Τι απέγινε το "Ας τα λέμε καλά"?
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι ¨παίζεται¨με το Lifo και τους bloggers. Ποιοί τρώγονται και γιατί. Εκείνο που ξέρω και με νοιάζει είναι ότι διάβασα ένα εύστοχο κείμενο στο προηγούμενο τεύχος για ένα θέμα που σκέφτομαι συχνά, αλλά θα αδυνατούσα ίσως να το εκφράσω τόσο καίρια, όσο το έκανε ο Κωστής Παπαγιώργης. Χαμένοι στη νιρβάνα του ευδαιμονισμού μας αγνοούμε ή παραβλέπουμε συχνά ότι το τρυπάκι του life style μας κατάπιε. Χρειάζεται το σοκ από την θέα σκηνών πολέμου για να θυμηθούμε ενίοτε (και όχι για πολύ) ότι κάποιοι δεν περνάνε καλά. Ή χρειάζονται οι γροθιές στο στομάχι που νοιώθεις βλέποντας κάτι ανθρώπινα ναυάγια που σου απλώνουν το χέρι για να σου θυμίσουν ότι εκτός από "υπαρκτό σοσιαλισμό" έχουμε
και υπαρκτή δυστυχία γύρω μας. Κι είναι περίεργο που έχουμε όλοι ξαμοληθεί στο παιχνίδι του θησαυρού, με μνήμη μηδενική στα μαθήματα του παρελθόντος.
Ο τίτλος είναι "Εμπρός να κόψουμε δρόμο!" και το παραθέτω αυτούσιο.
Όταν μόνο με μιαν υπογραφή και κάποιες, σχοινοτενείς έστω, συνεννοήσεις μπορεί κανείς να διασκελίσει την τάξη του και να βρεθεί στην κορυφή, γιατί να διστάσει; Άλλωστε δεν κλέβει τον κοσμάκη, τις εταιρείες ξαφρίζει - ζητάει μερτικό από τα κλεμμένα. ίται πανταχόθεν.
Μεσόκοπες μανούλες τηλεφωνούν στις μεσημεράδικες εκπομπές και ολοφύρονται: "η θυγατέρα μου εργάζεται σε πολυεθνική εταιρεία, έχει πατήσει τα τριάντα, αλλά αρνείται να παντρευτεί• πέστε μου, προορισμός της γυναίκας δεν είναι η οικογένεια;" Νεαροί που ακριβοξενοσπούδασαν και υποχρεούνται να εργαστούν, δηλώνουν ότι "αν δεν πάρουν μισθό άνω των επτά χιλιάδων ευρώ προτιμούν να απέχουν".
Το νέο φρόνημα στις κοινωνίες επιβάλλεται σαν το νέο στιλ, παρουσιάζει επιδημική εξάπλωση, το καταπίνουμε μαζί με τα νέα φαγητά, το φοράμε μαζί με τα νέα ρούχα (κι ακόμα βαθύτερα: σαν σαρκοφάνελα), φτάνει ώς εμάς μέσω ηλεκτρονικών εγκαταστάσεων, τρέχει σαν φάντασμα στους δρόμους μέσα κι έξω από το μοντέρνο αμάξι, είναι ένα πιστεύω που ομοιοκαταληκτεί αρμονικά με το "μέσα" μας.
Σε όλη της την πολυκέφαλη κλίμακα, η νεόκοπη γενιά έχει αφήσει οριστικά πίσω της πολλούς γνωστούς τρόπους. Θυμάται κανείς την πολυμελή οικογένεια που κουτσοπορεύεται, που τα φέρνει δύσκολα βόλτα; Τον βασάνη πάτερ φαμίλια και τη μάνα που παραδουλεύει κρυφά από τα παιδιά της; Τι απέγιναν τα μπαλωμένα ρούχα, τα γυρισμένα κοστούμια, τα κοτόπουλα μέσα στα χάρτινα κουτιά με τις τρύπες, η στέγη που στάζει, το κρέας της Κυριακής, το "ας τα λέμε καλά"; Τώρα τα "καλά" δεν πρέπει να τα λέμε μόνο, αλλά να είναι. Το "περνάμε καλά" διεκδικεί θέση εραλδικού εμβλήματος για τις φρέσκιες ανάσες.
Η παλιά Ελλάδα πέθανε• εμπρός για τον νέο κόσμο της ανεξαρτησίας, της αφθονίας και της ατομικής απόλαυσης.
Διόλου περίεργο ότι το παλαιό ήθος, το χνότο που βρομάει από την πείνα, ο σκυφτοκέφαλος φουκαράς και η σεμνή γυναικούλα που πάντα είχε έκθετο το ένα βυζί και ένα νιάνιαρο στα χέρια, η "κακούργα μετανάστευση" και η "κατηραμένη φτώχια" ποδοπατήθηκαν από τις επιχωριάζουσες ορδές του εύκολου πλουτισμού. Η χώρα, πρέπει να θυμίσουμε –για πρώτη φορά στη σύντομη ιστορία της– πέρασε περίπου μισό αιώνα χωρίς πόλεμο. Αυτή η ευλογία γεννοβολά ευκαιρίες και δυνατότητες.
Δικαιολογημένα ο Νεοέλλην ανακάλυψε την άνεση, τα δώρα του ελεύθερου χρόνου, δεν παρηγοριέται από το "και μη χειρότερα" αλλά κρυφοζηλοφθονεί τα άνω κοινωνικά διαζώματα. Κανείς δεν αρκείται σε αυτά που έχει, απεναντίας βαλαντώνει στη σκέψη αυτών που θα μπορούσε να κατέχει. Φτωχοί υπάρχουν, αλλά κι αυτοί νιώθουν προσωρινοί, προσδοκούν πότε "θα πιάσουν την καλή", πότε θα κάνουν τη "μεγάλη μπάζα". Αν υπάρχει ένα ψιθυριστό σύνθημα στις μεσαίες και τις ανώτερες τάξεις, αυτό δεν είναι άλλο από τη σκληρή επιταγή "να κόψουμε δρόμο", να αφήσουμε πίσω τη μιζέρια για να βρεθούμε στο ξέφωτο της ευημερούσας και αμαρτωλής ευδαιμονίας.
Μιλάει για "διαφθορά" η εκλεγμένη πολιτική εξουσία, αλλά δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει αυτά τα καλοντυμένα παιδάρια που παρελαύνουν τις τελευταίες μέρες –ξανά και ξανά– με τα βραχιολάκια στα χέρια τους. Τι έκαναν; Δε σκότωσαν, απλώς έσπευσαν να πιάσουν την καλή και να προαχθούν κοινωνικά. Αντί για στεγαστικό, σήκωσαν όλη την τράπεζα. Άλλωστε δεν είναι τυχαίοι. Μιλάνε ξένες γλώσσες, έζησαν σε ξένες κοινωνίες, ξεπλύθηκαν από την ελλαδική χωματίλα και κατέφθασαν σένιοι και ικανοί για να λάβουν τα δέοντα.
Ο λαϊκός αγοράζει λαχεία (και βδομαδιάτικες ελπίδες), ο σύμβουλος των πολιτικών κομμάτων είναι επαγγελματίας αριβίστας. Όσο για το δίκτυο του κακού, δεν είναι άλλο από τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Όταν μόνο με μιαν υπογραφή και κάποιες, σχοινοτενείς έστω, συνεννοήσεις μπορεί κανείς να διασκελίσει την τάξη του και να βρεθεί στην κορυφή, γιατί να διστάσει; Άλλωστε δεν κλέβει τον κοσμάκη, τις εταιρείες ξαφρίζει – ζητάει μερτικό από τα κλεμμένα.
Όπου επιχειρείται το "κόβω δρόμο", το άλλοθι είναι ότι ουδείς θεωρείται κλέπτης αν κλέβει από τα κλεμμένα.
Ωστόσο κλέβει κανείς και από τη ζωή του. Το πρότυπο του μπεκιάρη που είναι αυτάρκης, αξιωματούχος, έχει τις καταθέσεις του, τις απολαύσεις του και την ξεκαπίστρωτη ελευθερία του επιβάλλεται πλέον ως ένα είδος κοινωνικού αναρχισμού επιβεβλημένου από τις νέες συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο ότι από μια σκάλα και πάνω κυκλοφορεί και η απαραίτητη "μυτιά" για να στανιάρουν οι πολυάσχολοι.
Κατά κανόνα σε αυτό το κρίσιμο σημείο αρχίζουν οι συμβουλές και οι ηθικολογίες. Πλην όμως, όταν στο ρετιρέ χαλάει ο κόσμος, τα κάτω πατώματα ερμηνεύουν δικαιολογημένα την ηθική σαν απάτη και ύποπτη διαβουκόληση. Μέσα στο γενικό ραβαΐσι και τη μουνταρία, καθένας θα ήθελε να είναι και λιγάκι ένοχος, αρκεί η ενοχή να αποφέρει τα προσδοκώμενα. Κατά συνέπεια κάθε επάγγελμα μεταμορφώνεται εύκολα σε βαλίτσα με τριπλό πάτο και σε πονηρή μαϊμού. "Δεν θα την κάνω; Θα την κάνω, και μετά άντε πιάστε με στη Βραζιλία!"
Η απέχθεια για το γάμο και την τεκνογονία αποτελεί κι αυτή άμεση επίπτωση του νέου φρονήματος. Όποιος γεννοβολάει κουτσούβελα ουσιαστικά έμεινε ανεξεταστέος στα μαθήματα του νέου σχολείου. Ως γνωστόν, το παιδί σού κλέβει την ελευθερία, σου προσθέτει βαρίδια. Κατά μία έννοια υποκύπτεις στους ανταγωνιστές σου αν ακολουθείς την κοινωνική πεπατημένη. Αντίθετα, είσαι υπολογίσιμος αντίπαλος αν εμφανίζεσαι πάνοπλος, με όλο το χρόνο δικό σου, με το σαρκίο σου σε θέση παντοειδούς μάχης. Παλιά, αλλά πολύ παλιά, μιλούσαν για "χαμένα κορμιά".
Αλλά θα ήταν φτηνή υποκρισία αν δεν παραδεχόμασταν ότι όλοι λίγο πολύ έχουμε μπολιαστεί από αυτή την ασθένεια του λαλώ αλλά και παραλαλώ, του χαράσσω αλλά και παραχαράσσω. Τον άλλον τον θέλουμε καντιανό, παλαιών-αρχών-γερμανό, πιστό στο καθήκον και, βέβαια, λιγάκι κορόιδο – αντίθετα, εμείς παραμένουμε σοφιστές και κατά περίσταση οπαδοί του Χομπς.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι μόνο αν όλοι γίνουμε κλέφτες θα μπορέσουμε τελικά να δεχθούμε το κράτος τόσο σαν πολιτικό μηχανισμό που μας αφορά, όσο και σαν ηθικό παράγοντα. Αλλά τέτοια ευκαιρία δεν υπάρχει. Αν όλοι κόψουν δρόμο, τότε το κόψιμο δεν μετράει. Πρέπει να υπάρχουν πάντα οι καθυστερημένοι, οι ουραγοί, οι ανυποψίαστοι, τα θύματα για να δουλέψει η "μηχανή".
Ετικέτες Μα-ΐστρος
Permalink για το "Τι απέγινε το "Ας τα λέμε καλά"?"
2 Comments:
Εξαιρετικη αναλυση!
Σ'αυτον τον υλικο και νοητικο Ολυμπιονικισμο
που μας επιβαλλεται ειναι πια σχεδον
αδυνατον να αντισταθεις με επαρκεια
Ακομα και οι παλαι ποτε νησιδες καταφυγης
πλανεμενες μαλλον απο την τρυφη και τη
καλοπεραση,αντι να δειξουν καποια εναλλακτικη
οδο ζηλωνουν δοξα μεταμοντερνου Ζαχου Χατζηφωτιου
και διαιωνιζουν την ιδια κατασταση.Με λιγα λογια
Φτηνα Σκατα Για Την Προλεταριελιτ
Και Μεγαρο(φυσικα και με παιδαρο,αμ πως αλλιως?)Για Την Ελιτ
Ξερει ο συμμαθητης της Νονικας,και τα Λυκοπουλα του λαιφσταίλ
πως να σερβιρουν τη διδακτικη υλη αλλωστε..
"Ξερει ο συμμαθητης της Νονικας,και τα Λυκοπουλα του λαιφσταίλ
πως να σερβιρουν τη διδακτικη υλη αλλωστε..".
Ανθυπομειδιώ !
Χαίρομαι ειλικρινά που ήρθες :)
Δημοσίευση σχολίου
<< Home