30 του Απρίλη. Παραμονή της Πρωτομαγιάς. Τέλειωνα με τα μαθήματα και άφηνα επίτηδες πάντα ατέλειωτη τη ζωγραφιά στο τετράδιο των καλλιτεχνικών. Ήταν εκείνο που λέγαμε «μισό- μισό». Λευκή σελίδα στο πάνω μέρος για να χωρέσει τις .. καλλιτεχνίες μας και γραμμές από κάτω για να .. ζωγραφίσουμε το κείμενο. Ναι, να ζωγραφίσουμε. Τα κείμενα τότε δεν τα γράφαμε απλά. Βάζαμε όλη μας την τέχνη να σκαλίσουμε γράμματα καλλιγραφικά και επιδέξια. Με «κατσουνάκια» και περικοκλάδες. Να κερδίσουμε δέκα με τόνο.
Κι ανάθεμα κι έμαθα ποτέ να ζωγραφίζω σε κείνο το τετράδιο. Άλλοτε επιστράτευα το ταλέντο της μάνας μου στα σκίτσα, άλλοτε ξεπατίκωνα έτοιμες ζωγραφιές με στυπόχαρτο κι άλλοτε μουτζούρωνα τις δικές μου εμπνεύσεις, που μόνο η .. αφηρημένη τέχνη θα εκτιμούσε. Αλλά μία φορά τα χρόνο το δεκάρι το ‘χα σίγουρο.
Τέντωνα το αυτί όλη μέρα και περίμενα το τηλεφώνημά του. Δύσκολο πράγμα το τηλέφωνο εκείνη την εποχή. Κάναμε αιτήσεις σωρηδόν στον ΟΤΕ, βάζαμε βουλευτές και πολιτικάντηδες να τις προωθήσουν, περιμέναμε χρόνια ,ώσπου το χαρτάκι με τον αριθμό πρωτοκόλλου κιτρίνιζε. Aλλά τηλέφωνο βλέπαμε μόνο στο μπακάλικο της γειτονιάς. Μαύρο, αυστηρό και βαλμένο σε περίοπτη θέση: στην είσοδο ακριβώς. Κι όποτε χτυπούσε ο κυρ Παντελής άφηνε τη σέσουλα στο τσουβάλι με τις φακές ή το τεφτέρι που γραφε τα βερεσέδια κι έπαιρνε ύφος … Πρέσβη για να πει το πιο μεγαλόπρεπο «παρακαλώ» του.
Στη δεκαετία του 70 για να ‘σαι μπακάλης, δεν έφτανε μόνο να λογαριάζεις σωστά και να τα καταφέρνεις με τις προμήθειες. Έπρεπε να χεις και στεντόρεια φωνή. Κι ο κυρ Παντελής είχε. Άφηνε το ακουστικό ανοικτό και έβγαινε στη γωνία να φωνάξει το επίθετο της γειτόνισσας που ζητούσαν στο τηλέφωνο. Κι έπειτα από λίγο κάποια κατέφτανε στο μπακάλικο με την ποδιά της κουζίνας ή την ρόμπα και έπιανε το ακουστικό, κοιτώντας αμήχανα την ομήγυρη.
Παραμονή Πρωτομαγιάς ήξερα πως θα ‘χουμε τηλεφώνημα. Γυρόφερνα στον κήπο, δήθεν παίζοντας, αλλά στην πραγματικότητα, σε ετοιμότητα να τρέξω μόλις ακούσω το κάλεσμα. Κι όταν αυτό ερχόταν έτρεχα αναψοκοκκινισμένη και βούταγα το ακουστικό.
- Θειούλη μου, θα πάμε στα Φιλαδέλφεια έτσι? Το ξέρα πως θα πάμε αύριο μαζί.
Κάτι τέτοια του λεγα χωρίς ανάσα και ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Μα δεν προλάβαινα περισσότερα γιατί ερχόταν στο μεταξύ η μάνα μου και μου παιρνε το ακουστικό από το χέρι. Τον αδερφό της τον άκουγε μόνο μία φορά τον χρόνο στο τηλέφωνο. Παραμονή Πρωτομαγιάς για να κανονιστεί η βεγγέρα. Ο θείος μου ο Κώστας ήταν πολυάσχολος. Όχι, ούτε γιατρός, ούτε δικηγόρος. Ούτε καν ξενιτεμένος. Άκουγα συχνά πως ήταν στο συνδικάτο των οικοδόμων και στο κόμμα. Μου λέγανε πως έχτιζε σπίτια σ’ όλη την Αθήνα και γι’ αυτό δεν ερχόταν συχνά να μας δει. Λέγανε κι άλλα που δεν πολυκαταλάβαινα. Θύμωνε ο πατέρας μου που κουβαλούσε τον Ριζοσπάστη στο σπίτι.
- Το κάνει επίτηδες για να μας σταμπάρουν όλοι, έλεγε στη μάνα μου.
- Ησύχασε, Βασίλη, μ’ αυτός μας έχει όλους γραμμένους εκεί που δεν πιάνει μελάνη, του απαντούσε.
Δεν μ’ ένοιαζε τι λέγανε. Εγώ τον θείο Κώστα τον λάτρευα. Ήξερα πως όλο το πρωί ήταν στην Νέα Φιλαδέλφεια. «Το πρωί .. έχω επανάσταση, ζουζουνάκι» μου λεγε «αλλά μετά θα ρθω να σε πάρω να πάμε βόλτα στο πανηγύρι». Και πράγματι ερχόταν νωρίς το απόγευμα. Κρατούσε πάντα τον Ριζοσπάστη κάτω από τη μασχάλη και πείραζε τον πατέρα μου, λέγοντάς τον δειλό. «Έχω παιδιά εγώ Κώστα» ήταν η μόνιμη επωδός.
Όση ώρα έπινε τον καφέ του στην αυλή κουβαλούσα το τετράδιο των καλλιτεχνικών και του ανέθετα τη ζωγραφιά. Γελούσε με τα καμώματά μου και σκάρωνε τα μικρά του .. αριστουργήματα μέχρι να πω κύμινο. Στα μάτια μου τότε φάνταζε .. τεράστιος. Ένας γελαστός γίγαντας που δεν φοβόταν τίποτα. Ούτε καν το τετράδιο των καλλιτεχνικών μου.
Έπειτα με ‘παιρνε από το χέρι και ξεκινούσαμε για την βόλτα μας. Θυμάμαι τη διαδρομή έξω από το γήπεδο της ΑΕΚ. Κόσμος παντού να κατευθύνεται στο πανηγύρι. Η μυρωδιά από το μαλλί της γριάς να μου γαργαλάει τα ρουθούνια. Στους πάγκους ποπ κόρν, παστέλια, λουκούμια και μαντολάτο. Ξηροί καρποί και πασατέμπος στα σακουλάκια που γραφαν αξία σε δεκάρες. Κι ο .. παράδεισος ξεκινούσε στη Δεκελείας. Πάγκοι με βιβλία και παιχνίδια. Εκείνος με τραβούσε στους πρώτους κι εγώ τον έσερνα στους δεύτερους. Αρνιόταν πεισματικά να πληρώσει για .. άχρηστα παιχνίδια. Με τον καιρό έμαθα να ζητάω αυτά που ήθελε: τον φωτεινό παντογνώστη, την ντάμα, το φιδάκι. Κι αργότερα, όσο μεγάλωνα, εγκαταλείπαμε τα παιχνίδια και τον άφηνα να μου αγοράζει μόνο βιβλία πια.
Η βόλτα κατέληγε αναγκαστικά στο περίπτερο του ΚΚΕ. Εκεί γινόμουν η μασκότ της παρέας του. Μια χρονιά μάλιστα πήρα κι ένα κόκκινο σημαιάκι ως σουβενίρ. Το πήγα σπίτι κι ο πατέρας μου κόντεψε να πάθει αποπληξία.
Έπειτα το πανηγύρι άλλαξε μορφή. Τα συνθήματα που με ξεκούφαιναν αραίωσαν κι άρχισαν οι συναυλίες. Πηγαίναμε πλέον .. οικογενειακώς. Καφέ στου Κανάκη και παγωτό και έπειτα κάπου στριμωγμένοι γύρω από το πλάτωμα να ακούσουμε τον Παπακωσταντίνου. Την τελευταία χρονιά, μέσα της δεκαετίας του 80, η κατάσταση είχε τόσο «εξευγενιστεί» που υπήρχαν ως και καθίσματα. Στο πάλκο η Αλεξίου και ο Νταλάρας. Ήταν η τελευταία φορά που τον θυμάμαι ζωντανό. Τον πείραζα:
- Που είναι θείε ο Ριζοσπάστης? Δεν τον διαβάζεις πια?
- Ανηψιά, κοίτα γύρω σου. Τώρα τον διαβάζουν όλοι.
Υ.Γ. Αφορμή στάθηκε η
Βυζαντινή Πρωτομαγιά του Χοιροβοσκού
Ετικέτες Θεωρήσεις
Permalink για το "Πρωτομαγιά στη Φιλαδέλφεια"