ΤΟ ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΟΥ ΦΕΡΜΑ. Βασίλης Βασιλικός
Η φωνή από το τρανζίστορ της απέναντι οικοδομής έφτανε ξέμακρη στ' αυτιά του: «Αυτός ο άλλος, αυτός ο άλλος / είναι ευεργέτης μου μεγάλος». Ο Γιάννης, υποψήφιος για την εγγραφή του στη Μεγάλη Στοά, ξεφύλλιζε το βιβλίο της Κατερίνας Στενού με την πολύ ωραία εικονογράφηση «Η εικόνα του Άλλου: οι μυθολογίες του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας».
«Πώς συμβαίνει να 'ναι ευεργέτης ένας άλλος;», σκέφτηκε βρίσκοντας ταυτόχρονα, ενώ σκεφτόταν, και το θέμα της εισήγησής του στο κονκλάβιο των Μασόνων απ' όπου θα περνούσε, σε λίγες μέρες, τις «εξετάσεις» του. Ήθελε να γίνει δόκιμο μέλος της Ανατολικής Στοάς, Le Grand Orient, γιατί ένας θείος του υπήρξε κάποτε 32ου βαθμού άρχων.
Μετά την ήττα της ιδεολογίας του, από το '92 και μετά, έψαχνε να ενταχθεί σε μια καινούργια ομάδα, καθώς ήταν ο τύπος που μόνο μέσα από μια «ιδεολογική οικογένεια» μπορούσε να νιώθει άνετα, να υπάρχει. Ορφανός πατρώνων, ήθελε, όπως έλεγε, για να μη γίνει θύμα «ηλεκτρονικών τυφώνων», να μπει κάτω από την προστασία των Μασόνων.
***
Η Βορειοηπειρώτισσα καθαρίστρια, στ' αλήθεια Αλβανή, τελείωνε το καθάρισμα του σπιτιού κι ετοιμαζόταν να φύγει. Της παραπονέθηκε πως δεν ξεσκόνιζε αρκετά καλά. «Μα κύριος, του είπε, οι σκόνες από απέναντι δεν σταματάνε. Ό,τι και να ξεσκονίσω, πάλι η σκόνη...».
Ήταν αλήθεια ότι η απέναντι οικοδομή μόνο προβλεπόμενη δεν ήταν. Άρχισε μια μέρα ξαφνικά, καθώς φαίνεται ότι το ακίνητο (μια παλιά μονοκατοικία) που το διεκδικούσαν ένδεκα, συνολικά, κληρονόμοι, τελικά πουλήθηκε κι έτσι δημιουργήθηκε αυτό το ατελείωτο εργοτάξιο που τον ταλαιπωρούσε εδώ κι ένδεκα μήνες. Δεν ήταν μόνο η σκόνη και ο θόρυβος από τα κομπρεσέρ. Ήταν κι αυτές οι μουσικές από τα τρανζίστορ, όπως τώρα...
Πώς ανακάλυψε ότι η καθαρίστρια ήταν καθαρόαιμη Αλβανή; Ενώ την έλεγαν Σοφία (είχε και τη νονά της, έλεγε, μια ηλικιωμένη κυρία που τη βάφτισε αυτήν και τον άντρα της, στο Κουκάκι) μια φορά που έπιασαν τον άντρα της, σε μια «επιχείρηση σκούπα» της Αστυνομίας, ο Γιάννης, που θέλησε να βοηθήσει, για να μην τον ξαποστείλουν πίσω στην Αλβανία, απ' όπου φυσικά θα επέστρεφε σε λίγο, πληροφορήθηκε πως ούτε «Χρήστο» έλεγαν τον άντρα της ούτε την ίδια «Σοφία». Κλαρίσα και Γιουσούφ έγραφαν οι ταυτότητές τους και όσο για το επώνυμο δεν είχε ζητήσει να το μάθει ποτέ...
Ήταν η πέμπτη που άλλαζε μετά τον χωρισμό του και την εργένικη ζωή που υιοθέτησε (κρυφό του όνειρο μετά τον αποτυχημένο του γάμο). Ο πρώτος ήταν άντρας, από τη Σρι Λάνκα, μελαχρινός, κυνηγημένος ως «Τίγρης Ταμίλ» από την πατρίδα του. Οι Ταμίλ, αυτοί ζητούσαν την αυτονομία της Βορειοανατολικής Σρι Λάνκα με αιχμή του δόρατος την οργάνωσή τους LTTE (Liberation Tiger Tamil Elam). Πίστευαν ότι ανήκαν περισσότερο στη Νότια Ινδία παρά στη βορεινή Σρι Λάνκα. (Κάτι σαν το «μακεδονικό» με τους σλαυόφωνους). Αυτός ο «τίγρης» έφυγε αργότερα από την Ελλάδα. Πήγε στο Βέλγιο, όπου οι ομοϊδεάτες του ήταν οργανωμένοι σε κοινότητες. Στην Ελλάδα οι Σριλανκέζοι που υπήρχαν ήταν λίγοι, και δούλευαν ως επί το πλείστον μπάτλερ σε κότερα εφοπλιστών.
Η δεύτερη ήταν μια Πολωνέζα από το χωριό του Σοπέν, χωριάτισσα, αλλά πανέξυπνη και ικανή. Αυτή έμεινε έγκυος με έναν συμπατριώτη της που αγάπησε την Ελλάδα και δεν ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Τους πάντρεψε κιόλας.
Η τρίτη, μια Πολωνέζα πάλι, που του κληροδότησε η δεύτερη, σαν μανιώδης καπνίστρια, κι ο Γιάννης ήταν αλλεργικός στο τσιγάρο με το να μην καπνίζει την ώρα που δούλευε, πάθαινε νευρική κρίση και, χωρίς να το θέλει, έσπαζε γυαλικά. Του είχε αποδεκατίσει τα λιγοστά σερβίτσια του.
Τέλος, μια Γεωργιανή, διπλωματούχος φυσιοθεραπεύτρια, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη χώρα της μετά τον θάνατο των γονιών της.
Και η Σοφία, η συμπαθητική αυτή γυναίκα που τώρα ετοιμαζόταν να φύγει για το σπίτι της, ήταν αυτή που ρίζωσε, που τον εξυπηρετούσε...
Είχατε μασόνους στη χώρα σας; τη ρώτησε καθώς την είδε να βάζει τα ρούχα της δουλειάς μέσα στην πλαστική σακούλα.
Ο Εμβέρ Χότζα ήταν ο αρχηγός τους, του είπε με τα πολύ καλά ελληνικά της. Δεν ήταν τρανζίστορ τελικά. Ήταν κασέτα. Γιατί επανήλθε. «Αυτός ο άλλος, αυτός ο άλλος / είναι ευεργέτης μου μεγάλος».
Το βιβλίο της Κατερίνας Στενού ήταν από ώρα ανοιγμένο στη σελίδα 79. Προσπάθησε να διαβάσει: «Η ιδέα ότι η εβραϊκή "διαφορά" δηλώνεται μέσω μορφολογικών ή βιολογικών χαρακτηριστικών που επηρεάζουν το σύνολο της συγκεκριμένης ανθρώπινης ομάδας απαντάται από πολύ νωρίς: από την Αρχαιότητα Λατίνοι συγγραφείς, όπως ο Μαρτιάλιος ή ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, μιλούν για τη δυσάρεστη οσμή των Εβραίων σαν να πρόκειται για αντικειμενικό δεδομένο [...]. Όχι μόνο ο μύθος της δυσοσμίας παγιώνεται στο συλλογικό φαντασιακό μιλάμε πλέον για foetor judaicus, δηλαδή για εβραϊκή δυσοσμία όχι μόνο καταρτίζεται ένας φανταστικός κατάλογος από ασθένειες που προσβάλλουν αποκλειστικά τους Εβραίους ως τιμωρία για τη συλλογική τους ευθύνη στον θάνατο του Χριστού, αλλά επιπλέον εμφανίζονται και μορφολογικά χαρακτηριστικά που εξομοιώνουν τον Εβραίο με ένα τερατώδες ή, ακόμα χειρότερα, διαβολικό πλάσμα [...]. Πράγματι για πολλούς χριστιανούς του Μεσαίωνα και ο Μεσαίωνας αυτός φαίνεται να έχει μεγάλη διάρκεια αν ο Εβραίος μοιάζει με τον διάβολο, είναι γιατί είναι γιος του [...]. Η φυσιογνωμία και η φορεσιά του Ααρών δηλώνουν σαφώς τη διαφορά του: η γαμψή μύτη, τα σγουρά μαλλιά και το γενάκι συνιστούν τη στερεότυπη απεικόνιση του Εβραίου, η οποία είναι ευρέως διαδεδομένη την ίδια εποχή...».
***
Ήταν η ώρα για τις ειδήσεις κι ο Γιάννης άναβε το κουτί μόνο την ώρα αυτή. Στο μεταξύ η απέναντι μονοκατοικία εδώ και χρόνια είχε γίνει πολυκατοικία, του νέου ρυθμού, με τα μπαλκόνια-βάρκες χωρίς καρίνα. Είχε επιπλωθεί από ανθρώπους και είχε γεμίσει ζωντανά: σκύλους που γάβγιζαν στις βεράντες, πουλιά που κελαηδούσαν, αθέατες γάτες, μικρά λιοντάρια. Η Σοφία-Κλαρίσα τού ήταν πιστή, είχε χτίσει σπίτι κοντά στα Τίρανα και είχε δύο παιδιά, ηλικίας 7 και 5 (κορούλες).
Στις ειδήσεις απόψε, στην ανασκόπηση της εβδομάδας, ήταν πάλι οι φράσεις του Χριστόδουλου που τόσο είχαν ενοχλήσει για τα «απύλωτα στόματα που ξερνούν δηλητήριο εναντίον μας», καθώς και τα «πυρά Πάγκαλου» κατά της Νέας Δημοκρατίας που την κατηγορούσε για ξενοφοβία και ρατσισμό, σε σχέση με το τζαμί της Παιανίας.
Όταν, την ώρα που το σήμα έκλεινε το ειδησεογραφικό δελτίο, ένας λαϊκός τραγουδιστής, σαν σε μουσικό διάλειμμα, πριν από το επόμενο πρόγραμμα του σταθμού, παρουσιάστηκε άδοντας το γνωστό τραγούδι: «Αυτός ο άλλος, αυτός ο άλλος / είναι ευεργέτης μου μεγάλος».
Οκτώ χρόνια είχαν περάσει από τότε που ο Γιάννης το είχε ακούσει για τελευταία φορά. Μασόνος στο μεταξύ δεν είχε γίνει, γιατί δεν απάντησε σωστά στις ερωτήσεις σχετικά με τις Άγιες Γραφές. Στη «συνέντευξη», που ήταν καθοριστική για την αποδοχή του, απάντησε πως ήταν άθεος πιστεύοντας πως ήταν άθεη και η συγκεκριμένη Στοά. Πλην όμως λάθεψε, γιατί ο «Μέγας Ανατολικός», πίστευε στο Θείον, ενώ μια «άλλη» στοά (ιρλανδέζικης καταγωγής και προέλευσης) ήταν οι άθεοι που σκόπευε να δελεάσει...
«Για δες, είπε μέσα του κι αντί να πατήσει το off αφέθηκε στο άκουσμα του τραγουδιού για δες σύμπτωση. Τόσα χρόνια κι ακόμα δεν βρήκα την απάντηση».
Φυσικά, το συγκεκριμένο τραγούδι για τον «ευεργέτη τον μεγάλο» αφορούσε τον έρωτα. Ο τύπος βαρέθηκε την τύπα, η τύπα βρήκε κάποιον άλλο, κι έτσι τον απάλλαξε από το βάρος τού να διαλύσει αυτός πρώτος τη σχέση τους. Οπότε ο «άλλος», έγινε, έστω κι αθέλητα, «ευεργέτης».
Μα το «άλλος-η-ο» ήταν διαφορετικό. Στον χώρο που κινιόταν ο Γιάννης είχε υποφέρει από μικρός με τα σύνθετά του: αλλόφρων, αλλοπρόσαλλος, αλλότριος, αλλόφυλος, αλλογενής, όπως έλεγαν τις λάμπες φθορίου: «allogenes». Είχε υποφέρει από νεαρός με το «άλλο παράθυρο», την «άλλη πόρτα», τον «άλλο ουρανό». Το «άλλος» σήμαινε το διαφορετικό από το υπάρχον. Ποιο ήταν όμως το συγκεκριμένο παράθυρο, η συγκεκριμένη πόρτα, ο υπάρχων ουρανός; Αυτό ποτέ δεν το έμαθε.
Την απάντηση στο εφηβικό του ερώτημα τη βρήκε αργότερα στο θεατρικό τού Ιονέσκο «Η φαλακρή τραγουδίστρια». Εκεί υπάρχει μια σουρεαλιστική ατάκα όπου κάποιος αρχίζει να διηγείται μια ιστορία ως εξής. Αντί «μια φορά κι ένα καιρό», λέει: «Ένα άλλο βόδι έλεγε σε έναν άλλο σκύλο...». Μη έχοντας ονοματίσει συγκεκριμένο βόδι και επώνυμο σκύλο πριν, ο Ιονέσκο πρωτοτυπεί και αναδεικνύει έτσι το παράλογο της χρήσης του «άλλου».
«Μισούμε ότι μας είναι διαφορετικό, κατέληξε, μόνο για τον λόγο ότι δεν μας μοιάζει. Παράδειγμα τα παιδιά: σε ποιον από τους δύο γονείς μοιάζουν περισσότερο. Το γεγονός ότι το παιδί μπορεί να είναι άλλο, να έχει κληρονομήσει χρωμοσώματα των προπαππούδων και των προγιαγιάδων του δεν μετρά. Μετρά η ομοιότητα. Και η ομοιότητα είναι ο θάνατος του είδους. Η ενδογένεια σκοτώνει, όπως η αιμομιξία».
***
Η Σοφία-Κλαρίσα είχε τελειώσει το ξεσκόνισμα. «Τι παλεύετε τόσο καιρό κυρ-Γιάννη;» τον ρώτησε πριν φύγει εκείνο το απόγευμα του καυτού Ιούλη. Ήταν η τελευταία της εργάσιμη πριν από τις διακοπές όπου θα πήγαινε στα πεθερικά της που είχαν κάνει κατάληψη του σπιτιού που αυτή κι ο άντρας της, ο Γιουσούφ, είχαν χτίσει, με τον ιδρώτα τους, λίγο έξω από τα Τίρανα. «Τόσα χρόνια σας βλέπω σκυμμένο σ' ένα κομμάτι χαρτί σαν να θέλατε να βρείτε τη λύση στο θεώρημα του Φερμά».
Ο Γιάννης ήξερε ότι ο πατέρας της ήταν μαθηματικός στο Πανεπιστήμιο επί Χότζα, άνεργος από τότε, χωρίς να προτιμήσει τη μετανάστευση όπως η κόρη του. Γι' αυτό και δεν απόρησε.
Έχεις δίκιο, της είπε. Παλεύω να βρω την εξίσωση χωρίς τα δεδομένα του προβλήματος...
Το κουδούνι χτύπησε. Η Σοφία-Κλαρίσα κοίταξε από τη θυροτηλεόραση.
Η εγγονή σας, του είπε, με τη γιαγιά της.
Άνοιξέ τους.
Κι ήρθε η μικρή και με τα «παππού, παππούλη», τον έβγαλε από το έρεβος.
Η γυναίκα του, στα χρόνια που πέρασαν μετά τον χωρισμό τους, είχε γίνει διαφορετική. Σε τίποτα δεν θύμιζε εκείνη τη χίπισσα που είχε παντρευτεί στη δεκαετία του '60. Σαν να είχε γίνει «εσωτερική μετανάστις του χρόνου».
Μια μεταμόρφωση, σκέφτηκε ο Γιάννης για πρώτη φορά, που μπορεί να συμβεί στον καθένα μας. «Πού 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλη».
Η Σοφία-Κλαρίσα πρόφτασε ν' ακούσει καθώς δεν είχε κλείσει ακόμα την εξώπορτα, ενώ είχε καλέσει το ασανσέρ, την πρώην σύζυγο να ρωτά με την ένρινη σπαστική φωνή της τον κυρ-Γιάννη:
Και πού θα πας φέτος για διακοπές; Τ' αποφάσισες;
Όχι ακόμα, άκουσε τ' αφεντικό της να της απαντά. Είδα μια διαφήμιση στο «Status» για μια παραλία, ψυχή δεν φαινόταν, κάπου σ' ένα ερημονήσι. Η λεζάντα από κάτω έγραφε: «Η κόλαση είναι οι άλλοι».
Και η Σοφία-Κλαρίσα νόμισε πως αυτή πρέπει να 'ταν η λύση που έψαχνε το αφεντικό της τόσα χρόνια για το «θεώρημα του Φερμά».
Permalink για το "ΤΟ ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΟΥ ΦΕΡΜΑ. Βασίλης Βασιλικός"
«Πώς συμβαίνει να 'ναι ευεργέτης ένας άλλος;», σκέφτηκε βρίσκοντας ταυτόχρονα, ενώ σκεφτόταν, και το θέμα της εισήγησής του στο κονκλάβιο των Μασόνων απ' όπου θα περνούσε, σε λίγες μέρες, τις «εξετάσεις» του. Ήθελε να γίνει δόκιμο μέλος της Ανατολικής Στοάς, Le Grand Orient, γιατί ένας θείος του υπήρξε κάποτε 32ου βαθμού άρχων.
Μετά την ήττα της ιδεολογίας του, από το '92 και μετά, έψαχνε να ενταχθεί σε μια καινούργια ομάδα, καθώς ήταν ο τύπος που μόνο μέσα από μια «ιδεολογική οικογένεια» μπορούσε να νιώθει άνετα, να υπάρχει. Ορφανός πατρώνων, ήθελε, όπως έλεγε, για να μη γίνει θύμα «ηλεκτρονικών τυφώνων», να μπει κάτω από την προστασία των Μασόνων.
***
Η Βορειοηπειρώτισσα καθαρίστρια, στ' αλήθεια Αλβανή, τελείωνε το καθάρισμα του σπιτιού κι ετοιμαζόταν να φύγει. Της παραπονέθηκε πως δεν ξεσκόνιζε αρκετά καλά. «Μα κύριος, του είπε, οι σκόνες από απέναντι δεν σταματάνε. Ό,τι και να ξεσκονίσω, πάλι η σκόνη...».
Ήταν αλήθεια ότι η απέναντι οικοδομή μόνο προβλεπόμενη δεν ήταν. Άρχισε μια μέρα ξαφνικά, καθώς φαίνεται ότι το ακίνητο (μια παλιά μονοκατοικία) που το διεκδικούσαν ένδεκα, συνολικά, κληρονόμοι, τελικά πουλήθηκε κι έτσι δημιουργήθηκε αυτό το ατελείωτο εργοτάξιο που τον ταλαιπωρούσε εδώ κι ένδεκα μήνες. Δεν ήταν μόνο η σκόνη και ο θόρυβος από τα κομπρεσέρ. Ήταν κι αυτές οι μουσικές από τα τρανζίστορ, όπως τώρα...
Πώς ανακάλυψε ότι η καθαρίστρια ήταν καθαρόαιμη Αλβανή; Ενώ την έλεγαν Σοφία (είχε και τη νονά της, έλεγε, μια ηλικιωμένη κυρία που τη βάφτισε αυτήν και τον άντρα της, στο Κουκάκι) μια φορά που έπιασαν τον άντρα της, σε μια «επιχείρηση σκούπα» της Αστυνομίας, ο Γιάννης, που θέλησε να βοηθήσει, για να μην τον ξαποστείλουν πίσω στην Αλβανία, απ' όπου φυσικά θα επέστρεφε σε λίγο, πληροφορήθηκε πως ούτε «Χρήστο» έλεγαν τον άντρα της ούτε την ίδια «Σοφία». Κλαρίσα και Γιουσούφ έγραφαν οι ταυτότητές τους και όσο για το επώνυμο δεν είχε ζητήσει να το μάθει ποτέ...
Ήταν η πέμπτη που άλλαζε μετά τον χωρισμό του και την εργένικη ζωή που υιοθέτησε (κρυφό του όνειρο μετά τον αποτυχημένο του γάμο). Ο πρώτος ήταν άντρας, από τη Σρι Λάνκα, μελαχρινός, κυνηγημένος ως «Τίγρης Ταμίλ» από την πατρίδα του. Οι Ταμίλ, αυτοί ζητούσαν την αυτονομία της Βορειοανατολικής Σρι Λάνκα με αιχμή του δόρατος την οργάνωσή τους LTTE (Liberation Tiger Tamil Elam). Πίστευαν ότι ανήκαν περισσότερο στη Νότια Ινδία παρά στη βορεινή Σρι Λάνκα. (Κάτι σαν το «μακεδονικό» με τους σλαυόφωνους). Αυτός ο «τίγρης» έφυγε αργότερα από την Ελλάδα. Πήγε στο Βέλγιο, όπου οι ομοϊδεάτες του ήταν οργανωμένοι σε κοινότητες. Στην Ελλάδα οι Σριλανκέζοι που υπήρχαν ήταν λίγοι, και δούλευαν ως επί το πλείστον μπάτλερ σε κότερα εφοπλιστών.
Η δεύτερη ήταν μια Πολωνέζα από το χωριό του Σοπέν, χωριάτισσα, αλλά πανέξυπνη και ικανή. Αυτή έμεινε έγκυος με έναν συμπατριώτη της που αγάπησε την Ελλάδα και δεν ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Τους πάντρεψε κιόλας.
Η τρίτη, μια Πολωνέζα πάλι, που του κληροδότησε η δεύτερη, σαν μανιώδης καπνίστρια, κι ο Γιάννης ήταν αλλεργικός στο τσιγάρο με το να μην καπνίζει την ώρα που δούλευε, πάθαινε νευρική κρίση και, χωρίς να το θέλει, έσπαζε γυαλικά. Του είχε αποδεκατίσει τα λιγοστά σερβίτσια του.
Τέλος, μια Γεωργιανή, διπλωματούχος φυσιοθεραπεύτρια, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη χώρα της μετά τον θάνατο των γονιών της.
Και η Σοφία, η συμπαθητική αυτή γυναίκα που τώρα ετοιμαζόταν να φύγει για το σπίτι της, ήταν αυτή που ρίζωσε, που τον εξυπηρετούσε...
Είχατε μασόνους στη χώρα σας; τη ρώτησε καθώς την είδε να βάζει τα ρούχα της δουλειάς μέσα στην πλαστική σακούλα.
Ο Εμβέρ Χότζα ήταν ο αρχηγός τους, του είπε με τα πολύ καλά ελληνικά της. Δεν ήταν τρανζίστορ τελικά. Ήταν κασέτα. Γιατί επανήλθε. «Αυτός ο άλλος, αυτός ο άλλος / είναι ευεργέτης μου μεγάλος».
Το βιβλίο της Κατερίνας Στενού ήταν από ώρα ανοιγμένο στη σελίδα 79. Προσπάθησε να διαβάσει: «Η ιδέα ότι η εβραϊκή "διαφορά" δηλώνεται μέσω μορφολογικών ή βιολογικών χαρακτηριστικών που επηρεάζουν το σύνολο της συγκεκριμένης ανθρώπινης ομάδας απαντάται από πολύ νωρίς: από την Αρχαιότητα Λατίνοι συγγραφείς, όπως ο Μαρτιάλιος ή ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, μιλούν για τη δυσάρεστη οσμή των Εβραίων σαν να πρόκειται για αντικειμενικό δεδομένο [...]. Όχι μόνο ο μύθος της δυσοσμίας παγιώνεται στο συλλογικό φαντασιακό μιλάμε πλέον για foetor judaicus, δηλαδή για εβραϊκή δυσοσμία όχι μόνο καταρτίζεται ένας φανταστικός κατάλογος από ασθένειες που προσβάλλουν αποκλειστικά τους Εβραίους ως τιμωρία για τη συλλογική τους ευθύνη στον θάνατο του Χριστού, αλλά επιπλέον εμφανίζονται και μορφολογικά χαρακτηριστικά που εξομοιώνουν τον Εβραίο με ένα τερατώδες ή, ακόμα χειρότερα, διαβολικό πλάσμα [...]. Πράγματι για πολλούς χριστιανούς του Μεσαίωνα και ο Μεσαίωνας αυτός φαίνεται να έχει μεγάλη διάρκεια αν ο Εβραίος μοιάζει με τον διάβολο, είναι γιατί είναι γιος του [...]. Η φυσιογνωμία και η φορεσιά του Ααρών δηλώνουν σαφώς τη διαφορά του: η γαμψή μύτη, τα σγουρά μαλλιά και το γενάκι συνιστούν τη στερεότυπη απεικόνιση του Εβραίου, η οποία είναι ευρέως διαδεδομένη την ίδια εποχή...».
***
Ήταν η ώρα για τις ειδήσεις κι ο Γιάννης άναβε το κουτί μόνο την ώρα αυτή. Στο μεταξύ η απέναντι μονοκατοικία εδώ και χρόνια είχε γίνει πολυκατοικία, του νέου ρυθμού, με τα μπαλκόνια-βάρκες χωρίς καρίνα. Είχε επιπλωθεί από ανθρώπους και είχε γεμίσει ζωντανά: σκύλους που γάβγιζαν στις βεράντες, πουλιά που κελαηδούσαν, αθέατες γάτες, μικρά λιοντάρια. Η Σοφία-Κλαρίσα τού ήταν πιστή, είχε χτίσει σπίτι κοντά στα Τίρανα και είχε δύο παιδιά, ηλικίας 7 και 5 (κορούλες).
Στις ειδήσεις απόψε, στην ανασκόπηση της εβδομάδας, ήταν πάλι οι φράσεις του Χριστόδουλου που τόσο είχαν ενοχλήσει για τα «απύλωτα στόματα που ξερνούν δηλητήριο εναντίον μας», καθώς και τα «πυρά Πάγκαλου» κατά της Νέας Δημοκρατίας που την κατηγορούσε για ξενοφοβία και ρατσισμό, σε σχέση με το τζαμί της Παιανίας.
Όταν, την ώρα που το σήμα έκλεινε το ειδησεογραφικό δελτίο, ένας λαϊκός τραγουδιστής, σαν σε μουσικό διάλειμμα, πριν από το επόμενο πρόγραμμα του σταθμού, παρουσιάστηκε άδοντας το γνωστό τραγούδι: «Αυτός ο άλλος, αυτός ο άλλος / είναι ευεργέτης μου μεγάλος».
Οκτώ χρόνια είχαν περάσει από τότε που ο Γιάννης το είχε ακούσει για τελευταία φορά. Μασόνος στο μεταξύ δεν είχε γίνει, γιατί δεν απάντησε σωστά στις ερωτήσεις σχετικά με τις Άγιες Γραφές. Στη «συνέντευξη», που ήταν καθοριστική για την αποδοχή του, απάντησε πως ήταν άθεος πιστεύοντας πως ήταν άθεη και η συγκεκριμένη Στοά. Πλην όμως λάθεψε, γιατί ο «Μέγας Ανατολικός», πίστευε στο Θείον, ενώ μια «άλλη» στοά (ιρλανδέζικης καταγωγής και προέλευσης) ήταν οι άθεοι που σκόπευε να δελεάσει...
«Για δες, είπε μέσα του κι αντί να πατήσει το off αφέθηκε στο άκουσμα του τραγουδιού για δες σύμπτωση. Τόσα χρόνια κι ακόμα δεν βρήκα την απάντηση».
Φυσικά, το συγκεκριμένο τραγούδι για τον «ευεργέτη τον μεγάλο» αφορούσε τον έρωτα. Ο τύπος βαρέθηκε την τύπα, η τύπα βρήκε κάποιον άλλο, κι έτσι τον απάλλαξε από το βάρος τού να διαλύσει αυτός πρώτος τη σχέση τους. Οπότε ο «άλλος», έγινε, έστω κι αθέλητα, «ευεργέτης».
Μα το «άλλος-η-ο» ήταν διαφορετικό. Στον χώρο που κινιόταν ο Γιάννης είχε υποφέρει από μικρός με τα σύνθετά του: αλλόφρων, αλλοπρόσαλλος, αλλότριος, αλλόφυλος, αλλογενής, όπως έλεγαν τις λάμπες φθορίου: «allogenes». Είχε υποφέρει από νεαρός με το «άλλο παράθυρο», την «άλλη πόρτα», τον «άλλο ουρανό». Το «άλλος» σήμαινε το διαφορετικό από το υπάρχον. Ποιο ήταν όμως το συγκεκριμένο παράθυρο, η συγκεκριμένη πόρτα, ο υπάρχων ουρανός; Αυτό ποτέ δεν το έμαθε.
Την απάντηση στο εφηβικό του ερώτημα τη βρήκε αργότερα στο θεατρικό τού Ιονέσκο «Η φαλακρή τραγουδίστρια». Εκεί υπάρχει μια σουρεαλιστική ατάκα όπου κάποιος αρχίζει να διηγείται μια ιστορία ως εξής. Αντί «μια φορά κι ένα καιρό», λέει: «Ένα άλλο βόδι έλεγε σε έναν άλλο σκύλο...». Μη έχοντας ονοματίσει συγκεκριμένο βόδι και επώνυμο σκύλο πριν, ο Ιονέσκο πρωτοτυπεί και αναδεικνύει έτσι το παράλογο της χρήσης του «άλλου».
«Μισούμε ότι μας είναι διαφορετικό, κατέληξε, μόνο για τον λόγο ότι δεν μας μοιάζει. Παράδειγμα τα παιδιά: σε ποιον από τους δύο γονείς μοιάζουν περισσότερο. Το γεγονός ότι το παιδί μπορεί να είναι άλλο, να έχει κληρονομήσει χρωμοσώματα των προπαππούδων και των προγιαγιάδων του δεν μετρά. Μετρά η ομοιότητα. Και η ομοιότητα είναι ο θάνατος του είδους. Η ενδογένεια σκοτώνει, όπως η αιμομιξία».
***
Η Σοφία-Κλαρίσα είχε τελειώσει το ξεσκόνισμα. «Τι παλεύετε τόσο καιρό κυρ-Γιάννη;» τον ρώτησε πριν φύγει εκείνο το απόγευμα του καυτού Ιούλη. Ήταν η τελευταία της εργάσιμη πριν από τις διακοπές όπου θα πήγαινε στα πεθερικά της που είχαν κάνει κατάληψη του σπιτιού που αυτή κι ο άντρας της, ο Γιουσούφ, είχαν χτίσει, με τον ιδρώτα τους, λίγο έξω από τα Τίρανα. «Τόσα χρόνια σας βλέπω σκυμμένο σ' ένα κομμάτι χαρτί σαν να θέλατε να βρείτε τη λύση στο θεώρημα του Φερμά».
Ο Γιάννης ήξερε ότι ο πατέρας της ήταν μαθηματικός στο Πανεπιστήμιο επί Χότζα, άνεργος από τότε, χωρίς να προτιμήσει τη μετανάστευση όπως η κόρη του. Γι' αυτό και δεν απόρησε.
Έχεις δίκιο, της είπε. Παλεύω να βρω την εξίσωση χωρίς τα δεδομένα του προβλήματος...
Το κουδούνι χτύπησε. Η Σοφία-Κλαρίσα κοίταξε από τη θυροτηλεόραση.
Η εγγονή σας, του είπε, με τη γιαγιά της.
Άνοιξέ τους.
Κι ήρθε η μικρή και με τα «παππού, παππούλη», τον έβγαλε από το έρεβος.
Η γυναίκα του, στα χρόνια που πέρασαν μετά τον χωρισμό τους, είχε γίνει διαφορετική. Σε τίποτα δεν θύμιζε εκείνη τη χίπισσα που είχε παντρευτεί στη δεκαετία του '60. Σαν να είχε γίνει «εσωτερική μετανάστις του χρόνου».
Μια μεταμόρφωση, σκέφτηκε ο Γιάννης για πρώτη φορά, που μπορεί να συμβεί στον καθένα μας. «Πού 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλη».
Η Σοφία-Κλαρίσα πρόφτασε ν' ακούσει καθώς δεν είχε κλείσει ακόμα την εξώπορτα, ενώ είχε καλέσει το ασανσέρ, την πρώην σύζυγο να ρωτά με την ένρινη σπαστική φωνή της τον κυρ-Γιάννη:
Και πού θα πας φέτος για διακοπές; Τ' αποφάσισες;
Όχι ακόμα, άκουσε τ' αφεντικό της να της απαντά. Είδα μια διαφήμιση στο «Status» για μια παραλία, ψυχή δεν φαινόταν, κάπου σ' ένα ερημονήσι. Η λεζάντα από κάτω έγραφε: «Η κόλαση είναι οι άλλοι».
Και η Σοφία-Κλαρίσα νόμισε πως αυτή πρέπει να 'ταν η λύση που έψαχνε το αφεντικό της τόσα χρόνια για το «θεώρημα του Φερμά».
Permalink για το "ΤΟ ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΟΥ ΦΕΡΜΑ. Βασίλης Βασιλικός"
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home