"Αναμνήσεις 1921" Πηνελόπη Δέλτα- Ίων Δραγούμης
Απόσπασμα από το Ημερολόγιο της Πηνελόπης Δέλτα:
Είχαμε μιλήσει πολύ για τη Μακεδονία, για τον αγώνα, για τους Βουλγάρους και τους Τούρκους, για τα ήθη και τα έθιμα εκεί. Μα ποιος είχε κόψει το κεφάλι του Παύλου Μελά και γιατί, ακόμα δεν είχα ρωτήσει, από κάποια pudeur, μήπως και ήταν πολύ intime πόνος για κείνον. Ωσπου ένα βράδυ, στο σπίτι μας, μου το διηγήθηκε.
Ηταν μετά το γεύμα, στη βεράντα είχαν φάγει εκεί τ' αδέλφια μου και ένα ή δύο φίλοι, η Παρασκευά που ήταν της παρέας, οι Κ.Χ. , και ενόσω ο πρόξενος μιλούσε με την πεθερά μου, και παρακάτω οι άντρες έπαιζαν χαρτιά και η Παρασκευά μισοτραγουδούσε με την εξαδέλφη της, στη βραδινή ζεστασιά του καλοκαιριού, εκείνος είχε καθήσει σε μια παιδική καρέγλα μπροστά μου και μου διηγήθηκε το θάνατο του παλληκαριού. Μιλούσε αργά, χαμηλόφωνα, σαν ν' αναπολούσε για τον εαυτό του το τραγικό αυτό δράμα, με τα χέρια δεμένα γύρω στο γόνατό του, με την σκεπασμένη θαμπή του φωνή, τα μάτια στυλωμένα στο σκοτάδι μπροστά του. Τον άκουα ανατριχιάζοντας, κρεμασμένη στα χείλη του. Και σα σταμάτησε, του είπα: «Στο κονσέρτο είπατε κάτι φρικτό στην εξαδέλφη μου. Θα ήθελα να σας ρωτήσω... αν σας πειράζει πολύ μην το πείτε». Σήκωσε τα μάτια του και είπε: «Σε σας τίποτε δεν με πειράζει να το πω. Τι είπα;». «Του έκοψαν το κεφάλι; Είναι αλήθεια;». «Ναι». «Ποιος το έκοψε; Γιατί;». «Οι σύντροφοί του, για να μην τον αναγνωρίσουν οι Τούρκοι και βεβαιωθούν όσα υποπτεύουνταν, πως ήταν Ελληνας αξιωματικός». «Και το ξέρει η γυναίκα του;». «Το ξέρει». «Τι φρίκη! Τι άγριο!». «Ναι, πολύ άγριο».
Εκείνος πρώτα, εκείνη λίγο αργότερα ανακαλύπτουν πως αυτό που τους συνδέει δεν είναι μια απλή φιλική σχέση:
Στο ημερολόγιό του έγραφε στην 31 Μαΐου / 3 Ιουνίου για κάποιο όνειρο που τον συγκίνησε, όπου πήγαινε «ψηλά σ' ένα χωριό στην Κρήτη, σε μια γυναίκα που αγαπούσα, και τη γυναίκα αυτήν την έλεγαν...» με τ' όνομά μου. «... Κι εκείνη, κρυφά, περνώντας, μου πήρε το χέρι και μου το φίλησε ζεστά και το έσφιξε, κι εγώ θέλησα να της φιλήσω το χέρι, μα δεν πρόφθασα...».
* Η συνάντηση στην Κηφισιά
Σηκωθήκαμε από το τραπέζι και κάποιος κάθησε στο πιάνο. Πήγα κι εγώ στο σαλονάκι και κάθησα στον καναπέ, παράμερα. Σε λίγο τον είδα που κοίταζε από το μέρος μου, πήγε παρακάτω στην είσοδο, ήρθε πάλι κοντά στην πόρτα με κλεμμένες ματιές, και τέλος μπήκε στο σαλονάκι, πλησίασε δειλά και κάθησε κοντά μου. Ηταν νευρικός, flurried, συγκινημένος. Ακουα το πιάνο και δε μιλούσα. Μου είπε λίγο δειλά: «Σας πείραξε αυτό που σας είπα στο τραπέζι;». «Τι πράμα;». «Πως είστε κοκέτα». «Μα πώς σας φάνηκε πως είμαι κοκέτα και από τις πιο επικίνδυνες; Κοσμική δεν είμαι, δε δίνω δυο παράδες για την τουαλέτα, και οι άντρες, όσοι γνωρίζω, με αηδιάζουν». «Γι' αυτό είπα η πιο επικίνδυνη». «Δεν καταλαβαίνω... Με λεν "Maman Vertu" και σχολαστική και βαρετή και δεν ξέρω τι άλλο...». «Το λεν από εκδίκηση γιατί δεν μπορούν να πλησιάσουν». «Λοιπόν;». «Για τον πολύ τον κόσμο είστε ίσως και αντιπαθητική, γιατί τον πολύ τον κόσμο τον βαστάτε μακριά, τον αποκρούετε. Είστε όμως φοβερά επικίνδυνη για όποιον σας πλησιάσει... για εκείνους που δουν την ψυχή σας...». «Δεν τη δείχνω σε κανέναν», διέκοψα απότομα, τρομαγμένη πάλι. Μια στιγμή δε μίλησε, και ύστερα είπε: «Είστε επικίνδυνη για όσους σας πλησιάσουν, ακριβώς επειδή είστε τόσο κλειστή για τους πολλούς». «Ανοησίες!», διέκοψα, και του μίλησα για το βιβλίο του, ένα έργο που μου είπε ένα βράδυ, στης αδερφής μου, που κάθουνταν κοντά μου, στο τραπέζι, πως το είχε γράψει, και του το ζήτησα μα αρνήθηκε να μου το δώσει. Του είπα: «Το δουλεύετε ακόμα;». Μου αποκρίθηκε: «Οχι, είναι έτοιμο». «Μου το αρνηθήκατε, τάχα πως είναι τόσο κακογραμμένο ώστε δε διαβάζεται!». «Ναι, για σας. Εγώ το διαβάζω». «Διορθώσετέ το και δώσετέ μου το». «Δεν μπορώ», είπε σιγά. Και πρόσθεσε: «Δεν έχω καιρό». «Τόσο σας απασχολεί το προξενείο;». «Οχι». Λίγην ώρα δε μίλησε. Γυρισμένος από το μέρος μου, με τα μάτια σκυφτά, σώπαινε. Πιο σιγά, με συμπάθεια, νιώθοντας πως κάτι τον πονούσε, ρώτησα: «Τι κάνετε;». Μ' αποκρίθηκε: «Τίποτα... Θέλω να φύγω». «Σας εννοώ», του είπα πάλι. Ξέσπασε ξαφνικά. «Και τι με μέλλει αν μ' εννοείτε, αφού δεν με βοηθείτε να φύγω από δω;». Κοντοστάθηκα. Σάστισα. Τον ρώτησα: «Πώς μπορώ εγώ να σας βοηθήσω;». Είπε απότομα: «Διώξτε με». «Εγώ;». «Ναι. Πριν με νικήσει η Κλεοπάτρα». Νευρικά, συσπασμένος πρόσθεσε: «Μόνο αυτή μπορεί να με κρατήσει εδώ, να με νικήσει, όπως νίκησε δυο δυνατούς Ρωμαίους». Του είπα: «Εσείς έχετε άλλα όνειρα, δεν πρέπει να σας φοβίζει η Κλεοπάτρα». Είπε: «Και μένα μπορεί να με εξουδετερώσει». Το είχε πει χαμηλόφωνα, με σκυφτό κεφάλι. Δεν αποκρίθηκα. Σήκωσε τα μάτια. Είχα καταλάβει. Και το είδε. Αργά έγειρε πίσω το κεφάλι με μιαν ακατάδεκτη κίνηση που του ήταν συνηθισμένη, και από μέσα από τα χαμηλωμένα του ματοτσίνουρα με κοίταζε. Του είπα σιγά: «Οχι, δεν πρέπει η Κλεοπάτρα να σας κρατήσει. Φύγετε, ριχθείτε πάλι στη δουλειά». Είπε: «Δεν μπορώ να εργαστώ. Δε μ' ενδιαφέρει τίποτε». «Ζητήσετε να σας μεταθέσουν στη Μακεδονία». «Ούτε αυτή δεν μ' ενδιαφέρει πια», είπε χαμηλόφωνα. Τον κοίταξα έτσι λιγνό, χλωμό, πεσμένο στον καναπέ κοντά μου, που δονούσε όλος. Και ήμουν κοντά του εγώ, η Κλεοπάτρα, η κοκέτα, η επικίνδυνη για τους λίγους, για κείνον... Και είπε με τη χαμηλή, voilee φωνή του: «Δεν κάνω τίποτε, και δε θέλω πια να φύγω... Και περιμένω κάθε μέρα, πότε να έρθει το βράδυ για να σας δω». Σώπασε, και μείναμε ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Και μέσα μου κάτι κατακάθιζε, δυνάμωνε, μ' έκανε ατσάλι. Πολύ ήσυχα του είπα: «Κύριε [Δραγούμη], αν νόμιζα πως το να με βλέπετε μπορούσε να σας κάνει να ξεχάσετε τα όνειρά σας είπας, θα σας έκλεια την πόρτα μου». Με το χέρι έκανε μιαν αόριστη κίνηση, που τη βλέπω ακόμα. «Λοιπόν», είπε, «κάνετέ το... Εκεί πηγαίνω».
Permalink για το ""Αναμνήσεις 1921" Πηνελόπη Δέλτα- Ίων Δραγούμης"
Είχαμε μιλήσει πολύ για τη Μακεδονία, για τον αγώνα, για τους Βουλγάρους και τους Τούρκους, για τα ήθη και τα έθιμα εκεί. Μα ποιος είχε κόψει το κεφάλι του Παύλου Μελά και γιατί, ακόμα δεν είχα ρωτήσει, από κάποια pudeur, μήπως και ήταν πολύ intime πόνος για κείνον. Ωσπου ένα βράδυ, στο σπίτι μας, μου το διηγήθηκε.
Ηταν μετά το γεύμα, στη βεράντα είχαν φάγει εκεί τ' αδέλφια μου και ένα ή δύο φίλοι, η Παρασκευά που ήταν της παρέας, οι Κ.Χ. , και ενόσω ο πρόξενος μιλούσε με την πεθερά μου, και παρακάτω οι άντρες έπαιζαν χαρτιά και η Παρασκευά μισοτραγουδούσε με την εξαδέλφη της, στη βραδινή ζεστασιά του καλοκαιριού, εκείνος είχε καθήσει σε μια παιδική καρέγλα μπροστά μου και μου διηγήθηκε το θάνατο του παλληκαριού. Μιλούσε αργά, χαμηλόφωνα, σαν ν' αναπολούσε για τον εαυτό του το τραγικό αυτό δράμα, με τα χέρια δεμένα γύρω στο γόνατό του, με την σκεπασμένη θαμπή του φωνή, τα μάτια στυλωμένα στο σκοτάδι μπροστά του. Τον άκουα ανατριχιάζοντας, κρεμασμένη στα χείλη του. Και σα σταμάτησε, του είπα: «Στο κονσέρτο είπατε κάτι φρικτό στην εξαδέλφη μου. Θα ήθελα να σας ρωτήσω... αν σας πειράζει πολύ μην το πείτε». Σήκωσε τα μάτια του και είπε: «Σε σας τίποτε δεν με πειράζει να το πω. Τι είπα;». «Του έκοψαν το κεφάλι; Είναι αλήθεια;». «Ναι». «Ποιος το έκοψε; Γιατί;». «Οι σύντροφοί του, για να μην τον αναγνωρίσουν οι Τούρκοι και βεβαιωθούν όσα υποπτεύουνταν, πως ήταν Ελληνας αξιωματικός». «Και το ξέρει η γυναίκα του;». «Το ξέρει». «Τι φρίκη! Τι άγριο!». «Ναι, πολύ άγριο».
Εκείνος πρώτα, εκείνη λίγο αργότερα ανακαλύπτουν πως αυτό που τους συνδέει δεν είναι μια απλή φιλική σχέση:
Στο ημερολόγιό του έγραφε στην 31 Μαΐου / 3 Ιουνίου για κάποιο όνειρο που τον συγκίνησε, όπου πήγαινε «ψηλά σ' ένα χωριό στην Κρήτη, σε μια γυναίκα που αγαπούσα, και τη γυναίκα αυτήν την έλεγαν...» με τ' όνομά μου. «... Κι εκείνη, κρυφά, περνώντας, μου πήρε το χέρι και μου το φίλησε ζεστά και το έσφιξε, κι εγώ θέλησα να της φιλήσω το χέρι, μα δεν πρόφθασα...».
* Η συνάντηση στην Κηφισιά
Σηκωθήκαμε από το τραπέζι και κάποιος κάθησε στο πιάνο. Πήγα κι εγώ στο σαλονάκι και κάθησα στον καναπέ, παράμερα. Σε λίγο τον είδα που κοίταζε από το μέρος μου, πήγε παρακάτω στην είσοδο, ήρθε πάλι κοντά στην πόρτα με κλεμμένες ματιές, και τέλος μπήκε στο σαλονάκι, πλησίασε δειλά και κάθησε κοντά μου. Ηταν νευρικός, flurried, συγκινημένος. Ακουα το πιάνο και δε μιλούσα. Μου είπε λίγο δειλά: «Σας πείραξε αυτό που σας είπα στο τραπέζι;». «Τι πράμα;». «Πως είστε κοκέτα». «Μα πώς σας φάνηκε πως είμαι κοκέτα και από τις πιο επικίνδυνες; Κοσμική δεν είμαι, δε δίνω δυο παράδες για την τουαλέτα, και οι άντρες, όσοι γνωρίζω, με αηδιάζουν». «Γι' αυτό είπα η πιο επικίνδυνη». «Δεν καταλαβαίνω... Με λεν "Maman Vertu" και σχολαστική και βαρετή και δεν ξέρω τι άλλο...». «Το λεν από εκδίκηση γιατί δεν μπορούν να πλησιάσουν». «Λοιπόν;». «Για τον πολύ τον κόσμο είστε ίσως και αντιπαθητική, γιατί τον πολύ τον κόσμο τον βαστάτε μακριά, τον αποκρούετε. Είστε όμως φοβερά επικίνδυνη για όποιον σας πλησιάσει... για εκείνους που δουν την ψυχή σας...». «Δεν τη δείχνω σε κανέναν», διέκοψα απότομα, τρομαγμένη πάλι. Μια στιγμή δε μίλησε, και ύστερα είπε: «Είστε επικίνδυνη για όσους σας πλησιάσουν, ακριβώς επειδή είστε τόσο κλειστή για τους πολλούς». «Ανοησίες!», διέκοψα, και του μίλησα για το βιβλίο του, ένα έργο που μου είπε ένα βράδυ, στης αδερφής μου, που κάθουνταν κοντά μου, στο τραπέζι, πως το είχε γράψει, και του το ζήτησα μα αρνήθηκε να μου το δώσει. Του είπα: «Το δουλεύετε ακόμα;». Μου αποκρίθηκε: «Οχι, είναι έτοιμο». «Μου το αρνηθήκατε, τάχα πως είναι τόσο κακογραμμένο ώστε δε διαβάζεται!». «Ναι, για σας. Εγώ το διαβάζω». «Διορθώσετέ το και δώσετέ μου το». «Δεν μπορώ», είπε σιγά. Και πρόσθεσε: «Δεν έχω καιρό». «Τόσο σας απασχολεί το προξενείο;». «Οχι». Λίγην ώρα δε μίλησε. Γυρισμένος από το μέρος μου, με τα μάτια σκυφτά, σώπαινε. Πιο σιγά, με συμπάθεια, νιώθοντας πως κάτι τον πονούσε, ρώτησα: «Τι κάνετε;». Μ' αποκρίθηκε: «Τίποτα... Θέλω να φύγω». «Σας εννοώ», του είπα πάλι. Ξέσπασε ξαφνικά. «Και τι με μέλλει αν μ' εννοείτε, αφού δεν με βοηθείτε να φύγω από δω;». Κοντοστάθηκα. Σάστισα. Τον ρώτησα: «Πώς μπορώ εγώ να σας βοηθήσω;». Είπε απότομα: «Διώξτε με». «Εγώ;». «Ναι. Πριν με νικήσει η Κλεοπάτρα». Νευρικά, συσπασμένος πρόσθεσε: «Μόνο αυτή μπορεί να με κρατήσει εδώ, να με νικήσει, όπως νίκησε δυο δυνατούς Ρωμαίους». Του είπα: «Εσείς έχετε άλλα όνειρα, δεν πρέπει να σας φοβίζει η Κλεοπάτρα». Είπε: «Και μένα μπορεί να με εξουδετερώσει». Το είχε πει χαμηλόφωνα, με σκυφτό κεφάλι. Δεν αποκρίθηκα. Σήκωσε τα μάτια. Είχα καταλάβει. Και το είδε. Αργά έγειρε πίσω το κεφάλι με μιαν ακατάδεκτη κίνηση που του ήταν συνηθισμένη, και από μέσα από τα χαμηλωμένα του ματοτσίνουρα με κοίταζε. Του είπα σιγά: «Οχι, δεν πρέπει η Κλεοπάτρα να σας κρατήσει. Φύγετε, ριχθείτε πάλι στη δουλειά». Είπε: «Δεν μπορώ να εργαστώ. Δε μ' ενδιαφέρει τίποτε». «Ζητήσετε να σας μεταθέσουν στη Μακεδονία». «Ούτε αυτή δεν μ' ενδιαφέρει πια», είπε χαμηλόφωνα. Τον κοίταξα έτσι λιγνό, χλωμό, πεσμένο στον καναπέ κοντά μου, που δονούσε όλος. Και ήμουν κοντά του εγώ, η Κλεοπάτρα, η κοκέτα, η επικίνδυνη για τους λίγους, για κείνον... Και είπε με τη χαμηλή, voilee φωνή του: «Δεν κάνω τίποτε, και δε θέλω πια να φύγω... Και περιμένω κάθε μέρα, πότε να έρθει το βράδυ για να σας δω». Σώπασε, και μείναμε ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Και μέσα μου κάτι κατακάθιζε, δυνάμωνε, μ' έκανε ατσάλι. Πολύ ήσυχα του είπα: «Κύριε [Δραγούμη], αν νόμιζα πως το να με βλέπετε μπορούσε να σας κάνει να ξεχάσετε τα όνειρά σας είπας, θα σας έκλεια την πόρτα μου». Με το χέρι έκανε μιαν αόριστη κίνηση, που τη βλέπω ακόμα. «Λοιπόν», είπε, «κάνετέ το... Εκεί πηγαίνω».
Ετικέτες Οίστρος Ακολασίας
Permalink για το ""Αναμνήσεις 1921" Πηνελόπη Δέλτα- Ίων Δραγούμης"
3 Comments:
Καλημερα..
Πώς το λέγανε το σήριαλ
για τον Δραγούμη;;..
Καλημέρα
"Η εκτέλεση"
που μπορω να βρω φωτογραφικο υλικο της πηνελοπης δελτα?
Δημοσίευση σχολίου
<< Home