Η ζωή εν τάφω
Ναι, έχω τις αμφιβολίες μου. Μου τις καλλιέργησαν έντεχνα όπως ακριβώς και την πίστη μου. Τα θρησκευτικά που έμαθα στο Δημοτικό ήταν ένα όμορφο παραμυθάκι, φτιαγμένο να "εγγράψει υποθήκες" στην παιδικότητα μου. Στο κατηχητικό (σχεδόν υποχρεωτική η "φοίτηση" στα νιάτα μου) ο ιερέας δεν είχε πρόθεση για διάλογο. Μας μάθαινε μονότονα "Τα Χριστιανόπουλα" και μας αγριοκοίταζε αν είχαμε απορίες.
Μεγάλωσα φορώντας τα "καλά" μου κάθε πρωινό Κυριακής και μπαίνοντας σε εκκλησίες που μου προκαλούσαν δέος, για να ακούσω μία Θεία Λειτουργία, που αγνοούσα ακόμα τη γλώσσα της. Η πίστη και η κατάνυξη ήταν έννοιες που μου υπαγορεύτηκαν από τα πρέποντα. Ακριβώς όπως το όνομά μου και το βάπτισμα.
Με τον καιρό συνειδητοποίησα την χρησιμότητα του εγχειρήματος: ευφυής λύση στην επιτακτική ανάγκη μας να νικήσουμε την ιδέα του θανάτου. Νωρίτερα, είχα συναντηθεί με τις άλλες "απόλυτες" ανάγκες μου. Την ελπίδα για τα καλύτερα -που πάντα βαυκαλιζόμαστε να πιστεύουμε ότι είναι μπροστά μας- την αφόρητη δίψα να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε -ανυποψίαστοι συνήθως για το πόσο απαιτητική υπόθεση είναι η αγάπη- και την άρνηση να συμφιλιωθούμε με την μοναξιά μας.
Και κάπου στο βάθος, πάντα αναζητούσα δεκανίκι στα δύσκολα από τη "δοτή" μου πίστη. Είναι εκείνες οι στιγμές που σε νικούν στην καθημερινότητα και όπως οι δυνάμεις σου μοιάζουν "κατώτερες των περιστάσεων" σηκώνεις το βλέμμα και ενστικτωδώς σχεδόν, κάνεις αυτό που έμαθες από παιδί: προσεύχεσαι. Ελπίζοντας πως όλους τους καθημερινούς μικρούς θανάτους σου κάποιος τους εποπτεύει, κρυμμένος πίσω από το μπλε της νιρβάνας του. Και θα φτάσει μία παράκληση απλή για να παρέμβει και ν' αρχίσει τα θαύματα. Τι ωραία αφέλεια!! Και πόσο, αλήθεια, δύσκολο να την απαρνηθείς.
Ακούω συχνά ότι η Βίβλος παραμένει το πρώτο σε αναγνωσιμότητα βιβλίο όλων των εποχών. Δεν την μελέτησα και δεν είμαι ειδήμων. Αναρωτιέμαι ωστόσο, πόσο διαφορετικά πράγματα συγκράτησαν όλες οι γενιές των ανθρώπων, που απώθεσαν τις ελπίδες τους εκεί.
Ο κοινός τόπος των επιθυμιών μας συναντήθηκε -λένε- σε κείνο τον κενό τάφο. Αρκεί η σκέψη ότι Ένας νίκησε τους φόβους μας. Ότι Αναστήθηκε. Συνειδητοποιώ απο προχθές πόσο σπουδαίο είναι να 'χουμε κατά νου την Ανάσταση. Λες κι αν ο τάφος δεν ήταν κενός .. θα πεθάνουμε λιγότερο. Ή αν ο τάφος βρεθεί αλλού, θα χουμε εξασφαλισμένο one way ticket για την πύλη του Παραδείσου.
Ζω στην εποχή των αμφισβητήσεων. Κανονικά, ο Άπιστος Θωμάς θα πρεπε να ανακηρυχθεί προστάτης του 21ου αιώνος. Ήδη έκανε το θαύμα του για λογαριασμό του Ντάν Μπράουν και τώρα βάλθηκε να πάρει υπό τη σκέπη του και τον Τζέημς Κάμερον. Κι εμείς οι υπόλοιποι, μόνιμα αφιερωμένοι στη λατρεία του. Τραγικά δύσπιστοι και υποψιασμένοι. Απαιτούμε τεκμήρια αθωότητας κρίνοντας τους πάντες εξ ορισμού ενόχους.
Τα Ιερατεία συνωμότησαν, ο Μέγας Κωνσταντίνος έβαλε το χέρι του, τα Απόκρυφα Ευαγγέλια μας τα στέρησαν, το Ευαγγέλιο του Ιούδα έγινε λαϊκό ανάγνωσμα και ακόμη και το βιβλίο της Ουράντια μοιάζει πιστευτό. Οι λαοί των αποπροσανατολισμένων .. έτοιμοι να δεχτούν τα πάντα. Εκτός από το προφανές: ότι υπάρχει τάφος. Όχι αυτός . Ούτε και τούτος. Αλλά ο δικός μας τάφος. Κι ακόμη δυσκολότερο να τον αντιληφθείς, όχι στο τέρμα της διαδρομής σου, αλλά ενδιάμεσα: στη ζωή εν τάφω.
* Mουσικό κέρασμα το "Υποκριθείτε" από τον Παύλο Σιδηρόπουλο και η ζωή μου όλη by Άκης Πάνου, σε εκτέλεση live από Μητροπάνο και Τερζή.
-----------------------------------------------------------------------------------
Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρατή Μυριβήλη "Η ζωή εν τάφω"
Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. 'Ετσι λένε κάτι σακιά γεμάτα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον - καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. 'Ηρθαν και σάπισαν από νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Αλλά πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρισμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.
Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω - πάνω. 'Ενας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαρά.
'Ηταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. 'Ενα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.
Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' έναν μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. 'Εχει κι ένα κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.
Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.
Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. 'Ετσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:
-Καληνύχτα... καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.
Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία... Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! 'Αναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουγκράζομαι. Είναι ένα παιδιάτικο τραγούδι:
Φεγγαράκι μου λαμπρό....
Ετικέτες Αντιρρήσεις
Permalink για το "Η ζωή εν τάφω"