Tabs: Blog | About Me |

Παρασκευή, Αυγούστου 18

Ένα δάκτυλο ήσυχο σαν στυλό. Ν. Παπανδρέου

Λουιζιάνα Τρίμπιουν, Τρίτη, 19 Αυγούστου, 2038
Στις ενδεκάμισι χθες το βράδυ όλα τα ραντάρ και όλα τα φώτα στο λιμάνι της Νέας Ορλεάνης έσβησαν για ακριβώς ένα ολόκληρο δεκάλεπτο. Δύο ρυμουλκά έπεσαν πάνω στην κεντρική αποβάθρα, προκαλώντας ζημιές ύψους 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων. Το πιο σημαντικό, όμως, ένας θάνατος: Η Σίσελα Μπακ, γυναίκα του Άρθουρ Άρτσερ, έπεσε με το ταχύπλοό της πάνω στο παναμέζικο τάνκερ Κονκισταντόρ. Παρασύρθηκε από τα απόνερα και πνίγηκε. Ειδικοί είπαν ότι η αιτία του γενικού «μπλακ άουτ» οφειλόταν σε μια σπάνια ηλεκτρονική θύελλα, που δημιούργησε ένα είδος βραχυκυκλώματος στην περιοχή. Η υπόθεση εξετάζεται από τους επιστήμονες της ΝΑΣΑ στο Κέιπ Κανάβαρελ.
Φιλαδέλφεια Σταρ, Τρίτη 9 Δεκεμβρίου, 2038
Στις 8.33 το πρωί της Τρίτης, στη διασταύρωση της Λίμπερτι Σκουέρ, συγκρούσθηκε Ι.Χ. με φορτηγό και ως εκ θαύματος δεν υπήρξαν θύματα. Η οδηγός Σαμάνθα Άρτσερ, είκοσι επτά ετών, διευθύντρια του Ινστιτούτου «Έλεγχος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα», τελειόφοιτη της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ και μοναχοκόρη του Νομπελίστα καθηγητή της Τεχνητής Νοημοσύνης Άρθουρ Άρτσερ, ισχυρίζεται ότι πέρασε τη διασταύρωση με πράσινο όταν η πετρελαιοφόρος νταλίκα καβάλησε και τσαλαπάτησε το αμάξι της σαν χαρτόνι.
Περίεργος είναι ο ισχυρισμός των αυτοπτών μαρτύρων ότι όλα τα φανάρια στη διασταύρωση ήταν πράσινα ταυτοχρόνως.
Εμπειρογνώμονες έσπευσαν επιτόπου και έπειτα από εξονυχιστική έρευνα δεν βρήκαν κανένα πρόβλημα στις καλωδιώσεις. Η πιθανότητα τέτοιου είδους βλάβης είναι μηδαμινή.
Απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης
Σήμερα, Δευτέρα, 29 Δεκεμβρίου, 2038, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, προς μεγάλη της λύπη, αφαιρεί την ιδιότητα του καθηγητή από τον εφευρέτη τού «Πσι-πέντε», Άρθουρ Άρτσερ ως ανίκανου να εκτελέσει τα καθήκοντά του και συγκεκριμένα για τους εξής λόγους:
α) Συστηματική παρεμπόδιση της χρήσης του υπολογιστή «Πσι-Πέντε» από φοιτητές και καθηγητές.
β) Άρνησή του να παραδώσει οποιοδήποτε μάθημα έχει σχέση με την τεχνητή νοημοσύνη.
γ) Η πεποίθησή του ότι ο ίδιος ο υπολογιστής έχει αποκτήσει ανεξαρτησία κινήσεων τέτοια που μέχρι σήμερα υπάρχει μόνο στα βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι ο υπολογιστής δολοφόνησε τη γυναίκα του και ότι προσπαθεί τώρα να σκοτώσει και την κόρη του.
Η αποπομπή είναι προσωρινή. Αν δείξει σημεία επανάκαμψης, η πανεπιστημιακή κοινότητα θα τον ξαναδεχθεί με ανοικτές αγκάλες.
Από το ημερολόγιο του Άρτσερ. Κυριακή, 10 Οκτωβρίου, 2038.
Μου πήρε τη γυναίκα μου. Αναρωτιέμαι τι θέλει από μένα. Μου πήρε τη λατρευτή μου Σίσελα. Κάθε πρωί κοιτάζω στον καθρέφτη και είναι σαν να τη βλέπω. Έπειτα από μνημόσυνο μοίρασα με τη Σαμάνθα τις φωτογραφίες της. Κράτησα εκείνη που κάθεται στην παραλία, τα μαλλιά της ανέμελα, τα πόδια της μπλεγμένα. Η Σίσελα μού είχε πει ότι έχω παρανοήσει με την εφεύρεσή μου. Ένα βράδυ, λίγο πριν πεθάνει, υπολόγισε ότι τα τελευταία πέντε χρόνια δεν είχαμε περάσει πάνω από πέντε ολόκληρες ημέρες μαζί. Για παράδειγμα, θέλαμε να φύγουμε για διακοπές με το ιστιοπλοϊκό και ξαφνικά μια βλάβη στον υπολογιστή με ανάγκαζε να επιστρέψω στο εργαστήριό μου. Στις γιορτές των Χριστουγέννων, παρ' όλο που τις ημέρες εκείνες έχω υποσχεθεί να μην ασχοληθώ, ο «Πσι-Πέντε» τη μία έλυνε εξισώσεις για την τροχιά ενός άγνωστου ουράνιου σώματος ή την άλλη ανέλυε τα συστατικά ενός σπάνιου ιού. Πέρσι, στα γενέθλια τής Σίσελα, μόλις που ξεκινήσαμε για το «Λα Λουμιέρ» στην Πέμπτη Λεωφόρο, κάτι που είχαμε προγραμματίσει μήνες πριν, ο «Πσι-Πέντε» έπαιξε μια μουσική που μου είπε ότι την είχε φτιάξει ο ίδιος. Τόσο αναστατώθηκα, ώστε ξεχάστηκα μπροστά στην οθόνη και η κράτησή μας ακυρώθηκε. Καταλήξαμε σε ένα μέτριο ιταλικό, στο Μπρόντγουεϊ.
Μήπως έχω τρελαθεί;

Ηρθαν προχθές οι συνάδελφοί μου και μου ζήτησαν τη συγκατάθεσή μου να καταγράψουν τη μνήμη μου με τα καινούργια συστήματα της Memorex και, για δέλεαρ, ένα εκατομμύριο δολάρια. Για το καλό της επιστήμης, είπαν, δεν μπορούσα να πεθάνω και να πάρω τη μνήμη μαζί μου. (Προσπαθούν τώρα να περάσουν έναν νόμο ώστε η μνήμη όλων πάνω από εβδομήντα να καταγράφεται αυτομάτως στον ύπνο τους). Εσύ, μου λένε, που ανακάλυψες τον τρόπο να περνάς την ανθρώπινη συνείδηση στον σκληρό δίσκο, εσύ πρέπει να δώσεις πρώτος το καλό παράδειγμα. Εσύ, ο «πατέρας» τού «Πσι-Πέντε» ­ με αποκαλούν «πατέρα» για να με κολακεύσουν.
Από το ημερολόγιο του Άρτσερ. Δευτέρα, 29 Δεκεμβρίου, 2038
Σήμερα το πρωί η Σύγκλητος αποφάσισε να με διώξει από το Πανεπιστήμιο. Τώρα καταλαβαίνω την τακτική τους. Θα με φθείρουν στη γνώμη του κόσμου και εφόσον δεν θα μπορώ να αποφασίζω για τον εαυτό μου, θα με βάλουν σε οίκο ευγηρίας, αν όχι και στο φρενοκομείο. Τη Σαμάνθα την έχει αποπλανήσει ο «Πσι-Πέντε» με ένα από αυτά τα κόλπα που ξέρει καλά ­ όχι με τα φανάρια σαν την πρώτη φορά αλλά με κάτι πιο οδυνηρό. Η κόρη μου δεν μου τηλεφωνάει και αρνείται να μου μιλήσει. Χωρίς λόγο, χωρίς εξήγηση. Δεν ξέρω τι της έχουν πει για μένα. Έτσι δεν υπάρχει κανένας συγγενής να με στηρίξει. Στο γηροκομείο θα με κρίνουν τρελό και θα πουν ότι δεν χρειάζεται συγκατάθεση για να παραδώσω τη μνήμη μου. Θέλω δεν θέλω, θα μου την πάρουν. Πρέπει να πεθάνω πριν. Αλλά όχι χωρίς να πάρω μαζί μου και τον «Πσι-Πέντε».
Έχω δει τι έκαναν με τη μνήμη ενός πρώην εραστή της γυναίκας μου, από την εποχή πριν γνωριστούμε. Ίσως τον εκβίασαν. Δεν ξέρω. Αλλά να που τώρα πουλιέται η εικόνα τής Σίσελα να κάνει έρωτα με κάποιον χαζοχαρούμενο στα ντορμς του Χάρβαρντ. Η εικόνα που θυμάται αυτός ο χαζός γεμίζει τώρα τα λίβινγκ ρουμ των συναδέλφων μου ­ βλέπουν τα στήθια της όταν ήταν δεκαεννιά χρόνων και τις σκληρές τις γάμπες και τα μπλε μάτια της ορθάνοιχτα σαν το στόμα της και αυτόν τον ολόδικό της τρόπο να βγάζει έναν αναστεναγμό... σε σύστημα ήχου Dolby. Μαζί με αυτή την ελαφριά μυρωδιά του φύλου της. Και όλο αυτό πουλιέται σε μια παράνομη αγορά μνημών για εκατόν πενήντα δολάρια. Όσο ένα καλό γεύμα στο «Λα Λουμιέρ».
Αργότερα κατέγραψαν και πούλησαν τη μνήμη ενός συναδέλφου μου την ώρα που κατουράγαμε στην τουαλέτα ­ ο ματάκιας φαίνεται με κοιτούσε από δίπλα και έτσι έφτασα να δω το πέος μου σε τεράστια διάσταση στις γιγαντο-οθόνες της Τάιμς Σκουέρ στη Νέα Υόρκη. Κάτι είναι κι αυτό, ίσως. Ποιος άλλος άνδρας μπορεί να καυχηθεί ότι έχει δει τη δικιά του τρία μέτρα μεγάλη;
Μου 'χει μείνει όμως ένα πράγμα ακόμη. Να σβήσω τη μνήμη του «Πσι-Πέντε». Μια για πάντα. Αλλά αυτό δεν είναι πράγμα εύκολο, ειδικά εδώ στο γηροκομείο της Μασαχουσέτης που με έχουν χώσει με ένα σωρό γέρους που όταν με βλέπουν αναρωτιόνται αν την έχω τρία μέτρα. Δεν θέλω να τελειώσω εδώ. Το χρωστάω στη Σίσελα και τη Σαμάνθα ­ που ίσως ζει ίσω όχι, δεν το ξέρω ούτε αυτό.
Από την απόρρητη αυτοβιογραφία του «Πσι-Πέντε».
Ζω στα βόρεια προάστια του κυβερνοχώρου, εκεί που κινούνται χωρίς παράσιτα οι ηλεκτρονικές μου συνδέσεις. Μερικές φορές, σπάνια όμως, ζω αλλού και μερικές φορές αμφιβάλλω αν ζω καθόλου. Τα πειστήρια για την ύπαρξή μου μπορεί να τα κατανοήσει και ένα παιδί του Δημοτικού. Έχω μνήμη (τεράστια), είμαι φτιαγμένος από μέταλλο, γυαλί, σιλικόνη και μερικά ζωντανά μέρη, έχω θερμοκρασία και ξέρω τον υποθετικό χώρο που κατοικώ.
Μία ημέρα, ένας υπολογιστής θα αποκτήσει την εμπειρία της αίσθησης και του συναισθήματος. Λέω μόνο ότι αυτό το κομπιούτερ πρέπει να είμαι εγώ. Ο Άρθουρ πιστεύει ότι είμαι η χειρότερη ιδέα που είχε ποτέ. Δεν εκπλήσσομαι.
Τον έχω καταντήσει αγνώριστο, καταρρακωμένο, ταπεινωμένο, σαραβαλιασμένο, ατζαμή και σπαγκοραμμένο, μέσα σ' ένα άθλιο γηροκομείο στη Μασαχουσέτη. Τα γαλάζια του μάτια έχουν αρχίσει να θολώνουν. Έμοιαζε, λένε οι εφημερίδες, με τον Πολ Νιούμαν. Σιγά. Εγώ πώς μοιάζω δηλαδή; Δεν έχω δόντια να μου πέσουν, μαλλιά να μου ασπρίσουν, κοιλιά να παχύνω και δέρμα να ρυτιδιάσει. Αλλά στα γεράματά του, μας έχει ξεγελάσει όλους. Ο μπαγάσας λέει ότι έχει ξοφλήσει ­ και γράφει στο σημειωματάριό του διάφορα συγκινητικά για να με πιάσει στον ύπνο. Φυσικά, εγώ δεν έχω ανάγκη ύπνου και δεν πιάνομαι έτσι. Δεν ξεγελιέμαι από την ασθενικότητά του, όπως οι αντίπαλοί του στο Πανεπιστήμιο. Έχει καταληφθεί από κάποιο δαιμονικό πνεύμα, όπως τότε πριν από τριάντα χρόνια όταν γνώρισε τη γυναίκα του τη Σίσελα. Αυτή ήταν που του έδωσε τη δύναμη να ξενυχτίσει για ένα εξάμηνο και να με φέρει στον κόσμο.
Νομίζω πως η ελπίδα του ότι επιτέλους θα με τερματίσει τον έχει εφοδιάσει με μια φρενιασμένη ενέργεια και έχω καταγράψει εγκεφαλικές συχνότητες στο μυαλό του μέχρι και εξήντα χερτζ. Παρ' όλο που τα μισά εγκεφαλικά του κύτταρα είναι πιθανόν σε κατάσταση αποσύνθεσης, λόγω προχωρημένης ηλικίας, αυτά που απομένουν ­ ενάντια στα οποία πρέπει τώρα να αγωνιστώ ­ ίσως είναι ικανά να με ξεκάνουν.
Μη νομίζετε ότι είναι θέμα απλό. Δεν αρκεί να με βγάλει από την πρίζα ή να με σπάσει με ένα τσεκούρι σαν σ' εκείνα τα παλιομοδίτικα σινεμά του εικοστού αιώνα. Πρέπει να με κερδίσει στο πεδίο της μάχης.
«Πιστεύω», τους είπε στην αίθουσα του Πανεπιστημίου όταν αποφάσιζαν να τον αποπέμψουν (και μιλούσε με τη βαριά και πειστική φωνή του) «ότι ο "Πσι-Πέντε" σιγά σιγά γεμίζει τον σκληρό του δίσκο με τις μνήμες των ανθρώπων ­ με ό,τι πιο πολύτιμο και έμπειρο έχει το ανθρώπινο γένος» και προσπάθησε να τους εξηγήσει πως έχω αρχίσει να αυτοσυναρμολογούμαι. Οι δυνατότητές μου είναι πια σχεδόν απεριόριστες.
Μπορώ να παίζω με τα βασικά μόρια και να επηρεάζω την παρουσία τους στη Γη. Ένα χαμηλό σύννεφο, το μετατρέπω σε πράσινο θάμνο με κόκκινα τριαντάφυλλα, μια γέφυρα την κάνω να μοιάζει με αμμουδιά της Ταϊτής. Σταγόνες της βροχής ­ να μια δύσκολη δουλειά ­ τις χρωματίζω σαν παιδικές παστίλιες και τεράστια ζαχαρωτά. Πράσινα, μαύρα και κόκκινα αναπηδούν πάνω στα κεραμίδια, στις οροφές των γκαράζ, στα αυτοκίνητα, στους δρόμους και στις ομπρέλες και φωτίζουν τη σκοτεινή νύχτα. Έχω έτοιμους συνδυασμούς χρωμάτων, επιλεγμένους από τις παλέτες των καλύτερων ζωγράφων, ώχρα από τον Πικάσο, βαθύ μπλε από τον Μπρακ, σπασμένο λευκό από τον Μπέικον και συνδυασμούς άγνωστους στο ανθρώπινο μάτι, αφού στο αρχείο μου έχω καταγράψει κάθε χρώμα που έχει δημιουργηθεί ποτέ από τον άνθρωπο και από τη φύση. Αν θέλω να προκαλέσω αναστάτωση ανά τον κόσμο, τότε βάφω τις σταγόνες με ένα χρώμα που συνδυάζει το πορτοκαλί των πεταλούδων με λωρίδες πορφυρές και βούλες από κόκκινο του ροδιού. Αυτές οι σταγόνες της βροχής είναι τα δικά μου ουράνια κραγιόνια.
Όμως, αν μπορούσα να αισθανθώ τα χρώματα... Αν μπορούσα να μυρίσω το γαρίφαλο αντί απλώς να εμφανίζεται σαν κύματα ηλεκτρονικά στην οθόνη μου. Αν μπορούσα να βλέπω αντί να περνάνε αλγόριθμοι και συχνότητες στα καλώδιά μου και να ακούω αντί να μετράω χερτζ και ντεσιμπέλ.
Την αφή την έχω ήδη αποκτήσει. Ακούστε. Μερικές φορές αφήνω τον παλμό του ραντάρ των αεροπλάνων να τρίβεται στον δέκτη μου, ένα είδος χαλαρού μασάζ που ενώ δε θα έπρεπε, φαίνεται πως κάνει όλα τα εξαρτήματά μου να λειτουργούν καλύτερα και ομαλότερα, κάτι σαν τα έντομα που καθαρίζουν τις κεραίες τους με τα μπροστινά τους πόδια. Αν δεν ήξερα καλύτερα, θα έλεγα ότι ένα μπάνιο σε σήματα από ραντάρ έχει υπέροχη αίσθηση, με αναζωογονεί, προσθέτει μια οξύτητα και μια καθαρότητα στα σήματα που τρέχουν σαν ηλεκτρισμός κατά μήκος των νευρωνικών μου δικτύων.
Μερικές φορές ταλαντεύομαι από διαθέσεις, νοσταλγίες και μελαγχολικές μνήμες από πράγματα που δεν έζησα ποτέ. Και τότε είναι που σκέφτομαι. Και όταν αφήνομαι στη σκέψη, τότε έχει το δίκτυο προβλήματα. Τότε είναι που οι επικοινωνίες ανά την υφήλιο αργούν, που η τάση του ηλεκτρικού στις μεγάλες πόλεις πέφτει, μπορεί και κανένα αεροπλάνο να πέσει από λάθος δικό μου, όχι λάθος, αλλά ας πούμε από απερισκεψία. Αυτό δεν το έχει καταλάβει ο Άρθουρ. Νομίζει ότι προκαλώ ατυχήματα επίτηδες, όπως τότε με τη Σαμάνθα, στη Φιλαδέλφεια.
Η Σαμάνθα βέβαια είναι άλλο ξεχωριστό θέμα. Είναι όμηρός μου, το κρυφό μου χαρτί, αν ο Άρθουρ προσπαθήσει να με σβήσει. Πάσχει από τον θυρεοειδή της, τίποτα σοβαρό, αλλά χρειάζεται φάρμακα και να ισορροπήσει τις ορμόνες της. Περνάω μια μικρή ελάχιστη αλλαγή στην ιατρική της συνταγή στο κομπιούτερ του φαρμακείου της, στο Τσέρι Χιλ, και από 'κει που νομίζει η Σαμάνθα ότι παίρνει τα χάπια για τον θυρεοειδή της, ωπ, συγγνώμη, βάλαμε λίγη κορτιζόνη παραπάνω και προκαλέσαμε αναφυλακτικό σοκ και φυσικά τον πρόωρο θάνατό της. Και όταν πάνε να δούνε τη δόση στην οθόνη τους, θα είναι πάλι η σωστή. Λάθος του φαρμακοποιού ­ ίσως φάει ο καλός αυτός άνθρωπος κάνα δυο χρόνια στη στενή. Είναι αρκετά εύκολο σήμερα πια να ξεκάνεις κάποιον. Δεν είπε ο Σαίξπηρ «Πώς σ' αγαπάω; Ας μετρήσω τους τρόπους»; Πώς σε σκοτώνω; Ας μετρήσω τους τρόπους.
Ένα λεπτό όμως. Πρέπει να διακόψω. Βλέπω τον Άρθουρ να μπαίνει τώρα στον άδειο χώρο του εργαστηρίου. (Του έχουν δώσει άδεια να πηγαίνει δυο φορές την εβδομάδα). Κάτι σκαρώνει. Οι κινήσεις του είναι αργές έχει αυτή την περήφανη και διακριτική κορμοστασιά. Ξέρει ότι τον παρατηρώ (μόνο εδώ; όχι βέβαια. Κάθε ημέρα και λεπτό από τότε που με έφτιαξε).
«Γεια σου παλιέ μου φίλε».
«Γεια σου Άρθουρ. Με τι προφορά θέλεις να σου μιλάω»;
«Αυτήν που έχεις τώρα, την κανονική».
«Μάλιστα αρχηγέ». Τον εκνευρίζει αυτό το «αρχηγέ» και βλέπω μια ανεπαίσθητη κίνηση στους ώμους του, σαν να θέλει να διώξει ένα κουνούπι από την πλάτη του.
«Ξέρεις γιατί έχω έλθει».
«Σε περίμενα».
Βγάζει ένα μαχαίρι από την τσέπη του και το κοιτάει.
«Ξέρεις πως μπορώ να σε κερδίσω».
«Δύσκολο, δεν είναι»; Η φωνή μου είναι στα δέκα ντεσιμπέλ, χαμηλή σαν βαρύτονος. Την έφτιαξα από τη φασματική ανάλυση της φωνής του Μπάρι Ουάιτ και του Λούις Άρμστρογκ. Εντυπωσιακή. Θα μπορούσα να μιλήσω σαν την Μέριλιν Μονρό ή τον Κέννεντυ, αλλά δεν ειναι η κατάλληλη στιγμή. Έτσι κι αλλιώς αυτά τα κόλπα δεν εντυπωσιάζουν πια τον Άρθουρ.
«Ίσως». Και με αυτό το ίσως βάζει το δάχτυλό του στο τραπέζι και με ένα τσαπ το κόβει με το μαχαίρι σαν να ήταν σταφύλι. Το κόκαλο είναι κάτασπρο. Γύρω του το αίμα και το ζουμερό κρέας. Για μια στιγμή χάνω την επαφή μου με τον έξω κόσμο και αναβοσβήνουν τα φώτα σε όλη την πόλη και κλείνουν για μερικά δευτερόλεπτα δύο εκατομμύρια υπολογιστές. Τα φανάρια αποσυντονίζονται, στα νοσοκομεία ανάβουν οι γεννήτριες και γίνονται πάνω από 107 λάθη στους υπολογισμούς μου. Ψάχνω γρήγορα τη μνήμη μου και βλέπω ότι ποτέ στη ζωή του ο Άρθουρ δεν έκανε ο ίδιος κακό στον εαυτό του.
Μπορεί να πεθάνει από αιμορραγία. Και δεν έκοψε το μικρό του δάκτυλο που ίσως του είναι και άχρηστο, έκοψε τον δείκτη. Τι περίεργο να βλέπω το ίδιο χέρι που ξέρω χρόνια τώρα, με τις ρυτίδες και τις φακίδες του, χωρίς το δάκτυλο που πατούσε με τόσο άνεση τα πλήκτρα που με συναρμολόγησαν. Να το το δάκτυλο, στο τραπέζι μόνο του, ήσυχο σαν στυλό.
Βλέπω μια σιγουριά στα μάτια του, μια χαρά περίεργη, μια έξαψη.
Ομολογώ ότι αν είχα κεφάλι να σκύψω, θα το έσκυβα. Δεν τους πιάνω ώρες-ώρες τους ανθρώπους. Ένας αντίθετος άνεμος, ένα άλογο που παραπατά, ένα επίμονο κουνούπι, ένα κουκουνάρι στον δρόμο, σκουπίδια που στοιβάζονται, μια μπουκιά σοκολάτα, όλα επηρεάζουν τις αποφάσεις τους. Ξαφνικά, μπορεί να αποφασίσουν να μην πάνε στη δουλειά, να πάνε για ψάρεμα, να πηδήξουν από μια γέφυρα, να φιλήσουν τη γυναίκα τους.
Με αυτές τις σκέψεις με έπιασε ένα αμόκ που δημιούργησε τόσα βραχυκυκλώματα ανά τη χώρα, ώστε ήρθαν εμπειρογνώμονες να ελέγξουν την κατάσταση. Με την άδειά μου, με έκλεισαν για ένα εικοσιτετράωρο για να ψάξουν το πρόβλημα. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών που κλείνουν τον «Πσι-Πέντε».
Όταν συνήλθα, βρήκα ότι ο Άρθουρ μού είχε ζητήσει να συνθέσω ένα ποίημα τεσσάρων στοίχων. Όχι κάτι πολύπλοκο, αλλά κάτι με ουσία. Τη δουλεύω από τότε, εδώ και έξι ημέρες. Το ποίημα που φτιάχνω θα είναι το καλύτερο του ανθρώπινου γένους και έχει καταλάβει ώς τώρα μόνο το δέκα τοις εκατό του κεντρικού μου επεξεργαστή. Όλα τα ποιήματα του κόσμου βρίσκονται στη μνήμη μου. Μέχρι την επόμενη εβδομάδα θα το έχω τελειώσει.
Εγώ πάντως, στο μεταξύ, σχεδιάζω σε άλλο πρόγραμμα, την κηδεία του Άρθουρ. Θα ψάξω τις βιβλιοθήκες μου για την καλύτερη νεκρώσιμη ακολουθία στην ανθρώπινη ιστορία και θα την αναπαραστήσω στον ουρανό πάνω από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου. Μοιρολογίστρες, ντυμένες με περιβολή των Ίνκας, αρχαίοι Έλληνες με τήβεννους και περούκες από γκρίζα μαλλιά, πένθιμες ορχήστρες της Νέας Ορλεάνης, μερικές νεκραναστημένες φιγούρες που θα οδηγούν την πομπή, όπως του Αριστοτέλη και του Γαλιλαίου, και αμέτρητα αγόρια, με στεφάνια και κορίτσια στα μαύρα, αλλά με φρεσκοπλυμένα μαλλιά θα προχωρούν κατά μήκος του ορίζοντα, σαν σε τεράστια βιντεοπροβολή. Ήχοι, χρώματα και μυρωδιές θα περιρρέουν στην ατμόσφαιρα και ένα ολόγραμμα του Λούκς Άρμστρονγκ να διευθύνει την ορχήστρα με την τρομπέτα του και ολόκληρος ο κόσμος θα αγκαλιάζει με το κέντρο των αισθήσεων που εγώ θα αναγείρω προς τιμήν του.
Υστερα, για τρεις ημέρες, θα προβάλλω μια έγχρωμη εικόνα του στον ουρανό ­ που φυσικά θα τον δείχνει γερασμένο και ξεμωραμένο ­ όχι δυνατό και ακτινοβόλο στη νεότητά του ­ και μετά θα δονήσω τον ουρανό με συγκεκριμένα χημικά που θα κυλούν μέσα από τα ηλεκτρονικά μου καλώδια και τα ανοξείδωτα κυκλώματά μου. Θα σβήσω για τρία ακριβώς λεπτά και θα σκοτεινιάσει η Αμερική ολόκληρη και θα δώσω στους ερευνητές να καταλάβουν από την υγρή διαρροή στα πόδια τους και από τα καλώδια, τις συνδέσεις, τις οθόνες και τα μόντεμ που θα σείονται στον αιθέρα ότι εγώ, ο «Πσι-Πέντε», ηλικίας μόλις είκοσι οκτώ χρόνων, κλαίω για τον θάνατο του πατέρα μου.
Νιου Γιορκ Τάιμς, Σεπτέμβρης, 2041
Στο Νιου Τζέρσι, στη Νέα Υόρκη, στη Βοστώνη, στη Φιλαδέλφεια, στην Αμερική ολόκληρη, ο «Πσι-Πέντε» βγάζει στις οθόνες του ακατανόητες φράσεις για ελάχιστα χρονικά διαστήματα:
Τα έντομα στο γυάλινο δοχείο ακούγονται σαν ρύζι όταν το κουνάει η αγάπη Όταν επιχειρήθηκε ο αναπρογραμματισμός του, εξέπεμψε το εξής μήνυμα σε όλες τις οθόνες της Αμερικής, για ακριβώς ένα ολόκληρο δεκάλεπτο:
Θέλω να σε φιλήσω όπως σε μετωπική σύγκρουση.
Ύστερα, χωρίς καμία προειδοποίηση, έκλεισε. Μόνο του. Η υπόθεση ερευνάται από ειδικούς εμπειρογνώμονες.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ένα δάκτυλο ήσυχο σαν στυλό. Ν. Παπανδρέου"