Δημήτρης Ψαθάς: Η Νίτσα έχει κέφια
Μιλώντας για Μποστ και ξεφαντώματα στο μυαλό μου ήρθε ένας άλλος μέγας διασκεδαστής της πρωτευούσης και όχι μόνο. Δημήτρης Ψαθάς. Ο φον Δημητράκης, η Μαντάμ Σουσού, η Θέμις έχει κέφια ... όλα "παιδιά" του. Αλλά στα παλιότερα χρονογραφήματά του κεντρική ηρωίδα ήταν η Νίτσα. Μία ταλαίπωρη Αθηναία σε νεανική ηλικία, από μικροαστική και αυστηρών αρχών οικογένεια που προσπαθούσε απεγνωσμένα να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και της εποχής. και ενίοτε προσπαθούσε και να διασκεδάσει. Όπως τότε ... Απόκριες του 1937
Ο Ψαθάς περιγράφει:
Αλλά στα κέντρα, στους δημοσίους χορούς έγινε το πραγματικό ξεφάντωμα. Οπωσδήποτε προτού εμφανισθή το κέφι έρχεται το γκαρσόνι. Ο επί κεφαλής της συντροφιάς ωχριά ελαφρώς, ρίχνει λοξές ματιές εις τον κατάλογον, μετρά νοερώς τα μέλη της οικογενείας του, ψιθυρίζει ένα μασσημένον "τι θα πάρετε" και απαντά ο ίδιος:
Μια μποτίλια κρασί.
Μάλιστα. Τίποτε άλλο;
Λίγα φρούτα.
Το γκαρσόνι φεύγει συνωφρυωμένον σαν να πηγαίνη να συντάξη υπόμνημα περί μη επεμβάσεως εις την Ισπανίαν και πλησιάζει στα άλλα τραπεζάκια, όπου το αντικρύζουν με δυσθυμίαν παρόμοιες παρέες. Επάνω, τα φώτα προσπαθούν να κάνουν παν το δυνατόν για να δώσουν υποβλητικό τόνον εις την αίθουσαν, ενώ κάτω κάποιος θαρραλέος οργιαστής κάνει ο άθλιος χειρονομίαν απονενοημένην. Πετά μια σερπαντίνα που διαγράφει κύκλον στον αέρα και αποσπά την γενικήν προσοχήν. Ο πάτερ φαμίλιας την παρακολουθεί με ανήσυχον βλέμμα να κατευθύνεται προς την κόρη του και την βλέπει με φρίκην να πέφτη ακριβώς επάνω στα αλάβαστρα των ώμων του θελκτικού βλαστού του, που ερωτά αν πρέπει να απαντήση επίσης διά σερπαντίνας.
Φρόνιμα, Νίτσα!
Μα μπαμπά...
Καν' το κορόιδο!
Και συγχρόνως πιάνει μετά βδελυγμίας την σερπαντίνα από τους ώμους του θελκτικού βλαστού και την πετά μακρυά.
Η αγαθή σύζυγος, τον πληθωρισμόν της οποίας προσπαθεί να περιορίσει ο κορσές, όπως οι αστυφύλακες πολυπληθή διαδήλωσιν, που ξεχύνεται εν τούτοις εδώ κι εκεί παρά την αυστηράν επιτήρησιν, επισκοπεί τα πέριξ διά μακρών και βγάζει εν τέλει το συμπέρασμα ότι καλλίτερα θα ήταν να... εξέδραμε η οικογένεια σε κανένα θέατρον. Αλλά, επί τέλους, ακούονται οι ήχοι της μουσικής. Σβύνουν τα μισά φώτα και η ατμόσφαιρα γεμίζει από γλυκό βύσσινο που προσκαλεί τα ζεύγη σ' ένα σπαρακτικό ταγκό της μόδας, το οποίον τραγουδεί με θρηνώδη φωνήν εσχάτης απογνώσεως ο "ντιζέρ" του κέντρου: Σκότωσέ με!
Τρύπησέ με!
Παρ' ένα μπαλντά και κλάδεψέ με,
γλυκά...
Βγαλ' τα μάτια μου,
κόψ' την μύτη μου
κι ύστερα απ' αυτά κάτσε και κλάψε με
πικρά...
Το ταγκό αυτό προκαλεί βαθειάν εντύπωσιν στους θαμώνας. Ο τολμηρότερος, νεαρός κατά κανόνα, σηκώνεται, υποκλίνεται με άκραν σοβαρότητα μπροστά σε μια ντάμα και προχωρεί με βήμα σταθερό προς τη πίστα, αδιαφορών για τα άπειρα βλέμματα που έχουν καρφωθή επάνω του. Μερικοί παίρνουν θάρρος και ακολουθούν με αυταπάρνηση το παράδειγμά του. Σιγά-σιγά ακολουθούν και άλλα ζεύγη. Η πίστα γεμίζει. Αλλά επάνω από τα χορεύοντα ζευγάρια πλανάται το φάσμα της πιο μαύρης μελαγχολίας. Οι καβαλλιέροι έχουν το ύφος βασανισμένων ανθρώπων που ετρύγησαν όλες τις πικρίες του κόσμου κι ήλθαν να υποβληθούν στην εσχάτην και χειροτέραν θυσίαν.
Οι ντάμες είνε τραγικές. Ρεμβώδεις άλλες, κρέμονται από τα μπράτσα των χορευτών με το μαρτυρικόν ύφος της Μαρίας Στούαρτ που οδηγείται εις το ικρίωμα κι άλλες με το ύφος μοιραίων θηλέων που εβαρέθηκαν πλέον να σκορπίζουν ολόγυρά τους τον όλεθρον. Χορός; Δοκιμασία είναι μάλλον που τελειώνει, ευτυχώς, γρήγορα, μαζί με το τραγούδι του "ντιζέρ" που αφού ελιάνισε την εκλεκτήν του κι ύστερα της έκλαψε πικρώς, αποσύρεται σε μίαν γωνίαν βαθύτατα σκεπτικός, σαν βαρυπενθών που μόλις συνήλθε εκ της πληξάσης αυτόν συμφοράς. Τα ζευγάρια επιστρέφουν με ένα "ουφ" ανακουφίσεως και κάθονται κατάκοπα στα τραπεζάκια τους, όπως ακριβώς οι αγρόται που γυρίζουν το βράδυ από τον τρύγο τσακισμένοι.
Αλλά η νεαρά είναι άκρως συγκινημένη. Παίρνει το ποτηράκι του κρασιού με την άκρη των δακτύλων και το ακουμπά στα χείλη. Την κίνησίν της μιμούνται μηχανικώς και τα άλλα μέλη της οικογενειακής συναθροίσεως. Η νεαρά κυττά ολόγυρα, περιφέρει τα βλέμματά της απ' άκρου εις άκρον της σάλας, ύστερα δεν έχει πια τίποτε να κάνη και ξαναπαίρνει το ποτήρι. Οπότε συνοφρυούται ο μπαμπάς:
Νίτσα!...
Τι είναι μπαμπά!;
Άσε κάτω το ποτήρι!
Μα γιατί, μπαμπά;
Θα μεθύσης!
Και συγχρόνως το βλέμμα του πάτερ φαμίλια πέφτει με τρόμον στο μπουκάλι που έχει φτάσει στα μισά. Η αγαθή συμβία και μήτηρ αρχίζει να κινά τα σιαγόνια της ως πρόλογον ενός πανηγυρικού χασμουρητού που θ' άνοιγε τις μασέλες της μέχρι ξεσαγωνιάσματος, αλλά ένα τρομερό βλέμμα της νεαράς το πνίγει εν τη γενέσει του.
Και η δυστυχής γυναίκα δεν μπορεί να καταλάβη πώς μπορεί να γίνει γλέντι εις ένα κέντρον, όπου απαγορεύεται και το χασμουρητό ακόμη!
Αλλά εκείνη την στιγμήν συμβαίνει κάτι έκτακτον στην σάλα. Κάποιος θρασύς νέος παίρνει από το πανεράκι ενός μικρού τα αυγά και τα πετά σε μια παρέαν. Μια θρασυτέρα κυρία της παρέας αυτής παίρνει άλλο αυγό και πετά στον πετάξαντα. Εμβρόντητοι όλοι οι θαμώνες κοιτούν το θέαμα. Ο πάτερ φαμίλιας σκύβει και ρωτά πόσο κάνει ένα αυγό και δαγκώνει τα χείλια του όταν πληροφορείται ότι στοιχίζει τρεις δραχμές. Καθώς βλέπει δε εν συνεχεία τ' αυγά να διασταυρώνωνται μεταξύ των δύο τραπεζιών, κάνει ασυναισθήτως τον λογαριασμό:
Έξη!
Δώδεκα, δεκαπέντε!
Δεκαοκτώ, είκοσι μία...
Τριάντα, τριάντα τρεις, τριάντα έξη!...
Σαράντα πέντε, πω, πω λεφτά πεταμένα!...
Αλλά οι δύο πολεμισταί εξαφνικά καταλαμβάνονται από σύνεσιν, καταθέτουν τα όπλα, πληρώνουν με υπολείμματα μειδιάματος τα σπασμένα του στιγμιαίου παραλογισμού και σταυρώνουν φρονίμως τα χέρια. Πάει κι αυτό!... Επί τέλους! Οι μουσικοί σηκώνονται, χύνεται νέον σιρόπι στην ατμόσφαιραν, ήχοι γεμίζουν την αίθουσαν, σηκώνονται τα ζεύγη και αρχίζει γλυκύ λίκνισμα νέου σπαρακτικώτερου ταγκό. Ο "ντιζέρ" αυτή τη φορά είναι άγριος και απειλητικός, χειρονομεί, αφρίζει, λυσσά, ορύεται:
Θα σ' εκδικηθώ
όπου και νάσαι
θα σε μαχαιρώσω
ενώ κοιμάσαι.
Στον λάρυγγα θα στο βυθίσω το μαχαίρι!
Θα σου κόψω με μανία τόνα χέρι!
Θα σ' εκδικηθώ
μα το σταυρό!...
Ρίγος φρίκης διατρέχει τα σώματα των θηλέων που μαζεύονται επάνω στους καβαλιέρους των από ένστικτον αυτοσυντηρήσεως, ενώ ο πάτερ φαμίλιας κάνει ασυναισθήτως κίνησιν προς την πισινή τσέπη, γιατί ο τρυφερός βλαστός του είναι εκτεθειμένος εις την μανίαν του λυσσώντος τραγουδιστού. Τέλος ο κίνδυνος παρέρχεται και τα ζευγάρια ηρεμούν. Η ορχήστρα θρηνεί, τα γοβάκια σέρνονται στην πίστα, τα ματάκια λιγώνουν, ένα ζευγάρι στάζει ζάχαριν και ερωτοτροπεί:
Πώς νυστάζω...
Κι εγώ!
Κι είμαι από γρίππη μάλιστα.
Κι εγώ πήρα βεντούζες χθες.
Οι γεροντότεροι βλέπουν το τρυφερό ζεύγος και στενάζουν. Νεότης! Νεότης!
Ετικέτες Οιστρηλατώντας
Permalink για το "Δημήτρης Ψαθάς: Η Νίτσα έχει κέφια"
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home