Αν μπορείς ψυχή, ανασηκώσου και .. ασκήτεψε
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου.
Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος.
Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει· μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω με ποιους νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται και ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που ανεβαίνουν από την πυρωμένην έρημο του νου, τι αξίαν έχει;
Περπατώ στ΄ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.O νους: "Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου."
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: "Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!"
Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμες του Σύμπαντου.
Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν΄ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω. Αλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.
Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.
Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα· οδεύω σ΄ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα. Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό βάραθρο· μια άλλη δύναμη με συντραβάει ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.
Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα.
Κυλιούμαι μια στιγμή στον αγέρα, πνέω, χτυπάει η καρδιά μου, ο νους μου φέγγει, και ξαφνικά η γης ανοίγει και χάνουμαι.
Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δυο αιώνια ρέματα ανεβοκατεβαίνουν. Μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται. Αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν.
Ρέει η καρδιά μου. Δε ζητώ την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ακολουθώ το φοβερό ρυθμό του και πάω.
Αποχαιρέτα τα πάντα κάθε στιγμή. Στύλωνε τη ματιά σου αργά, παθητικά στο καθετί και λέγε: Ποτέ πια!
Αγνάντευε γύρα σου: Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει.
Κοίταξε: Ζούνε, δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν. Κοίταξε πάλι: Τίποτα δεν υπάρχει!
Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν πάλι στα χώματα.
Σωριάζεται, πληθαίνει, ανεβαίνει ως τον ουρανό η αρετή κι η προσπάθεια του ανθρώπου.
Που πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη.
Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στερεή, σα στήθος γυναικός στις πολυκάτεχες παλάμες μου.
Δίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο.
Αν μπορείς, Ψυχή, ανασηκώσου απάνω από τα πολύβουα κύματα και πιάσε μ΄ ένα κλωθογύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι ολομεμιάς βυθίσου πάλι στο πέλαγο και ξακλούθα τον αγώνα.
Permalink για το "Αν μπορείς ψυχή, ανασηκώσου και .. ασκήτεψε"
4 Comments:
Μου αρέσουν οι εικόνες σου!
Κάπου ταιριάζουν με τις δικές μου.. δε νομίζεις;
Σ' ευχαριστώ:-)
«Η ζωή βρίσκεται σ’ ένα επίπεδο νοερά τοποθετημένο πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Εκεί ακριβώς όπου ο ουρανός αγγίζει τη θάλασσα, εκεί που η θάλασσα συναντιέται με τον ουρανό, εκεί όπου το νερό μάχεται τον αέρα, εκεί όπου οι ιδέες διαξιφίζονται με το συναίσθημα.
Μια άϋλη μεμβράνη περιλαμβάνει τα πάντα, όλη την ουσία της ζωής. Αλλοτε μπαίνει με βία ο αέρας στο νερό και, βουλιάζοντας την επιφάνεια, βαθαίνει το κύμα σχηματίζοντας μπουρμπουλήθρες και, κάποτε, το νερό αναδύεται με ορμή και εισβάλλει στην ουσία του αέρα δημιουργώντας του ανασφάλειες ή αναγκάζοντάς τον να αντιδράσει βίαια, και φτου κι απ’ την αρχή.
Οποιος ζει στ’ αληθινά, με τον αέρα να συγκλονίζει το νου του και το νερό ν’ αναταράζει την καρδιά του, δύσκολα στριμώχνεται στο χώρο της λεπτής μεμβράνης που περιέχει την ουσία της ζωής, και παρακαλεί να σπάσει η μεμβράνη για να λυτρωθεί απο το μαρτύριο της πίεσης...»
από το Ουσία ζωής
Kazantzakis...agaphmenos
Αντέδρασα κι εγώ σ'αυτό σου το post
Αν μπορείς....
Γιατί υπάρχουν Ψυχές που έχασαν το όνομά τους επειδή δεν μπόρεσαν να ανασηκωθούν ξανά.....
Δημοσίευση σχολίου
<< Home