Tabs: Blog | About Me |

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 13

Ερωτικής αλληλογραφίας .. το ανάγνωσμα

Συνέχεια στις ερωτικές επιστολές. Σαν να κρυφοκοιτάς από την κλειδαρότρυπα τους πιο δημιουργικούς εαυτούς των ανθρώπων. Τους ερωτευμένους εαυτούς τους.

Σαρλ Μποντλέρ - Απολονί Σαμπατιέ

Ο μεγάλος έρωτας στη ζωή του γάλλου ποιητή ήταν η Ζαν Ντυβάλ, η εικόνα της οποίας αναδύεται συχνά από τους στίχους των «Λουλουδιών του κακού» (1857). Η ταραχώδης και επώδυνη σχέση τους διακόπηκε για αδιευκρίνιστους λόγους γύρω στο 1852, ύστερα από 14 χρόνια πάθους και οπίου. Συντετριμμένος από το τέλος ενός καταστροφικού έρωτα, ο Μποντλέρ προτίμησε να κρατήσει την επόμενη σχέση του σε... επιστολογραφικό επίπεδο. Το νέο αντικείμενο του (εγγράφου) πόθου του ήταν η Απολονί Σαμπατιέ, μια όμορφη εταίρα με πεδίο «δράσης» το επίκεντρο του καλλιτεχνικού κόσμου. Αρχισε να της στέλνει ανώνυμες επιστολές στα τέλη του 1852 και συνέχισε ως την άνοιξη του 1855. Οι επιστολές αυτές είναι γραμμένες σε επίσημο τόνο και γεμάτες εξάρσεις λατρείας. Κάποια στιγμή η Απολονί ανακάλυψε την ταυτότητα του αποστολέα και τον ερωτεύθηκε παράφορα. Ο Μποντλέρ έκανε πίσω:

«Ειλικρινά, κυρία, σας ζητώ συγγνώμη χίλιες φορές γι' αυτό το ανόητο, ανώνυμο παιχνίδι που θυμίζει παιδιάστικα καμώματα ­ αλλά τι να κάνω; Είμαι τόσο εγωιστής όσο ένα μικρό παιδί ή ένας ανάπηρος. Οταν υποφέρω, σκέφτομαι εκείνους που αγαπώ. Οι σκέψεις που αφορούν εσάς παίρνουν συνήθως τη μορφή στίχων και όταν οι στίχοι αυτοί ολοκληρώνονται, δεν μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία να τους δείξω στο πρόσωπο που τους ενέπνευσε. Την ίδια όμως στιγμή κρύβομαι, όπως κάποιος που φοβάται μήπως φανεί γελοίος ­ δεν υπάρχει πάντα κάτι το πραγματικά κωμικό στην αγάπη; ­ ειδικά για κείνους που δεν αναμειγνύονται. Σας ορκίζομαι όμως ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα εκθέσω τον εαυτό μου στη γελοιότητα. Οσο παράλογα και αν σας φαίνονται όλα αυτά, να θυμάστε ότι υπάρχει μια καρδιά όπου η εικόνα σας είναι πάντα ζωντανή. Θα ήταν λοιπόν σκληρό να την κοροϊδέψετε» (9 Μαΐου 1853).

Αντον Τσέχοφ - Ολγα Κνίπερ

Ο μεγάλος ρώσος θεατρικός συγγραφέας (1860-1904) είδε για πρώτη φορά την Ολγα Κνίπερ τον Σεπτέμβριο του 1898, καθώς παρακολουθούσε μια πρόβα ενός έργου του Τολστόι, του «Τσάρος Φιόντορ Ιοάνοβιτς», όπου εκείνη έκανε την Ιρίνα, τη γυναίκα του τσάρου. «Η φωνή της, η ευγένειά της, η ειλικρίνειά της ­ όλα είναι τόσο φίνα που σου προκαλούν ένα σπασμό στον λαιμό... Αν έμενα στη Μόσχα, θα ερωτευόμουν οπωσδήποτε αυτή την Ιρίνα». Συναντήθηκαν ξανά και η Ολγα έπαιξε ένα ρόλο στον «Γλάρο» του. Παντρεύτηκαν το 1901. Οι βιογράφοι διαφωνούν σχετικά με τον αριθμό των γυναικών που πέρασαν από τη ζωή του Τσέχοφ πριν και μετά τον γάμο του με την Κνίπερ. Ολοι όμως συμφωνούν ότι το ζευγάρι αγαπιόταν με πάθος και τρυφερότητα. Συχνά αναγκάζονταν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων της Ολγας κι έτσι τους δινόταν η ευκαιρία να αλληλογραφούν. Τα γράμματά τους διακρίνονται για την ευρύτατη χρήση χαϊδευτικών ονομάτων: κουταβάκι, κροκοδειλάκι, κατσαριδούλα, χρυσόψαρο, πέρκα... Η Ολγα ήταν στο πλευρό του Αντον στη Γερμανία, όταν ξαφνικά ένα πρωινό του 1904 ο σφυγμός του έγινε αδύναμος και η αναπνοή του ακανόνιστη. Ο γιατρός ήρθε εσπευσμένα και παρήγγειλε ένα μπουκάλι... σαμπάνιας για να τον συνεφέρει. «Πεθαίνω» είπε ο Τσέχοφ, πίνοντας στην υγεία της γυναίκας του. «Πάει καιρός από την τελευταία φορά που ήπια σαμπάνια». Στη συνέχεια ξάπλωσε και πέθανε.

«Τι απαίσιο όνειρο που είδα! Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν στο κρεβάτι με κάποια που δεν ήταν εσύ ­ κάποια γυναίκα φοβερά απωθητική, μια ξιπασμένη καστανομάλλα ­ και το όνειρο αυτό κράτησε πάνω από μία ώρα. Τώρα αυτό πώς το ερμηνεύεις; Θέλω να σε δω, γλυκιά μου. Θέλω να μιλήσω με τη γυναίκα μου, τη μοναδική μου γυναίκα... Δεν έχω κανένα νέο. Το μόνο θέμα συζήτησης εδώ πέρα είναι οι Γιαπωνέζοι... Εύχομαι ο Θεός να σε έχει καλά και να σε προστατεύει. Μην γκρινιάζεις, μη δουλεύεις υπερβολικά και να είσαι ευδιάθετη... Σε αγκαλιάζω, μικρή κατσαριδούλα μου, και σου στέλνω ένα εκατομμύριο φιλιά» (Γιάλτα, 6 Μαρτίου 1904)

Λόρδος Μπάιρον - Λαίδη Κάρολιν Λαμπ




Οταν η Κάρολιν Λαμπ συνάντησε τον Λόρδο Μπάιρον, έγραψε στο ημερολόγιό της ότι ήταν «τρελός, κακός και επικίνδυνος». Συγχρόνως προφήτευσε: «Αυτό το όμορφο χλωμό πρόσωπο θα είναι η μοίρα μου». Και πράγματι ήταν ­ τουλάχιστον για τους τρεις μήνες που διήρκεσε η σχέση τους. Μετά εκείνος άρχισε να τη βαριέται. Οχι ότι ήταν καμιά αξιολύπητη γυναικούλα που έπεσε θύμα αυτού του άκαρδου καρδιοκατακτητή. Αντιθέτως, ήταν μια φημισμένη κοκέτα με πληθώρα κατακτήσεων. Ο ίδιος ο Μπάιρον την περιέγραψε ως «το πιο παράλογο, επικίνδυνο και σαγηνευτικό πλάσμα στη γη». Η Κάρολιν δεν φημιζόταν για τη διακριτικότητά της και έτσι τα κουτσομπολιά για τη σχέση της με τον Μπάιρον έφθασαν γρήγορα στα αφτιά του άντρα της, που της απαγόρευσε να βλέπει τον εραστή της. Ακολούθησαν πολλοί τσακωμοί, υστερίες, απειλές και γενικά η σύντομη αυτή ερωτική ιστορία δεν ήταν μία από τις πιο ευχάριστες. Ο Μπάιρον προτίμησε τελικά τη συντροφιά της πολυαγαπημένης ετεροθαλούς αδελφής του, της Αυγούστας, και έτσι εγκατέλειψε την Κάρολιν. Το 1814 η Αυγούστα γέννησε μια κόρη ­ πιθανότατα του Μπάιρον: όλη η Αγγλία σκανδαλίστηκε και εκείνος έφυγε από τη χώρα.

«Αγαπημένη μου Κάρολιν... Αν τα δάκρυα ­ τα οποία είδες και που ξέρεις ότι δεν συνηθίζω να χύνω ­, αν η αναστάτωση που με κατέλαβε όταν αποχωριζόμαστε ­ αν όλα όσα έχω πει και κάνει και είμαι ακόμη πανέτοιμος να πω και να κάνω δεν σου έχουν επαρκώς αποδείξει ποια είναι και πρέπει πάντα να είναι τα πραγματικά μου αισθήματα για σένα, αγάπη μου, τότε δεν έχω καμία άλλη απόδειξη να σου δώσω. Ο Θεός το ξέρει πόσο εύχομαι την ευτυχία σου και όταν σε εγκαταλείψω ­ ή μάλλον όταν εσύ με εγκαταλείψεις από αίσθηση καθήκοντος στον σύζυγό σου ­ τότε θα αναγνωρίσεις την αλήθεια αυτού που ξανά υπόσχομαι και ορκίζομαι, ότι δηλαδή καμία άλλη δεν θα πάρει ποτέ (με πράξεις ή με λόγια) τη θέση σου στην καρδιά μου, που θα είναι πάντα αφιερωμένη σε σένα, ώσπου να μην είμαι πια τίποτε... Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα το μάθει αυτό... ήμουν και είμαι δικός σου ολοκληρωτικά για να σε υπακούω, να σε τιμώ, να σε αγαπώ ­ και να δραπετεύσω μαζί σου όποτε και όπως εσύ θα ορίσεις» (Αύγουστος 1812;).

Κωστής Παλαμάς - Ραχήλ (Ελένη Κορτζά)

Οταν πρωτοσυναντήθηκαν σε ένα φιλικό σπίτι τα Χριστούγεννα του 1921, η Ελένη Κορτζά ήταν μια όμορφη, φιλομαθής κοπέλα γύρω στα 20. Παρ' ότι αγνοούσε την ύπαρξή του («Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά»), η Ελένη κατάφερε να εντυπωσιάσει τον εξηντάρη τότε Παλαμά, όχι μόνο με τη μορφή αλλά και με τη μόρφωσή της. Η συζήτησή τους γύρω από τον Μποντλέρ και τον Ουγκό αποδείχθηκε τόσο ενδιαφέρουσα που συμφώνησαν ότι πρέπει να συνεχιστεί. Ετσι, για τον σκοπό αυτόν άρχισαν, παρουσία και άλλων ενδιαφερομένων, να συναντιούνται κάθε Σάββατο στο ίδιο σπίτι ­ κάτι σαν κοσμικό φιλολογικό «σαλόνι» της εποχής. Ο Παλαμάς όμως δεν άντεχε την πολυκοσμία και ζήτησε από την Ελένη να τον επισκέπτεται στο Κελλί (το «ησυχαστήριο» και σπουδαστήριό του). Σιγά σιγά αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ερωτική σχέση που έδωσε νέα πνοή στον κουρασμένο ποιητή: οι φόβοι, οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες καταλάγιασαν χάρη στο γεμάτο προσμονή και πίστη βλέμμα της Ελένης. Και εκείνη όμως με τη σειρά της ­ που έπασχε από φυματίωση και είχε μια μελαγχολική φύση ­ άντλησε δύναμη από την προσοχή αυτή που την κολάκευε τόσο. Συχνά, κυρίως τους χειμώνες, αναγκάζονταν να μείνουν χωριστά, εφόσον η άρρωστη Ελένη έπρεπε να αναζητήσει ηπιότερα κλίματα. Τα διαστήματα αυτά αλληλογραφούσαν εκτεταμένα. Στα γράμματά του ο Παλαμάς άρχισε να την αποκαλεί «Ραχήλ». Η σχέση συνεχίστηκε σίγουρα ως τον Αύγουστο του 1935 ­ τότε χρονολογείται το τελευταίο γράμμα που διασώθηκε. Από εκεί και πέρα δεν είμαστε σίγουροι. Η Ελένη ακολούθησε τον στρατηγό πατέρα της στην Αίγυπτο και μετά στη Νότιο Αφρική. Οταν επέστρεψε το 1944, ο Παλαμάς είχε πια πεθάνει.

«Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου ­ και μάλιστα το τελευταίο σου ­ είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά. Μάλιστα γίνονται ομορφότερα. Μα η αλήθεια είναι πως θα τα ήθελα τα μάτια αυτά (παραμερίζοντας κάθε αισθητικό εγωισμό), πως θα τα ήθελα να μη πνίγονται δακρυσμένα, θα τα ήθελα ολοκάθαρα να λάμπουν και να χαμογελούν με το χαμόγελο εκείνο των ωραίων ματιών που κάποτε και πότε είναι εκφραστικώτερο και ποθητότερο από το χαμόγελο που ανατέλλει στα χείλη· κάποτε και πότε σημειώνω, γιατί δεν είναι τίποτε ωραιότερο ­ καθώς κάπου το παρατηρεί και ο Τολστόης ­ από το χαμόγελο του ανθρώπου· το μειδίαμα, βέβαια, που κέντρο του το στόμα είναι, μα που απλώνεται φωτίζοντας, με το φως μιας αυγής, ολόκληρο το πρόσωπο... Τα γράμματά σου πώς πονούν! Παλμός τους είναι η μελαγχολία, μια deception τα τρεμοσαλεύει κ' ένας φόβος τα κιτρινίζει. Αστείος και αφελής θα ήμουν αν προσπαθούσα να σε παρηγορήσω. Μα και δεν πρέπει να σου σιωπήσω δυο πράγματα: Πρώτα, πως μου δίνουν κ' εμένα ένα πένθος που όσο κι αν είναι δυσκολοέκφραστο, εύκολα θα μπορής να το εννοήσης. Επειτα και μαζί πως μου δίνουν μια χαρά. Το πένθος είναι από το πένθος σου, και η χαρά από τη σκέψη πως με θεωρείς άξιο της εμπιστοσύνης σου ώστε να γέρνης προς την ψυχή μου το πρόσωπο της θλίψης σου» (31 Αυγούστου 1924).

Γεώργιος Παπανδρέου - Σοφία Μινέικο

«Σπάνια δύο ερωτευμένοι είχαν την τύχη να ζήσουν τον προσωπικό τους μύθο στην πρώτη γραμμή της Πολιτικής μας Ιστορίας. Γεύτηκαν τα μεγάλα γεγονότα μαζί με τον μεγάλο έρωτα». Με αυτή τη φράση (που περιέχεται στο βιβλίο του «Ακριβή μου Σοφία») ο Φρέντυ Γερμανός συνοψίζει τη σχέση του Γεώργιου Παπανδρέου και της Σοφίας Μινέικο, πρώτης του γυναίκας και μητέρας του Ανδρέα. Γνωρίστηκαν το 1907 στην Αθήνα, όπου ήταν και οι δύο φοιτητές στο Πανεπιστήμιο: εκείνος σπούδαζε Νομική και εκείνη Φιλολογία. Τράβηξε πρώτη φορά την προσοχή της όταν ένα μεσημέρι είδε κάτι χωροφύλακες εφ' όπλου λόγχη να τον σπρώχνουν στα σκαλιά του Πανεπιστημίου: «Πόσο τον πόνεσα εκείνη τη μέρα. Πόνεσα τα νιάτα του ­ τη φλόγα του. Δεν άντεχα να βλέπω να τον κλωτσάνε εκείνοι οι χωροφύλακες...». Η Σοφία, κόρη ενός αυστηρού πολωνού στρατηγού, δεν μπόρεσε να αντισταθεί για πολύ στην πολιορκία του νεαρού Παπανδρέου, που άρχισε να τη βομβαρδίζει με φλογερά γράμματα: «Είμαι ένας παράξενος άνθρωπος, Σοφία μου. Δεν συλλογίζομαι τα μελλούμενα· ούτε την ένωσή μας ή τα γεράματα. Χαίρομαι μόνο την καρδιά μου που σπαρταράει· αγαπώ τον πόνο μου». Τελικά παντρεύτηκαν το 1913, λίγο πριν ο Γεώργιος αναχωρήσει ξανά για σπουδές στη Γερμανία. Εμειναν μαζί πολλά χρόνια, ώσπου ο Παπανδρέου, παράφορα ερωτευμένος με την Κυβέλη, την ντίβα της εποχής, την εγκατέλειψε. Η Σοφία δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπά. Ενθυμούμενη την ημέρα που έλαβε τα νέα του θανάτου του (1 Νοεμβρίου 1968) είπε: «Μόνο τότε πίστεψα πως τον είχα χάσει».

«Παρηγορήσου, Σοφία μου, όσο μπορείς. Το μέλλον μας, το αύριο, είναι κοινό πια για μας· ό,τι και να γίνη ψηλά ή χαμηλά, σ' την άβυσσο ή σ' τα σύννεφα, με την κατάρα ή με την ευλογία των άλλων, εμείς, αν δεν προφθάση ο θάνατος, ενωρίς ή αργά, θα παρθούμε...» (απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου, όταν ήταν ακόμη δεκανέας του Δωδέκατου Συντάγματος στην Πάτρα, το 1910).

«Αγάπη μου, αγάπη μου γλυκειά, δυο μάτια καρφωμένα μέσα μου μ' ακολουθούν παντού· από την ώρα που χωρίσαμε στο τραμ, τα μάτια σου, τα παρθενικά, τα τίμια κι αγαπημένα. Εφευγα κι η καρδιά μου ολάκερη γύριζε πάλι, Σοφία μου, σε σένα, αγάπη μου γλυκειά. Εμπαινα στον ηλεκτρικό, μπήκα στις βάρκες, ανέβηκα στο παπόρι κι ένας πόνος και μια ανησυχία βαθειά μου βάραινε την καρδιά!» (απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου καθώς αναχωρεί τον Μάιο του 1911 για σπουδές στη Γερμανία).

Πηνελόπη Σ. Δέλτα - Ιων Δραγούμης

Γνωρίστηκαν σε κάποια επίσημη δεξίωση στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια του 1905. Συνέχισαν να συναντιούνται σε παρόμοιες εκδηλώσεις και σύντομα διαπίστωσαν την αμοιβαία έλξη τους. Επειδή η Πηνελόπη ήταν παντρεμένη (με τον Στέφανο Δέλτα), προσπάθησαν από νωρίς να σταματήσουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Στάθηκε όμως αδύνατο να αντισταθούν. Το κοινωνικό και ηθικό κατεστημένο της εποχής σε συνδυασμό με την επιθυμία της Δέλτα να μείνει πιστή σε κάποιες προσωπικές της αξίες προκάλεσαν αλλεπάλληλα εμπόδια στη σχέση. Εκείνη δεν ήθελε να δημιουργήσει στην πράξη ένα «δεσμό» προτού χωρίσει με τον σύζυγό της. Αποφασίζοντας να είναι ειλικρινής μαζί του, του εξομολογήθηκε τον έρωτά της για τον Δραγούμη. Η ενέργειά της αυτή δυστυχώς δεν βοήθησε την κατάσταση: δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ένα διαζύγιο και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Η σκέψη και η απόπειρα της αυτοκτονίας εμφανιζόταν συχνά ως η μόνη λύση. Ατέλειωτα δάκρυα, αγωνία και πόνος ήταν οι σταθερές συντεταγμένες αυτού του ανολοκλήρωτου έρωτα. Μοναδικές στιγμές ανάπαυλας οι κρυφές συναντήσεις των ερωτευμένων καθώς και η παθιασμένη αλληλογραφία τους. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το τελευταίο (χρονολογικά) γράμμα που έχει σωθεί:

«Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ιων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με... Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι· τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ' αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ιων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ' αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ' άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ιων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν "τρελός για μένα", έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα... Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει "τιμή" και "λόγος". Ξέρω μόνο πως σ' αγαπώ, τ' ακούς, Ιων; σ' αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ' έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω "σ' αγαπώ", μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει...» (27 Ιουλίου 1906).

Αγγελος Σικελιανός - Αννα Σικελιανού

«Αυτά τα γράμματα είναι ένας πύρινος διάλογος με μένα, ή καλύτερα ένας μονόλογος και πολλές φορές μου εξομολογιέται τη βιολογική αναζήτηση του Είναι του, τον επίμονο πόθο του για την πληρότητα στην ένωσή του με το Θεό, με τη Ζωή και με το Θάνατο...» εκμυστηρεύεται η παραλήπτρια των εν λόγω γραμμάτων στον πρόλογο του βιβλίου «Γράμματα στην Αννα». Ο γνωστός ποιητής γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του την άνοιξη του 1938 (η πρώτη ήταν η Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ). Ο έρωτας ήρθε αμέσως: «Λίγες μέρες μετά τη συνάντησή μας, με συνόδεψε στο Βόλο με το τρένο... Αγόρασε τα εισιτήρια όλου του διαμερίσματος, για να μπορεί να μου μιλάει ελεύθερα. Μου μιλάει στον πληθυντικό, δεν μου αγγίζει ούτε το χέρι» περιγράφει η ίδια λίγο παρακάτω. Η Αννα ήταν ήδη παντρεμένη εκείνη την εποχή. Δεν δίστασε όμως να εγκαταλείψει τον σύζυγό της (που έπαθε νευρικό κλονισμό και την ανάγκασε να επιστρέψει κοντά του για πέντε ακόμη μήνες) και να παντρευτεί τον Σικελιανό το 1940. Εμειναν μαζί ως τον θάνατο του ποιητή, το 1951. Οπως φανερώνει η παρακάτω επιστολή, η σχέση τους ήταν ιδιαίτερα έντονη:

«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ' αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας!

Α, πώς δουλεύει μέρα - νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοής μου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου. Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ' έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής! Να Σε ζητώ μ' όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε 'γγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου. Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ενα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική...» (2 Ιουλίου 1939, Αθήνα).

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ερωτικής αλληλογραφίας .. το ανάγνωσμα"