24 χρόνια κι όμως ακόμη ... όλα σε θυμίζουν!
Ίσως να φταίνε και οι συγκυρίες γιατί ο Μάνος Λοϊζος δεν είχε μόνο το χάρισμα να δημιουργεί εξαιρετικές μελωδίες. Στάθηκε τυχερός που η πορεία του συνέπεσε με τη πορεία μεγάλων ερμηνευτών όπως του Γ.Νταλάρα, της Χ.Αλεξίου, του Γ.Καλατζή, της Δ.Γαλάνη , του Β.Παπακωνσταντίνου και άλλων που με τη φωνή τους ανέδειξαν την ομορφιά των τραγούδιων του. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απο την αρχή.
Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από το γάμο του Κύπριου Ανδρέα Λοίζου και της Ροδίτισσας Δέσποινας Μανάκη. Καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια και πέρασε τα παιδικά του χρόνια μεγαλώνοντας στις γειτονιές της Αλεξάνδρειας. Με τη μουσική άρχισε να ασχολείται από τα 14 του όταν και ζήτησε από τον πατέρα του να του αγοράσει ένα βιολί.
Στα 17 του αποφασίζει να έλθει στην Αθήνα για σπούδες.Έτσι λοιπόν το καλοκαίρι του 1955 γράφεται στην Φαρμακευτική Σχολή την οποία όμως εγκαταλείπει μέτα από ένα χρόνο βλέποντας ότι τον αφήνει αδιάφορο. Το 1956 μπαίνει στην Ανωτάτη Εμπορική όπου βλέπει ότι παράλληλα θα του μένει χρόνος να ασχολείται και με άλλα πράγματα, κυρίως με την μουσική. Τελικά το 1960 διακόπτει οριστικά τις σπουδές του. Ψάχνει να βρει τι είναι αυτό που τον τραβάει. Ολα αυτά τα χρόνια στην Αθήνα διάβαζε ποιήματα, συνέθετε, πειραματιζόταν, έπαιζε κιθάρα. Βλέπει τελικά ότι το άστρο του είναι η μουσική.
Η απόφασή του όμως να ασχοληθεί με τη μουσική του στερεί το συνάλλαγμα που δικαιούνταν σαν φοιτητής και με τα λιγοστά χρήματα που κρύφα του στέλνει ο πατέρας του από την Αλεξάνδρεια προσπάθει να τα βγάλει πέρα. Ηταν τα πιο δύσκολα χρόνια της ζωής του Μάνου. Είναι δραματικά φτωχός, αναγκάζεται να μένει σε φίλους, γνωστούς ενώ πιάνει δουλεία σαν γκαρσόνι με αντάλλαγμα το καθημερινό του φαγητό.
Το 1960 ο Μάνος συνθέτει το πρώτο του τραγούδι "Το τραγουδι του Δρόμου" ένα ποιήμα του Λόρκα το οποίο είδε δημοσιοποιημένο σε εφημερίδα. Το τραγούδι αυτό ήταν το έναυσμα για να έρθει σε επάφη με τους άλλους καλλιτέχνες της εποχής του, να συζητήσει, να προβληματιστεί μαζί τους. Η δημιουργία του Σ.Φ.Ε.Μ (Σύλλογος Φίλων Ελληνικής Μουσικής) τον Απρίλη του 1962 ήταν το επισφράγισμα αυτών των γνωριμιών και το στήριγμα πάνω στο οποίο συνθέτες, τραγουδιστές, μουσικοί, ποιητές θα παρουσίαζαν το έργο τους. Με επικεφαλής το Μίκη Θεοδωράκη και μέλη όπως ο Δ.Σαββόπουλος, η Μ.Φαραντούρη, ο Μ.Ελευθερίου, ο Μ.Λοϊζος και άλλοι ήταν σίγουρο πως η ελληνική μουσική βρισκόταν σε πολύ καλό δρόμο. Με διευθυντή ορχήστρας τον Μάνο ο Σ.Φ.Ε.Μ δίνει συναυλίες και γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής.
Την χρονιά που ιδρύεται ο Σ.Φ.Ε.Μ ο Μ.Λοίζος γνωρίζεται με τη στιχουργό Μ.Λήμνου την οποία θα παντρευτεί ένα χρόνο αργότερα. Την ίδια εποχή μαζί με το Δ.Σαββόπουλο και τη Μ.Φαραντούρη εργάζεται σε μια μπουάτ στο Κολωνάκι για 100 δρχ την μέρα. Το 1966 γεννιέται η κόρη του Μάνου η Μυρσίνη Λοϊζου ενώ την ίδια περίπου εποχή γνωρίζεται με το Λευτέρη Παπαδόπουλο και μεταξύ τους αναπτύσσεται μια ιδιαίτερα στενή σχέση η οποία θα διαρκέσει πολλά χρόνια και θα αποφέρει πολύ όμορφα τραγούδια.
Το πραξικόπημα του 1967 αλλάζει τα δεδομένα. Αρχίζουν οι συλλήψεις πρώτα ο Δ.Σαββόπουλος και στη συνέχεια ο Μ.Θεοδωράκης. Ο Λοϊζος για να γλυτώσει την σύλληψη φεύγει για την Αγγλία μαζί με την γυναίκα του όμως εκεί είναι απελπιστικά μόνος χωρίς χρήματα και φίλους. Μέτα από 6 μήνες επιστρέφει στην Ελλάδα όπου βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Λ.Παπαδόπουλου. Γίνονται αχώριστοι. Καθημερινά περνούν πολλές ώρες μαζί γράφοντας τραγούδια και το φθινόπωρο του 1968 βγάζουν μαζί το πρώτο δίσκο του Μάνου με τίτλο "Ο Σταθμός" σε στίχους του Λ.Παπαδόπουλου με κύριο ερμηνευτή το Γ.Καλατζή. Από το δίσκο αυτό ξεχωρίζουν το "Δελφίνι Δελφινάκι" , "Το Παλιό Ρολόι" ,"Ο Σταθμός", "Η Δουλειά Κάνει Τους Άντρες"
Η επιτυχία του "Σταθμού" δημιουργεί μια νέα οικονομική προοπτική για το Μάνο. Του γίνονται προτάσεις για θέατρο, κινηματογράφο. Αρχίζει να ανασαίνει οικονομικά και έτσι μαζί με τη γυναίκα του μετακομίζει σε μια πάροδο της οδού Μεσογείων. Εκεί το σπίτι τους καθημερινά γεμίζει από νέους τραγουδιστές οι οποίοι βλέπουν στο πρόσωπο του Μάνου το νέο τους συνθέτη. Ο Γ.Καλατζής και ο Γ.Νταλάρας είναι οι συχνότεροι επισκέπτες και σε αυτούς θα στηρίξει και τον επόμενο δίσκο του το 1970, "Θαλασσογραφίες" πάνω σε στίχους του Λ.Παπαδόπουλου. Το 1971 ο Μ.Λοϊζος θα κυκλοφορήσει τον τρίτο του δίσκο"Να 'χαμε Τι Να 'χαμε" πάλι σε στίχους του Λ.Παπαδόπουλου και με κύριους ερμηνευτές τους Γ.Νταλάρα και Γ.Καλατζή.
Το 1971 και ενώ ο Μ.Λοϊζος βρίσκεται σε διάσταση με τη Μ.Λήμνου θα γνωρίσει στη Κύπρο τη Δ. Σιτζάνη η οποία μέλει να γίνει η δεύτερη γυναίκα του. Μένουν μαζι στο Χολαργό όπου ο Μάνος αρχίζει να μελετάει συστηματικά Ρίτσο, Σεφέρη, Εγγονόπουλο , Ελύτη, Χικμέτ.
Την ίδια εποχή που κυκλοφορεί ο δίσκος "Να ΄χαμε Τι Να ΄χαμε" ο Μάνος δουλεύει τον "Τσε" και την "Πρώτη Μαϊου" σε στίχους δικούς του, τραγούδια που λόγω της λογοκρισίας δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν. Τη νύχτα της 17ης Νοεμβρίου 1973 ο Λοϊζος δεν θα την ξεχάσει στα υπόλοιπα 9 χρόνια της ζωής του. Μια ομάδα "οργάνων" του καθεστώτος με κλωτσιές στην πόρτα και κραυγές , θα τον συλλάβει μπροστά στα έντρομα μάτια της κόρης του και θα τον οδηγήσουν στα μπουντρούμια της χωροφυλακής Νέας Ιωνίας. Μέτα από μια σειρά ενεργείων θα αφεθεί ελευθερος έπειτα από 9 μέρες.
Με το γκρέμισμα της χούντας θα λυτρωθει όλη η Ελλάδα μαζί και ο Μ.Λοϊζος. Θα σταματήσουν οι περιπέτειες με την ασφάλεια αλλά και η αγωνία του για το αν θα τον απελάσουν μιάς και έχει Κυπριακό διαβατήριο. Έχει την δυνατότητα να κυκλοφορήσει σε δίσκους τραγόυδια που έγραψε όλα αυτα τα χρόνια αλλά η λογοκρισία δεν επέτρεψε να κυκλοφορήσουν. Έτσι λοιπόν το 1975 κυκλοφορούν "Τα Νέγρικα" σε στίχους του Γ.Νεγρεπόντη και την ίδια εποχή θα κυκλοφορήσουν "Τα Τραγούδια Του Δρόμου" με πολλά τραγούδια να ξεχωρίζουν όπως "Ο Δρόμος" , "Ο Στρατιώτης" ,"Τσε", "Το Ακκορντεόν" , "Ο Γ΄ Παγκόσμιος" "Ο Μέρμυγκας", "Μη Με Ρωτάς".
Τα πρώτα προβλήματα με την υγεία του δεν αργούν να κάνουν την εμφανισή τους.
Ο Λ.Παπαδόπουλος λέει γι αυτόν "Η ζωή του είναι η ζωή ενός νταβραντισμένου δεκαοχτάχρονου. Ξενυχτάει πίνει, καπνίζει και κάνοντας χιούμορ ζητάει ειδικές ξενόγλωσσες σάλτσες για το φαγητό του ενώ έχει λανσάρει ειδικό ωράριο για τη χρήση του αλκοόλ. "Κατά τις εντεκάμισι αστοιχείωτε Λευτέρη που είσαι ακόμα στο Δεμέστιχα, πίνουμε ένα με δύο ούζα. Το μεσημέρι, με το φαγητό ζητάμε το κρασί του Πυθαγόρα, το πορτογαλέζικο Ματέους, εκτός αν μας έχουν σερβίρει ψάρι οπότε πίνουμε ρετσίνα από το βαρέλι του ταβερνιάρη της γειτονιάς. Το απόγευμα και ώσπου να δύσει ο ήλιος , πίνουμε καμπάρι με σόδα και όλα τα σχετικά. Όταν αρχίσει να σουρουπώνει παραγγέλνουμε ουίσκι Σιβας κατά προτίμησιν. Στο δείπνο μας φέρνουνε το μεσημεριανό κρασί - προσοχή παρακαλώ μέσα στο φλασκί. Και τις πρωινές ώρες καταναλίσκουμε μεγάλες ποσότητες τζίν με τόνικ."
Κάπου κάπου θυμάται τις προειδοποιήσεις των γιατρών για την υγεία του και κόβει το τσιγάρο, αρχίζει να καπνίζει πίπα, παρατά το αυτοκίνητο και όποτε είναι δυνατόν περπατά. Αυτά όμως για λίγο. Μετά ξανακατρακυλά.
Η χούντα έχει καταρρεύσει μαζί και η λογοκρισία. Ο λαός μετά από πολλά χρόνια είναι ελεύθερος να αγοράσει δίσκους του Μ. Θεοδωράκη. Είναι η εποχή των λαικών συγκεντρώσεων και των χειροκροτημάτων, της προσμονής και της ελπίδας. Αυτή την ατμόσφαιρα δεν είναι δυνατόν να μην την εκμεταλλευθούν οι δισκογραφικές εταιρίες γι΄αυτό παραγγέλνουν από τους συνθέτες τραγούδια μεγαλόστομα , εμβατηριακά. Ετσι η αγορά του δίσκου πλημμυρίζει από τραγούδια για εργάτες, μετανάστες, ήρωες του Πολυτεχνείου.
Αυτήν την εποχή ο Φ. Λάδης θα παραδώσει στο Μ.Λοϊζο μια σειρά τραγουδιών που μιλάνε για συνδικάτα και απεργίες. Αυτός θα τα μελοποιήσει και θα βγάλει το δίσκο "Τα Τραγούδια Μας" μαζί με τον Γ. Νταλάρα. Ένα δίσκο που θα έχει φοβερή απήχηση στον λαό και θα πουλήσει πάνω από 100.000 αντίτυπα.
Ο Λοίζος όμως δεν σταματά εδώ. Αποφασίζει να βγάλει ένα ακόμα δίσκο αυτή τη φορά με τη Χ.Αλεξίου. Αν και λίγο πριν υποστήριζε ότι η Αλεξίου είχε φωνή μόνο για νυχτερινό κέντρο, λέει γι'αυτήν λίγο αργότερα "Είναι πολύ μεγάλη τραγουδίστρια.Έχει ψυχή" και έτσι αποφασίζει να συνεργαστεί μαζί της και μελοποιεί μια σειρά τραγουδιών που του δίνει ο Μ.Ρασούλης και ο Πυθαγόρας και λίγο αργότερα κυκλοφορεί το δίσκο "Τα Τραγούδια Της Χαρούλας" με ερμηνεύτρια την Χ.Αλεξίου.
Το 1980 ο Μ.Λοίζος προχωρά στην έκδοση ενός ακόμα δίσκου "Για Μια Μέρα Ζωής" με κύρια ερμηνεύτρια την Δ. Γαλάνη. ενώ θα ερμηνεύσει και ο ίδιος ένα δικό του ερωτικό τραγούδι το "Σ' Ακολουθώ" ενώ θα ξεχωρίσουν ακόμα η "Κουτσή Κιθάρα" του Λ.Παπαδόπουλου , "Σε Ψάχνω" και "Κι Αν Είμαι Ροκ" της Δ. Σιτζάνη και το "Η Μέρα Εκείνη Δεν Θα Αργήσει" του Φ.Λάδη.
Τα προβλήματα όμως με την υγεία του Μάνου συνεχίζονται. Όπως αναφέρει ο ίδιος έκανε γύρω στα πέντε πακέτα τσιγάρα την μέρα ενώ συνεχίζει να μην προσέχει με την υγεία του. Ο Φ. Κωνσταντινίδης παιδικός φίλος του Μάνου λέει γι αυτόν "Παρατηρούσα πως συχνά βρισκόταν σε μια κατάσταση μέθης. Και καλλιεργούσε την ιδέα ότι ήταν αθάνατος. Ότι μπορούσε να κάνει οποιαδήποτε κατάχρηση, να μπεί σε οποιαδήποτε συγκινησιακή περιπέτεια και να βγεί χωρίς απώλειες. Ναι. Καλλιεργούσε την ιδέα ότι ήταν αθάνατος."
Στις 11 Οκτωβρίου 1981 ο Μ.Λοίζος εισάγεται στο Γενικό Κρατικό με περικαρδίτιδα, νεφρική ανεπάρκεια και πίεση. Ο Μάνος θα βγεί από το νοσοκομείο αλλά δεν θα λάβει τα μέτρα του.΄Εχει στο νού του κάποια πράγματα που θέλει να κάνει ακόμα. Έχει στα χέρια του τα ποιήματα του Τούρκου Ναζίμ Χικμέτ σε απόδοση του Γ.Ρίτσου τα οποία τόσο καιρό θέλει να κυκλοφορήσει αλλά η εταιρεία του θεωρεί ότι είναι αντιεμπορικά.΄Έτσι λοιπόν στις αρχές του 1982 θα μελοποιήσει αυτά τα ποιήματα και θα κυκλοφορήσει τον δίσκο "Γράμματα στην Αγαπημένη". Δεκατέσσερα τραγούδια ντυμένα με πολύ απλή όμορφη μουσική.
Εντούτοις, το ταξίδι του στη Μόσχα και οι εξετάσεις που θα του κάνουν οι Σοβιετικοί γιατροί τον προειδοποιούν για εγκεφαλικό αν δεν κάνει "κράτει".Ο Λοϊζος όμως αυτό το κράτει δεν το καταλαβαίνει. Συνεχίζει την ζωή του σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Στις 8 Ιουνίου του 1982 θα τον χτυπήσει το πρώτο εγκεφαλικό.
Στις 12 Ιουλίου βγαίνει από το Γενικό Κρατικό σίγουρος ότι θα γίνει καλά. Στις 16 Αυγούστου ταξιδεύει για την Μόσχα όπου μέλλει να είναι και το τελευταίο του ταξίδι. Ο ίδιος ένιωθε ότι δεν θα ξαναγύριζε. Και δυστυχώς αυτή η διαίσθηση βγήκε αληθινή.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1982 και ενώ νοσηλεύεται στη Μόσχα παθαίνει και δεύτερο εγκεφαλικό.Οι γιατροί θα τον κρατήσουν στην ζωή ως τις 17 Σεπτέμβρη ώρα 3 το απόγευμα.
«…Ο Μάνος Λοϊζος είναι ένας άνθρωπος “συγγενικός”, ένας άνθρωπος που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το συναίσθημά μου. Πολλές φορές, ακούω δίσκους του, κυρίως κομμάτια με τη δική του φωνή και κάνω παρέα μαζί του.
Θυμάμαι όταν κάναμε δίσκους μαζί. Τότε όλοι οι ήχοι έβγαιναν με φυσικά όργανα. Εκείνος, για να χρωματίσει διαφορετικά, αφού δεν υπήρχαν τα συνδεσάιζερ ή τα σάμπλερ, έβαζε πινέζες στις χορδές του πιάνου για να ακουστεί σαν λατέρνα. Ζητούσε από τον μουσικό να παίξει κιθάρα με ένα σκουπάκι ή ένα χαρτί στη θέση της πένας. Πολεμούσε ώρες στο στούντιο ώσπου να βρει αυτό που ήθελε , αυτό που σκεφτόταν όταν έγραφε το τραγούδι.
Ο Μάνος ήταν τρομερός μελωδός. Έγραφε πάντοτε άμεσες μελωδίες. Το πιο σημαντικό είναι, όμως, ότι, μέσα στο χρόνο, η μουσική του είναι σαν να έχει γραφτεί σήμερα.
Βασίλης Παπακωσταντίνου: «…Συνέβη στην Σητεία, στην διάρκεια μιας συναυλίας με πολύ κόσμο. Ο Μάνος Λοϊζος διήυθυνε την ορχήστρα με γυρισμένη την πλάτη προς το κοινό. Ξαφνικά τα χέρια του άρχισαν να ατονούν. Σε δευτερόλεπτα σταμάτησε να τα κινεί. Ελλείψει εντολών οι μουσικοί σταμάτησαν να παίζουν. Μέσα στη σιωπή, ακίνητος ο Λοϊζος κοιτούσε επίμονα στο βάθος. Τρόμαξα. Νόμιζα πως κάτι έπαθε. Κατάλαβα πως παρατηρούσε κάτι πάνω από τα κεφάλια μας. Γύρισα και τότε είδα πως ακριβώς πάνω από την εξέδρα μας ανέτελλε ένα υπέροχο, ολόγιομο φεγγάρι. Ο Μάνος είχε κυριολεκτικά χαζέψει. Γύρισε στο κοινό, πλησίασε στο μικρόφωνο και είπε: «Το είδατε το φεγγάρι;».
Αυτό το περιστατικό, πιστεύω, είναι ό,τι το χαρακτηριστικότερο μπορώ να καταθέσω για τα λιβάδια όπου ταξίδευαν η ευαίσθητη ψυχή και το μυαλό. Πολύ δύσκολα απομονώνεις περιστατικά από τη ζωή σου με ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Αν δεν ήμουν γιος του πατέρα μου, θα ήθελα να είμαι γιος του Μάνου Λοϊζου…»Γιώργος Νταλάρας: «…Στην μπούατ του Γιάννη Αργύρη στην Πλάκα πρωτοσυναντηθήκαμε με το Μάνο, το 1966. Εκεί, αν και εγώ δεν είχα μπει ακόμα στη δουλειά, με άκουσε. Μετά από ενάμιση χρόνο με κάλεσε σε ακρόαση μαζί με άλλους νέους τραγουδιστές για να πω το «Ήταν οκτώ, ήταν εννιά» στο δίσκο του, «ο Σταθμός».
Για μένα ήταν μια δοκιμασία η επαφή με το Λοϊζο. Όχι όμως εξαιτίας του χαρακτήρα του. Ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος γλυκός, ζεστός, που σε κέρδιζε αμέσως κάνοντάς σε να αισθάνεσαι οικεία. Το «αγκάθι» στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, το χιούμορ του οποίου με έφερνε σε αμηχανία. Κλονίστηκα. Ο Λευτέρης, που τον γνώριζα από τα πολιτικά του άρθρα και τον σεβόμουν, μου έλεγε: «Τραγούδα, ρε!», Και αμέσως μετά: «Πώς τραγουδάς έτσι;». Ο Μάνος προσπαθούσε να τον συγκρατήσει λέγοντάς του: «Έλα, Λευτέρη, σταμάτα αυτήν την πλάκα…!»
Η δοκιμασία, τελικά, τελείωσε γρήγορα και η δουλειά κλείστηκε. Πήγα στο στούντιο . Ο «Σταθμός» αποτέλεσε τον σταθμό της γνωριμίας μου με τον Μάνο.
Ο Μάνος ήταν άνθρωπος φιλικός, ήρεμος. Καλός ακροατής. Ενέπνεε εμπιστοσύνη. Είχε χιούμορ. Έκανε πλάκες. Ανατολίτης και…τεμπέλης! Αυτό ήταν άλλωστε και το παρατσούκλι του: «τεμπέλης». Είχε και άλλο ένα: «Κεφάλας». Η τεμπελιά του πήγαζε από την αντίληψή του για τη ζωή.
Δήμητρα Γαλάνη: «…Η συνδικαλιστική δραστηριότητα με έφερε κοντά με το Μάνο. Στήνοντας το σωματείο των τραγουδιστών γνωριστήκαμε και ερήμην εργασίας κάναμε παρέα. Παρ’ ότι και οι δυο ήμασταν στην Μίνως, εκείνη την εποχή δεν είχαμε συνεργαστεί. Λέγαμε τα δικά μας πίνοντας ένα μπλάντι Μαίρη. Μεταξύ ανεκδότων και αστείων, γιατί ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος με εκπληκτικό χιούμορ, στις φιλικές κουβέντες μας εκφραζότανε η επιθυμία για μια συνεργασία.
Έτυχε ο δίσκος «Για μια μέρα ζωής» να είναι ο τελευταίος του. Δεν πρόλαβα να έχω καλλιτεχνική ανταλλαγή με το Μάνο για αρκετό καιρό.
Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας, ο Μάνος, μια συγκλονιστική περίπτωση ήθους και αγωγής, ένα πλάσμα με ελαφρύ περπάτημα, ένας άνθρωπος δηλαδή που δεν αισθανόσουν ποτέ το βάρος της παρουσίας του, αν και πάντα είχες συνείδηση του βάρους της προσωπικότητάς του, ήταν για εμένα φορέας αυτής της μοναδικής αίσθησης ανάλαφρης δροσιάς μέσα στον μεγάλο καύσωνα. Ο Μάνος ήταν από τους ανθρώπους που μου πάνε πολύ, και το λέω αυτό τελείως απαλλαγμένη από τον μύθο του χαμού του. Μιλάω σαν να ήταν ακόμα στη ζωή.
Πήγαμε το βράδυ της κηδείας του στο σπίτι του Διονύση Σαββόπουλου. Πίναμε στο όνομά του. Θυμόμασταν ιστορίες και λέγαμε ανέκδοτα. Αισθανόμουν πολύ ωραία γιατί ένιωθα ότι έτσι θα ‘θελε να γίνει. Ο Μάνος δεν ήταν μίζερος δε τίποτε. Ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικής αισθητικής.
Μανώλης Ρασούλης:
«…Το 1966 δούλευα στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή» και ένα βράδυ ο Φώντας Λάδης, που επίσης δούλευε εκεί και ήταν φίλος του Μάνου, αποφάσισε να με πάει στο σπίτι του Λοϊζου. Πήγαμε, λοιπόν, στο σπίτι της Αγίου Μελετίου και περάσαμε καταπληκτικά! Εκείνη την ημέρα είχα ακούσει τη «Συννεφούλα» του Σαββόπουλου για πρώτη φορά και είχα ενθουσιαστεί. Έτυχε να είναι και ο Διονύσης στο σπίτι του Μάνου. Έτσι, εγώ τραγούδησα για το Μάνο, ο Διονύσης για μένα και του ζήτησα τέλος τη «Συννεφούλα». Κυλώντας, η νύχτα έγινε ένα συνάφι.
Η χημεία λειτούργησε και η σχέση μου με το Μάνο, μια σχέση έλξης και απώθησης, όπως ο έρως, ξεκίνησε μελωδικά εκείνο το βράδυ. Από τότε ο Μάνος με ήθελε για τραγουδιστή. Με έλεγαν μάλιστα «η αρσενική Φαραντούρη»…
Γίναμε φίλοι. Τον επισκεπτόμουνα συχνά. Αυτό το σπίτι ήταν ένα χάνι, ένα κέντρο διερχομένων, αλλά και καταφύγιο. Ο Σαββόπουλος έλεγε του Μάνου: «Μάνο, να μείνω να παίξω κιθάρα;». Δεν ήταν ο μόνος. Όποιος από τους φίλους ήθελε περνούσε από εκεί, καθόταν, έτρωγε, κοιμόταν, μελετούσε…
Ο Μάνος ήταν ένα χαρισματικό άτομο. Έχασα τον μεγάλο μου αδερφό. Συχνά συγκινούμαι. Ο Μάνος ήταν πολύ φίλος και πολύ ανθρώπινος. Ήταν ψυχούλα. Να του ζητούσες το παντελόνι του, μπορούσε να σου δώσει δύο. Ήταν απλός με τους ανθρώπους. Δεν γούσταρε τα “high class”, αν και ήταν φύση αριστοκρατική. Πριγκιπόπουλο τον είχαν μεγαλώσει οι γονείς του στην Αίγυπτο. Είχε μια ευγένεια. Μια ευγένεια που την χρησιμοποιούσε πολλές φορές ως «πανοπλία προστασίας». Γιατί, παρά τη σοφία του και τους εξωτερικούς «ραχάτ μπαχτσέ» ρυθμούς του- μπορούσε να αφήσει στο ψυγείο ένα λεμόνι τέσσερα χρόνια αν δεν πήγαινε κάποιος να το πετάξει- μέσα του ο Μάνος ήταν εξαιρετικά αγχώδης. Είχε άγχος να διαμορφώσει το δικό του στυλ στο τραγούδι, πράγμα που τελικά το κατόρθωσε. Ένωσε τους έντεχνους και τους λαϊκούς…»Οι δηλώσεις έχουν παρθεί από ένα αφιέρωμα που έγινε στον Μάνο Λοϊζο, από το περιοδικό «Δίφωνο» (τεύχος 24 –Σεπτέμβριος 1997).
Ετικέτες Μουσικός Οίστρος
Permalink για το "24 χρόνια κι όμως ακόμη ... όλα σε θυμίζουν!"
5 Comments:
Ηταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος και ένας εξαιρετικός συνθέτης. Ιδίως η μουσική έχασε πάρα, μα πάρα πολλά με τον θάνατό του. Θυμάμαι τη θλίψη όλων στην κηδεία του, που ήταν πάνδημη γιατί τον αγαπούσαν όλοι. «Εγειρες στη γη να κοιμηθείς/ κι έγινε η καρδιά σου κυπαρίσσι/ σου 'πα θα πεθάνω αν σκοτωθείς/ κι όμως έχω ζήσει»...
:)
"Οι δηλώσεις έχουν παρθεί από ένα αφιέρωμα που έγινε στον Μάνο Λοϊζο, από το περιοδικό «Δίφωνο» (τεύχος 24 –Σεπτέμβριος 1997)".
Σωστά.
Και το υπόλοιπο ποστ, ως έχει, είναι ένα κείμενο του Άκη Μπουζαρέλου, που γράφτηκε για την επέτειο της συμπλήρωσης 20 χρόνων από το θάνατο του Μάνου.
Είναι καλό και πρέπον να αποδίδουμε τα εύσημα σε αυτούς που τα δικαιούνται.
Aναντίρρητα
Το βρήκα απλώς ως βιογραφικό και αγνοούσα τον συγγραφέα του. Ευχαριστώ για την συμπλήρωση.
Συνηθίζω να τιμώ τις πηγές ξέρετε.
Τα σέβη μου και καλώς ορίσατε κουκλίτσα!
Καλώς σας βρήκα!
:)
Δημοσίευση σχολίου
<< Home