυά τους.

Φτάσαμε σιωπηλά και ήρεμα στη Βικτώρια. Παρέμενα ωστόσο, με νεύρα τεντωμένα λες και ψυχανεμιζόμουν νέα επίθεση του .. εχθρού. Και πράγματι. Μπαίναμε στον σταθμό της  Αττικής όταν το ξίφος άρχισε να στριφογυρίζει πάλι ανήσυχα στον αέρα. Στο ύψος των ματιών μου ακριβώς. Προσπάθησα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο την καταιγίδα και να αγνοήσω όσο μπορούσα τον μικρό Ζορρό. Το νευροφυτικό μου σύστημα όμως, έπαιζε ...ταμπούρλο.
Σκεφτόμουν αυτόματα όλες τις υστερικές μητέρες που κορόιδεψα στη ζωή μου και φαντασιωνόμουν ότι τα επόμενα λεπτά σηκωνόμουν αγέρωχη και προσγείωνα στα ήδη ξαναμμένα μάγουλά του δύο δυνατά χαστούκια. Ώσπου, μία αστραπή έσκισε το τοπίο μου έξω από το παράθυρο και η φωνή του ενός "τυράννου" ακούστηκε να λέει κάτι ...ασύλληπτο: ένα "μπαμπά, πότε φτάνουμε;" το οποίο απευθυνόταν στον τύπο που καθόταν πλάι μου ακριβώς. Στον μυστήριο με το μπράτσο που γράπωσα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καν συνδυάσει την παρουσία του με τα παιδιά. Αλλά η "αποκάλυψη" ήταν καταλύτης για όλη την σωρευμένη οργή, που πάλευα να μαντρώσω τόση ώρα. Γύρισα αίφνης και χωρίς δεύτερη σκέψη, θολωμένη εντελώς, του είπα κατάμουτρα τη γνώμη μου για την αγωγή που έδωσε στα βλαστάρια του. Και σύντομα βρέθηκε να σιγοντάρει στον εξάψαλμο το μισό βαγόνι.
Τα παιδιά -λες κι ένιωσαν το κρεσέντο- σηκώθηκαν αλαφιασμένα κι άρχισαν να κάνουν περισσότερη φασαρία. Η φωνή μου ανέβαζε ντεσιμπέλ και επέστρεφε σπασμένη στ' αυτιά μου. Σαν να μη χόρταινα να του φωνάζω. Σαν να με εξαγρίωνε περισσότερο η σιωπή του. Κοίταζε επίμονα το πάτωμα μπροστά μας, λες και κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον συντελούνταν εκεί. Με διέκοψε η φωνή μίας ηλικιωμένης που καθόταν απέναντι:
- Τι φταίει κι αυτός; Ας όψεται η μάνα τους.
Έπιασα τον συλλογισμό αλλά δεν πρόλαβα να συνεχίσω, καθώς για πρώτη φορά τον άκουσα να ψελλίζει κάτι. Και τον άκουσα ακριβώς επειδή καθόταν δίπλα μου. Γύρισε .. με κοίταξε και μου είπε σιγανά: "Τα πήγαινα στο νοσοκομείο να τη δουν. Αλλά σήμερα δεν την πρόλαβα. Δεν τους το πα ακόμη. Δεν ξέρω καν πως να τους το πω".
Τον κοίταξα σαστισμένη. Λες και οι λέξεις του αδυνατούσαν να φτάσουν στο δικό μου κέντρο αντίληψης. Εμβρόντητη και με το ύφος του ανθρώπου, που κάποιος του τραβάει απότομα την κουρτίνα και δυσκολεύεται να καταλάβει το νόημα όσων κρύβονταν πίσω της. Και ξαφνικά έγειρε πάνω μου και άρχισε να κλαίει. 
Έμεινα καρφωμένη στη θέση μου, προσπαθώντας να συλλάβω τα λεχθέντα. Τα παιδιά συνέχιζαν να σκούζουν και να αναστατώνουν τον κόσμο. Εκείνος έκλαψε για λίγο και μετά μουρμούρισε μία συγνώμη και εγκατέλειψε τον ώμο μου, μ' εκείνη την αδιόρατη ενοχή που έχουμε όταν στηριχτούμε τυχαία σ' έναν άγνωστο. Έψαχνα κάτι να του πω .. αλλά δεν ήξερα τι. Μία ντροπή ήμουν ολόκληρη.
Βαθιά χωμένη στο .. κατ' επίφαση.
Αιώνια γελασμένη στο ... φαίνεστε.
Νυν και αεί προδομένη από το ... είστε
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το κείμενο είναι κερασμένο στο παιχνίδι των 5 τυχαίων λέξεων που με μπλέξατε.
Είναι επίσης αφιερωμένο στην αδιάλειπτη εμμονή μας να αγνοούμε τις συνθήκες στις ζωές των άλλων. Κι ακόμα χειρότερα, στην ανάγκη μας να θεωρούμε με μία φαιδρή ιδιοτέλεια πως το κέντρο του σύμπαντος είναι η ασημαντότητά μας.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Σ' όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου""

Τρίτη, Φεβρουαρίου 7

O Θεός και το καλύτερο "οικόπεδο" της Δημιουργίας

O Νιόνιος χρόνια πριν είχε αφηγηθεί μία όμορφη παραβολή.


Αφορούσε στις μέρες της Δημιουργίας και στη σκέψη του Θεού. Με τον μοναδικό τρόπο –που οι καλοί παραμυθάδες διαθέτουν- σε έπειθε πως ο Πλάστης έφτιαξε σαν καλός μάστορας τη γη και έπειτα μπήκε στον κόπο να μοιράσει τα οικόπεδά της. Στο νου Του όμως είχε ήδη να κρατήσει το καλύτερο κομμάτι της για … τα γεράματά Tου.

Έβαλε λοιπόν, τους λαούς στη σειρά και βάλθηκε να τους μοιράζει χώρες και κομμάτια από τη δημιουργία Του. Στους συνεπείς και πειθαρχημένους, στοιχηματίζω πως ανήκαν οι Γερμανοί, οι Φιλανδοί, οι Άγγλοι ίσως και οι Γάλλοι. Προσήλθαν άμεσα και μπήκαν πειθήνια στη σειρά. Από την άλλη, αυτά τα ιδιάζοντα όντα, οι Έλληνες, με κάτι άσχετο είχαν καταπιαστεί μάλλον και δεν πρόλαβαν να παραλάβουν χώρα εγκαίρως.

Τέλειωσε, κάποτε ο Παντοκράτορας τη μοιρασιά του και πάνω που ικανοποιημένος έτριβε τα χέρια του και ετοιμαζόταν να αποσυρθεί στο οικοπεδάκι του, στην Μεσόγειο, νασου κι εμφανίζονται ασθμαίνοντας οι ... αλλοπαρμένοι Έλληνες.

- Που είσασταν τέκνα μου εσείς; (υποθέτω στο περίπου πως τους είπε ο Μεγαλοδύναμος). Κάτι δικαιολογίες ψέλλισαν εκείνοι αλλά η ουσία ήταν πως οι άνθρωποι είχαν μείνει χωρίς τόπο και δίχως στέγη. Τι να σου κάνει ο Φιλεύσπλαχνος και Ελεήμων που τους συμπάθησε όπως τους είδε (λίγο καταφερτζήδες και λίγο πολυμήχανους) και εν τέλει σκέφτηκε … ας πάει και το παλιάμπελο. Μόνο που αντί για παλιάμπελο του ‘χε απομείνει εκείνο το «φιλετάκι», που λέγαμε πως κρατούσε για τον Εαυτό του. Πήρε, λοιπόν, το ύφος Του το αυστηρό και τους το έδειξε: Άντε, τους είπε (πάλι στο περίπου) σας το χαρίζω αλλά να το προσέχετε γιατί είναι τόπος θεϊκός κι όλοι θα σας ζηλεύουν.

Κι ως Παντογνώστης είχε ασφαλώς δίκιο. Οι Έλληνες ζούσαν ανά τους αιώνες στο θεϊκό Του οικόπεδο αλλά ουδέποτε ησύχασαν από τις επιβουλές των άλλων.

Κάπου εδώ νομίζω η ιστορία του Νιόνιου τελείωνε. Ήταν βέβαια και ήσυχοι καιροί όταν την σκαρφίστηκε. Στις μέρες μας, υποθέτω πως ο Ύψιστος όλο και κάποια φωνή θα ύψωνε (Φωνή Θεού, Οργή λαού). Αλλά μπορεί και να κάνω λάθος. Κάτι παραπάνω γνωρίζει Εκείνος για τα μελλούμενα. Κι άλλωστε το … οικόπεδο γλιτώνει ανά τους αιώνες. Τόσο ανάξιοι απόγονοι φανήκαμε που να χαθεί επί των ημερών μας; 

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "O Θεός και το καλύτερο "οικόπεδο" της Δημιουργίας"