Δ.Σαββόπουλος: Μια σειρά αμφιβολίες που με φτάνουν στο "αμήν"
Τον Νιόνιο τον λατρεύω. Γιατί είναι ένας άνθρωπος που ήρθε από μακριά κι αυτό το εισπράττεις κάθε φορά που σου κουβαλά τα τραγούδια του. Σου ζωγραφίζει την εποχή, στη βάζει στο κάδρο, κι όσο την κοιτάς νιώθεις τη γροθιά στο στομάχι. Ο Σαββόπουλος ήταν για καιρό το τελευταίο καταφύγιο ενός ασυμβίβαστου ρομαντισμού, που οι περισσότεροι περιφέρουμε εν κρυπτώ. Ίσως γι' αυτό -μερικούς- μας πόνεσαν οι κατοπινές αλλιώτικες ρότες του. Συμφώνησα απεριόριστα με το απόφθεγμα του Αρανίτση: "Παλιά, ντρεπόμαστε που δεν μοιάζαμε με τον Σαββόπουλο, σήμερα ντρεπόμαστε που μας μοιάζει".
Εν τούτοις, του χρωστώ κάτι σπουδαίο. Ήταν αφορμή να μάθω να ξεχωρίζω το έργο από τον δημιουργό του. Ο Νιόνιος, θαρρώ, για χρόνια μας παραπλάνησε με εκείνο το παράξενο καπέλο, τις ομπρέλες και τις τρέλες του. Σαν να μας υποσχέθηκε το ανέφικτο: ότι δεν θα μεγαλώσει και δεν θα σοβαρευτεί ποτέ. Αλλά ... μεγάλωσε.
Βαλθήκαμε να τον κατηγορήσουμε για την απόλυτη συμμόρφωσή του στην ανθρώπινη μοίρα, στην οποία όλοι υποκύψαμε πολύ νωρίτερα. Μόνο που εκείνος άργησε και μας ξεγέλασε.
Εν τούτοις, του χρωστώ κάτι σπουδαίο. Ήταν αφορμή να μάθω να ξεχωρίζω το έργο από τον δημιουργό του. Ο Νιόνιος, θαρρώ, για χρόνια μας παραπλάνησε με εκείνο το παράξενο καπέλο, τις ομπρέλες και τις τρέλες του. Σαν να μας υποσχέθηκε το ανέφικτο: ότι δεν θα μεγαλώσει και δεν θα σοβαρευτεί ποτέ. Αλλά ... μεγάλωσε.
Βαλθήκαμε να τον κατηγορήσουμε για την απόλυτη συμμόρφωσή του στην ανθρώπινη μοίρα, στην οποία όλοι υποκύψαμε πολύ νωρίτερα. Μόνο που εκείνος άργησε και μας ξεγέλασε.
Μία πρόσφατη κουβέντα με τον Παρίσιο θείο μου, έφτασε για να μου θυμίσει
τι είναι πραγματικά τα μπλοκάκια μας: οι πιο τρυφερές και ειλικρινείς γωνίτσες
που 'μειναν για να ξαποσταίνουμε από τα άγχη και την απαιτητική καθημερινότητά μας.
Μερικοί αθεράπευτοι, έτσι τα θέλουμε. Σαν αναπαυτικά μαξιλάρια σε ένα ντιζαϊνάτο καναπέ, που (από κατασκευής) σου αρνείται κάθε έννοια χαλάρωσης.
Κι αφού βουλιάξεις -σε πείσμα του .. καναπέ- αναπαυτικά, θέλεις καφέ Κυριακάτικο, μουσικούλα και παρέα. Απλά πράγματα, δηλαδή. Τόσο απλά που γίνονται δύσκολα. Και καθώς το μαξιλάρι .. μας βρίσκεται κι ο καφές είναι έτοιμος, έλειπε μόνο η μουσική.
Ψάχνοντας ανάμεσα στο τι καλύτερο έχει γράψει ο Νιόνιος, βρέθηκα πάλι να επιμένω ότι αυτό είναι το τραγούδι του, που με κέρδισε. (στίχος τον στίχο, απάντηση σε όσα ξανασκέφτομαι, σε όσα ξανασυμβαίνουν και σ' όσα πάντα θα αρνιόμαστε ότι αναζητάμε. Μονίμως ανεπήδεκτοι μαθήσεως).
Λιγότερο γνωστό από τα "αναρχοαυτόνομα". Πιο ανθρώπινο και πιο τρυφερό. Μία πεισματάρικη δήλωση που θυμίζει ότι κάποιοι πάντα θα ρισκάρουν. Εντός κι εκτός ...
( Καπετάνισσα , να ΄σαι καλά που βοήθησες).
-------------------------------------------------------------------------------------
τι είναι πραγματικά τα μπλοκάκια μας: οι πιο τρυφερές και ειλικρινείς γωνίτσες
που 'μειναν για να ξαποσταίνουμε από τα άγχη και την απαιτητική καθημερινότητά μας.
Μερικοί αθεράπευτοι, έτσι τα θέλουμε. Σαν αναπαυτικά μαξιλάρια σε ένα ντιζαϊνάτο καναπέ, που (από κατασκευής) σου αρνείται κάθε έννοια χαλάρωσης.
Κι αφού βουλιάξεις -σε πείσμα του .. καναπέ- αναπαυτικά, θέλεις καφέ Κυριακάτικο, μουσικούλα και παρέα. Απλά πράγματα, δηλαδή. Τόσο απλά που γίνονται δύσκολα. Και καθώς το μαξιλάρι .. μας βρίσκεται κι ο καφές είναι έτοιμος, έλειπε μόνο η μουσική.
Ψάχνοντας ανάμεσα στο τι καλύτερο έχει γράψει ο Νιόνιος, βρέθηκα πάλι να επιμένω ότι αυτό είναι το τραγούδι του, που με κέρδισε. (στίχος τον στίχο, απάντηση σε όσα ξανασκέφτομαι, σε όσα ξανασυμβαίνουν και σ' όσα πάντα θα αρνιόμαστε ότι αναζητάμε. Μονίμως ανεπήδεκτοι μαθήσεως).
Λιγότερο γνωστό από τα "αναρχοαυτόνομα". Πιο ανθρώπινο και πιο τρυφερό. Μία πεισματάρικη δήλωση που θυμίζει ότι κάποιοι πάντα θα ρισκάρουν. Εντός κι εκτός ...
( Καπετάνισσα , να ΄σαι καλά που βοήθησες).
-------------------------------------------------------------------------------------
- Γιατί φόρεσες αυτό το γελοίο καπέλο;
- Για να προκαλώ γέλιο.
- Γιατί ντύνεσαι έτσι;
- Έτσι είμαι ωραίος. Εσείς οι άλλοι είστε ίδιοι κι απαράλλαχτοι. Ίδια ρούχα, ίδιες χειρονομίες. Ποιος σας κούρδισε έτσι;
- Για να προκαλώ γέλιο.
- Γιατί ντύνεσαι έτσι;
- Έτσι είμαι ωραίος. Εσείς οι άλλοι είστε ίδιοι κι απαράλλαχτοι. Ίδια ρούχα, ίδιες χειρονομίες. Ποιος σας κούρδισε έτσι;
Μάρτιο του '67, ο 23άχρονος Διονύσης Σαββόπουλος, επιθετικά ειλικρινής και με τη σουρεαλιστική και προκλητική διάθεση μιας γενιάς που ανακάλυπτε τη φιλοσοφία του ροκ εν τη γενέσει του, έπαιζε με τις ερωτήσεις που του έκανε ο Δημήτρης Γκιώνης για τη «Δημοκρατική Αλλαγή». Τέσσερις μήνες είχαν περάσει από την κυκλοφορία του «Φορτηγού» και τέσσερα χρόνια από τότε που με ένα τέτοιο είχε κατεβεί στην Αθήνα.
Το στίγμα του το 'χε δώσει εξαρχής: είχε έρθει για να ξεκουρδίσει την ομοιομορφία με τα τραγούδια και την «άναρχη φωνή» του. Το επόμενο διάστημα θα αποδείκνυε κι ό,τι είχε σαφώς υπαινιχθεί από τον πρώτο του δίσκο: τα τραγούδια του δεν ήταν ούτε ακριβώς ροκ ούτε ακριβώς «νέο κύμα», αλλά κάτι που χρειαζόταν το ονοματεπώνυμό του για να αποτελέσει κατηγορία: Διονύσης Σαββόπουλος.
Δεν χρειάστηκε να περάσουν σαράντα δύο χρόνια παρουσίας στην ελληνική μουσική σκηνή για να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελεί ένα είδος μόνος του, και μάλιστα από όσα επηρέασαν την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε το Δεκέμβριο του '44 στη Θεσσαλονίκη κι εκεί έζησε μέχρι τα 19 του. «Στο διάστημα αυτό», έλεγε κάποτε ο ίδιος, «επιχείρησα να μάθω μουσική, αλλά δεν τα κατάφερα (...) μάλλον γιατί εκ φύσεως μού είναι δύσκολο να μελετήσω οτιδήποτε συστηματικά, δηλαδή χωρίς συναίσθημα...».
Τα πρώτα του ακούσματα είναι από το ραδιόφωνο. Άκουγε «λαϊκά, ελαφρά, απ' όλα. Μετά που αγοράσαμε πικ-απ άκουγα ξένα. Γοητευόμουν με την άγνωστη γλώσσα...». Και τα πρώτα τραγούδια; «Παιδιόθεν», εξηγούσε κάποτε, «ψιλομουρμούριζα περιγραφές προσώπων (...) Μετά στα πάρτι, τα κορίτσια προτιμούσαν πάντα έναν μπασκετμπολίστα από μένα• εγώ, να πούμε, καθόμουν κι έβαζα τους δίσκους. Τότε έγραψα τη "Συννεφούλα"...».
Λίγο αργότερα έγραψε και το «Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη», το δεύτερο από τα ερωτικά τραγούδια που θα συμπεριληφθούν αργότερα στο «Φορτηγό». «Τότε δεν μπορούσα ακόμα να συνδυάσω το ερωτικό με το πολιτικό στοιχείο, πράγμα που συνέβη αργότερα με τη "Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ", όταν έγινα συνθέτης», σχολιάζει σήμερα.
Αποφοιτώντας το '62 από το γυμνάσιο και μπαίνοντας στη Νομική είχε ανακαλύψει την ποίηση («Ξεκινάω από τον Ασλάνογλου, τον Χριστιανόπουλο, τον Αναγνωστάκη και τον Πεντζίκη...»). Και την πολιτική: «Έζησα με πάρα πολύ μεγάλη ένταση το πολιτικό κλίμα της εποχής. Πτώση Καραμανλή, δολοφονία του Λαμπράκη, άνοδος του Παπανδρέου στην εξουσία. Αλλά μετά από κάθε διαδήλωση επέστρεφα σπίτι μου και λιγοθυμούσα, διότι, κατά βάθος, δεν ήμουν για αυτά: δυσκολευόμουν πάρα πολύ ανέκαθεν να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα (...). Τελικά δεν ήταν δυνατόν να αποφύγω να φτάσω στο σημείο εκείνο στο οποίο φτάνει κάθε "απροσάρμοστο" παιδί, δηλαδή: εγκατάλειψη πατρικής στέγης, αδιαφορία για επαγγελματική τακτοποίηση, ωτοστόπ, Αθήνα, αλητεία...».
Και νάτο το φορτηγό με το οποίο φτάνει στην Αθήνα. Πρώτο βράδυ, και με τις μοναδικές του 100 δραχμές στην τσέπη πάει στον Τσιτσάνη για να τις ξοδέψει ακούγοντας την «Αρχόντισσα». Μετά πάει και στο «Παρκ», ζητώντας μια θέση στη χορωδία: «Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, "Μαγική Πόλη" -και αποτάθηκα σε έναν με μεγάλο κεφάλι που ήταν υπεύθυνος εκεί, τον Μάνο Λοΐζο. Δεν μπόρεσε να μου εξασφαλίσει δουλειά αλλά το πήρε ζεστά και με φιλοξένησε για καιρό στο σπίτι του στον Ταύρο...».
Ο Λοΐζος ή ο Μαμαγκάκης τον περιμαζεύουν όταν «ξεμένει». Πολύ συχνά. «...Το καλοκαίρι του '64 γύρναγα άστεγος και νηστικός και κάθε βράδυ διερρήγνυα τα γραφεία του "Συλλόγου Μπέρτραντ Ράσελ για την Ειρήνη", κοιμόμουν κι έφευγα σκαστός το πρωί».
Για να ζήσει αναγκάζεται να δοκιμαστεί σε διάφορα επαγγέλματα: από γκαρσόνι και μπογιατζής μέχρι γυμνό μοντέλο, στην τάξη του Γιώργου Μαυροΐδη στην ΑΣΚΤ, αλλά και δημοσιογράφος στον «Ελεύθερο Τύπο» του Καβαφάκη.
Το στίγμα του το 'χε δώσει εξαρχής: είχε έρθει για να ξεκουρδίσει την ομοιομορφία με τα τραγούδια και την «άναρχη φωνή» του. Το επόμενο διάστημα θα αποδείκνυε κι ό,τι είχε σαφώς υπαινιχθεί από τον πρώτο του δίσκο: τα τραγούδια του δεν ήταν ούτε ακριβώς ροκ ούτε ακριβώς «νέο κύμα», αλλά κάτι που χρειαζόταν το ονοματεπώνυμό του για να αποτελέσει κατηγορία: Διονύσης Σαββόπουλος.
Δεν χρειάστηκε να περάσουν σαράντα δύο χρόνια παρουσίας στην ελληνική μουσική σκηνή για να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελεί ένα είδος μόνος του, και μάλιστα από όσα επηρέασαν την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε το Δεκέμβριο του '44 στη Θεσσαλονίκη κι εκεί έζησε μέχρι τα 19 του. «Στο διάστημα αυτό», έλεγε κάποτε ο ίδιος, «επιχείρησα να μάθω μουσική, αλλά δεν τα κατάφερα (...) μάλλον γιατί εκ φύσεως μού είναι δύσκολο να μελετήσω οτιδήποτε συστηματικά, δηλαδή χωρίς συναίσθημα...».
Τα πρώτα του ακούσματα είναι από το ραδιόφωνο. Άκουγε «λαϊκά, ελαφρά, απ' όλα. Μετά που αγοράσαμε πικ-απ άκουγα ξένα. Γοητευόμουν με την άγνωστη γλώσσα...». Και τα πρώτα τραγούδια; «Παιδιόθεν», εξηγούσε κάποτε, «ψιλομουρμούριζα περιγραφές προσώπων (...) Μετά στα πάρτι, τα κορίτσια προτιμούσαν πάντα έναν μπασκετμπολίστα από μένα• εγώ, να πούμε, καθόμουν κι έβαζα τους δίσκους. Τότε έγραψα τη "Συννεφούλα"...».
Λίγο αργότερα έγραψε και το «Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη», το δεύτερο από τα ερωτικά τραγούδια που θα συμπεριληφθούν αργότερα στο «Φορτηγό». «Τότε δεν μπορούσα ακόμα να συνδυάσω το ερωτικό με το πολιτικό στοιχείο, πράγμα που συνέβη αργότερα με τη "Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ", όταν έγινα συνθέτης», σχολιάζει σήμερα.
Αποφοιτώντας το '62 από το γυμνάσιο και μπαίνοντας στη Νομική είχε ανακαλύψει την ποίηση («Ξεκινάω από τον Ασλάνογλου, τον Χριστιανόπουλο, τον Αναγνωστάκη και τον Πεντζίκη...»). Και την πολιτική: «Έζησα με πάρα πολύ μεγάλη ένταση το πολιτικό κλίμα της εποχής. Πτώση Καραμανλή, δολοφονία του Λαμπράκη, άνοδος του Παπανδρέου στην εξουσία. Αλλά μετά από κάθε διαδήλωση επέστρεφα σπίτι μου και λιγοθυμούσα, διότι, κατά βάθος, δεν ήμουν για αυτά: δυσκολευόμουν πάρα πολύ ανέκαθεν να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα (...). Τελικά δεν ήταν δυνατόν να αποφύγω να φτάσω στο σημείο εκείνο στο οποίο φτάνει κάθε "απροσάρμοστο" παιδί, δηλαδή: εγκατάλειψη πατρικής στέγης, αδιαφορία για επαγγελματική τακτοποίηση, ωτοστόπ, Αθήνα, αλητεία...».
Και νάτο το φορτηγό με το οποίο φτάνει στην Αθήνα. Πρώτο βράδυ, και με τις μοναδικές του 100 δραχμές στην τσέπη πάει στον Τσιτσάνη για να τις ξοδέψει ακούγοντας την «Αρχόντισσα». Μετά πάει και στο «Παρκ», ζητώντας μια θέση στη χορωδία: «Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, "Μαγική Πόλη" -και αποτάθηκα σε έναν με μεγάλο κεφάλι που ήταν υπεύθυνος εκεί, τον Μάνο Λοΐζο. Δεν μπόρεσε να μου εξασφαλίσει δουλειά αλλά το πήρε ζεστά και με φιλοξένησε για καιρό στο σπίτι του στον Ταύρο...».
Ο Λοΐζος ή ο Μαμαγκάκης τον περιμαζεύουν όταν «ξεμένει». Πολύ συχνά. «...Το καλοκαίρι του '64 γύρναγα άστεγος και νηστικός και κάθε βράδυ διερρήγνυα τα γραφεία του "Συλλόγου Μπέρτραντ Ράσελ για την Ειρήνη", κοιμόμουν κι έφευγα σκαστός το πρωί».
Για να ζήσει αναγκάζεται να δοκιμαστεί σε διάφορα επαγγέλματα: από γκαρσόνι και μπογιατζής μέχρι γυμνό μοντέλο, στην τάξη του Γιώργου Μαυροΐδη στην ΑΣΚΤ, αλλά και δημοσιογράφος στον «Ελεύθερο Τύπο» του Καβαφάκη.
Με τη μουσική δεν σταματά φυσικά να ασχολείται. Εξετάζει μάλιστα και την προοπτική να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής. Πρωτοεμφανίζεται σε ένα κινηματοθέατρο στο Κερατσίνι και λίγο αργότερα στη «Στοά», κοντά στη Μαρία Φαραντούρη. Το 1965 κάνει και μια εμφάνιση στα «Δειλινά», που θα διαρκέσει λιγότερο από ένα βράδυ: «Τραγούδαγα κι ερχόταν μια φουκαριάρα μ' ένα πανέρι με λουλούδια και με καπέλωνε κάθε πέντε λεπτά... Νευρίασα κομμάτι, τα βρόντησα κάτω, έσπασα κιθάρες, ενισχυτές, μικρόφωνα και σταμάτησε η δουλειά...».
Τολμηρός ή «ανάγωγος» όπως δήλωνε ο ίδιος κάποτε, στα «Δειλινά» μεν την πλήρωσε και έφαγε αγωγή για αποζημίωση, όχι όμως και μπροστά στον Αλέκο Πατσιφά της «Lyra», όπου το '65 τον οδηγεί ο Μαμαγκάκης- αφού έχει κάνει πρώτα την κατάλληλη εισαγωγή. Να τι έχει διηγηθεί ο Σαββόπουλος για εκείνη την ιστορική συνάντηση: «Ο Πατσιφάς δεν με ήθελε με κανέναν τρόπο, επειδή κοτζάμ εκδότη τον αποκαλούσα "κύριε εργοδότα" και επειδή στην ακρόαση είχα τραγουδήσει τόσο εκκωφαντικά και εφιαλτικά τη "Μαϊμού" που σηκώθηκε όλη η Κριεζώτου στο πόδι και ήρθε η αστυνομία μπας και γίνεται έγκλημα...!».
Θα ξανάκανε το ίδιο ο σημερινός Σαββόπουλος; «Όχι», μας απαντά, καθώς βρίσκει εκ των υστέρων τη στάση του ανάγωγη και επιθετική, συνεπή ωστόσο και με τα 20 του χρόνια και με ό,τι είχε ώς τότε περάσει.
Πάντως, Φεβρουάριο του '65 βγαίνει από τη «Lyra» ο πρώτος του δίσκος με τέσσερα τραγούδια («Εγερτήριο», «Μια θάλασσα μικρή», «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη»- τρία εκ των οποίων θα συμπεριληφθούν και στο «Φορτηγό»).
Και, Δεκέμβριο του '65 στην «Επιθεώρηση Τέχνης» ο Γιάννης Καλεώδης δημοσιεύει και την πρώτη-πρώτη κριτική που γράφτηκε ποτέ για εκείνον. Και τι διορατικότητα! «Θα μπορούσαμε να πούμε», επισημαίνει, «πως τα τραγούδια του εισβάλλουν απότομα, σχεδόν βάναυσα στον κόσμο μας τον τακτοποιημένο και προσπαθούν να τον αποταξινομήσουν. Έρχονται αρματωμένα με νοήματα και αιχμές (...) φαντάζουν ίδια σατιρικά ή λυρικά, ανάλογα, ξίφη που καμακώνουν τις τύψεις μας για κάποιες ευθύνες που μεταθέσαμε».
Νοέμβριο του 1966 βγαίνει το «Φορτηγό» με το εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου -μια ακόμα σχέση ζωής του Σαββόπουλου. «Ηταν 17 τραγούδια, αλλά η λογοκρισία είχε κόψει εκείνα τα 5 που βγήκαν μετά με το "Δέκα χρόνια κομμάτια"». Ο δίσκος περιλαμβάνει τους Πλανόδιους (Μάγοι, Ζωζώ, Μαϊμού και Μπουλούκι) και τα: «Η Συννεφούλα», «Το Δέντρο», «Βιετνάμ γιε-γιε», «Ηλιε-ήλιε αρχηγέ», «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δύο-δύο», «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη», «Οι παλιοί μας φίλοι».
Αυτό το τελευταίο ξεχωρίζει σήμερα ο Διονύσης Σαββόπουλος, ίσως γιατί για τους φίλους του πάντα έπαιζε. Γι' αυτούς «τόλμησε» να συμπεριλάβει λέξεις που λέγονταν στις παρέες τους («νταβατζής» π.χ.) στα τραγούδια εκείνης της συντηρητικής εποχής. «Το κοινό μου ήταν αυτό όπου έπαιζα: 300 άτομα».
«Τα τραγούδια μου είναι μια σειρά αμφιβολιών που με φέρνουν στο "αμήν"», έλεγε ο ίδιος το '67 στον Δημήτρη Γκιώνη. «Εσείς γιατί επιτρέπετε να βγαίνει η εφημερίδα σας μ' αυτά που γράφει κι όχι μ' αυτά που θα 'θελε να γράφει;» απαντούσε στον δημοσιογράφο που τον ρώτησε γιατί δεν αντιδρά στη λογοκρισία.
Τον πολιτικό τους λόγο τον διατηρούν βέβαια αυτά τα τραγούδια. Κι όχι μόνο όσα τον εκφράζουν με σαφήνεια, όπως το «Βιετνάμ», ή που τον υπαινίσσονται όπως «Τα πουλιά της δυστυχίας», αλλά κι εκείνα που περιγράφουν τη μοίρα της Ζωζώς ή των νεαρών εφήβων.
Πολύ αργότερα, το 1975, ο Σαββόπουλος εξηγεί:«Μέχρι τώρα τα κατάφερα να μην υπογράψω καμία δήλωση πολιτικών φρονημάτων (...) Πράγματι είμαι ένα περίεργο είδος αριστερού που γεννήθηκε με τον Εμφύλιο και που δεν δέχεται να εκλέξει με τους όρους που του θέτει αυτός ο Εμφύλιος...».
Έχει περάσει η χούντα, η φυλάκισή του στην Ασφάλεια και η φάλαγγα, οι προπηλακισμοί του στο δρόμο. Ο ίδιος έχει βγάλει ήδη «Το Περιβόλι του Τρελλού» (1969), τον «Μπάλλο» (1971), το «Βρώμικο Ψωμί» (1972), τα «Δέκα Χρόνια Κομμάτια». Κι έχουν περάσει οκτώ χρόνια από τότε που έλεγε: «Ξεκινάς για μια εκδρομή που το τέλος της δεν έχει καμμία σχέση με ό,τι φαντάστηκες...».
• Τα αποσπάσματα είναι από συνεντεύξεις στους Γ. Πηλιχό («Ταχυδρόμος», 1975), Αθανασόπουλο-Γαλάντη («Διαβάζω», 1978), Φ. Λάδη («Η Γενηά», 1966), Γ. Λιάνη («Επίκαιρα», 1972), Κ. Λαχά («Μακεδονική Ωρα», 1966) καθώς και από την έκδοση «Ο Σαββόπουλος στη Lyra».
Aκολουθεί ένα εξαιρετικό κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση για τον Νιόνιο των νεώτερων εποχών μας (γράφτηκε τον Μάρτη του 2004):
Τολμηρός ή «ανάγωγος» όπως δήλωνε ο ίδιος κάποτε, στα «Δειλινά» μεν την πλήρωσε και έφαγε αγωγή για αποζημίωση, όχι όμως και μπροστά στον Αλέκο Πατσιφά της «Lyra», όπου το '65 τον οδηγεί ο Μαμαγκάκης- αφού έχει κάνει πρώτα την κατάλληλη εισαγωγή. Να τι έχει διηγηθεί ο Σαββόπουλος για εκείνη την ιστορική συνάντηση: «Ο Πατσιφάς δεν με ήθελε με κανέναν τρόπο, επειδή κοτζάμ εκδότη τον αποκαλούσα "κύριε εργοδότα" και επειδή στην ακρόαση είχα τραγουδήσει τόσο εκκωφαντικά και εφιαλτικά τη "Μαϊμού" που σηκώθηκε όλη η Κριεζώτου στο πόδι και ήρθε η αστυνομία μπας και γίνεται έγκλημα...!».
Θα ξανάκανε το ίδιο ο σημερινός Σαββόπουλος; «Όχι», μας απαντά, καθώς βρίσκει εκ των υστέρων τη στάση του ανάγωγη και επιθετική, συνεπή ωστόσο και με τα 20 του χρόνια και με ό,τι είχε ώς τότε περάσει.
Πάντως, Φεβρουάριο του '65 βγαίνει από τη «Lyra» ο πρώτος του δίσκος με τέσσερα τραγούδια («Εγερτήριο», «Μια θάλασσα μικρή», «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη»- τρία εκ των οποίων θα συμπεριληφθούν και στο «Φορτηγό»).
Και, Δεκέμβριο του '65 στην «Επιθεώρηση Τέχνης» ο Γιάννης Καλεώδης δημοσιεύει και την πρώτη-πρώτη κριτική που γράφτηκε ποτέ για εκείνον. Και τι διορατικότητα! «Θα μπορούσαμε να πούμε», επισημαίνει, «πως τα τραγούδια του εισβάλλουν απότομα, σχεδόν βάναυσα στον κόσμο μας τον τακτοποιημένο και προσπαθούν να τον αποταξινομήσουν. Έρχονται αρματωμένα με νοήματα και αιχμές (...) φαντάζουν ίδια σατιρικά ή λυρικά, ανάλογα, ξίφη που καμακώνουν τις τύψεις μας για κάποιες ευθύνες που μεταθέσαμε».
Νοέμβριο του 1966 βγαίνει το «Φορτηγό» με το εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου -μια ακόμα σχέση ζωής του Σαββόπουλου. «Ηταν 17 τραγούδια, αλλά η λογοκρισία είχε κόψει εκείνα τα 5 που βγήκαν μετά με το "Δέκα χρόνια κομμάτια"». Ο δίσκος περιλαμβάνει τους Πλανόδιους (Μάγοι, Ζωζώ, Μαϊμού και Μπουλούκι) και τα: «Η Συννεφούλα», «Το Δέντρο», «Βιετνάμ γιε-γιε», «Ηλιε-ήλιε αρχηγέ», «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δύο-δύο», «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη», «Οι παλιοί μας φίλοι».
Αυτό το τελευταίο ξεχωρίζει σήμερα ο Διονύσης Σαββόπουλος, ίσως γιατί για τους φίλους του πάντα έπαιζε. Γι' αυτούς «τόλμησε» να συμπεριλάβει λέξεις που λέγονταν στις παρέες τους («νταβατζής» π.χ.) στα τραγούδια εκείνης της συντηρητικής εποχής. «Το κοινό μου ήταν αυτό όπου έπαιζα: 300 άτομα».
«Τα τραγούδια μου είναι μια σειρά αμφιβολιών που με φέρνουν στο "αμήν"», έλεγε ο ίδιος το '67 στον Δημήτρη Γκιώνη. «Εσείς γιατί επιτρέπετε να βγαίνει η εφημερίδα σας μ' αυτά που γράφει κι όχι μ' αυτά που θα 'θελε να γράφει;» απαντούσε στον δημοσιογράφο που τον ρώτησε γιατί δεν αντιδρά στη λογοκρισία.
Τον πολιτικό τους λόγο τον διατηρούν βέβαια αυτά τα τραγούδια. Κι όχι μόνο όσα τον εκφράζουν με σαφήνεια, όπως το «Βιετνάμ», ή που τον υπαινίσσονται όπως «Τα πουλιά της δυστυχίας», αλλά κι εκείνα που περιγράφουν τη μοίρα της Ζωζώς ή των νεαρών εφήβων.
Πολύ αργότερα, το 1975, ο Σαββόπουλος εξηγεί:«Μέχρι τώρα τα κατάφερα να μην υπογράψω καμία δήλωση πολιτικών φρονημάτων (...) Πράγματι είμαι ένα περίεργο είδος αριστερού που γεννήθηκε με τον Εμφύλιο και που δεν δέχεται να εκλέξει με τους όρους που του θέτει αυτός ο Εμφύλιος...».
Έχει περάσει η χούντα, η φυλάκισή του στην Ασφάλεια και η φάλαγγα, οι προπηλακισμοί του στο δρόμο. Ο ίδιος έχει βγάλει ήδη «Το Περιβόλι του Τρελλού» (1969), τον «Μπάλλο» (1971), το «Βρώμικο Ψωμί» (1972), τα «Δέκα Χρόνια Κομμάτια». Κι έχουν περάσει οκτώ χρόνια από τότε που έλεγε: «Ξεκινάς για μια εκδρομή που το τέλος της δεν έχει καμμία σχέση με ό,τι φαντάστηκες...».
• Τα αποσπάσματα είναι από συνεντεύξεις στους Γ. Πηλιχό («Ταχυδρόμος», 1975), Αθανασόπουλο-Γαλάντη («Διαβάζω», 1978), Φ. Λάδη («Η Γενηά», 1966), Γ. Λιάνη («Επίκαιρα», 1972), Κ. Λαχά («Μακεδονική Ωρα», 1966) καθώς και από την έκδοση «Ο Σαββόπουλος στη Lyra».
Aκολουθεί ένα εξαιρετικό κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση για τον Νιόνιο των νεώτερων εποχών μας (γράφτηκε τον Μάρτη του 2004):
Δεν με βρίσκουν σύμφωνο τα όσα λέει στις συνεντεύξεις και δεν μένω εκστατικός εν αναμονή της Ολυμπιάδας του 2004. Κάθισα όμως με το φίλο μου τον Θάνο και ακούσαμε όλους τους δίσκους απ' την αρχή. Να, τι κατάλαβα:
Ο Σαββόπουλος υπήρξε ο μεγάλος μου έρωτας πολύ πριν αντιληφθώ τον χαρακτήρα της ελληνικής «ιδιαιτερότητας». Σήμερα, προσπαθώντας να υπολογίσω τι απέμεινε απ' αυτόν τον έρωτα, διαπιστώνω, σχεδόν με έκπληξη, ότι βρίσκονται όλα εκεί, άθικτα. Αισθάνομαι ότι η αντοχή τους παρακολουθεί την ανάπτυξη ενός μέρους του εαυτού μου, στο οποίο φιλοξενείται η εσωτερική ηχώ αυτής της μουσικής σαν προάγγελος μιας εξαιρετικής και θαυματουργού σημασίας. Έχει μέσα μου τη φωλιά της, κάπου στο ηλιακό πλέγμα ή, πιθανόν, επάνω απ' το συκώτι. Αν μιλάμε για συγκίνηση, παραμένει αμείωτη.
Βέβαια, η συγκινησιακή σχέση με τον Σαββόπουλο απαιτεί να φέρνω σε πέρας ένα σωρό λεπτές διακρίσεις. Εδώ που τα λέμε, το να του καταλογιστούν οι πολιτικές υπαναχωρήσεις ή το lifestyle της κοινωνικής συμπεριφοράς που τον εκθέτει στα φώτα της δημοσιότητας σαν έναν ακόμη αναλώσιμο παράγοντα του πολιτισμικού κυκλώματος, θα ήταν άδικο, έστω και όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για τους οποίους ο μουσικός και η μουσική του θεωρούνται σαν δύο οντότητες ταυτόσημες. Αν με απωθούν οι αισιόδοξες δηλώσεις του σε μια εποχή που ελάχιστη αισιοδοξία δικαιολογείται, ξέρω ότι η μουσική του μιλάει ερήμην των συνθηκών που ευνοούν τη συναίνεση και ότι η φωνή του παραμένει αυτό το μαγικό εργαλείο διά του οποίου μια μυστηριώδης συμφιλίωση των αντιθέτων λαβαίνει χώρα σ' ένα αθέατο υπόστρωμα ψυχικής και πολιτικής αναζήτησης. Και αν τον παρατηρώ ανήσυχος καθώς αποσύρεται απ' τη διεκδίκηση εκείνου που μας στέρησαν, ξέρω πως, εντέλει, δεν μπορεί να χειραφετηθεί απ' τον δαίμονα της μαντικής υπαγόρευσης που στοιχειώνει τη στιχουργική του.
Η παλινδρομική κίνηση κατά μήκος της σταδιοδρομίας αυτού του μουσικού είναι μια μένα ταυτισμένη με τον ίλιγγο μιας βύθισης στον ανιμιστικό πυρήνα της τέχνης ως θεραπείας. Δεν πρόκειται απλώς για τουρισμό με οδηγό τη νοσταλγία αλλά για κάτι που εξάπτει τη μουσική πραγματικότητα μέσα μου μ' έναν τρόπο αινιγματικό και αιωνίως καινούριο. Κυριολεκτικά, το αίνιγμα είναι αυτή η αιωνιότητα, ο διαρκής ενεστώτας αυτών των τραγουδιών που επιβιώνουν ακριβώς επειδή το μυστικό της μεταφυσικής τους προέλευσης έμεινε ακατανόητο. Δεν είναι δυνατόν να πεις ποιο είναι το συγκεκριμένο πλεονέκτημα, φυσικό ή μουσικό, χάρη στο οποίο ο ήχος, οι στίχοι και η φωνή παρουσιάζονται αδιαίρετα δίχως κανένα κατάλοιπο. Σε τούτη την αεροστεγή και συνάμα απείρως εύκαμπτη ενότητα ενυπάρχει κάτι το τρομακτικό, εντελώς ασυνείδητο στο επίπεδο των προθέσεων, που η εμπειρία του είναι μάλλον θρησκευτικής τάξης. Εξ ου και αναγνωρίζει κανείς, ακόμη και στους πιο χαριτωμένους ελιγμούς της μουσικής του Σαββόπουλου, την ανάσα ενός ισχυρού δέους.
Εδώ, όπως συμβαίνει με τους μεγάλους ποιητές και συχνά σκέφτομαι ότι ο Σαββόπουλος δεν αποκλείεται να είναι ένας απ' αυτούς, η χαρά δίχως τη λύπη είναι αδιανόητη. Ούτε υπάρχει ερωτική ένταση δίχως τον θανάσιμο δεσμό μας με τα σύμβολα. Αυτή η πρωτοφανής και ανεπανάληπτη σύνθεση των αντιθέτων υπήρξε εξαρχής το ψυχικό προφίλ του Σαββόπουλου και, μεταδοτικώς, των ακροατών του. Κατ' ουσίαν, αυτός είναι ο καλλιτέχνης με τον οποίο τελειώνει ο Εμφύλιος, όχι ο Θεοδωράκης. Ανατολή και Δύση, λαϊκή μουσική και ροκ, συναντήθηκαν δίχως ρωγμές. Ολες ανεξαιρέτως οι όψεις του γεγονότος (φωνή, χροιά, στίχος, μελωδία, ρυθμός, σκηνική παρουσία, θεραπευτική επιρροή στο κοινό) οργανώθηκαν γύρω από κάτι αξεδιάλυτο και μοναδικό. Χάρη σ' αυτή την αδιευκρίνιστη δύναμη, στην καρδιά της οποίας ο Σαββόπουλος έχει το στρατηγείο του, τα τραγούδια εκτίθενται στο φως μιας υπαρξιακής λειτουργίας απέναντι στην οποία η ηλικία και η επανάληψη μένουν καθαρά εξωτερικές.
Φτασμένη στα άκρα, η διάκριση για την οποία μίλησα με παρασύρει να ομολογήσω πως, ορισμένες φορές, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να αξιολογεί τον Σαββόπουλο σαν έναν μουσικό σημαντικότερο απ' τον Χατζιδάκι. Πριν με κατηγορήσουν για βλασφημία, υπογραμμίζω: σημαντικότερο, όχι υποχρεωτικά καλύτερο ή πιο ιδιοφυή. Στον Χατζιδάκι δεν υπάρχει πένθος και η τρέλα ουδέποτε παίρνει τον λόγο, μολονότι η εποχή ήταν και είναι αποτρελαμένη. Θεϊκή αναμφίβολα, η μουσική του επισκιάζεται εντούτοις απ' τις υπερβολές της λατρείας του θηλυκού και εκλεπτυσμένου στοιχείου, και συχνά, πολύ συχνά, επιμένει να περιγράφει ένα σύμπαν που δεν μας αφορά, παρά μόνον με όρους αναπόλησης. Τρόπον τινά, ο Χατζιδάκις έμεινε έξω απ' τον σαρκασμό και τις ακρότητες του μεταπολεμικού κόσμου. Ο Σαββόπουλος αναμετέδωσε το σοκ που είχε διεγείρει την επικαιρότητά μας, μ' έναν τρόπο αποκαλυπτικά αδιαμεσολάβητο, με τον σχεδόν βίαιο τρόπο μιας άνευ προηγουμένου αμεσότητας και σαγήνης. Απ' αυτή την άποψη ίσως να είναι σημαντικότερος απ' τον Χατζιδάκι, δεν ξέρω. Δηλαδή πιο στενά δεμένος με το αναπάντητο ερώτημα της περιπέτειας που ζήσαμε.
Χατζιδάκις ήταν το όνομα ενός ζωγράφου υπέροχων, μελαγχολικών τοπίων που διαγράφονταν με φόντο το σεληνόφως του Γκάτσου. Ονειρεύτηκε μελωδίες φτιαγμένες από βήματα αγγέλων. Ο Σαββόπουλος εμπιστεύθηκε την ειρωνεία των πνευμάτων που ελέγχουν μέσα μας το κακό, τη σάτιρα, τις γιορτές, άκουσε το γέλιο των κρουστών, τους χρησμούς που συνοδεύουν την αφοσίωση σε πράγματα ακόμη άγνωστα. Διαισθάνθηκε τη συνάφεια ανάμεσα στον ήλιο και στο σκοτάδι, κατάλαβε πως η κραυγή μας δεν ήταν απλώς διαμαρτυρία αλλά το βαθύ αναφιλητό ενός χρόνου που δεν βιώθηκε. Συνέλαβε εικόνες μιας διαστρικής καταιγίδας από κείνες που πλήττουν μικρούς χώρους, οικόπεδα, ακάλυπτους, ανελκυστήρες, προθαλάμους νοσοκομείων.
Συνηθίζουν να λένε ότι ο Σαββόπουλος υπήρξε «τραγουδοποιός», όχι συνθέτης. Περίεργο! -να αρνούνται τον τίτλο του συνθέτη σε κάποιον που πέτυχε να συνθέσει τα διεστώτα όσο άλλος κανείς...
Βέβαια, η συγκινησιακή σχέση με τον Σαββόπουλο απαιτεί να φέρνω σε πέρας ένα σωρό λεπτές διακρίσεις. Εδώ που τα λέμε, το να του καταλογιστούν οι πολιτικές υπαναχωρήσεις ή το lifestyle της κοινωνικής συμπεριφοράς που τον εκθέτει στα φώτα της δημοσιότητας σαν έναν ακόμη αναλώσιμο παράγοντα του πολιτισμικού κυκλώματος, θα ήταν άδικο, έστω και όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για τους οποίους ο μουσικός και η μουσική του θεωρούνται σαν δύο οντότητες ταυτόσημες. Αν με απωθούν οι αισιόδοξες δηλώσεις του σε μια εποχή που ελάχιστη αισιοδοξία δικαιολογείται, ξέρω ότι η μουσική του μιλάει ερήμην των συνθηκών που ευνοούν τη συναίνεση και ότι η φωνή του παραμένει αυτό το μαγικό εργαλείο διά του οποίου μια μυστηριώδης συμφιλίωση των αντιθέτων λαβαίνει χώρα σ' ένα αθέατο υπόστρωμα ψυχικής και πολιτικής αναζήτησης. Και αν τον παρατηρώ ανήσυχος καθώς αποσύρεται απ' τη διεκδίκηση εκείνου που μας στέρησαν, ξέρω πως, εντέλει, δεν μπορεί να χειραφετηθεί απ' τον δαίμονα της μαντικής υπαγόρευσης που στοιχειώνει τη στιχουργική του.
Η παλινδρομική κίνηση κατά μήκος της σταδιοδρομίας αυτού του μουσικού είναι μια μένα ταυτισμένη με τον ίλιγγο μιας βύθισης στον ανιμιστικό πυρήνα της τέχνης ως θεραπείας. Δεν πρόκειται απλώς για τουρισμό με οδηγό τη νοσταλγία αλλά για κάτι που εξάπτει τη μουσική πραγματικότητα μέσα μου μ' έναν τρόπο αινιγματικό και αιωνίως καινούριο. Κυριολεκτικά, το αίνιγμα είναι αυτή η αιωνιότητα, ο διαρκής ενεστώτας αυτών των τραγουδιών που επιβιώνουν ακριβώς επειδή το μυστικό της μεταφυσικής τους προέλευσης έμεινε ακατανόητο. Δεν είναι δυνατόν να πεις ποιο είναι το συγκεκριμένο πλεονέκτημα, φυσικό ή μουσικό, χάρη στο οποίο ο ήχος, οι στίχοι και η φωνή παρουσιάζονται αδιαίρετα δίχως κανένα κατάλοιπο. Σε τούτη την αεροστεγή και συνάμα απείρως εύκαμπτη ενότητα ενυπάρχει κάτι το τρομακτικό, εντελώς ασυνείδητο στο επίπεδο των προθέσεων, που η εμπειρία του είναι μάλλον θρησκευτικής τάξης. Εξ ου και αναγνωρίζει κανείς, ακόμη και στους πιο χαριτωμένους ελιγμούς της μουσικής του Σαββόπουλου, την ανάσα ενός ισχυρού δέους.
Εδώ, όπως συμβαίνει με τους μεγάλους ποιητές και συχνά σκέφτομαι ότι ο Σαββόπουλος δεν αποκλείεται να είναι ένας απ' αυτούς, η χαρά δίχως τη λύπη είναι αδιανόητη. Ούτε υπάρχει ερωτική ένταση δίχως τον θανάσιμο δεσμό μας με τα σύμβολα. Αυτή η πρωτοφανής και ανεπανάληπτη σύνθεση των αντιθέτων υπήρξε εξαρχής το ψυχικό προφίλ του Σαββόπουλου και, μεταδοτικώς, των ακροατών του. Κατ' ουσίαν, αυτός είναι ο καλλιτέχνης με τον οποίο τελειώνει ο Εμφύλιος, όχι ο Θεοδωράκης. Ανατολή και Δύση, λαϊκή μουσική και ροκ, συναντήθηκαν δίχως ρωγμές. Ολες ανεξαιρέτως οι όψεις του γεγονότος (φωνή, χροιά, στίχος, μελωδία, ρυθμός, σκηνική παρουσία, θεραπευτική επιρροή στο κοινό) οργανώθηκαν γύρω από κάτι αξεδιάλυτο και μοναδικό. Χάρη σ' αυτή την αδιευκρίνιστη δύναμη, στην καρδιά της οποίας ο Σαββόπουλος έχει το στρατηγείο του, τα τραγούδια εκτίθενται στο φως μιας υπαρξιακής λειτουργίας απέναντι στην οποία η ηλικία και η επανάληψη μένουν καθαρά εξωτερικές.
Φτασμένη στα άκρα, η διάκριση για την οποία μίλησα με παρασύρει να ομολογήσω πως, ορισμένες φορές, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να αξιολογεί τον Σαββόπουλο σαν έναν μουσικό σημαντικότερο απ' τον Χατζιδάκι. Πριν με κατηγορήσουν για βλασφημία, υπογραμμίζω: σημαντικότερο, όχι υποχρεωτικά καλύτερο ή πιο ιδιοφυή. Στον Χατζιδάκι δεν υπάρχει πένθος και η τρέλα ουδέποτε παίρνει τον λόγο, μολονότι η εποχή ήταν και είναι αποτρελαμένη. Θεϊκή αναμφίβολα, η μουσική του επισκιάζεται εντούτοις απ' τις υπερβολές της λατρείας του θηλυκού και εκλεπτυσμένου στοιχείου, και συχνά, πολύ συχνά, επιμένει να περιγράφει ένα σύμπαν που δεν μας αφορά, παρά μόνον με όρους αναπόλησης. Τρόπον τινά, ο Χατζιδάκις έμεινε έξω απ' τον σαρκασμό και τις ακρότητες του μεταπολεμικού κόσμου. Ο Σαββόπουλος αναμετέδωσε το σοκ που είχε διεγείρει την επικαιρότητά μας, μ' έναν τρόπο αποκαλυπτικά αδιαμεσολάβητο, με τον σχεδόν βίαιο τρόπο μιας άνευ προηγουμένου αμεσότητας και σαγήνης. Απ' αυτή την άποψη ίσως να είναι σημαντικότερος απ' τον Χατζιδάκι, δεν ξέρω. Δηλαδή πιο στενά δεμένος με το αναπάντητο ερώτημα της περιπέτειας που ζήσαμε.
Χατζιδάκις ήταν το όνομα ενός ζωγράφου υπέροχων, μελαγχολικών τοπίων που διαγράφονταν με φόντο το σεληνόφως του Γκάτσου. Ονειρεύτηκε μελωδίες φτιαγμένες από βήματα αγγέλων. Ο Σαββόπουλος εμπιστεύθηκε την ειρωνεία των πνευμάτων που ελέγχουν μέσα μας το κακό, τη σάτιρα, τις γιορτές, άκουσε το γέλιο των κρουστών, τους χρησμούς που συνοδεύουν την αφοσίωση σε πράγματα ακόμη άγνωστα. Διαισθάνθηκε τη συνάφεια ανάμεσα στον ήλιο και στο σκοτάδι, κατάλαβε πως η κραυγή μας δεν ήταν απλώς διαμαρτυρία αλλά το βαθύ αναφιλητό ενός χρόνου που δεν βιώθηκε. Συνέλαβε εικόνες μιας διαστρικής καταιγίδας από κείνες που πλήττουν μικρούς χώρους, οικόπεδα, ακάλυπτους, ανελκυστήρες, προθαλάμους νοσοκομείων.
Συνηθίζουν να λένε ότι ο Σαββόπουλος υπήρξε «τραγουδοποιός», όχι συνθέτης. Περίεργο! -να αρνούνται τον τίτλο του συνθέτη σε κάποιον που πέτυχε να συνθέσει τα διεστώτα όσο άλλος κανείς...
Ετικέτες Μουσικός Οίστρος
Permalink για το "Δ.Σαββόπουλος: Μια σειρά αμφιβολίες που με φτάνουν στο "αμήν""
29 Comments:
"κατάλαβε πως η κραυγή μας δεν ήταν απλώς διαμαρτυρία αλλά το βαθύ αναφιλητό ενός χρόνου που δεν βιώθηκε"
Πόση αλήθεια σ'αυτή τη φράση...
Καλησπέρα...
πολύ ενδιαφέρον!
να'σαι καλά
Αγαπάς λοιπόν και θεωρείς αντιπροσωπευτικό του, ένα τραγούδι που δεν είναι δικό του. The healing Game, Van Morrison, σπουδαία αφορμή για τον Νιόνιο να δανειστεί έμπνευση και να σκαρώσει ελληνικά στιχάκια από ξένη πηγή.
Τ' αγαπώ κι εγώ. Κι αυτό και όλα του. Τον ακούω πάντα, τον τραγουδώ συχνά, αλλά με θλίβει βαθιά.
Τα είπες άλλωστε Οίστρε μου.
Μόνο που δεν τον συγχωρώ.
Με τέτοια ιστορία, με τόσο βαρύ όνειρο στις νότες του, με τέτοιες γενιές στην αγκαλιά του, είχε χρέος. (Που'σαι Καζαντζάκη...)
Δεν ξεπουλιούνται αυτά, Οίστρε. Δεν είναι προς διαπραγμάτευση οι αξίες. Όχι. Οι άνθρωποι της Τέχνης είναι ένα βήμα πέρα απ' τον άνθρωπο. Το οφείλουν στον εαυτό τους και στο έργο τους.
Σημαντικότερος απ' τον Χατζιδάκι με τίποτα. Ο Χατζιδάκις έκανε την επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι μ' εκείνη τη διάλεξη για το ρεμπέτικο το '47 ή '48(;).
Κορωνίδα, δεν χωρά αμφιβολία.
Τουλάχιστον ο Χατζιδάκις σάρκωσε τ' όνειρο και κοιμήθηκε μαζί του.
Ψάχτο, κάπου θάναι μέσα στα απέραντα αρχεία σου, ένα "Φαντάζιο" μέσα στη δικτατορία. Λέει ο Νιόνιος, "ένας τρόπος να ζεις μ'αυτό που αγαπάς, είναι να ζεις χώρια".
Κανένας μα κανένας δεν κατάφερε στο δρόμο του να μην πατήσει μια απ'τις μπανανόφλουδες. Ακολούθησα τη συμβουλή του κι έτσι απέφυγα πολλές φορές να τον βλέπω να σκάει καταγής, πάνω στα παχουλά του οπίσθια.
Serenity
όλοι με κάποιο χρόνο τα 'χουμε :)
έντεκα
ευχαρίστως θα ανέβαζα τα έντεκα καλύτερα τραγούδια του. Επιφυλάσσομαι :)
Μαρία
αντιπροσωπευτικά βρίσκω όσα για κάποιο λόγο κάτι μας είπαν.
Κι ο Νίονιος έχει πολλά. Αυτό απλά ταίριαξε στη στιγμή.
Ευχαριστώ για την προσθήκη περί Μόρισον. Ευκαιρία να πω ότι το τραγούδι φιλοξενείται στο "Ξενοδοχείο",
το οποίο περιέχει 12 υπέροχες διασκευές (ανάμεσά τους και το Into my arms, που έγινε "άδεια μου αγκαλιά").
Όσο για τα υπόλοιπα ... ανάγονται στην Τέχνη του "συγχωρείν".
Φοίβε
τι να πω? Τα είπε καλύτερα ο ίδιος σ' εκείνο τον στίχο:
Κι αυτοί που μας πληγώσανε, καθώς το φως τελειώνει,
αισθάνονται την μοναξιά που Έλληνες ενώνει
Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους
τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους.
Γιατί είν' η αγάπη δόσιμο και δάκρυ που ματώνει
και πόρτα μισοσκότεινη κι απ' έξω μας κλειδώνει
Ώσπου η δόλια η φωνή να βρει την ρίζα εκείνη
που χάσαμε κι εγώ κι εσύ σαν Φραγκολεβαντίνοι
Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια δύση πάντα
που παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι απ' το τριάντα,
την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι
στου Καζαντζίδη το λυγμό και του Παπαδιαμάντη.
Μπορει να ειμαι και λαθος,αλλα το λεω σε εσας που ειμαστε φιλοι.Γνωρισα την μΟυσικη του στα 15 μου.Και δεθηκα ισως παραπανω απο οτι επρεπε.Και μετα απο διπλα και ο Λεντακης.Και μετα ενοιωσα απο ολους προδωμενος.Ισως δεν επρεπε να τους δω τιποτα παραπανω απο αυτο που μου δινανε την μουσικη τους και το φιλολογικο του εργο ο Αντρεας.
Παντα ομως τον ακουω γιατι θυμαμαι εκεινα τα χρονια που πιστευα οτι ο κοσμος θα αλλαξει.
Tον απομυθοποίησα, με απογοήτευσε στο Ολυμπιακό Στάδιο, στη συναυλία που είχε δώσει... Προτίμησα να σβήσω απ' το μυαλό μου τη Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ και να κρατήσω Μια θάλασσα μικρήηηηη :))
Υπουργέ μου
μακριά από μένα οι ρόλοι του συνηγόρου. Τον Λεντάκη τον θυμάμαι στην τελευταία δημοτική του θητεία στον Υμηττό. Δύσκολο να βλέπεις του "ασυμβίβαστους" να .. συμβιβάζονται. Αλλά μήπως ζητάμε πολλά? Περισσότερα ίσως από όσα απαιτούμε από τους εαυτούς μας.
raffinata
τι να πω? Όταν τον είδα με την Καλομοίρα ένοιωσα .. σαν απατημένη σύζυγος. Αλλά -το ξέρεις υποθέτω- πριν πέσει το "κέρατο" συνήθως τους αφήνουμε να μας .. αφήσουν τους Νιόνιους μας. Σκέφτομαι ότι ενώ όλοι εμείς χωθήκαμε στο όνειρο της κάθε λογής "αποκατάστασης" (ένα αξιοπρεπές σπίτι, ένα χλιδάτο αυτοκίνητο, μία βολεμένη θεσούλα - όσα τέλος πάντων ονειρεύεται ο μικρός καπιταλιστής μέσα μας) απαιτούσαμε από τον Νιόνιο να μένει ένας κεραμιδόγατος που θα πετά πέτρες για να μας σπάει που και που τα παράθυρα.
Μεγάλες προσδοκίες, που λέει και ο Τσάρλυ. Αφήστε που κάνει και κρύο :)
Καλησπέρα κι από μένα. Το ευχαριστήθηκα ιδιαιτέρως ετούτο το αφιέρωμα, διαβάζοντας όμως κάποια σχόλια, βρέθηκα στην ανάγκη να εκφράσω την ένστασή μου. Η καπετάνισσα (αλλά και πολλοί άλλοι κατά καιρούς), μίλησε για χρέος του καλλιτέχνη απέναντι στο έργο και στην ιστορία του κι εν ολίγοις, για ευθύνη απέναντι στο παρελθόν… ίσως ανήκει σ’ εκείνους που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το έργο από το δημιουργό του. Ό Σαββόπουλος έκανε το βήμα του και κράτησε για αρκετό καιρό μια περπατισιά. Αν θέλησε ν’ αλλάξει στα στερνά, εμένα δεν μου πέφτει λόγος. Άλλωστε, μεγαλύτερη ευθύνη έχει ο καλλιτέχνης απέναντι στην ελευθερία του, παρά στο ίδιο του το έργο και στους οπαδούς αυτού του έργου. Ο Σαββόπουλος ήταν και είναι, ένας άνθρωπος που ψυχανεμίζεται τις αλλαγές. Για τη δική του αλλαγή μάλιστα, φρόντισε να μας προειδοποιήσει, από τα "Τραπεζάκια έξω" κι απ' τη συναυλία στο Ολυμπιακό στάδιο, που εκείνος ήξερε μέσα του, πως έκλεινε έναν κύκλο κι άνοιγε έναν άλλο. Θεωρώ τιμιότερο, το ότι ακολούθησε αυτό που ήθελε να κάνει, παρά το να εξακολουθούσε να κάνει κάτι, μόνο και μόνο επειδή έπρεπε ή επειδή είχε χρέος να κάνει, ασχέτως αν αυτό που θέλησε να κάνει στα στερνά του, ξένισε ή δεν άρεσε σε πολλούς (… μεταξύ των οποίων είμαι κι εγώ). Η μεταστροφή του, δε μειώνει την αξία του έργου που αγάπησα, ούτε το κέρδος μου από αυτό. Όσο κι αν με θλίβουν κάποιες επιλογές του, δεν νομίζω πως συντρέχει λόγος συγχώρεσης ή μη. Είναι δικαίωμά του και δικαίωμα του καθενός, να καίγεται, να αυτοσαρκάζεται μέχρι γελοιοποίησης, να παίζει, να ρισκάρει, να σηκώνει σημαίες ή να αποστασιοποιείται, να μιλά ή να σιωπά, όποτε το έχει ανάγκη. Δικό μας έργο η εξιδανίκευση, δικό μας και η απομυθοποίηση. Το έργο του, είναι αυτό που έχει ανάγκη να δώσει, κάθε φορά… τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Αν η εποχή ή εμείς ως ακροατές, περιμέναμε άλλα πράγματα ή έχουμε ανάγκη από άλλα πράγματα, προφανώς και θα πρέπει να τα αναζητήσουμε αλλού και να αποσύρουμε το βάρος των δικών μας επιλογών (… που δεν είναι πάντα και οι καλύτερες), από τις πλάτες του Νιόνιου. Το σήκωσε όσο άντεχε…
Αχ Αννούλα του χιονιά, μέχρι να γράψω το σχόλιό μου, με κάλυψες :) Μέσα στα 11, βάλε και το Canto, που νομίζω απαντά στις επιλογές όλων μας... και στις δικές μας, αλλά και στις δικές του.
Vermint
σκέφτομαι σοβαρά να σε χρίσω "εκπρόσωπό" μου. Είναι και της μόδας στην μπλοκαρία να βάζεις άλλους να τα λένε αντί εσού. :)
Πάντως, μια και περισσεύουνε οι παρεξηγήσεις τελευταία, να σου πω ότι η Καπετάνισσα ως καλός γνώστης και άνθρωπος της μουσικής δικαιούται -στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον-τις πιο αυστηρές κριτικές. Γι' αυτό το "βουλώνω" όταν μιλάει :)
@ oistros
Δεν αμφιβάλω για τις μουσικές γνώσεις της καπετάνισσας, μολονότι το σχόλιό της δεν αναφερόταν τόσο στο έργο του Σαββόπουλου, όσο στη συμπεριφορά του, ως κοινωνικό πρότυπο και ως πάλαι ποτέ σημαιοφόρου μιας ιδέας. Δε νομίζω πως τίθεται θέμα παρεξήγησης, τουλάχιστον από τη μεριά μου. Δικαίωμα να εκφράζουν άποψη, έχουν όλοι όσοι διαθέτουν. Άλλωστε, ανήκω σε κείνους που, πάντα πίνουν το πρώτο ποτήρι "στην υγειά της δικής τους πόρνης άγνοιας", όπως πολύ ωραία περιγράφεις σε άλλο θέμα. "Καλή καρδιά και ψυχή βαθιά" που έλεγε κι ο Φέρμας στη "Λόλα". Όποιος αγαπά, συγχωρεί...
Καλημερα,
και εγω διαφωνω με καποιες απο τις κρισεις που εκφραζεις, αλλα δεν μπορω παρα να σε συγχαρω για το υπεροχο κειμενο.
Vermint
Ανησυχώ συχνά για το πόσο εύκολα μας "αποπροσανατολίζει" ο γραπτός λόγος. Γράφουμε κάτι αλλά από την ανάγνωση λείπει η .. ανθρώπινη ματιά, που ερμηνεύει πιο εύκολα τα πράγματα. Λείπει συχνά και η αντίληψη του πότε ο "γράφων" χαμογελά και πότε συνοφρυώνεται. Ως εκπρόσωπο θα σε έχριζα ευχαρίστως, (δεν ήταν ειρωνικό το σχόλιο) καθώς συχνά συμφωνώ με όσα λες, ακριβώς όπως τα λες. "Όποιος αγαπά, συγχωρεί". Γενναίο !!
nuwanda
εκτιμώ απεριόριστα τις διαφωνίες. Ιδιαιτέρως δε, από όσους θυμούνται ότι δεν είναι ούτε υποχρεωτικό, ούτε λογικό να συμφωνούμε όλοι σε όλα. Το παρόν μπλόκ δεν αποστρέφεται τα επιχειρήματα αρκεί να μην απευθυνθεί ουδείς στον εργοδότη μου, στον εισαγγελέα, στον κυβερνητικό εκπρόσωπο και στην καφετζού της γειτονιάς μου. Κι αυτό γιατί αγαπώ τη δουλειά μου, την ελευθερία μου και την .. ανωνυμία μου. Την καφετζού απλά την αντιπαθώ. Εν ολίγοις, με τόσο ξεκατίνιασμα γύρω μας τελευταία, χαίρομαι να ξανασυναντώ ανθρώπους που διαφωνούν κόσμια.
Σας ευχαριστώ. :)
επανερχομαι μια που εχω λιγο περισσοτερο χρονο:
1. Προσωπικα θεωρω αξεπεραστο και ανεπαναληπτο το σοκ που προκαλεσε ο Σαββοπουλος στην ελληνικη μουσικη - ειδικα το "Βρωμικο Ψωμι" πιστευω οτι ακομη και με τα σημερινα δεδομενα ειναι απιστευτα πρωτοποριακο.
2. Ο πολιτης Σαββοπουλος κατα καιρους εχει πει και κανει πολλα απογοητευτικα πραγματα. Ο καλλιτεχνης Σαββοπουλος νομιζω ελαχιστα αν οχι καθολου. Ισως περασε και αυτος την κλιμακτηριο του ή δεν ξερω εγω τι αλλο, τα έργα του ομως ειναι αυτοφωτα οπως και ολων των μεγαλων δημιουργων.
3. συγκρισεις επιπεδου πχ Σαββοπουλου - Χατζιδακι εχει ο κθενας μας δικαιωμα να κανει, αλλα ολοι μεσα μας ξερουμε οτι είναι αυστηρα ενδεικτικες, γινονται μονο επειδη βοηθουν σε καποια συγκεκριμενη στιγμη την σκεψη η την γραφη μας.
Εγω θα ελεγα οτι ο Σαββοπουλος εχει μερικα peak σε τεραστια αποσταση απο το υπολοιπο εργο του, ενω ο Μανος ειχε παντοτε μια πολυ υψηλη μεση ποιοτητα σε ολα.
Στην ταπεινή μου άποψη ο Σαββόπουλος έμεινε ως εκφραστής μίας επανάστασης που προδώσαμε. Τον κρατήσαμε ενθύμιο των εποχών που θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο επειδή μας έλεγε (μουρμουρίζοντας βραχνά και πειστικά ενίοτε) ότι μπορούμε. Πως αποχωρίζεται κανείς τις ουτοπίες του? Δύσκολα.
Για καιρό νόμιζα (και δεν ήμουν η μόνη) ότι ο άνθρωπος Σαββόπουλος μας όφειλε συνάφεια λόγου και έργου. Ίσως πάλι τον απαιτούσαμε "ανέφικτο" για να μας θυμίζει ... τρυφερά το πόσο εύκολα "συμβιβαστήκαμε" με την πραγματικότητα. Κι όταν (στα ύστερα πια) μας ακολούθησε, αρχίσαμε να του θυμώνουμε. Εκείνος όμως δεν διαννοήθηκε ποτέ να μας θυμώσει όσα χρόνια πριν τον εγκαταλείψαμε στον μοναχικό του δρόμο. Θαρρώ -κι ίσως να κάνω και λάθος- πως από το "φαινόμενο" Σαββόπουλου έχουμε πολλά να μάθουμε αν το καλοσκεφτούμε.
Ο Αρανίτσης (στον δικό του κείμενο είναι το επίμαχο κομμάτι της "παρακινδυνευμένης" σύγκρισης) επέλεξε μία .. ακροβασία.
Ανάμεσα σε ετερόκλητα. Προσωπικά δεν θα τολμούσα ποτέ να συγκρίνω ένα πίνακα ζωγραφικής του Καντίνσκυ με ένα βιβλιαράκι του Βιάν. Απλά τ' αγαπώ και τα δύο :)
@ oistros
Δεν το εξέλαβα ως ειρωνικό… έχω μια έμφυτη τάση να θεωρώ τις ανθρώπινες προθέσεις, κατ’ αρχήν αγνές και καλοπροαίρετες. Δεν το σχολίασα γιατί δυστυχώς (ή ευτυχώς) δε θέλω και δεν μπορώ να είμαι εκπρόσωπος κανενός πέραν του εαυτού μου… κι αυτού, όχι επιτυχώς ενίοτε. Το ότι συμφωνούμε σε μια δεδομένη στιγμή, δε σημαίνει πως θα συμφωνούμε και πάντα. Το ίδιο ισχύει και για τις διαφωνίες. Διατηρώ το δικαίωμα να αλλάζω τη ρότα μου, αν αυτή πάψει να με εκφράζει και το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζω και στον καθένα (…εκτός αν είναι πολιτικός και πληρώνεται από μένα, για να είναι εκπρόσωπος των απόψεών μου :)). Γι αυτό και δεν μπορώ να καταδικάσω το Σαββόπουλο και τον κάθε καλλιτέχνη για τις επιλογές του. Δεν υπογράφει μαζί μας κανένα συμβόλαιο… αν τον θεωρήσαμε σε μια δεδομένη στιγμή, εκπρόσωπο του δικού μας λόγου, το κάναμε γιατί το είχαμε ανάγκη εμείς πρωτίστως. Είχαμε ανάγκη από έναν τρελό, να μπει μπροστάρης στη δική μας τρέλα που δεν μπορούσαμε να εκφράσουμε. Αν εμείς παραμένουμε διψασμένοι κι εκείνος χόρτασε, γιατί θα έπρεπε να παραμείνει συνεπής στη δική μας δίψα ? Δεν κατηγορείς μια πηγή, όταν πάψει να αναβλύζει νερό… πας παρακάτω και ψάχνεις γι άλλη. Ομοίως, δεν μπορώ να δεσμεύσω έναν καλλιτέχνη… είναι σαν να του παραγγέλνω ένα συγκεκριμένο, τυποποιημένο προϊόν κι όλοι μας νομίζω βλέπουμε, που καταλήγει η πελατειακή σχέση του δημιουργού με το κοινό. Δυστυχώς, εκεί οδηγήθηκε κι ο Σαββόπουλος… κι όχι μόνο αυτός. Η εποχή η ίδια κι εμείς μαζί της… Θα κρατήσω το σχόλιο του Αρανίτση "η χαρά δίχως τη λύπη είναι αδιανόητη. Ούτε υπάρχει ερωτική ένταση δίχως τον θανάσιμο δεσμό μας με τα σύμβολα. Αυτή η πρωτοφανής και ανεπανάληπτη σύνθεση των αντιθέτων υπήρξε εξαρχής το ψυχικό προφίλ του Σαββόπουλου και, μεταδοτικώς, των ακροατών του"… ήταν φυσιολογικό επακόλουθο λοιπόν.
Kαλημέρα σας ! :)
Βλέπω ότι η πολυτάλαντη καπετάνισσα σου βρήκε το τραγούδι.
Σχετικά τώρα με τις συγκρίσεις με Χατζηδάκι κτλ. εγώ λέω απλά,
μακάρι να είχαμε και άλλους Σαββόπουλους,Χατζηδάκιδες και θεοδωράκηδες και ας μην είναι συνεπείς με την είκόνα που ο καθένας μας εχει φτιάξει στο μυαλό του.
Δυστυχώς δεν βλέπω ποιός θα μπορέσει να τους αντικαταστήσει σήμερα.
Και μία διόρθωση.
Το περιστατικό που γράφεις στά Δειλινά έγινε το 1969 και όχι το 1965.
Τότε γνώρισε απρόσμενη επιτυχία με το Ντιρλαντά που άρεσε στο κοινό των Δειλινών και πήγε για τα λεφτά γιατί είχε γεννήσει η Ασπα το παιδί του αλλά δεν άντεξε και έφυγε.
Άλλωστε το περιγράφει πολύ ωραία ο ίδιος στο Ντιρλαντά στο εορταστικό που έκανε την πρωτοχρονιά του 1988 στην ΕΤ-1, αλλά το λέει και στις συναυλίες συχνά.
Υπάρχει ολόκληρο στη ΣΟΥΜΑ .
Απείραχτε
κι εσείς επίσης.
Πάντα υπάρχει κάτι .. ανείπωτο. Αρκεί να επιστρέφουμε.
Το "ψαλλε" όμορφα και η Άλκηστις:
"Κάτι υπάρχει αζήτητο
βαθιά μας πάντα. Πάντα"
Vermint
Καταλαβαινόμαστε :)
Αθεόφοβε
θα είσασταν η εναλλακτική λύση :)
Θυμήθηκα τι τραβήξαμε μαζί με τον ... ακατανόμαστο, τότε.
Χαίρομαι που με διορθώνετε.
Αντίθετα, λυπάμαι που οι περισσότεροι δεν δώσατε σημασία στο τραγούδι. Είχε πολλά να πει και να προσφέρει στην κουβέντα μας.
Απ' όλες τις απόψεις μπορεί να συλλέξει κανείς κομμάτια αλήθειας.
Κι είναι τούτη μια μεγάλη κουβέντα. Έχει να κάνει πρωτίστως με την στάση ζωής ενός καλλιτέχνη, με την πραμάτεια που κουβαλάει μέσα του και που τρίζει κάθε που γρατζουνάει την κιθάρα του ή πιάνει το φαγωμένο μολύβι να ταιριάξει λόγο.
Οι άνθρωποι της τέχνης είναι μπροστάρηδες. Αυτό σημαίνει τέχνη. Ανοίγω τον κόσμο.
Αν είναι να μουρμουρίζω αδιάφορα σαχλοστιχάκια, ας είμαι ένας έμπορος τραγουδιών.
Όχι δημιουργός που ζυμώνω όνειρα κι ιδέες για χρόνια και τα ντύνω με τη φορεσιά της πιό άμεσης της πιό λαϊκής τέχνης: του τραγουδιού.
Η συγχώρεση είναι μεγαλοσύνη ψυχής, συμφωνώ.
Συγχωρέστε με και μένα [ :-) ]που δεν μπορώ να την ξοδέψω για κείνους που με πήραν απ' το χέρι σε χρόνια τρυφερά, μου δείξανε πως λαμποκοπούνε τα φεγγάρια, μου'πανε πως ν' αναποδογυρίσω τον κόσμο κι έπειτα μου γυρίσανε την πλάτη.
Ο δημιουργός δεν είναι μόνον αυτό. Κυρίως όταν λογαριάζεται συμμέτοχος-συνένοχος στην ιστορία της τέχνης.
Είναι προσωπικότητα. Όλον. Πράττει ποικιλοτρόπως. Το δημιούργημά του είναι κομμάτι της κοινωνικής πραγματικότητας : αυτήν χαρτογραφεί άλλωστε, ενίοτε επιδιώκει και να την ανατρέψει.
Όταν λοιπόν "λέει" πράγματα τραγουδιστά, οφείλει να τα λέει (τα ίδια) και στο μιλητό.
Ψυχή του είναι. Τραγούδι αναπόσπαστο από τα δρώμενα, ακρωτηριασμένο, δεν υφίσταται.
Όλον λοιπόν ο δημιουργός.
Κυρίως βέβαια στην στρατευμένη τέχνη που... ποιά δεν είναι τέτοια τάχα; Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο...
Θα μου πείτε, "τα καλύτερα παιδιά κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι"...
Συμφωνώ.
Κι ελπίζω βρε Νιόνιο κατά πως λες, "όσο μεγαλώνουμε, πιο όμορφα να παλιώνουμε".
Που δεν το βλέπω...
Oh Captain, μαζί σου σαν αρμενίζουμε, στραβός ο γιαλός δίχως άλλο, είναι!
Ανήψ', με κουρδίζεις...
Αυτό το e, εσάς έπεσε St Claude;
poly endiaferon! symfwnw me ta perissotera.
oso gia th sygkrish me to xatzidaki...den eimai toso sigourh.pisteyw oti h kataplhktikh dynamh toy sabbopoulou einai stous stixous...kata th gnwmh mou einai isws o pio shmantikos sygxronos poihths.in my humble opinion...
kai xairetw sas... katerina
Καπετάνισσα
καλημέρα. Η μισή μου καρδιά μαζί σου βρίσκεται. Κι η άλλη μισή ... στην Κίνα :)
Καφενόβιε ρεπόρτερ
Εγώ; (ρωτάει αθώα η .. τρελοκοτσιδού). Μάλλον είστε θειούλη, κουρδισμένος από μόνος σας. Εμπρός, ας ηχήσουν τα ξυπνητήρια :)
Κατερίνα welcome
χμ η ποιητική του διάσταση. Ενδιαφέρον !
Μήπως είμ'εγώ Κύριε; Μήπως είμ'εγώ Κύριε;...
Πίπη μου πεταχτούλα, πάλι άλλα έβαλε το σπιρτόζικο τσερβέλο σου. Αλλά το παρακάμπτω και αυτό (συλλογή τα κάνω).
Θα με βάλεις να τα πω! Κι αν τα πω, όχι ξυπνητήρια αλλά καμπάνες θα ηχήσουν. Εγώ φταίω; Είναι που μικρός έπεσα... από την άλλη μεριά του καθρέπτη.
Πες τα .. Χρυσόστομε!!
Τόσοι και τόσοι ομιλούν χωρίς να δικαιούνται καν ολούθε.
Ακούω καμπάνες, ακούω καμπάνες (τραγουδούσε η Φακιδομύτη) :)
Ενας πετυχημένος χαρακτηρισμός (γνώμη μου, ε) που ειπώθηκε κάποτε σε μια παρέα είναι: "Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρεπόρτερ ποιητής που εκφράζεται τραγουδιστικά"
Αγαπητή καπετάνισσα, καταλαβαίνω την πίκρα σου και ως ένα βαθμό, δεν είναι αδικαιολόγητη. Φαντάζομαι, θα έχεις ακόμα περισσότερα να σούρεις στον Rimbaud :)
Είναι και θέμα οπτικής… Εγώ δεν ένιωσα ποτέ πως "μου γύρισε την πλάτη". Τα τραγούδια του που αγάπησα, μου κρατούν ακόμα το χέρι. Ο ίδιος, περπατούσε πότε στο πλευρό μου και πότε στο πλευρό άλλων και πάντα … "άκρη άκρη σχεδόν", σε κάθε πλευρά (όπως λέει και το τραγουδάκι). Συνήθως έτσι γίνεται, μας παίρνουν απ’ το χέρι, μας δείχνουν έναν άλλο κόσμο (… φτου φτου φτου :)) και μετά μας αφήνουν να τον εξερευνήσουμε με τα δικά μας μάτια και χέρια.
Παίδες προς παν ενδιαφερόμενο άνοιξε η ιστοσελίδα του Σαββόπουλου. www.savvopoulos.net
Δημοσίευση σχολίου
<< Home